Οι πρώτοι αυτοκράτορες της περιόδου 802-867 δεν ήταν Εικονομάχοι. Φαινόταν ότι η Εικονολατρία, την οποία είχε αποκαταστήσει η Ειρήνη, θα μπορούσε με τον καιρό να γίνει πιο ισχυρή και να αποφύγει καινούργιες περιπέτειες. Η πολιτική του Νικηφόρου υπήρξε ανεκτική σε συνδυασμό με την ιδέα ότι η πρόσκαιρη εξουσία πρέπει να ελέγχει την Εκκλησία. Αν και αναγνώριζε τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας και τη νίκη των Εικονολατρών, δεν υπήρξε θερμός οπαδός τους. Για τους πραγματικούς ζηλωτές της Εικονολατρίας, η ανεκτική πολιτική του Νικηφόρου ήταν το ίδιο κακή με την αίρεση. Πολύ πιθανόν ο αυτοκράτορας να ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τα θρησκευτικά ζητήματα και ότι τον απασχολούσαν μόνον εφόσον αυτά είχαν κάποια σχέση με το κράτος. Παρόλα αυτά όμως ο μοναχισμός πέρασε κρίσιμες στιγμές την εποχή του Νικηφόρου, όταν ο αυτοκράτορας αντικατέστησε τον Πατριάρχη Ταράσιο, τον οποίον ο λαός σεβόταν και αγαπούσε πολύ, με το νέο Πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος έφτασε στην ανώτατη αυτή θέση προερχόμενος κατευθείαν από τις τάξεις των λαϊκών. Η εκλογή αυτή του Πατριάρχη συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον Θεόδωρο Στουδίτη και τους οπαδούς του, που αργότερα εξορίστηκαν.
Ο Μιχαήλ Α' Ραγκαβές βασίλευσε μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα (811-813), κατά το οποίο βρισκόταν κάτω από τη σταθερή επιρροή του Πατριάρχη και των μοναχών. Υπήρξε ένα υπάκουο «τέκνο» της Εκκλησίας, καθώς και ένας καλός υπερασπιστής των συμφερόντων της. Στη διάρκεια της βασιλείας του ο Θεόδωρος και οι οπαδοί του ανακλήθηκαν από την εξορία.
Είχαν περάσει 25 χρόνια από τότε που η Ειρήνη αποκατέστησε την Εικονολατρία, αλλά η κίνηση των Εικονομάχων υπήρχε ακόμα ζωηρή στις ανατολικές επαρχίες της Μικράς Ασίας και στις τάξεις του στρατού. Το 813 έγινε αυτοκράτορας ο στρατιωτικός Λέων, που είχε αναδειχθεί την εποχή των προκατόχων του, σε έναν ικανό στρατηγό. Αρχικά ο Λέων έκρυβε τις Εικονοκλαστικές του διαθέσεις, αλλά όταν εκθρόνισε τον Μιχαήλ Ραγκαβέ, άρχισε επίσημα να εφαρμόζει εικονοκλαστική τακτική.
Κάποια πληροφοριακή πηγή αποδίδει στον Λέοντα τα εξής λόγια:
«Βλέπετε ότι όλοι οι αυτοκράτορες που δέχτηκαν τις εικόνες και τη λατρεία τους πέθαναν στην εξορία ή στη μάχη. Μόνον αυτοί που δεν λάτρευσαν τις εικόνες πέθαναν ένα φυσικό θάνατο, ενώ συγχρόνως κατέχουν ακόμα τον αυτοκρατορικό τίτλο. Οι αυτοκράτορες αυτοί τοποθετήθηκαν σε αυτοκρατορικούς τάφους, με μεγάλες τιμές και θάφτηκαν στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Θέλω να ακολουθήσω το παράδειγμά τους και να καταστρέψω τις εικόνες, έτσι ώστε μετά τη μακροχρόνια ζωή μου και τη ζωή του γιου μου να συνεχιστεί η βασιλεία μας μέχρι την τέταρτη και πέμπτη γενεά».
Τα εικονοκλαστικά μέτρα του Λέοντα βρήκαν αντίθετο τον Πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος εκθρονίστηκε αργότερα από τον αυτοκράτορα. Τη θέση του Νικηφόρου την πήρε οΘεόδοτος, ο οποίος συμφωνούσε απόλυτα με τη θρησκευτική τακτική του Λέοντα. Το 815 έγινε μια δεύτερη Εικονοκλαστική Σύνοδος στο Ναό της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρακτικά της Συνόδου καταστράφηκαν μετά την αποκατάσταση της Εικονολατρίας, αλλά η απόφασή της διασώθηκε σ’ ένα από τα απολογητικά έργα του Πατριάρχη Νικηφόρου.
Η Σύνοδος αυτή, έχοντας εγκρίνει και επικυρώσει τα δόγματα που δέχτηκαν οι Πατέρες και σύμφωνα με τις 6 προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους, καταδίκασε την απαράδεκτη από την παράδοση κατασκευή και λατρεία εικόνων, προτιμώντας την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία. Η απόφαση της Συνόδου αναφέρει ακόμα ότι με τη μεταβίβαση της εξουσίας από τους άνδρες σε μια γυναίκα (Ειρήνη), η γυναικεία απλότητα οδήγησε στην αποκατάσταση της λατρείας των «νεκρών εικόνων», το άναμμα των κεριών και το κάψιμο του θυμιάματος. Η Σύνοδος απαγόρευσε τη λατρεία των εικόνων, όπως τη δέχεται ο Πατριάρχης Ταράσιος και καταδίκασε το άναμμα των κεριών, καθώς και την προσφορά λιβανιού μπροστά στις εικόνες. Ουσιαστικά οι αποφάσεις αυτές αποτελούν επανάληψη των βασικών ιδεών της Εικονοκλαστικής Συνόδου του 754, της οποίας και επιβεβαίωσε τα πρακτικά.
Η Σύνοδος διακήρυξε την απαγόρευση της λατρείας των εικόνων και το άχρηστο της κατασκευής τους. Επειδή η Σύνοδος αυτή «απέφυγε να χαρακτηρίσει τις εικόνες είδωλα και έργα του διαβόλου», έχει μερικές φορές χαρακτηριστεί σαν πιο ανεκτική από την πρώτη Εικονοκλαστική Σύνοδο. Τώρα τελευταία όμως, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η δεύτερη Εικονοκλαστική κίνηση, κυρίως την εποχή του Λέοντα Ε' και του Θεόφιλου, δεν ήταν ούτε πιο μέτρια ούτε πιο ανεκτική από αυτήν του Λέοντα Γ' και του Κωνσταντίνου Ε'. Απλώς η δεύτερη Εικονοκλαστική κίνηση υπήρξε «πνευματικά φτωχότερη».
Οι Εικονομάχοι αυτοκράτορες της δεύτερης περιόδου Λέων Ε', ο Αρμένιος, Μιχαήλ Β', ο Τραυλός και Θεόφιλος, έπρεπε να φέρουν σε πέρας τη θρησκευτική τους πολιτική κάτω από συνθήκες πολύ διαφορετικές από αυτές που επικρατούσαν την πρώτη περίοδο. Η δεύτερη περίοδος κράτησε μόνο 30 περίπου χρόνια (815-843). Υπήρξε δηλαδή πολύ πιο μικρή από την πρώτη, που κράτησε περισσότερο από 50 χρόνια. Οι Εικονομάχοι της πρώτης περιόδου βρήκαν τους οπαδούς των εικόνων απροετοίμαστους, δηλαδή ανοργάνωτους κι ανέτοιμους για τον αγώνα. Τα σκληρά όμως μέτρα που αντιμετώπισαν τους ανάγκασαν να ενωθούν, να ενισχύσουν την πίστη τους, να αναπτύξουν αγωνιστικές μεθόδους και να συγκεντρώσουν όλο το δογματικό και πολεμικό υλικό τους. Έτσι, οι Εικονομάχοι της δεύτερης περιόδου συνάντησαν πολύ μεγαλύτερη αντίσταση από τους προκατόχους τους κι ο αγώνας έγινε πιο δύσκολος γι’ αυτούς. Κυρίως δυνατή υπήρξε η αντίθεση του ηγούμενου της Μονής του Στουδίου, Θεόδωρου και των οπαδών του, που ήταν από πεποίθηση οπαδοί της Εικονολατρίας, ενώ συγχρόνως ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο λαό. Επιπλέον ο Θεόδωρος έγραφε και μιλούσε φανερά εναντίον των επεμβάσεων της αυτοκρατορικής εξουσίας στις υποθέσεις της Εκκλησίας, υποστηρίζοντας την αρχή της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας και της ελευθερίας της συνείδησης. Θυμωμένος από τη στάση και τη δράση του Θεόδωρου ο αυτοκράτορας τον έστειλε σε μακρινή εξορία, ενώ συγχρόνως τιμώρησε πολλούς από τους οπαδούς του.
Σύμφωνα με τις πηγές που έχουν διασωθεί και που όλες σχεδόν, δίχως εξαίρεση, διάκεινται εχθρικά προς τους Εικονομάχους, ο διωγμός των εικόνων και των όσων τις λάτρευαν ήταν πολύ σοβαρός την εποχή του Λέοντα Ε'. Οι πηγές αυτές μάλιστα αναφέρουν και ονόματα μαρτύρων που μαρτύρησαν την περίοδο αυτή. Αφετέρου, ακόμα και οι πιο σφοδροί αντίπαλοι του Λέοντα Ε' αναγνωρίζουν ότι υπήρξε πολύ ικανός για την υπεράσπιση της αυτοκρατορίας και σοφός στα διοικητικά του μέτρα. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, «ο Πατριάρχης Νικηφόρος», τον οποίον εκθρόνισε ο Λέων, «είπε, μετά το θάνατο του Λέοντα, ότι το κράτος των Ρωμαίων έχασε ένα μεγάλο αν και ασεβή Άρχοντα». Εντούτοις όμως άλλοι, σύγχρονοι του Λέοντα, τον χαρακτηρίζουν «ερπετό», συγκρίνοντας την εποχή του με τον «χειμώνα και τη βαριά ομίχλη».
Οι γνώμες διαφέρουν όσον αφορά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του διαδόχου του Λέοντα, Μιχαήλ Β'. Ενώ μερικοί ιστορικοί τον θεωρούν ουδέτερο και αδιάφορο κι έναν άνθρωπο που «ακολούθησε το μονοπάτι της ανοχής και που διακήρυξε τις μεγάλες αρχές της ελευθερίας της συνείδησης», άλλοι τον ονομάζουν «έναν εκ μεταστροφής, μη φανατικό, Εικονομάχο, που αποφάσισε να υποστηρίξει τις εικονοκλαστικές μεταρρυθμίσεις του Λέοντα, επειδή ανταποκρίνονταν στις προσωπικές του πεποιθήσεις, αρνούμενος συγχρόνως να συνεχίσει το διωγμό των Εικονολατρών». Ένας σύγχρονος ιστορικός πιστεύει ότι «το πολιτικό πρόγραμμα του Μιχαήλ συνίστατο σε μια προσπάθεια συμβιβασμού όλων των θρησκευτικών διαφωνιών, αν κι αυτή η προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα μια αβίαστη αποσιώπηση όλων των συζητήσιμων ζητημάτων, καθώς και μια ανεκτική τακτική απέναντι στα στοιχεία που διαφωνούσαν».
Οπωσδήποτε, παρά τις εικονοκλαστικές του τάσεις, ο Μιχαήλ δεν ανανέωσε τους διωγμούς των Εικονολατρών, αν και όταν ο Μεθόδιος (ο οποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης) έδωσε στον αυτοκράτορα ένα γράμμα του Πάπα, ζητώντας του να αποκαταστήσει την Εικονολατρία, καταδικάστηκε σε μαστίγωση και φυλακίστηκε σ’ ένα τάφο. Συγκρίνοντας την εποχή του Λέοντα Ε' με τη βασιλεία του Μιχαήλ Β', οι σύγχρονοί τους χρησιμοποιούσαν φράσεις σαν κι αυτές: «η φωτιά έχει εξαφανιστεί, αλλά καπνίζει ακόμα», «σαν ένα ερπετό η ουρά της αίρεσης δεν έχει εξοντωθεί και κουλουριάζεται ακόμα», «ο χειμώνας πέρασε, αλλά η πραγματική άνοιξη δεν ήρθε ακόμα» κλπ. Την εποχή του Μιχαήλ Β' πέθανε κι ο μεγάλος υπερασπιστής των εικόνων και της ελευθερίας της Εκκλησίας, Θεόδωρος Στουδίτης.
Ο διάδοχος του Μιχαήλ Β', Θεόφιλος, που είναι και ο τελευταίος εικονομάχος αυτοκράτορας, υπήρξε έμπειρος στα θεολογικά ζητήματα και λάτρης της Παρθένου και των Αγίων, αλλά και συγγραφέας πολλών εκκλησιαστικών ύμνων. Οι γνώμες των ιστορικών οι σχετικές με τον Θεόφιλο είναι τελείως αντίθετες μεταξύ τους, αρχίζοντας από τις πιο καταδικαστικές και τελειώνοντας στις πιο εγκωμιαστικές. Όσον αφορά την Εικονομαχία, η βασιλεία του Θεόφιλου υπήρξε η πιο τραχεία εποχή της δεύτερης περιόδου της εικονοκλαστικής κίνησης. Κύριος σύμβουλος του αυτοκράτορα και ιθύνων νους για τα σχετικά με την Εικονομαχία ζητήματα ήταν ο Ιωάννης ο Γραμματικός (ο οποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης), που θεωρείτο ο πιο φωτισμένος άνθρωπος της περιόδου αυτής, αν και κατηγορήθηκε, όπως συνέβαινε εξάλλου συχνά με τους μορφωμένους του Μεσαίωνα, ότι ασκούσε γοητεία και μαγεία. Άλλος σημαντικός σύμβουλος ήταν ο Λέων ο Μαθηματικός. Οι μοναχοί, πολλοί από τους οποίους ζωγράφιζαν εικόνες, τιμωρούνταν αυστηρά. Έτσι π.χ. ο μοναχός Λάζαρος καταδικάστηκε να καούν οι παλάμες του με καυτό σίδερο, ενώ οι αδελφοί Θεοφάνης και Θεόδωρος τιμωρήθηκαν, λόγω του ζήλου με τον οποίον υποστήριζαν τις εικόνες, με «εγκέντηση» ιαμβικών στίχων, που τους είχε συνθέσει ο ίδιος ο Θεόφιλος, αποκτώντας έκτοτε το όνομα «Γραπτοί».
Όμως, μια πιο κριτική μελέτη των πηγών των σχετικών με τον Θεόφιλο μπορεί να οδηγήσει τους ιστορικούς στο να εγκαταλείψουν την άποψη ότι οι διωγμοί υπήρξαν εξαιρετικά αυστηροί την εποχή του αυτοκράτορα αυτού. Τα γεγονότα που αποτελούν ενδείξεις σκληρής μεταχείρισης των Εικονολατρών είναι λίγα. Ο Bury μάλιστα πιστεύει ότι οι θρησκευτικοί διωγμοί του Θεόφιλου δεν ξεπέρασαν μερικά γεωγραφικά όρια, επειδή ο αυτοκράτορας επέμενε κυρίως στην καταστροφή των εικόνων της πρωτεύουσας και των περιχώρων της. Ο Bury έχει επίσης τη γνώμη ότι σε όλη τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της Εικονομαχίας, η Εικονολατρία αναπτύχθηκε πολύ στην Ελλάδα και στα νησιά και στις ακτές της Μικράς Ασίας, αν και το γεγονός αυτό δεν έχει τελείως εκτιμηθεί από τους ιστορικούς. Ο Bury επίσης πιστεύει ότι ο αυτοκράτορας μόνο σε λίγες εξαιρετικές περιπτώσεις κατέφυγε σε αυστηρές τιμωρίες. Απομένει ακόμα πολύ εργασία για μια ορθή εκτίμηση αυτής της δεύτερης περιόδου της εικονοκλαστικής κίνησης.
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η σύζυγος του Θεόφιλου, Θεοδώρα, υποστήριζε με ζήλο τη λατρεία των εικόνων, και ο αυτοκράτορας γνώριζε πολύ καλά αυτές τις τάσεις της. Όταν πέθανε ο Θεόφιλος, το 842, η Θεοδώρα έμεινε ο μόνος επίσημος άρχοντας του κράτους, επειδή ο γιος της, Μιχαήλ, ήταν ανήλικος.
Το πρώτο πρόβλημα που απασχόλησε τη Θεοδώρα ήταν η αποκατάσταση της Εικονολατρίας. Η αντίδραση των Εικονομάχων δεν ήταν τόσο έντονη όσο ήταν την εποχή της Ειρήνης, επειδή ήταν αρκετός λίγο περισσότερο από ένας χρόνος για να μπορέσει η Θεοδώρα να συγκαλέσει μια Σύνοδο που επικύρωσε τις θρησκευτικές απόψεις της αυτοκράτειρας, ενώ η Ειρήνη χρειάστηκε για το ίδιο ζήτημα 7 χρόνια.
Ο Ιωάννης Γραμματικός εκθρονίστηκε και ο πατριαρχικός θρόνος της πρωτεύουσας δόθηκε στον Μεθόδιο, που υπέφερε πολύ την εποχή του Μιχαήλ. Τα πρακτικά της Συνόδου, την οποία συγκάλεσε η Θεοδώρα, δεν έχουν διασωθεί, άλλες όμως πληροφοριακές πηγές δείχνουν ότι επικύρωσαν τους κανόνες της Συνόδου της Νίκαιας και ότι αποκατέστησαν τη λατρεία των εικόνων. Όταν η Σύνοδος τελείωσε την εργασία της έγινε στην Αγία Σοφία μια επίσημη λειτουργία στις 11 Μαρτίου του 843, την πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής. Η ημέρα αυτή γιορτάζεται ακόμα ως η Κυριακή της Ορθοδοξίας από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το 842 αναγνωριζόταν γενικά ως η πραγματική χρονολογία της αποκατάστασης των εικόνων.
Στην Εγγύς Ανατολή, η δεύτερη εικονοκλαστική περίοδος χαρακτηρίζεται από τη δημοσίευση ενός γράμματος που απέβλεπε στην υπεράσπιση των εικόνων και το οποίο υπέγραφαν οι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής, Χριστόφορος Αλεξάνδρειας, ΙώβΑντιόχειας και Βασίλειος Ιεροσολύμων.
Γενικά το κόμμα των Εικονομάχων ενισχυόταν κυρίως απ’ την αυλή και το στρατό, συμπεριλαμβανομένων και των στρατηγών του, από τους οποίους μερικοί, όπως ο Λέων Γ', ο Λέων Ε' και ο Μιχαήλ Β', πέτυχαν να αποκτήσουν τον τίτλο του αυτοκράτορα. Οι εικονοκλαστικές τάσεις του στρατού αποδίδονται από μερικούς επιστήμονες στο ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των στρατιωτικών προερχόταν από την Ανατολή, κυρίως από τους Αρμένιους, τους οποίους το κράτος είχε μεταφέρει στις δυτικές επαρχίες και ειδικότερα στη Θράκη. Γι’ αυτό και η πλειοψηφία του στρατού αποτελείτο από εκ πεποιθήσεως Εικονομάχους. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός επιστήμονα «η ορθόδοξη λατρεία είχε φανεί στους στρατιώτες της Ανατολής σαν μια ξένη θρησκεία και έτσι θεωρούσαν τον εαυτό τους δικαιούμενο για τη χρήση κάθε είδους βίας εναντίον εκείνων τους οποίους ονόμαζαν ειδωλολάτρες». Για όσους ανήκαν στο κόμμα της αυλής και στον ανώτερο κλήρο μπορεί να λεχθεί ότι οι κρατικοί υπάλληλοι καθώς και μερικοί επίσκοποι δεν ακολουθούσαν όσα τους υπαγόρευαν οι πεποιθήσεις τους, αλλά ότι εκδήλωναν τις απόψεις τους σύμφωνα με τους φόβους και τις φιλοδοξίες τους. Ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης και η μεγάλη πλειοψηφία του κλήρου υποστήριζαν την Εικονολατρία. Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες υπήρξαν ικανοί πολεμιστές και σοφοί διαχειριστές των διοικητικών υποθέσεων. Νίκησαν τους Άραβες και τους Βουλγάρους και μερικοί από αυτούς μπορούν να θεωρηθούν ως σωτήρες του Χριστιανισμού και του νέου δυτικού πολιτισμού και δεν καταδίωξαν την Εικονολατρία με βάση τους πολιτικούς σκοπούς ή τις φιλοδοξίες τους. Τα θρησκευτικά τους μέτρα είχαν σαν ελατήριο μάλλον μια ειλικρινή πεποίθηση ότι εργάζονταν για την πρόοδο της Εκκλησίας και τον εξαγνισμό του Χριστιανισμού. Οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις των αυτοκρατόρων αυτών υπήρξαν μερικές φορές αντίθετες προς την επιτυχία των πολιτικών τους επιδιώξεων. Ο αγώνας με τους Εικονομάχους δημιούργησε μεγάλες εσωτερικές ταραχές, ενώ συγχρόνως εξασθένησε την πολιτική δύναμη της αυτοκρατορίας. Επίσης οδήγησε στον διαχωρισμό της Ανατολικής από τη Δυτική Εκκλησία και τη βαθμιαία απομόνωση της Ιταλίας από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μόνο η σχετική με τους μοναχούς και τα μοναστήρια τακτική των εικονομάχων αυτοκρατόρων μπορεί να εξηγηθεί με βάση τα πολιτικά ελατήρια. Είναι πολύ δύσκολο να σχηματίσουμε μια συγκεκριμένη γνώμη για τα θεολογικά δόγματά τους, επειδή σχεδόν κάθε τι το σχετικό με τα προβλήματα του δόγματος των Εικονομάχων το κατέστρεψαν οι Εικονολάτρες. Ακόμα και ανάμεσα στους Εικονομάχους υπήρχαν άνθρωποι με μετριοπαθείς (όπως βεβαίως και άλλοι με εξαιρετικά ριζοσπαστικές) τάσεις. Η ζωγραφική των εικόνων θεωρείτο ως αιτία δυο πιθανών κινδύνων: της επιστροφής στην ειδωλολατρία ή σε μια από τις αιρέσεις που καταδίκασαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι.
Σχετικά με τη δεύτερη περίοδο της εικονοκλαστικής κίνησης αξίζει να τονιστεί ότι ενώ τον 8ο αιώνα οι Ίσαυροι υποστηρίζονταν πάντοτε από τις ανατολικές επαρχίες της Μ. Ασίας, αυτό δεν επαναλήφθηκε τον 9ο αιώνα. Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της Εικονομαχίας «ο ενθουσιασμός για τις εικονοκλαστικές ιδέες είχε απολύτως εξασθενήσει, ενώ η κίνηση είχε πνευματικά εξαντληθεί».
Το κόμμα των Εικονολατρών αποτελείτο από τον πληθυσμό των επαρχιών της Δύσης (Ιταλία και Ελλάδα), από όλους τους μοναχούς, από το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου, από την πλειοψηφία των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, αν και μερικές φορές ήταν αναγκασμένοι λόγω των συνθηκών να προσποιούνται ότι υποστήριζαν την Εικονομαχία και από τον πληθυσμό πολλών άλλων τμημάτων της αυτοκρατορίας, όπως π.χ. των επαρχιών της Μικράς Ασίας. Το θεολογικό δόγμα των Εικονολατρών, όπως αναπτύχθηκε από ηγέτες σαν τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Θεόδωρο Στουδίτη, στηρίχθηκε στις Γραφές. Έτσι, θεωρώντας ότι οι εικόνες δεν ήταν απλά μόνο μέσα διαφώτισης του λαού, οι Εικονολάτρες πίστευαν ότι οι εικόνες διατηρώντας την αγιότητα και την αξία των πρωτοτύπων αποκτούν δύναμη θαυματουργική.
Η εικονοκλαστική περίοδος άφησε βαθιά ίχνη στην καλλιτεχνική ζωή της εποχής αυτής. Αρκετά υπέροχα μνημεία τέχνης, μωσαϊκά, τοιχογραφίες, αγάλματα και μικρογραφίες καταστράφηκαν στη διάρκεια του αγώνα που εξαπολύθηκε κατά των εικόνων. Οι διακοσμημένοι τοίχοι των Ναών ή σκεπάστηκαν ή διακοσμήθηκαν με νέα σχέδια. «Με λίγα λόγια», όπως λέει ο Kondakov, «η εκκλησιαστική ζωή της αυτοκρατορίας έγινε αντικείμενο της ερήμωσης εκείνης που επρόκειτο γρήγορα ή αργά να εκτοπίσει όλη την καλλιτεχνική ζωή του Βυζαντίου… Αρκετοί μορφωμένοι και πλούσιοι άνθρωποι μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στην Ιταλία, ενώ χιλιάδες μοναχοί ίδρυσαν πολλά ερημητήρια σε όλη την εκτεταμένη περιοχή της Β. Ιταλίας, της Μικράς Ασίας και της Καππαδοκίας, τα οποία ζωγράφισαν Έλληνες καλλιτέχνες. Για το λόγο αυτό η ελληνική τέχνη και εικονογραφία του 8ου και 9ου αιώνα πρέπει να αναζητηθεί έξω από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία: στη Μ. Ασία ή τη νότια και μέση Ιταλία». Συγχρόνως όμως με την καταστροφή των καλλιτεχνικών μνημείων που έφεραν εικόνες του Χριστού, της Παρθένου κι Αγίων, οι Εικονομάχοι άρχισαν να δημιουργούν ένα νέο τύπο τέχνης στρεφόμενοι σε νέα θέματα και εισήγαγαν τη διακόσμηση με σκηνές από τον Ιππόδρομο, με αναπαραστάσεις δένδρων, ζώων κλπ. Μερικά αξιόλογα έργα τέχνης σε ελεφαντόδοντο και σμάλτο, καθώς και ένας αριθμός από ενδιαφέρουσες μικρογραφίες προέρχονται επίσης από την εποχή της εικονοκλαστικής κίνησης. Γενικά οι καλλιτεχνικές τάσεις των Εικονομάχων θεωρούνται από τους ιστορικούς της τέχνης σαν μια επιστροφή στην κλασσική παράδοση της Αλεξάνδρειας, καθώς και σαν μια πολύ σημαντική τάση προς τον «ρεαλισμό» και τη μελέτη της φύσης.
Ένα σπουδαίο αποτέλεσμα της εποχής των Εικονομάχων υπήρξε η εξαφάνιση των γλυπτών αναπαραστάσεων αγίων προσώπων ή ιερών σκηνών από την Ανατολική Εκκλησία. Επίσημα ούτε η Εκκλησία ούτε το Ελληνικό κράτος απαγόρευσε αυτές τις αναπαραστάσεις, επειδή εξαφανίστηκαν σχεδόν μόνες τους. Το γεγονός αυτό θεωρείται από μερικούς ιστορικούς σαν κάποια νίκη των Εικονομάχων κατά των αδιάλλακτων Εικονολατρών.
Η επιρροή της Εικονομαχίας είναι επίσης αισθητή στα βυζαντινά νομίσματα και στις σφραγίδες. Κάτω από την κυριαρχία των ιδεών των Εικονομάχων, τον 8ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένας εντελώς νέος τύπος νομισμάτων και σφραγίδων. Τα νέα αυτά νομίσματα και οι σφραγίδες φέρουν μερικές φορές μόνον επιγραφές, χωρίς καμιά εικόνα του Χριστού, της Παρθένου ή των Αγίων. Μερικές φορές χρησιμοποιείτο ο σταυρός ή το μονόγραμμα σε σχήμα σταυρού. Γενικά τα νομίσματα έφεραν σχεδόν αποκλειστικά τον Σταυρό και την αυτοκρατορική οικογένεια. Τα πορτρέτα των ανθρώπων θεωρούνταν καλύτερα από τις ιερές εικόνες των παλαιότερων χρόνων. Αργότερα, όταν αποκαταστάθηκε η λατρεία των εικόνων, οι εικόνες του Χριστού, της Παρθένου και των Αγίων παρουσιάστηκαν και πάλι στα νομίσματα και τις σφραγίδες.
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (9ος ΑΙΩΝΑΣ)
Η Εικονομαχία απομάκρυνε την Ιταλία και τον Πάπα από την αυτοκρατορία, αποτελώντας έτσι μια από τις κύριες αιτίες του τελικού σχίσματος της Εκκλησίας, του 9ου αιώνα. Η στέψη του Μεγάλου Καρόλου το 800 συνετέλεσε στην ακόμα μεγαλύτερη αποξένωση του Πάπα από το Βυζάντιο. Το τελικό σχίσμα έγινε τα 50 τελευταία χρόνια του 9ου αιώνα στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ' και την εποχή ακριβώς που προέκυψε στην Κωνσταντινούπολη το ζήτημα του Φωτίου-Ιγνατίου.
Ο Ιγνάτιος, πολύ γνωστός για το ζήλο του υπέρ της Εικονολατρίας, εκθρονίστηκε και στο θρόνο ανέβη ο Φώτιος, ένας λαϊκός που ήταν ο πιο μορφωμένος άνθρωπος της περιόδου αυτής. Αποτέλεσμα αυτού του πράγματος υπήρξε η δημιουργία δύο κομμάτων από τα οποία το ένα ακολούθησε τον Φώτιο, ενώ το άλλο πήρε το μέρος του Ιγνάτιου, ο οποίος αρνήθηκε να εγκαταλείψει εκούσια τη θέση του. Δυστυχώς, ο ένας αναθεμάτιζε τον άλλον μέχρις ότου οι διαμάχες ανάγκασαν τελικά τον Μιχαήλ Γ' να συγκαλέσει Σύνοδο. Ο Πάπας Νικόλαος Α', που πήρε το μέρος του Ιγνατίου, είχε προσκληθεί στη Σύνοδο, αλλά έστειλε μόνον τους αντιπροσώπους του. Αυτοί ύστερα από δωροδοκίες και απειλές (παρά τη θέληση του Πάπα) ενέκριναν την εκθρόνιση του Ιγνατίου και την εκλογή του Φωτίου ως Πατριάρχη.
Αντιδρώντας στην απόφαση της Συνόδου ο Πάπας Νικόλαος έκανε μια Σύνοδο στη Ρώμη, που αναθεμάτισε τον Φώτιο, ενώ συγχρόνως αποκαθιστούσε τον Ιγνάτιο. Ο Μιχαήλ δεν έδωσε όμως καμιά προσοχή στην απόφαση της Συνόδου αυτής. Το γεγονός αυτό συνέπεσε με την εποχή της μεταστροφής του βασιλιά της Βουλγαρίας Βόριδα στον Χριστιανισμό, η οποία έφερε σε σοβαρή σύγκρουση τα ενδιαφέροντα της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης. Το 867 (έτος που πέθανε ο Μιχαήλ) έγινε μια άλλη Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον Πάπα για την αιρετική προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστη, καθώς και για την παράνομη επέμβασή του στα ζητήματα της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Ο Πάπας και ο Πατριάρχης αλληλο-αναθεματίστηκαν με αποτέλεσμα τη δημιουργία του σχίσματος της Εκκλησίας. Όταν πέθανε ο Μιχαήλ Γ' τα πράγματα άλλαξαν, επειδή ο νέος αυτοκράτοραςΒασίλειος Α' άρχισε τη βασιλεία του εκθρονίζοντας τον Φώτιο και αποκαθιστώντας τον Ιγνάτιο.