Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Ο Ηράκλειος και οι μετέπειτα αυτοκράτορες έως το 717



Ο Ηράκλειος και οι άμεσοι διάδοχοί του αποτελούν μια δυναστεία αρμενικής, πιθανόν, προέλευσης. Αυτό τουλάχιστον μπορεί να συμπεράνει κανείς έχοντας υπόψη του τον Αρμένιο ιστορικό του 7ου αιώνα Sebeos, που θεωρείται σαν μια ανεκτίμητη πληροφοριακή πηγή για την εποχή του Ηρακλείου, και ο οποίος γράφει ότι η οικογένειά του συγγενεύει προς τον περίφημο αρμενικό οίκο των Αρσακίδων.


Ο Ηράκλειος βασίλευσε από το 610 μέχρι το 641 και απέκτησε με την πρώτη του γυναίκα Ευδοκία ένα γιο, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος βασίλευσε μετά το θάνατο του πατέρα του για λίγους μήνες, επειδή πέθανε κι αυτός το 641. Στην ιστορία είναι γνωστός ως Κωνσταντίνος Γ' (ένας από τους γιους του Μ. Κωνσταντίνου θεωρείται ως Κωνσταντίνος Β'). Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Γ' ανέβηκε στο θρόνο για μερικούς μήνες ο Ηρακληνάς, γιος του Ηράκλειου από τη δεύτερη γυναίκα του, την Μαρτίνα, ο οποίος εκθρονίστηκε το φθινόπωρο του 641, για να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας ο γιος του Κωνσταντίνου Γ', ο Κώνστας Β', ο οποίος βασίλευσε από το 641 μέχρι το 668. Η ελληνική μορφή του ονόματός του Κώνστας (λατινικά Constans), είναι πιθανόν υποκοριστικό του ονόματος Κωνσταντίνος, το οποίο αναφέρεται στα βυζαντινά νομίσματα, στα επίσημα Δυτικά στοιχεία της περιόδου αυτής, καθώς και σε μερικές πηγές βυζαντινής προέλευσης. Ο λαός τον ονόμαζε Κώνστα. Διάδοχός του υπήρξε ο δραστήριός του γιος Κωνσταντίνος Δ' (668-685), ο οποίος είναι γνωστός ως «Πωγωνάτος», αν κι οι σύγχρονοι ιστορικοί ονομάζουν έτσι τον πατέρα και όχι το γιο. Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δ' (685) τελειώνει η καλύτερη περίοδος της δυναστείας του Ηρακλείου, αν και ο γιος του (ο τελευταίος της δυναστείας) Ιουστινιανός Β' ο «Ρινότμητος» βασίλευσε δυο φορές από το 685 μέχρι το 695 και από το 705 μέχρι το 711. Η περίοδος του Ιουστινιανού Β', χαρακτηριστική για τις πολλές θηριωδίες του, δεν έχει μελετηθεί ακόμα όσο πρέπει. Είναι όμως λογικό να υποθέσουμε ότι η σκληρή συμπεριφορά του αυτοκράτορα προς τους εκπροσώπους της αριστοκρατίας δεν οφειλόταν μόνο σε καθαρή αυθαιρεσία, αλλά και στην κρυφή δυσαρέσκεια των μελών εκείνων της αριστοκρατίας που, μη θέλοντας να συμβιβαστούν με την ισχυρή θέληση και την απολυταρχική πολιτική του Ιουστινιανού, αγωνίζονταν να τον εκθρονίσουν. Μερικά βιβλία μιλούν καθαρά για την ύπαρξη μιας παραδοσιακής εχθρικής τάσης κατά του Ιουστινιανού Β'. Εκθρονίστηκε το 685 και εξορίστηκε στη Χερσώνα της Κριμαίας, αφού «ερρινοκοπήθη και εγλωσσοκοπήθη». Διέφυγε όμως από εκεί και κατόρθωσε να νυμφευθεί την αδελφή του Χαγάνου των Χαζάρων. Αργότερα πέτυχε με τη βοήθεια των Βουλγάρων να πάρει πίσω τον θρόνο του Βυζαντίου και, όταν γύρισε στην πρωτεύουσα, έλαβε σκληρά μέτρα εναντίον όλων εκείνων που συντέλεσαν στην εκθρόνισή του. Η συμπεριφορά του όμως αυτή είχε σαν αποτέλεσμα το 711 μια επανάσταση, στη διάρκεια της οποίας σφαγιάστηκαν ο Ιουστινιανός και η οικογένειά του. Με το έτος 711 τελειώνει και η Δυναστεία του Ηρακλείου. Στο διάστημα της εξορίας του Ιουστινιανού βασίλευσαν δυο τυχαίοι αυτοκράτορες: ο στρατιωτικός Λεόντιος από την Ισαυρία (695-698) και ο Αψίμαρος, που πήρε το όνομα Τιβέριος μόλις ανέβηκε στο θρόνο (Τιβέριος Γ', 698-705). Μερικοί ιστορικοί τείνουν να δεχθούν τον Αψίμαχο-Τιβέριο ως Γοτθο-ελληνικής προέλευσης. Μετά τη βίαιη εκθρόνιση του Ιουστινιανού Β', το 711, για μια περίοδο έξι ετών (711-717) ανήλθαν στο θρόνο του Βυζαντίου τρεις τυχαίοι αυτοκράτορες: ο Αρμένιος Βάρδανης ή Φιλιππικός (711-713), ο Αρτέμιος που μετονομάστηκε σε Αναστάσιο Β' (713-715) και ο Θεοδόσιος Γ' (715-717). Η αναρχία που επικρατούσε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 695 τέλειωσε το 717 με την άνοδο στο θρόνο του περίφημου Λέοντα Γ', ο οποίος εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 

ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ - ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΒΑΡΩΝ ΚΑΙ ΣΛΑΒΩΝ



Ο Ηράκλειος, ικανός και δραστήριος αυτοκράτορας, αποδείχθηκε (μετά τον τυραννικό Φωκά) ένας υποδειγματικός κυβερνήτης. Όπως λέει ο ποιητής Γεώργιος Πισίδης, που περιγράφει τις εκστρατείες του αυτοκράτορα στην Περσία καθώς και την εισβολή των Αβάρων, ο Φωκάς πίστευε ότι «η δύναμη πρέπει να δείχνεται πιο πολύ με την αγάπη παρά με τον φόβο».



«Ο Ηράκλειος», λέει ο Ostrogorsky, «υπήρξε ο δημιουργός του Μεσαιωνικού Βυζαντίου, του οποίου η οργάνωση είναι ρωμαϊκή, η γλώσσα και ο πολιτισμός ελληνικός και η πίστη χριστιανική».



Τα κατορθώματα του Ηρακλείου είναι ακόμα πιο σημαντικά επειδή την εποχή της ανόδου του στο θρόνο, η θέση της αυτοκρατορίας ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Οι Πέρσες απειλούσαν από την Ανατολή και οι Άβαροι και οι Σλάβοι από τον Βορρά, ενώ οι εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, μετά την άτυχη βασιλεία του Φωκά, βρίσκονταν σε μια κατάσταση τέλειας αναρχίας. Ο νέος αυτοκράτορας δεν είχε ούτε χρήματα ούτε αρκετή στρατιωτική δύναμη, πράγμα που οδήγησε, κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του, την αυτοκρατορία σε μια μεγάλη κρίση.



Το 611 οι Πέρσες επιχείρησαν να υποτάξουν τη Συρία και κατέλαβαν την Αντιόχεια, δηλαδή την κυριότερη πόλη των ανατολικών επαρχιών του Βυζαντίου. Αμέσως μετά πολιόρκησαν τη Δαμασκό. Μόλις συμπλήρωσαν την κατάκτηση της Συρίας βάδισαν προς την Παλαιστίνη και το 614 άρχισαν την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, η οποία κράτησε είκοσι μέρες. Μετά οι δυνάμεις των Περσών διέσπασαν τα τείχη και, όπως αναφέρει ένα βιβλίο, «οι σατανικοί εχθροί μπήκαν στην πόλη με μια μανία που έμοιαζε με τη λύσσα εξαγριωμένων θηρίων ή ερεθισμένων δράκων». Λεηλάτησαν την πόλη και κατέστρεψαν τους χριστιανικούς ναούς. Η εκκλησία του Αγίου Τάφου, την οποία έκτισε η μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, γυμνώθηκε από τους θησαυρούς της και μετά πυρπολήθηκε, ενώ οι Χριστιανοί υπέστησαν τρομερά μαρτύρια και σφαγές. Οι Ιουδαίοι της Ιερουσαλήμ ενώθηκαν με τους Πέρσες και έλαβαν μέρος στις σφαγές, στη διάρκεια των οποίων σύμφωνα με μερικές πληροφορίες χάθηκαν 60.000 Χριστιανοί. Πολλοί θησαυροί της Αγίας Πόλης μεταφέρθηκαν στην Περσία και ένα από τα πιο πολύτιμα λείψανα της χριστιανοσύνης, ο Τίμιος Σταυρός, μεταφέρθηκε στην Κτησιφώνα. Αρκετοί αιχμάλωτοι στάλθηκαν στην Περσία, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ζαχαρία.



Η καταστρεπτική αυτή κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Πέρσες, καθώς και η λεηλασία της Ιερουσαλήμ, αποτελούν ένα μεταβατικό σταθμό στην ιστορία της επαρχίας αυτής.



«Τέτοια καταστροφή», γράφει ο Kondakov, «δεν είχε ακουστεί από την εποχή της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο. Τη φορά όμως αυτή η συμφορά δεν μπορούσε πια να επανορθωθεί. Ποτέ πια η πόλη αυτή δεν γνώρισε παρόμοια με τη λαμπρή εποχή του Κωνσταντίνου, περίοδο και τα περίφημα κτίρια της, όπως το τζαμί του Ομάρ, ποτέ πια δεν άφησαν εποχή στην ιστορία. Από εδώ και εμπρός η πόλη και τα κτίρια της παράκμαζαν σταθερά, βήμα προς βήμα. Ακόμα και οι Σταυροφορίες προκάλεσαν στην Ιερουσαλήμ μόνο βλάβη, ταραχή και εκφυλισμό. Η περσική εισβολή απομάκρυνε αμέσως από την Παλαιστίνη την επιρροή του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Κατέστρεψε τη γεωργία, ερήμωσε τις πόλεις, κατέστρεψε μόνιμα ή πρόσκαιρα πολλά μοναστήρια και λαύρες και διέκοψε κάθε εμπορική πρόοδο. Η εισβολή αυτή απάλλαξε επίσης τις ληστρικές αραβικές φυλές από το φόβο που είχαν, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να σχηματίζουν την ενότητα εκείνη που έκανε δυνατές τις μεταγενέστερες επιθέσεις τους. Από εδώ και στο εξής η πρόοδος της χώρας σταματά και η Παλαιστίνη εισέρχεται στην ανήσυχη περίοδο, που πολύ φυσικά θα μπορούσε να ονομαστεί Μεσαιωνική περίοδος, εάν δεν διαρκούσε μέχρι της εποχή μας».



Η ευκολία με την οποία κατέκτησαν οι Πέρσες τη Συρία και την Παλαιστίνη, μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τις θρησκευτικές συνθήκες αυτών των επαρχιών. Η πλειοψηφία του πληθυσμού, κυρίως στη Συρία, δε δεχόταν την επίσημη Ορθόδοξη πίστη, την οποία υποστήριζε το κράτος. Οι Νεστοριανοί και αργότερα οι Μονοφυσίτες των επαρχιών αυτών πιέζονταν πολύ από την κυβέρνηση του Βυζαντίου και συνεπώς φυσικά προτιμούσαν την κυριαρχία των Περσών, στη χώρα των οποίων οι Νεστοριανοί απολάμβαναν σχετική θρησκευτική ελευθερία.

Η περσική εισβολή δεν περιορίστηκε μόνο στη Συρία και την Παλαιστίνη. Μέρος του περσικού στρατού, αφού διέσχισε τη Μ. Ασία, κατέλαβε τη Χαλκηδόνα, στη θάλασσα του Μαρμαρά, κοντά στο Βόσπορο και στρατοπέδευσε στη Χρυσούπολη (στο σημερινό Σκουτάρι) απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, ενώ ένα άλλο μέρος του στρατού προχωρούσε για να κατακτήσει την Αίγυπτο. Η Αλεξάνδρεια έπεσε πιθανόν το 618 ή το 619. Στην Αίγυπτο, ακριβώς όπως στη Συρία και την Παλαιστίνη, οι Μονοφυσίτες πρόθυμα προτίμησαν την περσική από τη βυζαντινή κυριαρχία.



Η απώλεια της Αιγύπτου υπήρξε για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ένα πολύ βαρύ χτύπημα, επειδή η Αίγυπτος αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Κωνσταντινούπολης. Η διακοπή της αποστολής σίτου από την Αίγυπτο είχε βαρύ αντίκτυπο στην οικονομική ζωή της πρωτεύουσας.



Συγχρόνως όμως με τις βαριές απώλειες που προκλήθηκαν στο Νότο και στην Ανατολή από τους Πέρσες, παρουσιάστηκε από το Βορρά μια άλλη μεγάλη απειλή για το Βυζάντιο. Οι Αβαρο-σλαβικές ορδές της Βαλκανικής χερσονήσου, υπό την αρχηγία του Χαγάνου των Αβάρων, προχώρησαν προς τα νότια, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τις νότιες επαρχίες. Η επίθεση αυτή δεν ήταν μια οργανωμένη εκστρατεία, αλλά μάλλον μια σειρά επιδρομών που προμήθευσαν στον Χαγάνο πολλούς αιχμαλώτους καθώς και πλούσια λάφυρα, που μετέφερε στο Βορρά.



Οι επιδρομές αυτές αναφέρονται από τον σύγχρονο του Ηρακλείου Ισίδωρο, Επίσκοπο της Σεβίλλης, ο οποίος παρατηρεί στο χρονικό του ότι στις αρχές της βασιλείας του Ηρακλείου οι Σλάβοι αφήρεσαν από τους Βυζαντινούς την Ελλάδα, ενώ η Πέρσες κατέκτησαν τη Συρία, την Αίγυπτο και πολλές άλλες επαρχίες.

Την ίδια περίπου εποχή (624) το Βυζάντιο έχανε τις τελευταίες του κτήσεις στην Ισπανία, όπου οι Βησιγότθοι συμπλήρωσαν τις κατακτήσεις τους, κάτω από την καθοδήγηση του βασιλιά τους Σουινθίλα. Οι Βαλεαρίδες νήσοι παρέμειναν στα χέρια του Ηρακλείου.



Υπερνικώντας τους δισταγμούς του ο αυτοκράτορας αποφάσισε να πολεμήσει την Περσία. Αντιμετωπίζοντας δε τις ελλείψεις του θησαυροφυλακίου, ο Ηράκλειος κατέφυγε στους θησαυρούς των εκκλησιών της πρωτεύουσας και των επαρχιών και διέταξε να γίνουν με αυτούς ένας μεγάλος αριθμός χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Καθώς προέβλεπε, θα μπορούσε να απομακρύνει την απειλή του Χαγάνου των Αβάρων στο Βορρά, στέλνοντάς του εκλεκτούς ομήρους και ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Την άνοιξη του 622 ο Ηράκλειος πέρασε στη Μ. Ασία όπου στρατολόγησε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, τους οποίους εκπαίδευσε αρκετούς μήνες. Η εκστρατεία κατά των Περσών, που αποσκοπούσε στην ανάκτηση του Τιμίου Σταυρού και της Ιερής Πόλης της Ιερουσαλήμ, πήρε τη μορφή Σταυροφορίας.



Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πιθανόν ότι ο Ηράκλειος έκανε τρεις εκστρατείες κατά των Περσών, μεταξύ των ετών 622 και 628, οι οποίες υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχείς. Ένας σύγχρονός του ποιητής, ο Γεώργιος Πισίδης, συνέθεσε τον επινίκιο ύμνο, στον οποίον έδωσε τον τίτλο «Ηρακλειάς», ενώ σ’ ένα άλλο ποίημα του (την «Εξαήμερο») σχετικό με τη δημιουργία του κόσμου, υπαινίσσεται τον εξαετή πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου ο Ηράκλειος νίκησε τους Πέρσες. Ο ιστορικός Θ. Ουσπένσκι συγκρίνει τον πόλεμο του Ηρακλείου με τις ένδοξες εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Ηράκλειος εξασφάλισε τη βοήθεια των φυλών του Καυκάσου και έκανε μια συμμαχία με τους Χαζάρους, Οι βόρειες επαρχίες της Περσίας, που συνόρευαν με τον Καύκασο, αποτέλεσαν μια από τις κύριες περιοχές στρατιωτικής δράσης του αυτοκράτορα.



Ενώ ο αυτοκράτορας έλλειπε, οδηγώντας το στρατό του στις μακρινές εκστρατείες του, η πρωτεύουσα αντιμετώπισε έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο. Ο Χαγάνος των Αβάρων παρέβη τη συμφωνία του με τον αυτοκράτορα και το 626 προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη με τεράστιες ορδές Αβάρων και Σλάβων. Επίσης έκανε συμφωνία με τους Πέρσες, οι οποίοι έστειλαν αμέσως μέρος του στρατού τους στη Χαλκηδόνα. Οι Αβαρο-σλαβικές ορδές πολιόρκησαν την πρωτεύουσα, προς μεγάλο φόβο του λαού, αλλά η φρουρά της πόλης πέτυχε να αποκρούσει την επίθεση και να τρέψει σε φυγή τον εχθρό. Μόλις οι Πέρσες έμαθαν την αποτυχία αυτή των Αβάρων, απέσυραν το στρατό τους από τη Χαλκηδόνα και τον κατεύθυναν προς τη Συρία. Η νίκη του Βυζαντίου κατά των Αβάρων, μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, το 626 υπήρξε μια από τις κύριες αιτίες της εξασθένησης του άγριου βασιλείου των Αβάρων.



Στο μεταξύ, κατά τα τέλη του 627, ο Ηράκλειος κατάνίκησε τους Πέρσες σε μια μάχη που έγινε κοντά στα ερείπια της αρχαίας Νινευή και προχώρησε στις κεντρικές επαρχίες της Περσίας από όπου συνέλεξε πλούσια λάφυρα. Στη συνέχεια έστειλε στην Κωνσταντινούπολη μια θριαμβευτική προκήρυξη η οποία περιέγραφε τις επιτυχίες κατά των Περσών, ενώ συγχρόνως ανήγγειλε το τέλος του πολέμου και τη λαμπρή του νίκη. «Το 629 συμπληρώθηκε η νίκη του Ηρακλείου, του οποίου η μεγαλοφυΐα σαν ήλιος σκόρπισε το σκοτάδι που απλωνόταν πάνω από την αυτοκρατορία, ανοίγοντας μπροστά στα μάτια όλων μια ένδοξη εποχή ειρήνης και μεγαλοπρέπειας. Ο αιώνιος και φοβερός εχθρός (οι Πέρσες) καταβλήθηκε για πάντα, ενώ στον Δούναβη οι ισχυροί Άβαροι παράκμαζαν γρήγορα. Ποιος μπορούσε πια να αντισταθεί στο στρατό του Βυζαντίου; Ποιος μπορούσε να απειλήσει την αυτοκρατορία;». Την εποχή αυτή εκθρονίστηκε και σκοτώθηκε ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης, ο δε διάδοχός του Σιρόης άρχισε διαπραγματεύσεις ειρήνης με τον Ηράκλειο. Με βάση τη συμφωνία τους, οι Πέρσες επέστρεψαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία τις επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, καθώς και τον Τίμιο Σταυρό.



Ο Ηράκλειος επέστρεψε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα και το 630 μαζί με τη σύζυγό του Μαρτίνα πήγε στην Ιερουσαλήμ όπου αποκατέστησε τον Τίμιο Σταυρό στην παλιά του θέση, προς μεγάλη χαρά όλου του χριστιανικού κόσμου.



Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η νίκη του Ηρακλείου κατά των Περσών αναφέρεται και στο Κοράνι, όπου τονίζεται ότι «οι Έλληνες νικήθηκαν από τους Πέρσες... αλλά, μετά την ήττα τους, σε λίγα χρόνια, θα νικήσουν και αυτοί με τη σειρά τους».

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ



Οι περσικοί πόλεμοι είναι ένας πολύ σημαντικός σταθμός της ιστορίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από τις δύο κύριες δυνάμεις του κόσμου στις αρχές του Μεσαίωνα, δηλαδή τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Περσία, η δεύτερη έχασε τελείως την παλιά της δύναμη και έγινε ένα ασθενικό κράτος που γρήγορα έπαψε να υπάρχει πολιτικά, μετά από τις επιθέσεις των Αράβων. Η ένδοξη Βυζαντινή αυτοκρατορία έδωσε το τελικό χτύπημα στον ισχυρό της εχθρό, απέκτησε όλες τις ανατολικές επαρχίες που είχε χάσει, απέδωσε στον χριστιανικό κόσμο τον Τίμιο Σταυρό και ελευθέρωσε την πρωτεύουσά της από τη φοβερή απειλή των Αβαρο-σλαβικών ορδών. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία φαινόταν να βρίσκεται στο κατακόρυφο της δόξας της. Ο βασιλιάς των Ινδιών έστειλε στον Ηράκλειο τα συγχαρητήριά του για τη νίκη του κατά των Περσών, μαζί με μια μεγάλη ποσότητα πολύτιμων λίθων. Ο βασιλιάς των Φράγκων έστειλε επίσης ειδικούς απεσταλμένους για να κλείσει μια διαρκή ειρήνη με την αυτοκρατορία. Τελικά, το 630, η βασίλισσα της Περσίας έστειλε ειδική πρεσβεία στον Ηράκλειο μέσω της οποίας έκανε μια τυπική ειρήνη.



Ο Ηράκλειος πήρε επίσημα το όνομα «βασιλεύς», για πρώτη φορά το 629, ύστερα από την επιτυχία του πολέμου του κατά των Περσών. Ο τίτλος αυτός χρησιμοποιείτο για πολλούς αιώνες στην Ανατολή, κυρίως στην Αίγυπτο, και τον 4ο αιώνα έγινε συνήθης στα μέρη εκείνα της αυτοκρατορίας όπου μιλούσαν την ελληνική. Ποτέ όμως προηγουμένως δεν είχε γίνει δεκτός ως επίσημος τίτλος. Μέχρι τον 7ο αιώνα χρησιμοποιείτο ο αντίστοιχος προς το λατινικό imperator, ελληνικός τίτλος αυτοκράτορας, ο οποίος όμως δεν ανταποκρίνεται ετυμολογικά προς το imperator. Ο μόνος ξένος αρχηγός κράτους στον οποίον ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου συγκατατέθηκε να δώσει τον τίτλο βασιλεύς (με εξαίρεση τον βασιλιά της Αβησσυνίας) ήταν ο βασιλιάς της Περσίας.



Ο Bury γράφει σχετικά ότι:

«εφόσον υπήρχε ένας μεγάλος, ανεξάρτητος βασιλιάς έξω από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι αυτοκράτορες απέφευγαν να υιοθετήσουν έναν τίτλο τον οποίον μπορούσε να φέρει άλλος μονάρχης. Αλλά μόλις ο μονάρχης αυτός μεταβλήθηκε σε υποτελή ο αυτοκράτορας, δίδοντας κάποια επισημότητα στο γεγονός αυτό, πήρε επίσημα τον τίτλο, ο οποίος για αρκετούς αιώνες του είχε ανεπίσημα δοθεί».

ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ



Οι επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, με τον Μονοφυσιτικό κυρίως πληθυσμό τους, έθεσαν και πάλι επί τάπητος το οδυνηρό και τόσο σημαντικό ζήτημα των σχέσεων κράτους και Μονοφυσιτών. Οι μακροχρόνιοι και έντονοι αγώνες του Ηράκλειου εναντίον των Περσών, παρά τα λαμπρά τους αποτελέσματα, εξασθένησαν για ένα διάστημα τη στρατιωτική δύναμη του Βυζαντίου λόγω της σοβαρής απώλειας σε άνδρες και λόγω της οικονομικής εξάντλησής του. Η αυτοκρατορία επίσης δεν απόλαυσε την τόσο αναγκαία γι’ αυτήν περίοδο ανάπαυσης, επειδή αμέσως μετά το τέλος του Περσικού πολέμου παρουσιάστηκε μια φοβερή απειλή, τελείως απροσδόκητη, που δεν έγινε αρχικά καλά αντιληπτή. Η απειλή αυτή προερχόταν από τους Άραβες, οι οποίοι δημιούργησαν μια νέα περίοδο στην παγκόσμια Ιστορία με τις επιθέσεις τους κατά του Βυζαντίου και της Περσίας.

http://byzantin-history.blogspot.gr/

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Το ακρωτήριον Χανίων ως Τιμάριον του Φρουράρχου Αχμέτ



Σχόλιο istorias-athlieia: Το ιστολόγιο ξεκινά να παραθέτει διάφορα έγγραφα από διάφορες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας. Το παρόν αποτελεί έγγραφο της Οθωμανικής περιόδου, και συγκεκριμένα του 18ου αιώνος (1716), από το νησί της Κρήτης και αφορά την υλική επιβράβευση του γιου Αχμέτ του πορθητού της πόλης των Χανίων Γιουσούφ Πασά. Οι Οθωμανοί αποβιβάζονται στην Κρήτη το 1645 και ολοκληρώνουν την κατάκτησή της το 1669 μετά από 11ετή πολιορκία και άλωση του ενετικού κάστρου του Χάνδακος (Ηρακλείου). Με την κατάκτηση της Κρήτης και την εκδίωξη των Βενετών η εξουσία τους σε όλη την ανατολική Μεσόγειο εδραιώνεται. 

Παρατηρήσεις επί του εγγράφου: Ο Αχμέτ, ως γιος  του Γιουσούφ Πασά με Σουλτανικό Βεράτιο γίνεται νομέας (προφανώς ως Σπαχής) του ακρωτηρίου Χανίων υπό τη μορφή τιμαρίου και ειδικώτερα ενός Χασίου (Χάς) το έτος 1716. Το Χάσι αυτό περιλαμβάνει 11 χωριά, επί των οποίων έχει το δικαίωμα να παίρνει το ποσοστό του επί των προϊόντων τους αλλά και να συγκεντρώνει τους φόρους για το κράτος. Σε αυτή την περιοχή δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει κανείς, ούτε οι Δεφτερδάροι ούτε οι ενοικιαστές της γης που είχαν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται ήδη από τον 17ο αιώνα. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι πομπώδεις χαρακτηρισμοί του Αχμέτ, του πατέρα του αλλά και οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου (Ασκερί) αναφέρεται στο έγγραφο, όπως: "επαξίως εξυψωθείς", "ισχυρός και σεβαστός", "διαρκής αυτού η δόξα", "άπειρον είη το κλέος" κ.λ.π

Μπεράτιον ή Βεράτιον --> Προνομιακός ορισμός που δίδεται σε ένα πρόσωπο με βάση τον οποίο μπορεί να κατέχει υψηλή διοικητική θέση και να απολαμβάνει τα προνόμια που απορρέουν από αυτή

18 Ramazan 1128 (έτος Εγίρας)  5 Σεπτεμβρίου 1716 
Ο τιμηθείς διά της εξόχου αυτοκρατορικής μου ευνοίας και διά των αφθόνων βασιλικών υψηλών μου ευεργεσιών, ο επαξίως εξυψωθείς εις το αξίωμα του φρουράρχου (Μουχαφίζ) του εν τηι νήσωι Κρήτηι φρουρίου της Σούδας, υπέρ ου το έξοχον τούτο αυτοκρατορικόν μπεράτιον, ο τύπος και ο υπογραμμός των εξόχων αρχηγών, το στήριγμα των υψηλής περιωπής αρχόντων, ο ισχυρός και σεβαστός Αχμέτ, είη διαρκής αυτού η δόξα, υπέβαλεν αίτησιν εις το αυτοκρατορικόν μου στρατόπεδον, εν τηι οποίαι αναφέρει, ότι επί τωι διορισμώι του ως αρχηγού (Μπάς-Μπόγ) της φρουράς του αλωθέντος φρουρίου της Σούδας παρεχωρήθη αυτώι προς ιδίαν ζωάρκειαν, δι' αυτοκρατορικής διαταγής, ο μουκατάς του Ακρωτηρίου (Akretor) της περιοχής των Χανίων. Επειδή όμως ο μουκατάς ούτος δεν ήτο ανεξάρτητος αλλ' ετύγχανε παράρτημα του μουκατά των Χανίων, ως εκ τούτου εχορηγήθη αυτώι ούτος συν τηι απονομήι του βαθμού του Μιρλιβά, ομού μετά των εσόδων των ένδεκα προσδιοριζομένων χωρίων, αφ' ης ημέρας εξεδόθη η αυτοκρατορική μου αύτη διαταγή.  Όπως δε μη επεμβαίνουν εις τον μουκατάν τούτον ο τε Δεφτερδάρης της Κρήτης και ο ενοικιαστής των μουκατάδων της περιοχής των Χανίων, αιτείται ο εν λόγωι αρχηγός του φρουρίου της Σούδας την έκδοσιν ιερού μου Μπερατίου.

Γενομένης όθεν ερεύνης εις τα εν τωι Δημοσίωι Θησαυροφυλακίωι μου φυλασσόμενα κατάστιχα, ουδεμία ανευρέθη εγγραφή, πλην εκείνης, της εκδοθείσης συνωδά τηι εισηγήσει του Διοικητού των Χανίων Βεζίρου μου Μεχμέτ Πασά, ου άπειρον είη το κλέος, αυτοκρατορικής διαταγής, διά της οποίας εχορηγήθη ο μουκατάς ούτος υπό τύπον τιμαρίου (Χάς) ανά δύο φορτίων και εβδομήκοντα χιλιάδων άσπρων (270.000) από της ογδόης του μηνός Σιεβάλ του έτους χίλια εκατόν είκοσιν επτά, εις τον εν λόγωι Αχμέτ, είη διαρκές αυτού το κλέος, υιόν του αειμνήστου πορθητού των Χανίων Γιουσούφ Πασά, κάτοικον της πόλεως των Χανίων, όστις διωρίσθη αρχηγός (Μπάς-Μπόγ) πάντων των εν τωι νεοαλωθέντι φρουρίωι της Σούδας ανδρών. Ο μουκατάς ούτος των ένδεκα χωρίων, αποτελών εξάρτημα του από 176846 γερά άσπρα μουκατά των Χανίων, ως τούτο πιστοποιείται εκ του εξαχθέντος σημειώματος των βιβλίων του Ταμείου της νήσου Κρήτης, εχορηγήθη προς ζωάρκειαν και υπό τύπον τιμαρίου (Χάς) εις τον εν λόγωι Αχμέτ. Επί τωι σκοπώι τούτωι εξεδόθη το παρόν αυτοκρατορικν μου μπεράτιον. Εντέλλομαι, όπως κατέχηι ο ως είρηται Αχμέτ, είη το κλέος αυτού διαρκές, τα ένδεκα αυτά χωρία και ουδείς εκ των Δεφτερδαρών της Κρήτης ή των ενοικιαστών του φόρου, κατ' ουδένα λόγον να επεμβαίνηι, όταν ούτος θελήσηι να λαμβάνηι, συμφώνως τωι νόμωι τα παραγόμενα προϊόντα και προβαίνει εις την είσπραξιν των επί των προϊόντων φόρων. Ούτω γινώσκετε και εις το ιερόν μου σύμβολον πιστεύετε.

Εγράφη τηι 18η Ραμαζάν του έτους 1128.

Εκ της πεδιάδος του Βελιγραδίου


Τ.Α.Η Κωδ. 14, σελ. 118

Αρ. Μετάφρ. 1885

Μεταφράσεις Τουρκικών ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης (Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου)

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Ο κομβικός Βυζαντινός 11ος αιών



Οι κυριότεροι σταθμοί στην Βυζαντινή ιστορία του 11ου αιώνος με χρονική σειρά. Πρόκειται για τον κρίσιμο 11ο αιώνα, κατά τον οποίο στο τέλος του τόσο η όψη στο εσωτερικό του βυζαντινού κράτους όσο και η θέση του στην διεθνή σκηνή είναι τελείως διαφορετικές από τις αντίστοιχες στις αρχές του. Το Βυζάντιο δεν θα είναι ποτέ το ίδιο. Ξεκινά η μακρά και αργόσυρτος παρακμή του που θα τερματιστεί το 1453 με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς. Κι όμως! Μέσα από τις ωδίνες του παλαιού που πεθαίνει γεννιέται, ταυτόχρονα, η ιδιοσυστασία του νεωτέρου ελληνισμού. Ουδέν κακόν αμιγές καλού λοιπόν. 

Αλλά ας δούμε τις βασικές χρονικές στιγμές του βυζαντινού 11ου αιώνος: 

1014: Η καθοριστική μάχη στο Κλειδί. Ο βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας συντρίβει τον βουλγαρικό στρατό 

1018: Οριστική ήττα των Βουλγάρων από τον Βασίλειο Β' και υπαγωγή τους στο Βυζάντιο ως επαρχία του 

1025: Θάνατος Βασιλείου Β’ και αναγόρευση σε αυτοκράτορα του ανίκανου αδερφού του Κωνσταντίνου Η’ (1025-1028) 

1040-1041: Επανάσταση του Βούλγαρου Πέτρου Δελεάνου κατά των Βυζαντινών με αφορμή τα φορολογικά μέτρα του Ιωάννου του Ορφανοτρόφου, με τα οποία τους ζητούσε να αποδίδουν τους φόρους σε χρήμα και όχι σε είδος, όπως το είχε καθορίσει ο Βασίλειος ο Β'. Η επανάσταση καταπνίγεται 

1041-1042: Εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη στην Σικελία για την ανακατάληψη όλης της νήσου από τους Βυζαντινούς Δεν τα καταφέρνει γιατί τον ανακάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη με την κατηγορία της στάσεως 

1042: Ανεξαρτησία του Βασιλείου της Ζέντα υπό τον Στέφανο Βοϊσθλάβο. Η πρώτη ανεξαρτητοποίηση κράτους στην Βαλκανική

1043: Πληγώνεται θανάσιμα ο Γεώργιος Μανιάκης κατά την διάρκεια της στάσης του εναντίον του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1055). Επρόκειτο για ικανότατο στρατηγό 

1045: Προσάρτηση του αρμενικού κράτους του Ανίου από τον Κωνσταντίνο Θ’ τον Μονομάχο στο Βυζάντιο 

Τέλη δεκαετίας 1040: Έναρξη των επιδρομών των Πετσενέγκων (ή Πατσινάκων), τουρκικού φύλου από τον Βορρά 

1054: Οριστικό Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης. Ο απεσταλμένος του Πάπα Καρδινάλιος Ουμβέρτος καταθέτει ανάθεμα πάνω στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας 

1059: Άνοδος στον βυζαντινό θρόνο του Κωνσταντίνου Ι’ του Δούκα, ενός εντελώς ανίκανου αυτοκράτορα που αδιαφόρησε για τον στρατό, με μοιραία αποτελέσματα για την αυτοκρατορία

Τέλη δεκαετίας 1050: Ξεκινούν επιδρομές οι Σελτζούκοι Τούρκοι 

1071: Μάχη του Μαντζικέρτ. Οι βυζαντινοί ηττώνται και ο Ρωμανός Δ' ο Διογένης (1068-1071) αιχμαλωτίζεται από τον Σελτζούκο Αρλπ Ασλάν. Η Μικρά Ασία απροστάτευτη στο έλεος των Σελτζούκων. Την ίδια χρονιά οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν το Μπάρι στην Νότιο Ιταλία, τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην περιοχή 

1080: Ο Σουλεϊμάν ιδρύει το Σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ με πρωτεύουσα αρχικά την Νίκαια της Βιθυνίας, σχεδόν απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτεροι μέρος της Μικράς Ασίας βρίσκεται στα χέρια των Σελτζούκων, οι οποίοι στρατολογήθηκαν από τους βυζαντινούς στασιαστές στρατηγούς της δεκαετίας του 1070 (Νικηφόρος Βρυέννιος, Νικηφόρος Μελισσηνός κ.λ.π) και όσες περιοχές κατέλαβαν ουδέποτε τις απέδωσαν 

1081: Άνοδος στον Βυζαντινό θρόνο του Αλεξίου Α’ του Κομνηνού (1081-1118), ιδρυτή της Δυναστείας των Κομνηνών και ανορθωτή του βυζαντινού κράτους που ήταν στα πρόθυρα καταρρεύσεως 

1082: Ο Αλέξιος Α’ εκδίδει το μοιραίο Χρυσόβουλο, με το οποίο έδιδε υπέρογκα προνόμια στους Βενετούς. Αναγκάστηκε να προκρίνει αυτή την λύση προκειμένου να αντιμετωπίσει την εισβολή των Νορμανδών του Ροβέρτου Γυισκάρδου στην Βαλκανική. Με την βοήθεια των Βενετών ο Αλέξιος νικά και εκδιώκει τους Νορμανδούς από τα ευρωπαϊκά εδάφη του Βυζαντίου 

1091: Μάχη του Λεβουνίου, κατά την οποία οι Βυζαντινοί και οι σύμμαχοί τους Κουμάνοι συντρίβουν τους Πετσενέγκους (ή Πατσινάκους), εκμηδενίζοντας έτσι την απειλή τους από τον Βορρά 

1092: Νομισματική Μεταρρύθμιση του Αλεξίου του Α’. Εκδίδει νέο Χρυσό Νόμισμα, το «Υπέρπυρον», το οποίο είναι αξίας 20 ½ με 21 ½ Καρατίων 

1095: Σύνοδος στην πόλη Κλερμόν της Γαλλίας κατά την οποία ο Πάπας Ουρβανός ο Β’ κηρύσσει την Α’ Σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους 

1096-1099: Α’ Σταυροφορία. Οι Σταυροφόροι μετά από λυσσαλέες μάχες με τους Σελτζούκους καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ. Ο Αλέξιος ο Α’ με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς πετυχαίνει την δέσμευση των Σταυροφόρων να αποδώσουν στην Βυζαντινή αυτοκρατορία τις περιοχές που κατελάμβαναν. Με τον τρόπο αυτό ανακατέλαβε την δυτική και την βόρεια Μικρά Ασία καθώς και μέρος από τα νότια παράλιά της. Οι Σελτζούκοι, όμως, και οι Δανισμενίδες κρατούσαν ακόμη την κεντρική Μικρά Ασία και τα οροπέδια της Ανατολίας. Τότε οι Σελτζούκοι αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από την Νίκαια (την οποία ανακατέλαβαν οι Βυζαντινοί) στο Ικόνιο