Είναι γεγονός ότι, στις αρχές της ύστερης χαλκοκρατίας συναντάμε τον Μινωϊκό πολιτισμό στη μέγιστη ακμή του. Τα κρητικά εμπορικά πλοία ταξιδεύουν σε όλη τη Μεσόγειο, εξάγοντας, αλλά και εισάγοντας εμπορεύματα από τους λαούς που κατοικούν στην λεκάνη της. Παράλληλα, οι Μινωίτες, έχοντας ναυπηγήσει έναν ισχυρότατο πολεμικό στόλο, είναι σε θέση να διαφυλάττουν, τόσο το διαμετακομιστικό εμπόριο, όσο και τις πόλεις τους, οι οποίες ένεκα τούτου είναι ανοχύρωτες. Βρισκόμαστε στην περίοδο της θαλασσοκρατορίας των Κρητών, την PAX MINOIKA1. Η Κρήτη ήταν τότε το πολιτιστικό κέντρο του μεσογειακού κόσμου.
Την ίδια περίοδο, η κρητική τέχνη επηρέαζε έντονα, τόσο την κυκλαδική, - παρότι ήταν αρχαιότερη – όσο και αυτήν της Ηπειρωτικής Ελλάδος και ιδιαίτερα τη Μυκηναϊκή. Θα πρέπει να τονισθεί εδώ, ότι, οι Μυκηναΐοι, μετά την κατάληψη της Κνωσού, ήρθαν σε άμεση επαφή με την κρητική τέχνη και τεχνοτροπία, ιδίως με θέματα από τον φυτικό και θαλάσσιο κόσμο σε τοιχογραφίες, αγγεία και μεταλλικά αντικείμενα. Την ίδια θεματολογία ξεσήκωσαν και οι κυκλαδίτες. Να σημειώσουμε, ότι, κατά κύριο λόγο η μινωική τέχνη είναι εικονιστική.
Σε πρώτη φάση, λοιπόν, θα εξετάσουμε μία πήλινη πρόχου της κυκλαδικής2 και μία πήλινη της μινωικής3, αμφότεροι με φυτικό διάκοσμο και δει σιτηρά. Στο μινωικό αγγείο, το στόμιο σχηματίζεται ανισόπεδα σε σχήμα ράμφους. Ο λαιμός του είναι κοντός, ο ώμος του είναι πλατύς και όσο προχωράμε από την κοιλιά έως τη βάση το αγγείο λεπταίνει, σαν ένα είδος αντεστραμμένου κώνου. Η χειρολαβή, επίσης, σχηματίζει ορθή γωνία. Πάνω του απεικονίζονται σιτηρά περιπεπλεγμένα με τα κλαδιά τους. Αξιοσημείωτο είναι, ότι, τα σιτηρά διακλαδίζονται από τη βάση έως τα χείλη του. Καλύπτουν όλο το σώμα του και προσδίδουν μία ιδιαίτερη και πλούσια διακόσμηση. Παρατηρούμε, επίσης, πως η διάθεση του δημιουργού είναι να δημιουργήσει ένα έργο περισσότερο στατικό, σχηματοποιημένο και επίπεδο. Δεν ακολουθεί, δηλαδή, μία πιστή αναπαράσταση του ζωντανού πρωτοτύπου, αλλά αρκείται περισσότερο στο να το αναπαραστήσει διακοσμητικά.
Το αντίστοιχο κυκλαδικό έχει και αυτό το στόμιό του σχηματισμένο ανισόπεδα με ραμφόστομη κατάληξη. Η χειρολαβή του είναι καμπυλόγραμμη. Ο λαιμός του είναι μακρύς. Δεν έχει ώμο και κατεβαίνοντας προς την κοιλιά η περιφέρειά του φαρδαίνει. Ακολουθεί περίπου ένα ωοειδές σχήμα και καταλήγει σε μία κυκλική βάση, η οποία διαχωρίζεται από την κοιλιά. Οι διαφορές στην τεχνοτροπία, όμως, δεν σταματούν στο σχήμα του αγγείου. Συνεχίζονται και στην αναπαράσταση από το στάχυ και τα φύλλα δεξιά και αριστερά του. Εδώ βλέπουμε πως ο καλλιτέχνης ακολουθεί την φυσιοκρατική τάση. Αποδίδει την κίνηση των φύλλων και του σταχυού, διακρίνοντας έτσι τους όγκους και δίνει μέχρι ενός σημείου κάποιο βάθος. Το φόντο είναι λευκό, κάτι που χαρακτηρίζει την κυκλαδική τέχνη της εποχής.
Mία δεύτερη περίπτωση είναι τρία αγγεία, ένα μινωικό, ένα κυκλαδικό και ένα μυκηναϊκό. Αφορά θαλάσσιο διάκοσμο και μάλιστα χταπόδια. Το μινωικό είναι ένα πήλινο φλασκί4. Έχει σχήμα περίπου σφαιρικό. Το στόμιό του είναι μικρό σε σχέση με το σώμα του και κυκλικό. Έχει δύο χειρολαβές, δεξιά και αριστερά, οι οποίες περιβάλλουν τον κοντό και μικρό λαιμό. Επειδή, ακριβώς, έχει κατασκευαστεί με την δομή ενός φλασκιού όλο το υπόλοιπο σώμα του αποτελείται από την λεγόμενη κοιλιά, στην οποία αναπαρίστανται θαλάσσια θέματα. Συγκεκριμένα, βλέπουμε διάφορα κομμάτια ανεμώνης, όπως και θαλάσσια φύκια, να αιωρούνται γύρω από ένα τεράστιο χταπόδι, το οποίο δεσπόζει σε όλη την περιφέρεια του αγγείου. Η καλλιτεχνική τάση είναι σαφώς φυσιοκρατική. Αποδίδεται παραστατικότατα η κίνηση των πλοκαμιών μέσα στο νερό, καθώς και η αιώρηση των υπολοίπων αντικειμένων. Ο όγκος του χταποδιού αποδίδεται με πιστότητα, ενώ, παράλληλα είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το βάθος σε όλη την εικονογράφηση του αγγείου, σε τέτοιο σημείο που να μας δίνεται η εντύπωση πως το χταπόδι το αγκαλιάζει ολόκληρο.
Το κυκλαδικό, τώρα, αγγείο είναι ένας ψευδόστομος5 αμφορεύς που βρέθηκε στην αττική. Δείχνει και αυτό την μεγάλη μινωική επίδραση στα αγγεία των Κυκλάδων. Το στόμιό του είναι πολύ μικρό, από το οποίο ξεκινούν τρεις κάθετες χειρολαβές, που εκτείνονται κατά μήκος του ψηλόλιγνου λαιμού του. Το σώμα και αυτού είναι σφαιρικό. Καταλήγει, όμως, να στηρίζεται σε κυκλική βάση. Το κεντρικό θέμα στην εικονογράφησή του είναι πάλι ένα χταπόδι, ενώ στο κάτω μέρος της κοιλιάς του αγγείου διακρίνονται σε μικρό μέγεθος δύο ξιφίες. Η τάση του δημιουργού, όμως, σε αντίθεση με το κρητικό που ανεφέρθη πιο πάνω, είναι σχηματική. Αυτό φαίνεται παρατηρώντας το χταπόδι να αποδίδεται σχηματικά, δίχως να αναφαίνεται ίχνος του όγκου, είναι χαρακτηριστικό, δε, ότι, τα μάτια του σχηματίζονται με ομόκεντρους κύκλους. Παράλληλα, δεν αποδίδονται όλα τα χαρακτηριστικά του – αφαιρετική τάση – και η φιγούρα του χαράσσεται μέσα στα πλαίσια κάποιου σχήματος. Δεν γίνεται, δηλαδή, καμμία προσπάθεια πραγματικής απεικόνισης. Έχουμε απλώς κάποια σχήματα στο επίπεδο, με απουσία βάθους. Όσον αφορά την κίνηση, τώρα, θα μπορούσαμε να την διακρίνουμε, κυρίως, μέσω των πλοκαμιών. Γενικά, πρόκειται για μία διαφορετικής τεχνοτροπίας απομίμηση.
Ερχόμαστε, κατόπιν στο αντίστοιχο μυκηναϊκό. Είναι, επίσης, ένας ψευδόστομος6 αμφορεύς. Τα χαρακτηριστικά του μοιάζουν με αυτά του κυκλαδικού, μέχρι ενός σημείου. Συγκεκριμένα, έχει δύο κάθετες χειρολαβές κατά μήκος του λαιμού. Η καινοτομία βρίσκεται στην ύπαρξη στομίου, παραλλήλου με το ψευδοστόμιο. Το σχήμα του κυρίως σώματός του είναι όχι ακριβώς σφαιρικό, αλλά πλησιάζει το ωοειδές και καταλήγει σε μια κυκλική βάση. Η εικονογράφησή του περιλαμβάνει εικόνες με θαλάσσια θέματα και πουλιά, τα οποία τονίζονται με καφεκόκκινο χρώμα μέσα σε λευκό φόντο. Ο ώμος του αγγείου διακοσμείται σε όλη την περιφέρειά του με ευθείες και τεθλασμένες γραμμές. Οι χειρολαβές και ο δίσκος του ψευδοστομίου καλύπτονται με κάθετες και οριζόντιες γραμμές. Οι φιγούρες, τόσο του χταποδιού, όσο και των ψαριών και πουλιών εμφανίζονται απόλυτα σχηματοποιημένες. Παρατηρούμε παντελή έλλειψη όγκου και βάθους, τα πάντα κινούνται στο επίπεδο. Τα πλοκάμια του χταποδιού σχηματίζουν καμπύλες γραμμές και δείχνουν μια κάποια κίνηση, ενώ τα μάτια του σχηματίζονται από ομόκεντρους κύκλους, όπως ακριβώς και του κυκλαδικού. Η τεχνοτροπία σε γενικές γραμμές πλησιάζει την κυκλαδίτικη. Η τάση απόδοσης του πραγματικού περιορίζεται σε απλή σχηματική απεικόνιση.
Τέλος, θα συγκρίνουμε δύο αγγεία, ένα μινωικό και ένα μυκηναϊκό. Το μινωικό είναι ένα πήλινο διωτό7. Έχει σχήμα τσαγιέρας και το στόμιό του προεξέχει εν είδη ράμφους. Στερείται, σχεδόν, λαιμού και έχει δύο καμπυλόγραμμες χειρολαβές. Το κυρίως σώμα του είναι, βασικά, ωοειδές με μεγάλο ώμο πάνω στον οποίο στηρίζονται οι δύο λαβές. Όσο κατεβαίνει προς τα κάτω, το αγγείο στενεύει, καταλήγοντας και αυτό σε κυκλική βάση. Ο διάκοσμος του είναι φυτικός. Τα διάφορα φύλλα απλώνονται από τη βάση μέχρι τον ώμο, ο οποίος με τη σειρά του διακοσμείται σε όλη την περιφέρειά του με διάσπαρτα φύλλα. Ο καλλιτέχνης, στην προσπάθειά του να κοσμήσει το αγγείο, κινείται κατά βάση σε σχηματική τάση, έχοντας ως κύριο μέλημα τη διακόσμηση και όχι την πραγματική απόδοση με το βάθος και τον όγκο που την διακρίνει.
Το αγγείο, τώρα, της μυκηναϊκής περιόδου είναι μία ραμφόστομη πρόχους8. Το στόμιό του καταλήγει σε σχήμα ράμφους. Έχει μία χειρολαβή, η οποία καταλήγει κάθετα στον ώμο του. Αξιοπρόσεκτο είναι, ότι, τόσο το στόμιο, όσο και η λαβή είναι βαμμένα μαύρα. Το σχήμα του κυρίως σώματός του είναι και αυτό ωοειδές. Όσο δε, κατεβαίνει προς τα κάτω, στενεύει, καταλήγοντας πάλι σε κυκλική βάση. Εδώ παρατηρούμε ότι και το κάτω μέρος του αγγείου, όπως και η βάση είναι βαμμένα με το ίδιο χρώμα, το μαύρο. Η εικονογράφησή του, αντλεί και αυτή θέματα από τη φύση και ειδικότερα φυτικής προελεύσεως. Ο βλαστός και τα φύλλα ορθώνονται από το τέλος του βαμμένου κάτω μέρους του αγγείου, μέχρι τον ώμο του. Η τεχνική αναπαράστασης ακολουθεί το μοτίβο των σχηματοποιημένων απεικονίσεων, με την έλλειψη αναπαράστασης του βάθους και του όγκου που χαρακτηρίζουν την πραγματικότητα.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, αυτό που μπορούμε να πούμε, είναι, ότι, η τέχνη της Κρήτης στις αρχές της ύστερης εποχής του χαλκού, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό, τόσο την κυκλαδική, όσο και την μυκηναϊκή. Αυτό εντοπίστηκε, βασικά, στα εικονογραφικά θέματα φυτικού και θαλασσίου διακόσμου. Από άποψη τεχνοτροπίας, όμως οι καλλιτέχνες από τις Κυκλάδες και τις Μυκήνες ακολούθησαν, κυρίως την σχηματική ή αφαιρετική τάση, σε αντίθεση με τους Κρήτες, οι οποίοι προτιμούσαν κατά βάση να εκφράζονται φυσιοκρατικά, χωρίς αυτό να αποκλείει και την σχηματική έκφραση, στην οποία κατά καιρούς και οι ίδιοι κατέφευγαν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Α.Παπαγιαννοπούλου - Δ. Πλάντζος - Κ. Σουέρεφ ΤΕΧΝΕΣ I: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ - Τόμος Α, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα, 1999
- Ι. Σακελλαράκης, Ε. Σακελλαράκη, Χ. Ντούμας, Σ. Ιακωβίδης, Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΣΕΙΡΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ), Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Αθήνα, 1994
1 Α.Παπαγιαννοπούλου και άλλοι στο: ΤΕΧΝΕΣ I: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ-ΤΟΜΟΣ Α, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα, 1999, σελ.68
2 Ι. Σακελλαράκης, και άλλοι στο: Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΣΕΙΡΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ), Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Αθήνα, 1994, σελ.56 εικ.17
3 Ι. Σακελλαράκης, και άλλοι στο: Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΣΕΙΡΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ), Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Αθήνα, 1994, σελ.152 εικ.15
4 Ι. Σακελλαράκης, και άλλοι στο: Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΣΕΙΡΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ), Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Αθήνα, 1994, σελ.150 εικ.13
6 Ι. Σακελλαράκης, και άλλοι στο: Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΣΕΙΡΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ), Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Αθήνα, 1994, σελ.232 εικ.6
7 Ι. Σακελλαράκης, και άλλοι στο: Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΣΕΙΡΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ), Εκδόσεις Εκδοτική ΑΘΗΝΩΝ, Αθήνα, 1994, σελ.151 εικ.14
8 Ι. Σακελλαράκης, και άλλοι στο: Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΣΕΙΡΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ), Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Αθήνα, 1994, σελ.229 εικ.1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου