Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Οι κοινωνικοθρησκευτικές λειτουργίες & ο πολιτισμικός ρόλος των Πανελληνίων ιερών των Δελφών, της Επιδαύρου & της Ελευσίνος






Εισαγωγή

            Τα ιερά στην Αρχαία Ελλάδα εξυπηρετούσαν την ανάγκη των αρχαίων Ελλήνων για επικοινωνία με το θείο. Συνήθως τα ίδρυαν με σκοπό να ευχαριστήσουν κάποιον θεό για την καθοριστική του συμβολή σε κάποια μάχη ή για τη σωτηρία της πόλης από κάποια επιδημία. Υπήρχαν και περιπτώσεις όπου την ίδρυσή τους την ζητούσε ο ίδιος θεός μέσω ενός οράματος ή κατά τη διάρκεια του ενυπνίου. Παράλληλα, δεν αποκλείονταν η πιθανότητα ο ιδρυτής τους να εξυπηρετούσε ατομικές[1] ανάγκες. Με το πέρασμα των αιώνων και την εμφάνιση της πόλης-κράτους τα ιερά πληθαίνουν, ενώ ορισμένα από αυτά αποκτούν απήχηση πέρα των ορίων της τοπικής κοινωνίας. Πρόκειται για τα λεγόμενα «Πανελλήνια ιερά»[2] στα οποία λαμβάνουν χώρα ευρύτερες κοινωνικο-θρησκευτικές λειτουργίες, οι οποίες στοχεύουν, εκτός της κοινών λατρευτικών συνηθειών, στη σύνδεση της θρησκευτικής ζωής με τον πολιτικό βίο[3]. Τέτοια ιερά ήταν εκείνο των Δελφών, της Επιδαύρου και της Ελευσίνας. Βασικό μας μέλημα θα είναι να διερευνήσουμε τη λειτουργία αυτών, ώστε να δοθεί, ει δυνατόν,  κάποιο φως στο σκοπό της υπάρξεώς τους. Προς τούτο θα ασχοληθούμε με το είδος του ιερού, τη θέση του, τα χαρακτηριστικά του, τον τρόπο λειτουργίας του, ποιοι το διοικούν, σε ποιους επιτρέπεται η συμμετοχή στις ιεροπραξίες που τελούνται εντός αυτού, ενώ θα κλείσουμε επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε την κατηγορία εκείνη των πανανθρώπινων αναγκών στις οποίες ανταποκρίνονται αυτά τα ιερά.

Το ιερό των Δελφών

            Προτού ασχοληθούμε με το Ιερό των Δελφών θα προχωρήσουμε σε μία συνοπτική αναφορά ως προς τη μαντεία στην αρχαία Ελλάδα. Μέσω της μαντικής τέχνης ο άνθρωπος μπορούσε να πληροφορηθεί το μέλλον, τη σχέση με το παρελθόν και το παρόν καθώς και τη βούληση του θείου. Όλα αυτά καθίσταντο εφικτά με τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων μαντικών πρακτικών, όπως η εξήγηση του ήχου στο θρόισμα των φύλλων της ιερής βελανιδιάς του Διός στη Δωδώνη, το πέταγμα των πουλιών, η παρατήρηση του ουρανού, των στοιχείων της φύσης, η ερμηνεία των σπλάχνων από τα θυσιασθέντα ζώα, και η κληρομαντεία[4]. Επίσης, ένα ακόμη είδος μαντείας αποτελούσε η λεγόμενη και «προφορική μαντεία»[5]. Η εξάσκηση της μαντικής γίνονταν στα μαντεία. Τα μαντεία ήταν ιεροί χώροι όπου αποκαλυπτόταν η φωνή του θεού, την οποία ερμήνευαν οι ιερείς διαβάζοντας και ερμηνεύοντας τη σημειολογική σημασία μέσω των παραπάνω πρακτικών.

            Το Ιερό των Δελφών ήταν ένα τέτοιο μαντείο, και μάλιστα ήταν το πιο ξακουσμένο, η φήμη του οποίου ξεπερνούσε τα σύνορα του τότε ελληνικού κόσμου. Λέγεται πως την ανοικοδόμησή του κατά τα μέσα του 6ου π.Χ αιώνα την χρηματοδότησαν ο φαραώ Άμασις και ο Κροίσος της Λυδίας[6]. Αυτή η πληροφορία μας δείχνει ότι εκτός των Ελλήνων είχαν πρόσβαση και βάρβαροι ηγεμόνες. Πριν αφιερωθεί στον Απόλλωνα ο ιερός χώρος των Δελφών ανήκε στη Γαία και ονομαζόταν Πυθώ από το όνομα του τρομερού Πύθωνα[7] τον οποίο έσφαξε ο Απόλλων, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στον ομηρικό ύμνο προς τον Απόλλωνα. Από τότε ο θεός ονομάζεται και Πύθιος[8] Απόλλων. Κατά τους ιστορικούς χρόνους η φήμη του γιγαντώθηκε. Ειδικά κατά τον 2ο ελληνικό αποικισμό οι οικιστές έπαιρναν χρησμούς από τους Δελφούς. Το ίδιο και οι αντιπρόσωποι των πόλεων, όταν επρόκειτο να πάρουν εξαιρετικά σοβαρές αποφάσεις. Όμως, μπορούσαν και μεμονωμένα άτομα να λάβουν χρησμό αν το επιθυμούσαν.

            Ο χώρος του ιερού ήταν ένα εξωαστικό ιερό και αποτελούσε ένα ολόκληρο οικιστικό συγκρότημα. Περιελάμβανε τον ναό του Απόλλωνα, έναν Δωρικού ρυθμού, μεγαλόπρεπο ναό που ανεγέρθηκε κατά την Αρχαϊκή περίοδο και ήταν τοποθετημένος σ' ένα από τα λίγα επίπεδα σημεία του ιερού χώρου του Μαντείου των Δελφών. Πάνω από την είσοδο του ναού ήταν χαραγμένα - σκαλισμένα γνωμικά όπως το γνωστό: «γνώθι σ’ αυτόν»[9]. Εκτός του ναού υπάρχει το πρόπυλο, το θέατρο, τα αναθήματα και οι θησαυροί[10] διαφόρων πόλεων, το Πρυτανείον, το Βουλευτήριον, το Γυμνάσιο, διάφοροι βωμοί, στοές, ο τρίποδας των Πλαταιέων, η Κασσωπίς πηγή και ο περίβολος. Το εσωτερικού του ιερού χώρου συνιστούσε άσυλο[11], ακόμη και για τους δούλους που θα προσέφευγαν εκεί ως ικέτες. Αυτό, βεβαίως ίσχυε για οποιοδήποτε ιερό. Επιπρόσθετα, απαγορευόταν οι γέννες, οι σεξουαλικές επαφές και οι θάνατοι μέσα στο ιερό διότι θεωρούσαν ότι το μίαιναν. Άλλωστε, με την απειλή του θανάτου των αθηναίων απεσταλμένων στο ιερό του Απόλλωνα εάν δεν έπαιρναν δεύτερο χρησμό η Πυθία αναγκάστηκε να δώσει τον περίφημο χρησμό για τα «ξύλινα τείχη»[12].  

