Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική & κοινωνικές αντιλήψεις







I. Εισαγωγή
            Ο άνθρωπος, φύσει κοινωνικό ον, παρεμβαίνει στη φύση μέσω της αρχιτεκτονικής προκειμένου να δομήσει την κατοικία του. Αλλά και η ίδια η φύση επιδρά πολλαπλώς στους ανθρώπινους οικισμούς. Στην ουσία πρόκειται για μία αμφίδρομη σχέση, βάσει την οποίας οι ανθρώπινες κοινωνίες και το φυσικό περιβάλλον αλληλεπιδρούν το ένα στο άλλο δημιουργώντας ισχυρούς δεσμούς. Επιπρόσθετα, ο κοινωνικός χαρακτήρας του ανθρώπου καθιστά την κατοικία και κατ’ επέκταση τον οικισμό ως ιστορική κατηγορία η οποία υπόκειται στις χρονικές μεταβολές. Κατά συνέπεια, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική αντανακλά συγκεκριμένες αντιλήψεις και όψεις του πολιτισμού μέσα από τις διαμορφούμενες συνθήκες της εκάστοτε εποχής.
            Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό να αναδείξει τους τρόπους, με τους οποίους η μορφή και η λειτουργία των ανθρωπίνων οικοδομημάτων φέρνει, σε πρώτη φάση, το αποτύπωμα των οικογενειακών και κοινωνικών δομών καθώς και τις κοινωνικής ιεραρχίας. Σε δεύτερο χρόνο θα ερευνήσουμε τις αντιλήψεις που αποτυπώνονται για το ρόλο των φύλων, και τέλος θα αναφερθούμε στις παραγωγικές δραστηριότητες και τη σχέση τους με το φυσικό περιβάλλον.
ΙΙ. Οικογενειακές-κοινωνικές δομές & κοινωνική ιεραρχία
            Το κοινοτικό σύστημα διαβίωσης στον ελλαδικό χώρο διαμορφώθηκε εξελικτικά σε συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις, από τα αρχαία χρόνια. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο κοινοτισμός είναι η παλαιότερη μορφή οργάνωσης των ανθρωπίνων κοινωνιών. Προηγήθηκε της κρατικής οργάνωσης όπως και της εθνικής συγκρότησης. Ο κύριος λόγος για τον οποίο ιδρύεται μια κοινότητα είναι αυτός της μονάδας παραγωγής. Βασικό κύτταρο στην κοινότητα είναι η οικογένεια, είτε με την εκτεταμένη της μορφή είτε ως πυρηνική. Η οικογένεια προσφέρει κεφάλαια και εργασία στην κοινότητα με σκοπό να ανταπεξέλθει του ρόλου της ως μονάδα παραγωγής.
            Αρχική φροντίδα για την δημιουργία ενός οικισμού ήταν η εύρεση ενός φυσικού τοπίου με νερό, κατάλληλου για να φιλοξενήσει τους νέους κατοίκους. Ωστόσο, η ιστορική και κοινωνική παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει στην επιλογή του χώρου υπό την πίεση ποικίλων περιστάσεων. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιοι παράμετροι μπορούν να θεωρηθούν η τουρκοκρατία, η ενετοκρατία και οι κοινωνικές ανισότητες, που υπαγορεύουν τη συνεχή απομάκρυνση και περιθωριοποίηση των αποδιωγμένων κατοίκων του φτωχού χωριού. Μία από αυτές τις περιπτώσεις ίσως να είναι και η δημιουργία του χωριού Περίθεια[1] στην Βόρεια Κέρκυρα. Το χωριό είναι χτισμένο σε απόσταση αναπνοής από την λιμνοθάλασσα Αγ. Σπυρίδωνα στο βόρειο άκρο της Κέρκυρας με αποτέλεσμα τα λιμνάζοντα νερά να είναι εστία μόλυνσης.
            Γνωρίζουμε ήδη ότι τόσο η γεωμορφολογία του εδάφους όσο και το ιστορικό γίγνεσθαι, επιδρούν καταλυτικά στη διαμόρφωση της κοινωνικής συμπεριφοράς των μελών μιας κοινότητας, μέσω της οικιστικής ανάπτυξης. Με άλλα λόγια ο δομημένος χώρος αποτελεί σημείο έκφρασης αυτής της όσμωσης μεταξύ του χωροχρόνου και του ανθρώπινου παράγοντα. Στην προσπάθειά μας να εντοπίσουμε τόσο τις ομοιότητες όσο και τις διαφορές στις οικογενειακές και κοινωνικές δομές καθώς και την κοινωνική ιεραρχία, θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα από τον ελληνικό ηπειρωτικό και νησιωτικό χώρο.
            Με βάση τα παραπάνω, η αρχιτεκτονική, με τον τρόπο που παρεμβαίνει στο περιβάλλον, αντικατοπτρίζει τις δομές στις παραδοσιακές κοινωνίες. Αυτό συμβαίνει ακόμη και στην απλούστερη χωροθετική μορφή οργάνωσης και δόμησης όπως οι καλύβες των Σαρακατσάνων[2], μια ποιμενική νομαδική κοινωνία. Οι νομαδικές αυτές κοινωνίες ήταν οργανωμένες σε γένη και τσελιγκάτα[3] και ακολουθούσαν αυστηρά την ιεραρχία. Επικεφαλής του τσελιγκάτου ήταν ο πιο πλούσιος κτηνοτρόφος με τα περισσότερα ζώα που ονομαζόταν τσέλιγκας. Όλοι τον σέβονταν και άκουγαν τις συμβουλές του, ενώ ταυτόχρονα αναλάμβανε να λύσει τις όποιες διαφορές μεταξύ των υπολοίπων μελών. Φροντίζει για τη διαβίωση των τσοπάνηδων, καθορίζει τα καθήκοντα του κάθε μέλους, παίρνει τις γνώμες των αρχηγών των οικογενειών, χωρίς όμως να επηρεάζεται στις τελικές αποφάσεις από αυτές. Ο ίδιος ξεχώριζε για την δυναμικότητά του, την ευελιξία του, την τολμηρότητά του, την κοινωνικότητά του, αλλά και για την εντιμότητά του, στοιχεία που ήταν απαραίτητα για τις οικονομικές συναλλαγές του τσελιγκάτου. Ήταν επόμενο λοιπόν η καλύβα του τσέλιγκα να είναι η μεγαλύτερη και η πλέον άνετη από τις άλλες οι οποίες στήνονταν γύρω από αυτή.
            Μία άλλη περίπτωση όπου καθίστανται δυνατή η μελέτη της κοινωνικής δομής μέσα από την «ανάγνωση»[4] του χώρου είναι η καταγραφή από τον Άγγλο ερευνητή R. Dawkins της ιδιαιτερότητας του πλακόστρωτου πρόναου σε μια εκκλησία στο χωρίο Έλυμπο της Καρπάθου. Συγκεκριμένα, κάθε πλάκα του πλακόστρωτου ανήκε στις αρχόντισσες της περιοχής. Πάνω στην πλάκα είχε δικαίωμα να σταθεί μόνον εκείνη στην οποία ανήκε. Επιπλέον, υπήρχε η δυνατότητα μεταβίβασης από γενιά σε γενιά εν είδει προίκας, αλλά και η δυνατότητα αλλαγής ιδιοκτησίας μέσω πώλησης. Ανάλογες εικόνες οι οποίες παρέπεμπαν σε ιεραρχημένη κοινωνική οργάνωση έχουν καταγραφεί και στο Καστελόριζο[5] όπου στην εκκλησία η γυναίκα του δημάρχου κατείχε θέση δίπλα στην είσοδο, ενώ η ανύπαντρη μεγαλοκοπέλα, γόνος ιερέων, κατείχε μία κοντινή προς το ιερό θέση.   
            Ακόμη ένα παράδειγμα κοινωνικής και οικονομικής διάκρισης είναι η τοποθέτηση των οίκων των ευπόρων και των προκρίτων στον κεντρικό άξονα της κοινότητας. Τέτοια περίπτωση αποτελεί ο οικισμός του Σουφλίου στη Θράκη. Οι κατηγορίες των σπιτιών στον οικισμό, με βάση τη οικονομική δυνατότητα του κάθε ιδιοκτήτη, είναι τρεις. Τα πλούσια αρχοντικά, τα νοικοκυρόσπιτα και εκείνα της φτωχής τάξης. Με βάση σε ποια κατηγορία ανήκει το κάθε σπίτι προσδιορίζεται το μέγεθος, η ποιότητα κατασκευής και η συνολική διακόσμηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα φτωχόσπιτα είναι διάσπαρτα στην κοινότητα, σε αντίθεση με τα αρχοντικά τα οποία βρίσκονται στο κέντρο[6]. Ανάλογη χωροταξική διαμόρφωση συναντάμε και στο Καστελόριζο[7] όπως και σε άλλους οικισμούς.
ΙΙΙ. Αντιλήψεις για το φύλο
            Είναι γεγονός ότι η κοινωνία στον ελλαδικό χώρο αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο τα δύο φύλα. Τόσο ο εσωτερικός όσο και ο εξωτερικός χώρος σε μια κοινότητα διαχωρίζεται σε αντρικό και γυναικείο, ανάλογα με το ποιο φύλο συχνάζει ή ελέγχει αυτούς τους χώρους. Αν και τυπικά δεν απαγορεύεται τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες να βρεθούν εντός του ιδιαίτερου χώρου που προορίζεται για το κάθε φύλο, εντούτοις τον παραπάνω διαχωρισμό τον επιτάσσουν οι άγραφοι κανόνες της κοινότητας. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό αυτό θα φέρουμε ως παράδειγμα την κοινωνία του Καστελόριζου προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
            Στο Καστελόριζο,  η κλειστή οικογενειακή εστία θεωρείται ο κατεξοχήν γυναικείος χώρος. Ο χρόνος που περνά ο άνδρας στο σπίτι είναι ελάχιστος για το λόγο αυτό θεωρείται σαν φιλοξενούμενος. Με την ιδιότητά του αυτή, του φιλοξενούμενου δηλαδή, έχει την τιμητική του θέση στη σάλα και το «χειμωνικό»[8]. Οι χώροι αυτοί είναι ιδιαίτερα προσεγμένοι και στολισμένοι με τα καλύτερα χαλιά και κεντήματα. Στους χώρους αυτούς ο άντρας υποδέχεται τους επισκέπτες. Χώροι, όπως το πλυσταριό, η κουζίνα, ο φούρνος είναι γυναικείοι. Αντίθετα το ισόγειο, που χρησιμοποιείται ως αποθήκη υλικών και εργαλείων, είναι καθαρά αντρικός χώρος.
            Ο δημόσιος κοινός χώρος από την άλλη ανδροκρατείται. Η παρουσία της γυναίκας σε δημόσιους χώρους, όπως είναι το δημαρχείο, περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και πάντα με τη συνοδεία άντρα συγγενή. Όσο για τη συμμετοχή της γυναίκας στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου αυτό θεωρείται απαγορευτικό. Από την άλλη το παραπάνω δεν αποκλείει τις γυναίκες από το να ενημερώνονται για τις εξελίξεις, απλώς δεν τις καθορίζουν.         Το ίδιο συμβαίνει και στην περιοχή του λιμανιού καθώς και στην πλατεία του χωριού όπου θα λέγαμε ότι θεωρείται, τρόπο τινά, απαγορευτικό για τις γυναίκες να βρίσκονται σε αυτούς τους χώρους. Η παρουσία των γυναικών στο λιμάνι είναι αποδεκτή μόνο στην περίπτωση που θα ταξιδέψουν, ενώ στην πλατεία εμφανίζονται στις γιορτές και πάντα κάτω από την ανδρική επιτήρηση.
            Ένα άλλο ανδρικό βασίλειο είναι το καφενείο. Πρόκειται για χώρο διασκέδασης, συνδιαλλαγής, ενημέρωσης και ανταλλαγής απόψεων. Η γυναικεία παρουσία δεν δικαιολογείται ακόμη και εάν παρουσιαστεί έκτακτη ανάγκη. Εξαίρεση αποτελεί η σύζυγος του ιδιοκτήτη, η οποία όμως απασχολείται στην κουζίνα και δεν συμμετέχει. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κόρες του, εάν έχει.
            Η περίπτωση της συμμετοχής στα θρησκευτικά δρώμενα, πάλι, λαμβάνει χώρα υπό διαφορετικές συνθήκες. Η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων στην Εκκλησία γίνεται με διαφορετικό τρόπο και συχνότητα για κάθε ένα από τα δύο φύλα. Η παρουσία της γυναίκας στην εκκλησία επιτρέπεται κυρίως, όταν αυτή είναι παντρεμένη. Ο χώρος του Ιερού Ναού, επίσης, αποτελεί σημείο τακτικών συλλογικών συναντήσεων για τις γυναίκες οι οποίες βρίσκουν την ευκαιρία, αφενός μεν να ξεδώσουν από τις δουλειές του σπιτιού, αφετέρου δε να εκκλησιαστούν. Οι άντρες, τώρα, συνήθως δεν εισέρχονται εντός της Εκκλησίας. Εκκλησιάζονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στο προαύλιο.
            Ένα ακόμη αξιοπρόσεκτο στοιχείο είναι η παρουσία αμφοτέρων των φύλων στους δρόμους που ενώνουν τους διάφορους χώρους του οικισμού. Από τη στιγμή που απαγορεύεται η παρουσία των γυναικών στους δημόσιους δρόμους, εκείνες επιλέγουν τα στενά σοκάκια με τα οποία επικοινωνούν οι γειτονιές του οικισμού. Αυτό έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ενός γυναικείου κοινωνικού δικτύου όπου το σπίτι επικοινωνεί με τους βοηθητικούς χώρους, τις στέρνες, τα πηγάδια και τα γειτονικά σπίτια.
            Οι περιορισμοί που ισχύουν για τα μέλη της κοινότητας σε ότι έχει να κάνει με την κίνηση στον δρόμο έχουν ως αποτέλεσμα το περπάτημα ανδρών και γυναικών να είναι βιαστικό με κατεβασμένο το κεφάλι. Οι γυναίκες αποφεύγουν να μιλήσουν με κάποιον άνδρα, ακόμη και αν πρόκειται για τον σύζυγό τους. Αλλά και οι άνδρες δεν μιλούν στο άλλο φύλο όταν περπατούν, επειδή φοβούνται μην τους κατηγορήσουν ότι σκόπιμα επέλεξαν τη συνάντηση. Έτσι, αναπόφευκτα οι γυναίκες επικοινωνούν με άλλες γυναίκες στα πλαίσια των καθημερινών δραστηριοτήτων τους (άπλωμα των ρούχων, παρασκευή φαγητού). Με αυτόν τον τρόπο επεκτείνεται το γυναικείο κοινωνικό δίκτυο που αναπτύχθηκε από τη χρήση των στενών δρόμων. Στην ουσία η ενότητα τόσο της γειτονιάς όσο και της κοινότητας οφείλεται στα άτυπα δίκτυα στήριξης που δημιουργούν οι γυναίκες που στοχεύουν στη διασφάλιση της ασφάλειας και της ευημερίας.
            Όμως, η χρήση του χώρου διαφοροποιείται και από άλλους παράγοντες όπως η ηλικία και ο χρόνος. Μέχρι την ηλικία των επτά ή οκτώ ετών τα παιδιά τόσο στην οικογένεια όσο και στην κοινότητα δεν αντιμετωπίζονται ως διαφορετικού φύλου. Θεωρούνται μωρά και κινούνται ελεύθερα σε όλο τον οικισμό. Από τη στιγμή όμως που αρχίζουν να εμφανίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φύλου στο οποίο ανήκουν, η στάση απέναντί τους τόσο από μέρους της οικογένειας όσο και από την κοινότητα μεταβάλλεται άρδην. Αυτό συμβαίνει διότι τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια, πλέον, κληρονομούν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του φύλου τους. Τα αγόρια αρχίζουν να αναλαμβάνουν εξωτερικά θελήματα και τα κορίτσια ασχολούνται με τις δουλειές του σπιτιού και περιορίζονται στα στενά όρια του οίκου και της γειτονιάς. Το κορίτσι, όσο μεγαλώνει, περιορίζεται στο σπίτι μέχρι τη στιγμή του αρραβώνα, οπότε συνοδευόμενο πάντα από τον μέλλοντα σύζυγο κυκλοφορεί παντού, ακόμα και στους δημόσιους δρόμους και το λιμάνι. Η εξήγηση είναι ότι έχει φτάσει η κατάλληλη  στιγμή που πρέπει η κοινότητα να γνωρίσει την ύπαρξη του γάμου και να εντάξει τη γυναίκα στα μέλη της ως η «σύζυγος του τάδε»[9]. Μετά το γάμο η γυναίκα καταλαμβάνει την κοινωνική της θέση όπως την περιγράψαμε παραπάνω.
IV. Παραγωγικές δραστηριότητες και σχέση με το φυσικό περιβάλλον
            Ο δομημένος χώρος στις παραδοσιακές κοινωνίες, με βάση τη μορφή και τη λειτουργία του, αποτυπώνει με τον τρόπο του τις παραγωγικές δραστηριότητες σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Η εξέλιξη των ανθρώπινων κοινοτήτων πραγματοποιήθηκε διαμέσου των αντενεργειών τους με τη φύση. Σε εκείνη είναι ενσωματωμένη η ιστορία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτό θα το διαπιστώσουμε με την παράθεση ορισμένων παραδειγμάτων τόσο από την ηπειρωτική όσο και από τη νησιώτικη Ελλάδα.
            Στην ορεινή ηπειρωτική Ελλάδα οι πληθυσμοί ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία. Η καλύτερα οργανωμένη κτηνοτροφική μονάδα ήταν το τσελιγκάτο για το οποίο μιλήσαμε και παραπάνω. Ήταν η βάση της οικονομίας των Σαρακατσάνων. Στις καλύβες τους είχαν την δυνατότητα παρασκευής των διαφόρων γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως βούτυρο και διαφόρων ειδών τυριά. Τα μαντριά των ζώων κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα είχαν κοντά στις καλύβες τους, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες η απόσταση με αυτά ήταν μεγαλύτερη. Εκείνα που προορίζονταν για τα πρόβατα ήταν εγγύτερα στα βοσκοτόπια. Από την άλλη, τα μαντριά για τα γίδια τα έφτιαχναν σε βραχώδεις περιοχές όπου υπήρχε θαμνώδης βλάστηση. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι η διαμόρφωση του εδάφους επηρέαζε την εγκατάσταση των νομάδων αυτών κτηνοτρόφων.
            Από τον ηπειρωτικό χώρο θα μεταφερθούμε τώρα στον νησιώτικο και συγκεκριμένα πάλι στο Καστελόριζο. Πρόκειται για έναν άγονο κομμάτι νησιώτικης γης, ανατολικά της Ρόδου, κοντά στα τουρκικά παράλια. Πρόκειται για μια κοινότητα η οποία εξαρτάται οικονομικά μόνον από τη θάλασσα και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Το γεγονός αυτό επηρέασε  τη διαμόρφωση της κατοικίας. Οι άνδρες απουσιάζουν το μεγαλύτερο διάστημα του έτους ως ναυτικοί και έμποροι. Οι γεωργικές ασχολίες από την άλλη δεν παράγουν περισσεύματα, από τη στιγμή που ο τόπος είναι ξερός. Συνεπώς, παρατηρούμε τη δημιουργία μικρών σε τετραγωνικά κατοικιών οι οποίες καλύπτουν, κυρίως, τις ανάγκες της υπόλοιπης οικογένειας. Επιπλέον, λόγω της αυξημένης ανδρικής θνησιμότητας από τη συνεχή έκθεση των αντρών ως ναυτικών στη θάλασσα, βλέπουμε την εγκατάσταση να είναι αυστηρά γυναικοτοπική. Οι άνδρες όταν νυμφεύονται εγκαταλείπουν τη μητρική εστία για να εγκατασταθούν στην οικία των συζύγων τους. Αντιθέτως, τα κορίτσια παραμένουν στο οικογενειακό σπίτι και όταν παντρεύονται φέρνουν τον σύζυγό τους σε αυτό. Αυτή η συνήθεια έχει ως αποτέλεσμα η γυναίκα να παραμένει στενά δεμένη με το σπίτι της. Δεν είναι μόνο η οικοδέσποινα κι ο αρχηγός της οικογένειας, όσο ο άντρας της ταξιδεύει, αλλά κι η αποκλειστική ιδιοκτήτρια του σπιτιού και αυτό γίνεται πιο εμφανές, όταν η γυναίκα πεθάνει. Από την άλλη ο θάνατος της γυναίκας του σπιτιού έχει ως συνέπεια να απολέσει ο άντρας τον τίτλο του αρχηγού της οικογένειας, ιδιαίτερα εάν τυγχάνει να βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία. Έτσι φθάνει στο σημείο να εξαρτάται από τις κόρες, τις νύφες ή τις κουνιάδες του.
            Θα ξαναγυρίσουμε όμως στον ηπειρωτικό χώρο, και συγκεκριμένα στο Σουφλί της Θράκης, όπου θα εξετάσουμε τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, σε σχέση πάντα με την παραγωγή και το φυσικό περιβάλλον. Είναι αλήθεια ότι ιστορικά το Σουφλί είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη σηροτροφία. Κατά συνέπεια, τα σπίτια ήταν διαμορφωμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετούν λειτουργικά την παραγωγή μεταξιού. Ήταν τα λεγόμενα κουκουλόσπιτα[10]. Τα σπίτια αυτά ήταν χτισμένα από συμπαγή τούβλα ή πλίνθους ή πέτρες και είχαν από έναν έως τρεις ορόφους. Όταν είχαν τρεις ορόφους η εκτροφή γινόταν στους δύο τελευταίους, όταν είχαν δύο γινόταν στον ένα και όταν το σπίτι ήταν μονώροφο η εκτροφή γινόταν μέσα σε κάποιο δωμάτιο και η οικογένεια περιοριζόταν σ' ένα άλλο. Τα κουκουλόσπιτα είχαν πολλά παράθυρα για ν' αερίζονται οι μεταξοσκώληκες κατά τη διάρκεια της εκτροφής και πόρτες στους επάνω ορόφους για να ρίχνονται στα κάρα τα υπολείμματα και να χρησιμοποιούνται με άλλους τρόπους. Γενικά από την εκτροφή των μεταξοσκωλήκων όλα χρησιμοποιούνταν και τίποτα δεν ήταν άχρηστο.
            Επίσης, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η παρουσία των ανδρών της οικογένειας στην κοινωνία του Σουφλίου ήταν συνεχής, ακριβώς λόγω των γεωργικών και κτηνοτροφικών ασχολιών. Επομένως, οι κατοικίες ήταν μεγαλύτερες και σχεδιασμένες να καλύψουν όλες τις ανάγκες. Επιπρόσθετα, σε αντιδιαστολή με το Καστελόριζο, ο άντρας είναι ο ιδιοκτήτης και κυρίαρχος του σπιτιού, ενώ η γυναίκα μετά τον γάμο εγκαθίστανται στο σπίτι του ανδρός της.
            Μετά το Σουφλί δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική η οποία διακρίνεται σε όλα τα οικήματα και τις εκκλησίες του Πηλίου. Έχει διατηρηθεί στο πέρασμα των χρόνων και είναι εμφανής τόσο στα σπίτια όσο και στα παραδοσιακά αρχοντικά που βρίσκονται σε κάθε χωριό του Πηλίου. Τα υπέροχα αυτά οικήματα εντυπωσιάζουν με την επιβλητική ομορφιά τους και προσφέρουν ένα δείγμα αρχιτεκτονικής που εναρμονιζόμενη με το φυσικό περιβάλλον έχει διατηρήσει την εικόνα του Πηλίου αναλλοίωτη.
            Τα περισσότερα αρχοντικά του Πηλίου είναι χτισμένα με πέτρα και πλάκες που εξορύσσονται στα ορυχεία του Πηλίου. Πολλά αρχοντικά και οικήματα ανήκουν στην πρώιμη πηλιορείτικη αρχιτεκτονική και έχουν τρεις ορόφους, όπου η βάση είναι πάντα χτισμένη με πέτρα ενώ τα πάνω πατώματα είναι χτισμένα σε συνδυασμό πέτρας και ξύλου. Στο ισόγειο υπάρχει η μεγάλη και υπερυψωμένη πόρτα της εισόδου ενώ τα παράθυρα σε αυτό τον όροφο είναι συνήθως λίγα και μικρά . Τα πάνω πατώματα έχουν μεγάλα παράθυρα και άπλετο φως. Η σκεπή των αρχοντικών και των σπιτιών είναι καλυμμένη με πλάκες Πηλίου οι οποίες έχουν χρωματισμούς σε γκρι τόνους.
            Τα περισσότερα αρχοντικά ανήκουν στον βορειοελλαδίτικο τύπο, ο οποίος αναπτύχθηκε στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν κατέφυγαν στο Πήλιο ομάδες προσφύγων από την Ήπειρο, οι οποίοι ήταν μάστορες[11] και τεχνίτες της πέτρας. Υπάρχουν και αρχοντικά που ανήκουν στον νεοκλασικό τύπο που τον έφεραν στο Πήλιο οι ομογενείς της Αιγύπτου, με λιτές γραμμές μεγάλα και συμμετρικά τοποθετημένα παράθυρα, σιδερόφραχτα μπαλκόνια και μαρμάρινες λεπτομέρειες. Οι τοίχοι των αρχοντικών είναι πολύ φαρδιοί πολλές φορές μέχρι και 20 εκατοστά στο ισόγειο. Με αυτό τον τρόπο τα οικήματα είναι δροσερά το καλοκαίρι και ζεστά το χειμώνα, διατηρώντας τη θερμοκρασία του εσωτερικού σταθερή όλο το χρόνο.
Όλα τα αρχοντικά έχουν εντυπωσιακή διακόσμηση τόσο στη εξωτερική όψη του κτιρίου με τα πέτρινα φουρούσια ή τις ξύλινες αντηρίδες, τις περίτεχνες ξύλινες εξώπορτες, τις μαρμάρινες σκάλες και τους πολύχρωμους φεγγίτες. Το ίδιο και στο εσωτερικό των οικημάτων με τα μιντέρια, και τα ξύλινα ή ξυλόγλυπτα ταβάνια. Ακόμη, πολλά από αυτά έχουν μεγάλους κήπους γεμάτους με πολύχρωμα λουλούδια και φυτά καθώς το Πήλιο φημίζεται για την πλούσια βλάστηση και το εύφορο έδαφος του. Τέλος, εντυπωσιακοί εντυπωσιακοί είναι και οι εσωτερικοί χώροι των αρχοντικών. Στα παλαιότερα χρόνια οι εύποροι κάτοικοι του Πηλίου έχτιζαν αρχοντικά για τις κατοικίες τους και τα διακοσμούσαν με όμορφα έπιπλα, χαλιά, ζωγραφικούς πίνακες και τοιχογραφίες, καθώς και αντίκες.
V. Συμπεράσματα
            Από την παράθεση των συγκεκριμένων παραδειγμάτων διαπιστώνουμε ότι η παραδοσιακή αρχιτεκτονική αποτύπωσε με ενάργεια τις πολιτισμικές αντιλήψεις μέσα από το πρίσμα των συνθηκών που επικράτησαν την εποχή που άνθησε. Είδαμε το αποτύπωμα των οικογενειακών και κοινωνικών δομών, καθώς και της κοινωνικής ιεραρχίας μέσα από την Περίθεια στην Κέρκυρα, τους νομάδες Σαρακατσάνους, την Έλυμπο της Καρπάθου, τους ακριτικούς οικισμούς του Καστελόριζου και του Σουφλίου. Ανιχνεύσαμε τους τρόπους με τους οποίους οι εσωτερικοί και εξωτερικοί χώροι απηχούν τις αντιλήψεις για το φύλο με βασικό παράδειγμα το Καστελόριζο. Τέλος, συνδέσαμε τη μορφή της οικιστικής ανάπτυξης σε συνάρτηση με τις παραγωγικές δραστηριότητες και τη σχέση της με το φυσικό περιβάλλον, στην ορεινή Ελλάδα, στο Καστελόριζο, το Σουφλί και το Πήλιο. Κοινή συνισταμένη όλων η αντιπροσωπευτικότητα των κτισμάτων μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου κάτω από ορισμένες συνθήκες. Κατά συνέπεια, η κατοικία, και κατ’ επέκταση ο οικισμός, καθίσταται ιστορική κατηγορία η οποία είτε αναπτύσσεται περαιτέρω, είτε παρακμάζει, αφήνοντας ανεξίτηλο το υλικό του αποτύπωμα κατά τη διάρκεια του χωροχρονικού συνεχούς.


[1] Γαβαλά Ελένη κ.ά., Η Ζωή στη Βόρεια Ορεινή Κέρκυρα το Πρώτο Μισό του Εικοστού Αιώνα, Λεύκωμα Μαθητών Γυμνασίου Δήμου Θιναλίων Σχολικής Χρονιάς 2003-2004, 8
[2] Ε. Σπαθάρη – Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική-Γλυπτική-Ζωγραφική», στο Α.Ι. Γουήλ Μπαδιεριτάκη κ.ά : Παραδοσιακή Τέχνη και Τεχνολογία, Τόμος Β’ (Πάτρα 2002): 115
[3] Στο ίδιο: 117
[4] Στο ίδιο: 113
[5] Τσενόγλου Ε., «Η αθέατη διάσταση του χώρου», Εθνολογία τ.2, 1993: 83
[6] Γκαγκούλια Παναγιώτα, «Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική οργάνωση του χώρου στο Σουφλί και η σηροτροφία», στο Π. Γκαγκούλια κ.ά: Η σηροτροφία στο Σουφλί, ΠΤΙ ΕΤΒΑ, (Αθήνα 1992): 119
[7] Τσενόγλου, ό.π: 62
[8] Στο ίδιο: 73
[9] Τσενόγλου, ό.π: 75
[10] Σπαθάρη, ό.π: 129
[11] Σπαθάρη, ό.π: 132


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. Γαβαλά Ελένη κ.α., Η Ζωή στη Βόρεια Ορεινή Κέρκυρα το Πρώτο Μισό του Εικοστού Αιώνα, Λεύκωμα Μαθητών Γυμνασίου Δήμου Θιναλίων Σχολικής Χρονιάς 2003-2004.
  2. Ε. Σπαθάρη – Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική-Γλυπτική-Ζωγραφική», στο Α.Ι. Γουήλ Μπαδιεριτάκη κ.ά : Παραδοσιακή Τέχνη και Τεχνολογία, Τόμος Β’, Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα 2002.
  3. Τσενόγλου Ε., «Η αθέατη διάσταση του χώρου», Εθνολογία τεύχος 2, 1993.
  4. Γκαγκούλια Παναγιώτα, «Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική οργάνωση του χώρου στο Σουφλί και η σηροτροφία», στο Π. Γκαγκούλια κ.ά: Η σηροτροφία στο Σουφλί, ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα 1992.

ΕΙΚΟΝΕΣ
7. https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEganL1f0c_laxjwaQwiQLq0C_iPW_bLwUS9TuXubhLUpn19rUEMwNg2svtG3DGQy__ve6WE_LXA7vpvq5YvgrEGFE0X7gClPoBeES8MmO4gkPfk_JZGOJdochArkYhvu1h_jrlo3Mh4KfY8/s400/Olympos-03.jpg

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Το Γοτθικόν πρόβλημα




Το τελευταίο τέταρτο του 4ου μ.Χ αιώνος προκύπτει το Γοτθικό ζήτημα με την κάθοδο των Γότθων στην Βαλκανική υπό την πίεση των Ούννων που κατέφθασαν από την Κεντρική Ασία. Οι Γότθοι, οι οποίοι κυριαρχούσαν στην Βαλτική κατά τον 3ο μ.Χ αιώνα, μετακινούνται νοτιότερα προς τις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Από εκεί επεδράμουν κατά του ρωμαϊκού κράτους στην Βαλκανική και την Μικρά Ασία. Μία από αυτές τις επιδρομές ήταν και κατά των Αθηνών, Κορίνθου και Πελοποννήσου περί το 267 μ.Χ από ένα συγγενές φύλο, τους Έρουλους (με κοιτίδα πιθανώς την Σκανδιναυία). Προς τα τέλη του 3ου ξεκινά ο εκχριστιανισμός των. Είναι χαρακτηριστικό ότι στέλνουν αντιπρόσωπο τους στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325. Κατά τον 4ο αιώνα τους εκχριστιανίζει συστηματικά ο Επίσκοπος Ουλφίλας, ο οποίος, όμως, ανήκε στο Δόγμα του Αρείου. Τους έφτιαξε, μάλιστα, και αλφάβητο. Κατά συνέπεια οι Γότθοι γίνονται Χριστιανοί υπό το αρειανικό δόγμα.

Επί εποχής Βάλεντος (363-378), ο οποίος ήτο αυτοκράτωρ στο Ανατολικό κομμάτι του ρωμαϊκού κράτους, παίρνουν άδεια και εγκαθίστανται, κυρίως, στην Βόρειο Βαλκανική και συγκεκριμένα στη Θράκη, και δευτερευόντος στην Μικρά Ασία. Πρόκειται για τον γοτθικό κλάδο των Βησιγότθων. Ο άλλος κλάδος, οι Οστρογότθοι (ανατολικοί Γότθοι) έγιναν υποτελείς των Ούννων και επέδραμαν μαζί τους (όπως αργότερα συνέβη με τους Σλάβους που ήταν αρχικά υπό την εξουσία των Αβάρων κατά τον 6ο αιώνα, οι γνωστοί αβαροσλάβοι). Το διαχωριστικό σημείο των δύο αυτών κλάδων ήταν ο ποταμός Δνείστερος. Οι γοτθικές ονομασίες των ήταν Γκρεοτούνγκοι και Θερβίγγοι. Οι ρωμαϊκές ακόμη αρχές θεώρησαν την παρουσία τους ευεργετική ώστε να αποτελέσουν, αφ’ ενός μεν εργατικά χέρια για την γη, αφ’ ετέρου να στρατολογηθούν για να ενισχύσουν τον ρωμαϊκό στρατό. Ο αριθμός τους υπολογίζεται ότι ήταν σημαντικός καθώς ορισμένοι τους ανέβαζαν σε 400 με 500 χιλιάδες, αν και θεωρούνται υπερβολικοί αριθμοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Έλλην ιστορικός περί τα τέλη του 4ου μ.Χ που συνέγραψε στην Λατινική) ανέφερε ότι ήταν τόσοι πολλοί όσο οι κόκκοι της άμμου ενώ τους αποκαλεί θηρία.

Να διευκρινήσουμε ότι ήδη από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (324-337) χρησιμοποιούντο οι Γότθοι ως “Φοιδεράτοι” που συνέδραμαν τον ρωμαϊκο στρατό. Ο Κωνσταντίνος τους είχε χρησιμοποιήσει επανειλημμένως. Η διαφορά, τώρα, είναι πως εγκαθίστανται επί ρωμαϊκού εδάφους ως ρωμαίοι υπήκοοι. Λίγα έτη μετά την είσοδό των στην ρωμαϊκή επικράτεια εξεγείρονται κατά των Ρωμαίων με αφορμή κάποιες καταχρήσεις των τοπικών κρατικών αξιωματούχων στην Θράκη αναφορικά με τα χρήματα που τους δίδονταν. Το 378 μ.Χ στην Μάχη της Αδριανουπόλεως ο αυτοκράτωρ του ανατολικού Βάλης σκοτώνεται και οι Γότθοι συντρίβουν τον ρωμαϊκό στρατό.

Λίγο αργότερα, ο Θεοδόσιος τους νικά, έχοντας ως κύρια υποστήριξη πιστούς σε αυτόν Γότθους. Προτιμά, όμως, να συνδιαλλαγεί και αυτός μαζί τους. Έτσι τους χρήζει, εκ νέου Φοιδεράτους, τους δίνει γη και υψηλά αξιώματα στον ρωμαϊκό στρατό. Το αποτέλεσμα είναι εντός ολίγων ετών ο ρωμαϊκός στρατός να αποτελείται, κυρίως, από Γότθους, οι οποίοι, παράλληλα, έγιναν κοινωνοί της ρωμαϊκής πολεμικής τακτικής. Επρόκειτο, ασφαλώς, για τεράστια αφέλεια του Θεοδοσίου ο οποίος πίστευε, ανοήτως, ότι θα τους εκπολιτίσει και θα τους αφομοιώσει, την οποία και θα πλήρωνε ακριβά σε αίμα μετά τον θάνατό του, τόσο το Ανατολικό όσο και το Δυτικό ρωμαϊκό κράτος. Παράλληλα, επειδή οι Γότθοι ήταν Χριστιανοί-Άρειοι, προχώρησε σε θρησκευτικές παραχωρήσεις έως και αλλαγή κάποιων σημείων του χριστιανικού δόγματος προκειμένου να τους ικανοποιήσει ένεκα της πολύ μεγάλης επιρροής που είχαν αποκτήσει.

Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου το 395 λαμβάνει χώρα ο οριστικός χωρισμός του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό. Στο ανατολικό αυτοκράτωρ ήταν ο Αρκάδιος, ένας αδύναμος χαρακτήρ, υποχείριο επιτρόπων όπως ο Ρουφίνος και ο Ευτρόπιος. Την εποχή εκείνοι, οι Βησιγότθοι, οι οποίοι, όπως είδαμε είχαν αποκτήσει τεράστια ερείσματα στο κράτος, ευτύχησαν να έχουν ως αρχηγό τον Αλάριχο, ο οποίος προέβη σε εκτεταμένες επιδρομές και καταστροφές στην Νότιο Ελλάδα. Για να τον κατευνάσει ο Αρκάδιος (τηι προτροπήι των συμβούλων του και κυρίως του Ρουφίνου) τον διόρισε Στρατιωτικό Διοικητή του Ιλλυρικού (Magister Militum per Illyricum).

Όμως ο αριθμός των Γότθων ήταν πολύ μεγάλος στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια περίοδο και λίγο μετά δημιουργήθηκαν τρεις πολιτικές μερίδες. Η Γοτθική που ήταν και η ισχυρότερη, η μερίδα του Ευτροπίου, διαδόχου του Ρουφίνου και το Εθνικό κόμμα υπό τον Αυρηλιανό, ο οποίος ήταν υπέρ της απομακρύνσεως των Γότθων από την αυτοκρατορία. Μαζί τους συνετάχθη ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Χρυσόστομος διότι οι Γότθοι ήταν αιρετικοί. Ο ίδιος, μάλιστα, τους αρνήθηκε να χρησιμοποιήσουν μία από τις εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως ως χώρο λατρείας των. Λίγο μετά, περί το 400, ξεσπά αναταραχή στην Κωνσταντινούπολη και σφαγιάζονται οι Γότθοι του Γαϊνά, ο οποίος ξεγεύγει, αρχικά στην Μικρά Ασία και μετά στην Θράκη, όπου τελικά συλλαμβάνεται, αποκεφαλίζεται από τον ηγεμόνα των Ούννων, ενώ το κεφάλι του στέλνεται στον αυτοκράτορα. Με αυτόν τον τρόπο το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, το μετέπειτα Βυζάντιο απηλλάχθη της ασφυκτικής παρουσίας των Γότθων. Χαρακτηριστικό δείγμα της καταστάσεως που επικρατούσε εκείνη την εποχή αποτελεί η επιστολή του Συνεσίου, Επισκόπου Κυρήνης, προς τον Αρκάδιο. Ο Συνέσιος όταν επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το 399 ή το 397-398, σύμφωνα με νεώτερες εικασίες ορισμένων Βυζαντινολόγων, έφριξε με αυτά που είδε. Όταν επέστρεψε στην έδρα του, στην Κυρήνη της Βορείου Αφρικής συνέγραψε μία επιστολή που τιτλοφορείται: “Η Δύναμι του Αυτοκράτορος” ή “Περί Βασιλείας”. Εκεί τον προειδοποιεί, σαφέστατα, για το που θα οδηγήσει η ανεξέλεγκτη δύναμη που έχουν αποκτήσει οι Βάρβαροι Γότθοι. Μεταξύ άλλων (διότι στην Επιστολή του ο Συνέσιος αναφέρεται και σε άλλα πράγματα, όπως η Κυρήνη αλλά και στο πως πρέπει να λειτουργεί ένας συνετός αυτοκράτωρ, πρόκειται για μία επιστολή τύπου “Κατόπτρου Ηγεμόνος”) στην επιστολή του αναφέρει:

“…οι Βάρβαροι θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, προκειμένου να αποκτήσουν την εξουσία και να γίνουν κύριοι των κατοίκων. Τότε οι άοπλοι πολίτες θα πρέπει να πολεμήσουν με ανθρώπους καλά εξασκημένους στην τέχνη του πολέμου. Πρέπει, λοιπόν να γίνει αυτό, να διωχτούν οι ξένοι από τις διοικητικές θέσεις και να στερηθούν το δικαίωμα συμμετοχής στην Σύγκλητο, γιατί κάθε τι που οι Ρωμαίοι θεωρούσαν σαν κάτι πολύ ανώτερο, έχει χάσει την αξία του χάρις την επιρροή των ξένων. Σχεδόν σε κάθε πλούσιο σπίτι βρίσκουμε έναν Γότθο σκλάβο, ενώ οι Γότθοι, επίσης, υπηρετούν ως μάγειροι ή σερβιτόροι… αλλά δεν είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι ρυθμίζουν την πολιτική ζωή οι ίδιοι ξανθοί βάρβαροι που στην ιδιωτική τους ζωή φορούν κάπες και είναι υπηρέτες; Ο Αυτοκράτωρ πρέπει να ξεκαθαρίσει τον στρατό, ακριβώς όπως ξεκαθαρίζουμε το σιτάρι από το άχυρο και άλλα άχρηστα πράγματα, τα οποία μπορούν να καταστρέψουν τον καλό σπόρο. Ο πατέρας σας (εννοεί τον Θεοδόσιο Α’379-395) λόγω της ευσπλαχνίας του δέχθηκε, με ευγένεια, τους βαρβάρους και τους έκαμε, συγκαταβατικά, συμμάχους, δίδοντάς τους πολιτικά δικαιώματα και τιμές και χαρίζοντάς τους, γενναιόδωρα, χωράφια. Αλλά οι βάρβαροι δεν είδαν τις πράξεις αυτές σαν πράξεις ευγενείας, αλλά τις θεώρησαν ως δείγματα της αδυναμίας μας και έγιναν υπεροπτικοί και πιο κούφοι. Αυξάνοντας τον αριθμό των εντοπίων νεοσυλλέκτων και ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον στρατό μας και το θάρρος μας, τακτοποιήσατε τα πράγματα όπως πρέπει. Χρειάζεται επιμονή όταν έχει να κάμει κανείς με αυτούς τους ανθρώπους. Μια λύση υπάρχει: ή να αφήσετε τους βαρβάρους να καλλιεργούν την γη, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων Μεσσηνίων, οι οποίοι άφησαν τα όπλα και καλλιεργούσαν την γη, σαν σκλάβοι, για λογαριασμό των Λακεδαιμονίων ή να τους στείλετε από όπου ήρθαν”.

Πρωτογενείς πηγές
--------------------------
Ammianus Marcellinus: Res Gestae
Ζώσιμος: Νέα Ιστορία
Ευνάπιος: Ιστορία της μετά Δέξιππον


Δευτερογενείς
------------------

A.A Vasiliev: Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου: Βυζαντινή Ιστορία 1ος τόμος