Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Περι Τοχαρικής γλώσσης


Πολύ καλό άρθρο του συνεργάτη του blog ΤΕΥΤΑΜΟΥ-ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΟΥ:
 

Η λεκάνη Tarim ως ένα κομβικόν σημείον των διαφόρων κλάδων του Δρόμου του Μεταξιού  υπήρξε τον 1ον αι. μ.Χ. ένα γλωσσικόν χωνευτήρι: εκτός από τας ανατολικάς ιρανικάς γλώσσας των Saka και των Sogdian, την δυτικήν ιρανικήν των Πάρθων και διάφορες  διαλέκτους της Κεντρικής Ινδίας ωμιλήθη κάποια θιβετιανή διάλεκτος και αργότερα η τουρκική γλώσσα των  Ουιγούρων ή  εχρησιμοποιήθη ως γραπτή γλώσσα. Τέλος, ευρέθησαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνος, εις τας περιοχάς  Kucha και Τουρφάν τα υπολείμματα μιας άλλης γλώσσας, που ούτε ιρανική, ούτε ινδική, ούτε τουρκική ή Σινο-θιβετιανή ήτο, ήτο η λεγομένη Τοχαρική. 


Η εξαφανισθείσα Τοχαρική γλώσσα ανήκει - όπως συντόμως διεπιστώθη – εις την ινδοευρωπαϊκήν οικογένειαν και ωμιλήθη κατά το δεύτερον ήμισυ της 1ης  χιλιετίας μ.Χ. εις την λεκάνην Tarim εις την σημερινήν επαρχίαν του Xinjiang, που σήμερον είναι μία αυτόνομος περιοχή εις την βορειοδυτικήν Κίναν.  


Από το 1890, περίπου 5000 σπαράγματα από χειρόγραφα των ετών 500-800 μ.Χ. ανεκαλύφθησαν εις την έρημον εις μοναστήρια της λεκάνης του Tarim, που αντιπροσωπεύουν το 90% των μεταφράσεων και των προσαρμογών βουδιστικών σανσκριτικών κειμένων. Είναι μια παραλλαγή της βορειοινδικής Brahmi γραφής («Τοχαρική γραφή»). Εν έτει 1907 κατώρθωσε για πρώτην φοράν ο γερμανός γλωσσολόγος F.W.K.Mueller  να μεταφράση τα κείμενα των χειρογράφων και να χαρακτηρίση την γλώσσαν τους ως ινδοευρωπαϊκήν. Εις την πρώτην ωλοκληρωμένην περιγραφήν της προσφάτως ανακαλυφθείσης  αυτής  IE γλώσσης συνέβαλε ο E. Sieg  και  o Ε. W. Siegling, ήδη το1908. 


Ο Müller, ο Sieg και ο Siegling πρότειναν να ονομασθή η γλώσσα “Τοχαρική” (λατ. tochari, ελλ. τόχαροι) - και ανεγνώρισε τις δύο παραλλαγές Α και Β της Τοχαρικής, που πρέπει να εξεταστούν με βάσι τις διαφορές τους ως δύο ξεχωριστές γλώσσες. Μόνον εις την Τοχαρικήν Β, παράλληλα με θρησκευτικά κείμενα, υπάρχουν, επίσης, κάποια χρηστικά κείμενα  (αρχεία των μοναστηριών, εμπορικά έγγραφα, ιατρικά κείμενα, γκράφιτι). Αυτό οδήγησε στην υπόθεση πως η Τοχαρική Α ήτο κατά την στιγμήν του σχηματισμού των πηγών ήδη μία νεκρά, καθαρά λειτουργική γλώσσα, η δέ Τοχαρική Β η ζωντανή καθομιλουμένη. Είναι πιο πιθανόν ότι οι δύο παραλλαγές χωρικά να αντιπροσωπεύουν ξεχωριστές μορφές γλώσσης, όπου η Τοχαρική Β (Δυτική Τοχαρική) έχει ομιληθεί κυρίως εις την περιοχήν της Kucha, ενώ η Τοχαρική Α (Ανατολή Τοχαρική) έχει ευρεθεί κυρίως εις την περιοχήν του Turfan. Υπάρχουν ίχνη μιας τρίτης παραλλαγής (C) εις την περιοχήν της Loulan εις την έρημον Taklamakan.


Η Τοχαρική αποτελεί έναν ιδιαίτερον κλάδον εντός της Ινδοευρωπαϊκής οικογενείας και παρουσιάζει μιαν εκπληκτικώς στενωτέραν σχέσιν με τις δυτικές Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες από ό,τι με τις αμέσως γειτνιάζουσες IE γλώσσες της Ασίας (Ινδική, Ιρανική). Ανήκει εις την ομάδα των λεγομένων centum γλωσσών (όπως πχ  Ιταλική, Κελτική, Γερμανική) και όχι εις την όμάδα των λεγομένων  satem γλωσσών (π.χ. Ιρανική, Ινδική): Έτσι, για την διάκρισιν αυτήν λαμβάνεται υπ' όψιν ο αριθμός εκατόν, που για την Τοχαρικήν είναι känt (Α) και kante (Β) (βλ. Λατινική centum -  σανσκριτικά satam).  

Συγκριτικός πίναξ διαφόρων ΙΕ γλωσσών

Γερμανική       Τοχ.  A            Toχ. B              Ελληνική         Λατινική          Σανσκριτική        ΙΕ
Vater               pacar               pacer               πατήρ              pater                pitar                *pəter
Mutter             macar              macer              μήτηρ              mater               matar               *mater
Bruder             pracar              procer              φρατήρ            frater               bhratar            *bhrater
Tochter            ckacar             tkacer              θυγάτηρ          futir (οσκ.)      duhitar            *dhugəter
Hund               ku                    ku                    κύων               canis                svan                *kuon
Erde                tkam                tkem                χθών               humus             ksam-              *ghđom
Feuer               pur                  powar              πυρ                  pir (ουμβρ.)     -                      *peuor
drei                  trey                 trey                  τρείς                tres                  trayas              *trejes
zehn                säk                  sak                   δέκα                decem             dasa                *dkṃ    
hundert            känt                 kante               εκατόν             centum            -                       *kṃto                                 

Το λεξιλόγιον της Τοχαρικής έχει επιρροές από την Ιρανικήν και την Ινδικήν, ειδικά μέσωι της παραλαβής βουδιστικών εννοιών. Πολύ λιγότερην επιρροήν έχει η κινεζική γλώσσα.

Διαφέρει φωνολογικά η Τοχαρική από σχεδόν όλες τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εις το ότι συνέπεσαν  όλα τα εκρηκτικά σύμφωνα με τα τρία άφωνα εκρηκτικά  p, t, k (δηλαδή δεν υπάρχει b, d, g, ph, th, kh, bh, dh, gh) .

Μορφολογικά το ρήμα αντιστοιχεί εις τον σχηματισμόν ως πρός το θέμα  και τις προσωπικές καταλήξεις σαφώς με την Ινδοευρωπαϊκήν δομήν. Υπάρχουν τρία πρόσωπα, αριθμοί (ενικός, πληθυντικός, σπανίως δυικός), χρόνοι (παρελθοντικοί – μή παρελθοντικοί), ποιόν ενεργείας (χρόνοι διαρκείς, μη διαρκείς), εγκλίσεις (οριστική, ευκτική, προστακτική), διαθέσεις (Ενεργητική και Μεσοπαθητική σε -r και αποδεικνύει πάλιν την στενωτέραν σχέσιν με τις ευρωπαϊκές γλώσσες της IE).


Αυτή είναι επί παραδείγματι η Οριστική Ενεστώτα (μη παρελθοντικός χρόνος) του lka «βλέπω» εις την Τοχαρικήν Β:  



            πρόσ.      Ενεργ. Φωνή  Μεσοπαθητική
            1.εν.                 lka-w               lka-mar
            2.εν.                 lka-t                 lka-tar
            3.εν.                 lka-ṃ               lka-tär
            1.πλ.                lka-m(äs)         lka-mtär
            2.πλ.                lka-cer             lka-tär
            3.πλ.                lka-ṃ               lka-ntär
            3.δυικ.             lka-teṃ                 -


Η μορφολογία του ουσιαστικού (κλίσις) έχει απ' εναντίας απομακρυνθεί πολύ από την ινδοευρωπαϊκήν καταγωγήν του. Υπάρχουν «κύριες» και «δευτερεύουσες» πτώσεις. Κύριες πτώσεις είναι η ονομαστική, η αιτιατική και η γενική (η οποία προήλθε από την ΙΕ δοτικήν). Οι δευτερεύουσες πτώσεις σχηματίζονται με βάσι την Πλαγίαν πτώσιν με την προσθήκην ενός επιθήματος, που δείχνει εις τον ενικόν και τον πληθυντικόν τους ίδιους τύπους για τις ίδιες πτώσεις (σε αντίθεση με τις συνήθεις κλίσεις των ουσιαστικών εις την IE, π.χ. εις την Λατινικήν patri-is και patr-um ως γενικές ενικού και πληθυντικού  αντίστοιχα του ουσιαστικού pater “πατήρ”). Έτσι, η Τοχαρική διαθέτει ένα μικτόν σύστημα που δείχνει τόσο τα χαρακτηριστικά κλίσεως όσο και χαρακτηριστικά συγκολλήσεως. Επί παραδείγματι, η κλίσις των ουσιαστικών  Kassi «δάσκαλος» εις την Τοχαρικήν Α. Η τελευταία στήλη δείχνει τις δευτερογενείς καταλήξεις εις την Τοχαρικήν Β:

              πτώσεις                Ενικός                      Πληθυντικός        Σημασία (ενικός)             καταλήξεις (B)
              Ονομαστική         kässi                         kässiŋ                   ο δάσκαλος                     -
              Πλαγία                 kässiṃ                      kässis                   τον δάσκαλον                  -
              Γενική                  kässiyap                    kässissi                 του δασκάλου                 -
              Οργανική             kässin-yo                  kässis-yo              δια του δασκάλου           ?
              του “διαμέσου”   kässin-a                    kässis-a                δια του δασκάλου           -sa
              Συνοδείας            kässin-assäl               kässis-assäl           μετά του δασκάλου                        -mpa
              Κατεύθυνσης       kässin-ac                   kässis-ac               πρός τον δάσκαλον         -sc
              Αφαιρετική          kässin-äs                   kässis-äs               εκ του δασκάλου             -meṃ
              Τοπική                 kässin-aṃ                 kässis-aṃ             παρά τωι δασκάλωι         -ne

Είναι αξιοσημείωτον ότι οι καταλήξεις των δευτερεουσών της Τοχαρικής Α και Β είναι εντελώς διαφορετικές. Πολλά ουσιαστικά έχουν εναλλασσόμενα θέματα, ένα για την ονομαστική ενικού, το άλλο για όλες τις άλλες πτώσεις.



Ποιοι ήσαν οι ομιληταί της «Τοχαρικής»;

Η ονομασία  "Τοχαρική" προετάθη - όπως προανεφέρθη- από τον F.W.K. Muller,τον  Ε. Sieg, και τον W. Siegling. Αναφέρεται εις ένα έθνος που μνημονεύεται εις ελληνικάς και λατινικάς πηγές (π.χ. Στράβων) ως “τόχαροι” ή tochari. Αλλά δεν μπορεί πλέον να θεωρείται βέβαιον ότι οι ομιληταί της Τοχαρικής  ταυτίζονται  με τους  Τοχάρους εκείνους, οι οποίοι  τον 2ον αιώνα. π.Χ. εγκαταστάθηκαν εις την Βακτριανήν («Τοχαρεστάν»). Οι γνήσιοι Τοχάροι ωμιλούσαν μίαν ανατολικήν ιρανικήν γλώσσαν. 
Κινέζοι ερευνητές συσχετίζουν τους Βακτριανούς Τοχάρους με φύλα που εκαλούντο Yuezhi. Αυτά τα φύλα ενικήθησαν και απωθήθησαν περί το 176 π.Χ.. από τους Xiongnu από τον διάδρομον Γκανσού. Σύμφωνα με την άποψιν των Κινέζων ένα μεγαλύτερον μέρος περιεπλανήθη πρώτα εις το Semirech'e του σημερινού Καζακστάν και αργότερα εγκατεστάθη εις την Βακτριανήν («Tοχαρεστάν») εις τον Άνω Ώξον (Amu Darya), μια μικροτέρα ομάς εγκατεστάθη εις την λεκάνην Tarim. 

Οι ομιληταί της Τοχαρικής - εφεξής θα αναφέρωνται ως Τοχάροι - είναι πιθανόν να εγκατεστάθησαν αργότερα εις την πατρίδα τους, την λεκάνην Tarim, μετά από μιαν μακράν περίοδον περιπλανήσεων, προερχόμενοι από την Ανατολικήν Ευρώπην. Μόνο εκεί θα υπήρξεν επαφή με Ινδο-ιρανικές γλώσσες. 

Επίσης, έχει γίνει προσπάθεια  να συσχετισθούν οι πολυάριθμες μούμιες εις την λεκάνην του Tarim   με τους Τοχάρους: αυτό θα επιβεβαίωνε ότι οι Τοχάροι – εις συμφωνίαν με τα γλωσσικά ευρήματα – είχαν πράγματι καυκάσια χαρακτηριστικά. Πρόσφατα, ωστόσο, ετέθη εν αμφιβόλωι ο  συσχετισμός αυτών των μουμιών – από το Μουσείον εις το Urumqi - με τους Τοχάρους.

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Απόκρυφο κοπτικό χειρόγραφο δίνει μία άλλη διάσταση στη συνάντηση Ιησού-Πιλάτου





Παρουσιάζει τον Πόντιο Πιλάτο να έχει δείπνο με τον Ιησού πριν από τη σταύρωσή του...
 
Γραμμένο στην κοπτική γλώσσα και με ηλικία 1200 ετών ένα κείμενο, που μεταφράστηκε πρόσφατα από ολλανδό καθηγητή αφηγείται την ιστορία της σταύρωσης του Ιησού και των δραματικών γεγονότων της Μεγάλης Εδβομάδας με εντελώς διαφορετικό, από τον γνωστό μας, τρόπο.

Και παρ΄ ότι τα λεγόμενα «απόκρυφα» θρησκευτικά κείμενα δεν είναι είδος άγνωστο, το αντίθετο μάλιστα, στην προκειμένη περίπτωση οι ανατροπές που περιλαμβάνει το κείμενο αλλάζουν την ιστορία.


Συγκεκριμένα το κείμενο αυτό μιλάει για τον Πόντιο Πιλάτο λέγοντας, ότι είχε δείπνο με τον Ιησού πριν από τη σταύρωσή του και ότι προσφέρθηκε να θυσιάσει το γιό του στην θέση του Ιησού! Και σαν να μην έφθαναν αυτά εξηγεί, γιατί το Ιούδας πρόδωσε τον Ιησού με ένα φιλί: Διότι ο Ιησούς είχε την ικανότητα να αλλάζει σχήμα, έτσι δεν ήταν εύκολο να αναγνωρισθεί.


Τέλος ημέρα της σύλληψης του Ιησού -πάντα κατά το κείμενο- ήταν η Τρίτη το βράδυ και όχι η Πέμπτη, κάτι που όπως είναι φυσικό κάνει την Μεγάλη Εβδομάδα άνω κάτω…

Η ανακάλυψη αυτού του κειμένου δεν σημαίνει φυσικά, ότι τα γεγονότα έγιναν έτσι, έχει ενδιαφέρον όμως το γεγονός, ότι κάποιοι άνθρωποι που ζούσαν εκείνη την εποχή φαίνεται ότι τα πίστευαν, όπως λέει ο Ρόλοφ βαν ντεν Μπροκ του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, ο οποίος με βάση αυτό το κείμενο έγραψε το βιβλίο « Ο Ψευδο-Κύριλλος Ιεροσολύμων για τη ζωή και το Πάθος του Ιησού».


«Χωρίς άλλη καθυστέρηση, ο Πιλάτος ετοίμασε ένα τραπέζι και έφαγε με τον Ιησού την πέμπτη ημέρα της εβδομάδας. Και ο Ιησούς ευλόγησε τον Πιλάτο και ολόκληρο το σπίτι του», διαβάζει κανείς στο κείμενο. Και πιο κάτω ο Πιλάτος λέει στον Ιησού: «Καλά τότε, ιδού, η νύχτα έχει έρθει, θα μεγαλώσει και θα φύγει και όταν έρθει το πρωί και σε κατηγορήσουν σε μένα, θα τους δώσω το μοναχογιό μου, έτσι ώστε να μπορούν να τον σκοτώσουν στη θέση σου». 

Στο κείμενο εξάλλου ο Ιησούς τον παρηγορεί, λέγοντας: «Ω Πιλάτε, έχεις ήδη κριθεί άξιος μεγάλης χάρης, διότι έχεις δείξει αυτήν την αφοσίωση σε μένα». Στην συνέχεια έδειξε στον Πιλάτο πώς μπορούσε να ξεφύγει αν το ήθελε. «Ο Πιλάτος, τότε, κοίταξε τον Ιησού και, ιδού, έγινε ασώματος. Δεν μπορούσε να τον δει για πολύ ώρα…», όπως λέει το κείμενο. Στη συνέχεια αναφέρει ότι ο Πιλάτος και η σύζυγός του είχαν οράματα εκείνο το βράδυ, που έδειχναν έναν αετό (που αντιπροσώπευε τον Ιησού) να θανατώνεται.

Σ΄ αυτό το κείμενο δηλαδή ο Μυστικός Δείπνος του Ιησού φαίνεται να έγινε με τον Πόντιο Πιλάτο και όχι με τους μαθητές του. Και επιπλέον ότι ο Πιλάτος όχι απλώς δεν ένιψε τας χείρας του αλλά προσφέρθηκε και να βοηθήσει βάζοντας τον Ιησού πάνω από τον γιό του.


Αυτή η αλλιώτικη ιστορία των Παθών του Ιησού είναι γραμμένη με το όνομα του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, που έζησε κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα. Στην πραγματικότητα μάλιστα υπάρχουν μια σειρά από κείμενα, που ισχυρίζονται ότι προέρχονται από ομιλίες του Αγίου Κυρίλλου, χωρίς φυσικά αυτό να είναι ακριβές.

Αντίγραφα αυτού του κειμένου πάντως βρέθηκαν σε δύο χειρόγραφα, το ένα στην Βιβλιοθήκη και Μουσείο Μόργκαν στην Νέα Υόρκη και το άλλο στο Μουσείο του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια και τα δύο προερχόμενα από την Αίγυπτο όπου αγοράστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα.

 http://www.agioritikovima.gr

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Βυζαντινή μουσική και μουσική στο Βυζάντιο

 
 
Συχνά αναφέρονται οι όροι "μουσική του Βυζαντίου" και "Βυζαντινή μουσική". Οι δύο αυτοί όροι, κάθε άλλο, παρά ταυτίζονται.

Εννοιολογικά, ο όρος "μουσική του Βυζαντίου" καλύπτει όλες τις μουσικές, λόγιες, και λαϊκές, θεωρητικές και προφορικές, θρησκευτικές και κοσμικές, που εμφανίστηκαν και λειτούργησαν μέσα στα όρια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ρευστά κι αυτά στη διαχρονία τους, ανεξάρτητα από προελεύσεις και γεωγραφικούς εστιασμούς. Πρόκειται για ένα τεράστιο ανοιχτό πολιτισμικό πεδίο που κληρονομήθηκε από και κληροδοτήθκε προς κάθε κατεύθυνση στο ευρύτερο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου ήδη από την ύστερη Αρχαιότητα, δηλαδή τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, όπως άλλωστε μαρτυρούν, καθαρά και εύγλωττα, τα γραπτά του Κλαυδίου Πτολεμαίου.

Με τον στενότερο όρο "Βυζαντινή μουσική" εννοούμε την κυρίαρχη και επίσημη μουσική έκφραση της Αυτοκρατορίας, που εστιαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και κατευθυνόταν από την Εκκλησία. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι στην πλειονότητα των χώρων και περιόδων έξω από την Αρχαία Ελλάδα, όσων προηγήθηκαν και όσων ακολούθησαν, η θεωρητική και λόγια καλλιέργεια της μουσικής βρισκόταν στα χέρια των ιερατείων και των εκκλησιών, και κατευθυνόταν ώστε να εξυπηρετεί σκοπούς θρησκευτικούς και λατρευτικούς. Αυτό συνέβη και στη Δύση μέχρι τον Μεσαίωνα.

Σχετικά με τους Μέσους Χρόνους του ελληνικού μουσικού πολιτισμού, ο κεντρικός χρονικός ορίζοντας συμβατικά ορίζεται μεταξύ των ετών 330 και 1453 μ.Χ, δηλαδή των χρονολογιών από την εγκαθίδρυση της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο και τη μετονομασία του σε Κωνσταντινούπολη μέχρι την άλωσή της από τους Οθωμανούς. Ο άξονας αυτός επεκτείνεται όμως μέχρι τις ημέρες μας για τις μεταβυζαντινές και νεοβυζαντινές συνέχειες και εξελίξεις των συγκεκριμένων μουσικών ειδών που συνδέονται με τους ελληνικούς Μέσους Χρόνους, κατά την Οθωμανική δηλαδή και τη νεώτερη περίοδο.

Καταγωγή της Βυζαντινής μουσικής

Κατά την προϊστορία, τα δυτικά Βαλκάνια και οι βόρειες προεκτάσεις τους ασκούσαν την πεντατονία, ενώ μεγάλα μέρη της βόρειας και η ανατολική Ευρώπη, η Μέση Ανατολή, και η κεντρική Ασία εκφράζονταν μέσω της διατονικής επτατονίας και των παραλλαγών και εξελίξεών της. Στον ελλαδικό χώρο, τα δύο αυτά ρεύματα συναντήθηκαν και ζυμώθηκαν, οδηγώντας στο αρχαίο μουσικό σύστημα. Από την άλλη μεριά η "Ανατολή" -όρος γενικός που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Μικρά Ασία, τον θρακοφρυγικό χώρο και την "προεβραϊκή" και "προϊσλαμική" Ασία (Μέση Ανατολή, Ιράν, Τουρκεστάν)- συνέχισε να ανατρέχει και να αναβαπτίζεται διαρκώς και πιστά μόνο στην επτατονία. Η αρχετυπική επτατονική κλίμακα είναι η αυλητική, δηλαδή εκείνη που παράγεται από την ισομήκη και ισοδιάμετρο τρήση των αυλών.

Η Βυζαντινή μουσική είναι Επτατονική. Η βυζαντινή επτατονία είναι σπονδειακή, Στηρίζεται, κυρίως, στη συστημική σπουδή της ιστορικής εξέλιξης των μουσικών ειδών και συστημάτων, ενώ, παράλληλα, αιτιολογεί και ερμηνεύει την όλη συμπεριφορά της εν λόγωι μουσικής. Επίσης, θεωρείται μονοφωνική, διότι μονοφωνικά είναι τα μέλη της και ως τέτοια γράφονται. Είθισται, όμως, να αποδίδεται από ιεροψάλτη ή χορό ιεροψαλτών και από ισοκράτες. Αυτό μας υποχρεώνει να την κατατάξουμε ως δίφωνη, επισημαίνοντας την κεφαλαιώδη σημασία των συνηχήσεων ως ουσιώδη παράγοντα, όχι μόνον για την ακουστική τελειότητα της εκτέλεσής της, αλλά και για τη συνολική συγκρότηση και εξέλιξή της. Εδώ να επισημάνουμε ότι η βυζαντινή μουσική είναι κατ' εξοχήν φωνητική, ενώ, κατά κανόνα, αποκλείεται η χρήση των μουσικών οργάνων.

Σχέση αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής

Η αρχαία ελληνική μουσική αποτελεί διασταύρωση της ευρωπαϊκής Πεντατονίας και της ανατολικής Επτατονίας. Η Βυζαντινή μουσική, ως επτατονική, έχει εξελίξει την επτατονία της Ανατολής. Από αυτήν άποψη, η βυζαντινή μουσική θεωρείται πρόγονος της αρχαίας.

Δ. Λέκκας: Μουσικά θεωρητικά των Μέσων Χρόνων