            Η μαντική των Δελφών δίδονταν προφορικά από την Πυθία. Τα πρώτα χρόνια η Πυθία ήταν μία νεαρή παρθένα. Με την πάροδο των χρόνων τους χρησμούς τους έδινε μία γυναίκα μέσης ηλικίας. Πάντως δεν αποκλείονται να δίδονταν και χρησμοί μέσω εγκοιμίσεως ή κληρομαντείας. Πάνω απ’ όλα ήταν θρησκευτική εμπειρία κατά την οποία όλα τα ερωτήματα έβρισκαν απαντήσεις και οι συμβουλές των ιερέων του Απόλλωνα ακολουθούνταν κατά γράμμα. Ο Απόλλωνας ήταν εκείνος που συμβούλευε μέσω της ιέρειάς του, Πυθίας, η οποία καθόταν στο τρίποδο ανάμεσα στις αναθυμιάσεις που ήταν το μέσο επικοινωνίας με τον Απόλλωνα. Πριν  από κάθε επικοινωνία με τον Απόλλωνα, έπρεπε να τηρηθούν κάποιοι τελετουργικοί κανόνες από την ίδια. Πρώτα έπρεπε να πλυθεί στα ιερά νερά της Κασταλίας πηγής για να καθαρίσει και εξαγνίσει το σώμα της εσωτερικά, και μόνο τότε μπορούσε να καθίσει στον ομφάλιο βράχο και ν' αρχίσει την διαδικασία επικοινωνίας με τον Απόλλωνα. Από την άλλη εκείνος που ζητούσε χρησμό έπρεπε πρώτα να πληρώσει, στη συνέχεια να θυσιάσει και μετά να καθαρθεί. Κατόπιν εισερχόταν στο ναό όπου θυσίαζε ξανά ώστε να του επιτραπεί να εισέλθει στο άδυτον[13] του ναού για να πάρει τη χρησμοδότηση. Να σημειωθεί ότι τα λόγια της Πυθίας τα κατέγραφαν για να δώσουν την ερμηνεία οι χρησμολόγοι[14].

            Εκτός των χρησμών, στους Δελφούς διεξάγονταν αθλητικοί αγώνες κάθε τρίτο έτος της ολυμπιάδας, τα λεγόμενα και Πύθια[15]. Αξιοσημείωτο είναι ότι παράλληλα με τους αθλητικούς διεξάγονταν και μουσικοί αγώνες. Τη διεξαγωγή των αγώνων και όλη την εν γένει διοίκηση του ιερού την ασκούσε η αμφικτυονία[16], που ήταν ένας συνασπισμός συμμαχικών πόλεων από την κεντρική Ελλάδα και τη βόρεια Πελοπόννησο. Εντούτοις, αν και η διοίκηση ήταν συμμετοχική, αυτό δεν απέκλεισε τους κατά καιρούς ιερούς πολέμους, οι οποίοι διηξήχθησαν, κυρίως, για τον έλεγχο του πλούσιου μαντείου.

Το ιερό της Επιδαύρου.

            Μετά τους Δελφούς θα μεταφερθούμε στην Επίδαυρο, όπου υπάρχει το επιβλητικό ιερό προς τιμήν του Ασκληπιού. Αργότερα προστέθηκε σε αυτό η λατρεία του Απόλλωνα Μαλεάτα[17]. Θεωρείτο το περιφημότερο ιερό του Ασκληπιού στην αρχαιότητα και ήταν και αυτό εξωαστικό. Αποτελεί το θρησκευτικό και εθνικό κέντρο της περιοχής. Στη θέση του ιερού του Απόλλωνος Μαλεάτα, στη βόρεια πλαγιά του Κυνορτίου όρους, υπάρχουν τμήματα πρωτοελλαδικού οικισμού περί την 3η χιλιετία π.Χ., καθώς και Μυκηναϊκό ιερό κορυφής που συνδεόταν με υπαίθρια λατρευτική δραστηριότητα.

            Στο ιερό του Μαλεάτα στηρίζει στοά, πιθανόν εγκοιμητήριο, ερείπια του κλασικού ναού στη θέση του παλαιότερου αρχαϊκού, υπαίθριο βωμό, άνδηρο θυσιών των μυκηναϊκών και ρωμαϊκών χρόνων, κτιστό βωμό του 4ου αιώνα π.Χ. στην πλατεία του ιερού και υπαίθριο τέμενος των Μουσών. Στους ρωμαϊκούς χρόνους ανήκει το πρόπυλο του ιερού και εκτεταμένο συγκρότημα έξω από τα όρια του με λουτρό, κρήνη και δεξαμενή. Στο ιερό του Ασκληπιού, οργανωμένο σήμερα αρχαιολογικό χώρο που περιλαμβάνει και το αρχαίο θέατρο, είναι επισκέψιμα τα ερειπωμένα οικοδομήματα του 4ου-3ου αιώνα π.Χ. και των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων. Κυριότερα κτίρια είναι ο δωρικός ναός του Ασκληπιού, το άβατο ή «εγκοιμητήριο» σχήματος στοάς, το τετράγωνο συγκρότημα του 5ου αιώνα π.Χ. που περιέβαλε τα παλαιότερα λείψανα της λατρείας Απόλλωνος και Ασκληπιού. Επίσης, υπήρχε το Στάδιο, τα Λουτρά, το Γυμνάσιο, το Ωδείο, το Πρόπυλο, η Παλαίστρα, η Ιερά οδός και το περίφημο θέατρο της Επιδαύρου, στο οποίο δίδονται έως τις ημέρες μας παραστάσεις αρχαίου δράματος. Τέλος, η περίφημη για τον πλούτο του αρχιτεκτονικού της διακόσμου θόλος[18], κυκλικό οικοδόμημα με υπόγειους διαδρόμους-δακτυλίους, το οποίο συνδύαζε τον ιωνικό και τον κορινθιακό ρυθμό. Πρόκειται για αινιγματικό κτίσμα και ήταν αφιερωμένη, πιθανότατα, στη λατρεία του Ασκληπιού.

            Στο ιερό της Επιδαύρου κατέφευγαν άτομα τα οποία είχαν την ανάγκη να θεραπευτούν από τον Ασκληπιό που ήταν γιος του Απόλλωνα και θεός της ιατρικής. Στα Ασκληπιεία δεν γινόταν δεκτοί οι βαριά ασθενείς, όπως και οι επίτοκες. Βασικό ρόλο για τη θεραπεία έπαι­ζε το άφθονο πηγαίο νερό. Η υδροθεραπεία για καθαρμούς ήταν η βάση της θεραπευτικής αγωγής των ιερών του Ασκληπι­ού. Προ της εγκοιμήσεως στο άδυτο ο ασθε­νής λουζόταν στα άφθονα νερά της ιερής πηγής, νήστευε, παρακολουθούσε αγώ­νες γυμναστικούς, ποιητικούς, θεατρικούς και εν γένει καλλιτεχνικούς, μπορούσε να διαβάζει στη βιβλιοθήκη του ιδρύματος, συμμετείχε σε καθημερινές σωματικές ασκήσεις και γενικά η ζωή του στον ξενώνα του Ασκληπιείου ήταν δημιουργική κι ευχάριστη και τον απομάκρυνε απ’ τις ψυχοφθόρες μικρές καθημερινές φροντίδες. Μετά τη σωματική (λουτροθεραπεία και νηστεία) και ψυχική προετοιμασία (προσφορά θυσίας) ο ασθενής βοηθούντων και των προπαρασκευαστικών φαρμάκων, ήταν έτοιμος για την εγκοίμηση στο άβατο του ναού. Μεγάλο ρόλο έπαιζε η υποβολή των ιερέων-θεραπευτών-μάντεων οι οποίοι με ψυχοβολές έπειθαν τους ασθενείς ότι θα τους επισκεφθεί στο όνειρό τους ο θεός και θα τους ορίσει τον τρόπο της θεραπείας. Όμως δεν ήταν προνόμιο όλων των ασθενών η εγκοίμηση. Μόνο όσοι μπορούσαν να δεχθούν την επίσκεψη του θεού στον ύπνο τους προωθούνταν στο άβατο. Αυτοί δηλαδή που είχαν υποστεί την κατάλληλη ψυχική προετοιμασία.     

            Η διοίκηση του ιερού είχαν αναλάβει οι ιερείς, οι οποίοι ταυτόχρονα ήταν και θεραπευτές και μάντεις. Ερμήνευαν τις οδηγίες για τις θεραπείες, τις οποίες έδινε ο θεός κατά τη διάρκεια της εγκοιμίσεως και παρασκεύαζαν διάφορα βότανα και φάρμακα. Οι θεραπευμένοι για να ευχαριστήσουν το θεό έφερναν αφιερώματα και τάματα. Οι ιερείς ήταν αρμόδιοι για τη φύλαξη αυτών. Το ιερό άκμασε κατά την αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική περίοδο. Κατά την τελευταία πολλαπλασιάστηκαν τα ιερά του Ασκληπιού και σε άλλες περιοχές, μάλιστα έφθασαν στο σημείο να είναι ανταγωνιστικά προς εκείνο της Επιδαύρου.

Το ιερό της Ελευσίνας

            Ένα ακόμη ιερό με πανελλήνια αίγλη και ακτινοβολία ήταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας, της κόρης της Περσεφόνης και ενός ήρωα της περιοχής, του Τριπτόλεμου[19] στην Ελευσίνα. Η λατρεία της Δήμητρας εξαπλώθηκε στην κεντρική και νότια Ελλάδα από τη Θεσσαλία. Η πόλη της Ελευσίνας, όμως, αποτέλεσε το κέντρο της λατρείας της μέσα από τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία η ίδια καθιέρωσε. Το ιερό, σε αντίθεση με τα άλλα δύο που ήταν εκτός του άστεως, ήταν Αστικό. Βρίσκονταν στην πόλη της Ελευσίνας. Εκεί γύρω στο τέλος του 7ου αιώνα και τις αρχές του 6ου, η πόλη της Ελευσίνας με τη γύρω περιοχή περιήλθε στην κατοχή των Αθηνών. Έκτοτε η πόλη των Αθηνών αναλαμβάνει την κύρια ευθύνη για την τέλεση των μυστηρίων.

            Η περιοχή του ιερού περιβάλλεται από Περίβολο (υπήρχε σε κάθε ιερό και αποτελούσε τα όρια αυτού). Εντός του περιβόλου ήταν η ιερή αυλή που ήταν χώρος συγκέντρωσης των πιστών και καταληκτικό σημείο της Ιεράς οδού, τα Μεγάλα Προπύλαια Δωρικού ρυθμού και τα Μικρά Προπύλαια Ιωνικού ρυθμού. Έπειτα συναντάμε το περίφημο Τελεστήριο[20], το οποίο ήταν μία μεγάλη τετράγωνη αίθουσα με έξι εισόδους, δύο σε κάθε πλευρά και οκτώ βαθμίδες για τους μύστες στις τέσσερις πλευρές. Στο κέντρο του υπήρχε το ανάκτορο, το άδυτο των ελευσινίων μυστηρίων, όπου έμπαινε μόνο ο Ιεροφάντης για την τέλεση των μυστικών ιερουργιών. Επίσης υπάρχουν οι Βωμοί, το Φρέαρ (όπου σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο κάθισε η Δήμητρα όταν έφθασε στην Ελευσίνα), οι Θησαυροί, το Πλουτώνιο (περίβολος με σπηλιά) και το Μυκηναϊκό Μέγαρο (δευτερεύον ναός σε σχήμα ορθογωνίου με κίονες κατά μήκος του κυρίου άξονα).

            Αναφορικά με τα Ελευσίνια Μυστήρια, εκείνα τελούνταν δύο φορές το χρόνο. Τον μήνα Μάρτιο ή Ανθεστηριώνα[21] λάμβαναν χώρα τα λεγόμενα και «Μικρά Μυστήρια»[22], στα οποία είχαμε την αρχική μύηση[23] όσων επιθυμούσα να μυηθούν. Μετά από επτά μήνες κατά τον Σεπτέμβριο ή Βοηδρομιώνα[24] γινόταν η τέλεση των «Μεγάλων Μυστηρίων»[25]. Εκεί, όσοι είχαν μυηθεί στο πρώτο στάδιο προχωρούσαν στο επόμενο που ήταν η καθεαυτή μύηση ή «τελετή»[26], ενώ τις τελευταίες ημέρες ακολουθούσε η υπέρτατη μύηση ή «εποπτεία»[27]. Απαραίτητη προϋπόθεση για να λάβει κάποιος μέρος ήταν να εκπληρώνει δύο βασικές προϋποθέσεις: να μην ήταν δολοφόνος και να μιλούσε την ελληνική γλώσσα[28]. Με χαρακτηριστική φωνή ο ιεροφάντης[29] φώναζε: «έκας οι βέβηλοι».

            Κατά την έναρξη των μεγάλων μυστηρίων ξεκινούσε μία πομπή από την Ελευσίνα προς την Αθήνα, η οποία συνόδευε τα ιερά[30] αντικείμενα μέσα σε καλάθια. Η πομπή ξεκινούσε από το Τελεστήριον και κατέληγε στην Αθήνα σε ειδικά διαμορφωμένο οίκημα, το Ελευσίνιον[31]. Στη συνέχεια οι υποψήφιοι μύστες κατηφόριζαν προς τη θάλασσα για να καθαρθούν με το θαλασσινό νερό και να θυσιάσουν έναν χοίρο προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Μετά από μερικές ημέρες  ακολουθούσε η επιστροφή στην Ελευσίνα των ιερών αντικειμένων με τη συνοδεία ωδών προς τον θεό Ιάκχο[32], του οποίου το άγαλμα προπορευόταν της πομπής. Όταν επέστρεφαν στο ιερό της Ελευσίνος ακολουθούσαν οι τελετές μυήσεων. Αυτό το τελευταίο στάδιο περιβάλλονταν από άκρα μυστικότητα επί ποινή θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ουδείς αρχαίος συγγραφέας αναφέρεται στα διαδραματιζόμενα εντός του τελεστηρίου. Ο ίδιος ο Αισχύλος κινδύνεψε να θανατωθεί για την υποψία διαρροής μέρους των μυστικών του αδύτου.

            Ο χώρος του ιερού και οι τελετές ήταν υπό την επιστασία του Ιεροφάντη, ο οποίος καταγόταν από το ιερατικό γένος των Ευμολπιδών[33].  Μετά τον ιεροφάντη, δεύτερη τη τάξη ήταν η ιέρεια της Δήμητρας από το γένος των Φιλαϊδών[34]. Ο δαδούχος[35] ανήκε στο γένος των Κηρύκων[36] και ακολουθούσε τον ιεροφάντη κρατώντας τη δάδα των μυστηρίων. Τέλος υπήρχε ο «ιερέας του βωμού»[37], ο οποίος είχε επιφορτισθεί για  την ομαλή τέλεση και ακόλουθα λήξη των ιεροπραξιών. Πέραν, όμως, των τεσσάρων υψηλόβαθμων αξιωματούχων του ιερού, είχαν προνοήσει να υπάρχουν ορισμένα άτομα ώστε να καθοδηγούν άμεσα τους υποψήφιους μύστες. Η δοκιμασία των υποψηφίων ήταν μακρά και επίπονη και έπρεπε κάποιοι να αναλάβουν το έργο, αφενός μεν να τους καθοδηγήσουν σωστά αφετέρου δε να ελέγξουν εάν ολοκληρώνεται η διαδικασία με τον ορθό τρόπο. Τέτοια άτομα ήταν οι Μυσταγωγοί και οι Επιμελητές[38]. 

Συμπεράσματα

            Η έννοια του ιερού αποτέλεσε την ανάγκη των αρχαίων Ελλήνων για να έρθουν κοντά στο θείο, αλλά και μεταξύ τους, όταν πρόκειται για εκείνα τα ιερά Πανελληνίου εμβελείας. Υπό αυτή την έννοια επιλέγονταν περιοχές που είχαν έρθει σε επαφή με το θείο. Οι αρχαίοι ναοί ήταν κτισμένοι σε περιοχές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένο έργο κάποιας θεότητας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο βωμός στα ιερά βρίσκεται εκτός του ναού. Ο τελευταίος χρησιμεύει κυρίως για να στεγάσει τη θεότητα στην οποία είναι αφιερωμένος. Οι τελετές, όμως, λαμβάνουν χώρα στους εξωτερικούς χώρους του ιερού. Μάλιστα ο βωμός αποτελεί το πλέον ιερό σημείο ολόκληρου του ιερού. Είναι το επίκεντρο των επικλήσεων και αποτελεί την κορωνίδα της ιεροπραξίας. Η έννοια του ιερού σχετίζεται με άρρητους θεολογικούς όρους, είτε συμβολικούς, είτε ιερατικής πρακτικής. Ότι συμβαίνει στον βωμό κατά τη διάρκεια μιας τελετής, δεν έχει μόνον αλληγορική έννοια, αλλά εκλαμβάνει, ενίοτε, και πραγματική υπόσταση. Η ιερότητα υφίσταται ως δυναμική και διαρκής λειτουργική κατάσταση και όχι ως στατική. Καμμία ιεροπραξία ή αντικείμενο αυτής δεν έχει ιερότητα, εάν δεν ενεργοποιεί δυναμικές εξελίξεις. Αυτό το σκοπό επιτελούν οι μυητικές και οι θρησκευτικές τελετές. Σύμφωνα με του αρχαίους Έλληνες αφύπνιζαν αδρανείς καταστάσεις και έθεταν αυτές σε δυναμική λειτουργία. Ο στόχος των ιερών που παραθέσαμε εκεί αποσκοπεί. Οι Δελφοί δεν λειτουργούσαν ως απλές καφετζούδες, όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Garland, αλλά επιχειρούσαν να θέσουν σε κίνηση την αυτογνωσία και τη σοφία στη σκέψη. Η Επίδαυρος είχε ως σκοπό την εσωτερική αποκάθαρση, ενώ η Ελευσίνα να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ αυτής της ζωής και της μεταθανάτιας. Ειδικά στα Ελευσίνια Μυστήρια, όπως παρατηρούν αρκετοί μελετητές, υπάρχουν πολλά κοινά σημεία με τη χριστιανική διδασκαλία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.     Robert Garland, Η θρησκεία και οι Έλληνες, Μετάφραση: Λένα Ταχμαζίδου, Εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ, Αθήνα 2005.
 2. Louise Bruit Zaidman Pauline Schmitt Pantel, Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής, Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μπούρας, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2006.


[1] Robert Garland, Η θρησκεία και οι Έλληνες, Μετάφραση: Λένα Ταχμαζίδου, Αθήνα: ΕΝΑΛΙΟΣ, 98.
[2] Louise Bruit Zaidman Pauline Schmitt Pantel, Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής, Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μπούρας, Αθήνα: ΠΑΤΑΚΗΣ, 110.
[3] Στο ίδιο: 110.
[4] Louis Bruit Zaidman, ό.π: 119.
[5] Στο ίδιο: 119.
[6] Robert Garland, ό.π: 83.
[7] Στο ίδιο: 83.
[8] Στο ίδιο: 83.
[9] Στο ίδιο: 86.
[10] Louis Βruit Zaidman, ό.π: 63.
[11] Στο ίδιο: 56.
[12] Louis Bruit Zaidman, ό.π: 127.
[13] Στο ίδιο: 61.
[14] Στο ίδιο: 119.
[15] Στο ίδιο: 112.
[16] Στο ίδιο: 112.
[17] Louis Bruit Zaidman, ό.π: 122.
[18] Στο ίδιο: 125.
[19] Robert Garland, ό.π: 145.
[20] Robert Garland, ό.π: 149.
[21] Louis Bruit Zaidman, ό.π: 130.
[22] Robert Garland, ό.π: 145.
[23] Στο ίδιο: 145.
[24] Louis Bruit Zaidman, ό.π: 130.
[25] Robert Garland, ό.π: 146.
[26] Στο ίδιο: 146.
[27] Στο ίδιο: 146.
[28] Louis Bruit Zaidman, ό.π: 129.
[29] Στο ίδιο: 129.
[30] Robert Garland, ό.π: 148.
[31] Στο ίδιο: 148.
[32] Στο ίδιο: 149.
[33] Louis Bruit Zaidman, ό.π: 129.
[34] Στο ίδιο: 129.
[35] Στο ιδιο: 130.
[36] Στο ίδιο: 130.
[37] Στο ίδιο: 130.
[38] Louis Bruit Zaidman, ό.π: 130.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου