Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Ιωάννης Β' Κομνηνός (1118-1143)



Ἀλεξίου τὸν βίον καταλύσαντος, 
Ἰωάννης καὶ πρότερον πρὸς τοῦ πατρὸς
αὐτῷ μνηστευθεῖσαν τὴν βασιλείαν παρέλαβεν,
ἐφ' ὅσον τε ὁ καιρὸς ἐπεμέτρει τοῖς πολιτικοῖς 
ἑαυτὸν ἐπιδοὺς πράγμασιν ἐπὶ τὴν Ἀσίαν ἐξώρμησεν. 
ἔστι δέ τις ἄγχιστα Λύκου καὶ Κάπρου τῶν Φρυγίων 
ποταμῶν κειμένη πόλις ὄνομα Λαοδίκη. ταύτην δὲ
χρόνῳ τινὶ πρότερον Πέρσαις ἁλοῦσαν 
τῇ Ῥωμαίων ἀνασώσασθαι ὁ βασιλεὺς
διανοηθείς, ἀξιόλογον ἐπ' αὐτῇ στρατείαν ἤλασεν.
(Ιωάννης Κίνναμος Επιτομή Ιστοριών 2)

Ο Ιωάννης Β' ο Κομνηνός ήτο υιός του Αλεξίου του Α' (1081-1118), ο οποίος ίδρυσε την Δυναστεία των Κομνηνών. Η άνοδος το 1081 στον βυζαντινό θρόνο του Αλεξίου απέτρεψε την πλήρη κατάρρευση του βυζαντινού κράτους δίνοντάς του ζωή πλέον του αιώνος. Είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα διάστημα 100 ετών (1081-1180) ανέβηκαν στον θρόνο μόλις τρεις αυτοκράτορες: Αλέξιος Α' (1081-1118), Ιωάννης Β' (1118-1143) και Μανουήλ Α' (1143-1180), γεγονός το οποίο, αναμφισβήτητα, αποδεικνύει την σταθερότητα που επικράτησε εκείνη την περίοδο. Δέον να σημειώσουμε, όμως, ότι η προϊούσα παρακμή του 11ου αιώνος είχε επιφέρει ανήκεστο βλάβη στην βυζαντινή αυτοκρατορία, την οποία απλώς ανέκοψαν κατά τον 12ο αιώνα οι Κομνηνοί, δίχως, τελικά, να επιτύχουν να την αναστρέψουν στην ολότητα της, παρά μόνο εν μέρει. Έτσι, μετά τον θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού το 1180, όταν ανήλθαν στον βυζαντινό θρόνο ανίκανοι αυτοκράτορες εμφανίστηκαν ξανά τα παρακμιακά συμπτώματα, αυτή τη φορά περισσότερο έντονα έως ότου οδηγήσουν στην πρώτη άλωση της Βασιλευούσης το 1204.

Ο Ιωάννης Β' ο Κομνηνός ανακηρύσσεται αυτοκράτωρ το 1118, χρονιά κατά την οποία πεθαίνει ο πατέρας του Αλέξιος ο Α' μετά από βαρειά ασθένεια. Στέφεται στις 28 Νοεμβρίου από τον Πατριάρχη Ιωάννη Θ' Αγαπητό. Να επισημάνουμε, δε, ότι την ίδια ημέρα γεννήθηκε ο γιος του Μανουήλ, ο οποίος και τον διεδέχθη στον θρόνο το 1143. Ο Ιωάννης ενυμφεύθη το 1105 την κόρη του βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδισλάου του Α' Πιρίσκα, η οποία μετωνομάσθη Ειρήνη. Η αυτοκράτειτα Ειρήνη το 1134 απεβίωσε, αφού λίγο πριν είχε αποσυρθεί σε Μοναστήρι στην Βιθυνία.

Λόγω της επιλογής των συνεργατών του από ευρύτερους κύκλους, πέραν των συγγενών, ο Ιωάννης επικρίθηκε από τους τελευταίους. Σε αυτό το σημείο να διευκρινήσουμε ότι ο πατέρας του ο Αλέξιος ο Α' διόρισε σε όλα τα νευραλγικά πόστα ανθρώπους από την οικογένεια των Κομνηνών. Από την άλλη, το αποκλειστικό κριτήριο του Ιωάννου ήταν η επάρεκεια εκείνου για το πόστο που προορίζονταν και όχι απαραίτητα η συγγενική σχέση. Βεβαίως, να επισημάνουμε ότι χρησιμοποίησε και συγγενείς του σε κρατικά αξιώματα, αφού πρώτα τους έκρινε ικανούς. Αυτή του η στάση, όμως, δεν άρεσε σε δύο πρόσωπα του στενού του οικογενειακού περιβάλλοντος. Το πρώτο από αυτά αντέδρασε άμεσα και ήταν η αδερφή του Άννα, η οποία συνομώτησε με σκοπό να ανεβάσει στον θρόνο τον σύζυγό της Νικηφόρο Βρυέννιο. Εν τέλει απέτυχε και απομακρύνθηκε από το αυτοκρατορικό περιβάλλον. Το δεύτερο ήταν ο αδερφός του Ισαάκιος, ο οποίος το 1130 στασιάζει αλλά και αυτός αποτυγχάνει να τον εκθρονίσει. Έτσι αναγκάζεται να εγκαταλείψει την βυζαντινή επικράτεια.

Οι βασικοί του συνεργάτες ήταν:

- Ιωάννης Αξούχος που διορίστηκε ως Μέγας Δομέστικος (το 1097 με την ανακατάληψη της Νικαίας από τους Βυζαντινούς εδόθη αιχμάλωτος στον Αλέξιο, μεγάλωσε μαζί με τον Ιωάννη όπου έγιναν αχώριστοι φίλοι, ήταν τουρκικής καταγωγής και ιδιαιτέρως ευφυιής).
- Γρηγόριος Καματηρός που τοποθετήθηκε Υπογραμματεύς
- Ιωάννης Κομνηνός (συγγενής του Ιωάννου εξ αίματος) που ανέλαβε Φροντιστής των δημοσίων πραγμάτων
- Γρηγόριος Ταρωνίτης που από Πρωτοβεστιάριος ανέλαβε και εκείνος Φροντιστής των δημοσίων πραγμάτων

Αφού έβαλε σε τάξη το κράτος (το οποίο τους τελευταίους μήνες του 1118 λόγω της ασθένειας του Αλεξίου είχε παρουσιάσει παρόμοια συμπτώματα με εκείνα της αστάθειας του 11ου αιώνος) με τους νέους του συνεργάτες, προέβη στις απαραίτητες ετοιμασίες για τις στρατιωτικές του εξορμήσεις. Οι πρώτες εκστρατείες λαμβάνουν χώρα στην Φρυγία και την κοιλάδα του Μαιάνδρου. Μετά από σκληρές μάχες καταφέρνει να ανακτήσει την άνοιξη του 1120 στην περιοχή της Παμφυλίας την Λαοδίκεια και την Σωζόπολη.

Επειδή το πρόβλημα των Πατσινάκων δεν λύθηκε οριστικά με την Μάχη του Λεβουνίου το 1091, κατά την οποία ηττήθηκαν από τον πατέρα του Αλέξιο τον Α', και οι εξορμήσεις τους με τις ανάλογες λεηλασίες ξανάρχισαν, αποφάσισε να εξαλείψει τον κίνδυνο τους μία και καλή. Έτσι το 1123 τους συντρίβει οριστικά στην Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας) και ο κίνδυνος των Πατσινάκων (ή Πετσενέγκων) εκλείπει. 

Το 1126 επιχειρεί να άρει τα εμπορικά προνόμια των Βενετών, απότοκο της συμφωνίας που -ελέω Νορμανδικής απειλής- υποχρεώθηκε να κλείσει το 1082 ο πατέρας του Αλέξιος με το τότε Χρυσόβουλο, το οποίο προέβλεπε την φορολογική ατέλεια των Βενετών εμπόρων καθώς και των βενετικών πλοίων σε ορισμένα λιμάνια στην βυζαντινή επικράτεια. Τελικά, μετά από επιθέσεις και λεηλασίες των Βενετών σε βυζαντινά νησιά και παράλια αναγκάζεται να ανανεώσει τα προνόμια των τελευταίων και να τα επεκτείνει με την προσθήκη της Κρήτης και της Κύπρου στις ζώνες ελεύθερης εμπορία τους.


Το 1128 στρέφεται κατά των Ούγγρων που απειλούσαν τα σύνορα του Βυζαντίου στην βορειοδυτική Βαλκανική. Οι τελευταίοι κατέλαβαν την πόλη Βρανίτζοβα προκαλώντας την αντίδραση του Ιωάννου. Αυτό ήταν απλώς η αφορμή για την βυζαντινο-ουγγρική διένεξη. Η αιτία ήταν το άσυλο που ζήτησε και έλαβε ο αδερφός του Ούγγρου βασιλιά Στεφάνου του Β' στην βυζαντινή αυλή. Ο Ιωάννης κινείται εναντίων των Ούγγρων, τους νικά κοντά στο φρούριο του Χράμου και ανακτά την Βρανίτζοβα. Τελικά, ο νέος ηγεμόνας της Ουγγαρίας Μπέλα ο Β', ο οποίος διεδέχθη τον Στέφανο Β' το 1131, επιδιώκει φιλικές σχέσεις με το Βυζαντινό κράτος. Έτσι σταματούν οι εχθροπραξίες.


Το 1130 ο αδερφός του Ιωάννου, ο Ισαάκιος, επιχειρεί να στασιάση κατά του αυτοκράτορος αλλά αποτυγχάνει και εγκαταλείπει, αναγκαστικά, την Κωνσταντινούπολη αλλά και την βυζαντινή επικράτεια.


Το 1132 εκστρατεύει στην Παφλαγονία και κυριεύει την Κασταμονή από τους Δανισμενίδες, οι οποίοι, όμως, θα επανέλθουν την επόμενη χρονιά (1133) επανακαταλάμβοντας την πόλη.


Το 1133 ο Ιωάννης προσεγγίζει τον Γερμανό Βασιλιά Λοθάριο και, εν συνεχείαι, το 1137 τον διάδοχό του Κορράδο τον Γ', με σκοπό τον συνασπισμό των δύο αυτοκρατοριών κατά του Νορμανδού ηγεμόνος Ρογήρου του Β', ο οποίος συνιστούσε απειλή και για τα δύο κράτη, κυρίως όμως για τους βυζαντινούς. Ο λόγος ήταν η συνένωση της Νοτίου Ιταλίας και της Σικελίας σε ενιαίο βασίλειο υπό νορμανδική διοίκηση.


Την άνοιξη του 1137 ο Ιωάννης εκστρατεύει κατά της Μικράς Αρμενίας στην περιοχή της Κιλικίας. Έως το 1138 καταφέρνει να καταλύσει το εκεί αρμενικό κράτος και να συλλάβει αιχμάλωτο τον Αρμένιο ηγεμόνα του Ρουπέν.


Παράλληλα με τις πολεμικές επιχειρήσεις των βυζαντινών εναντίον του κράτους της Μικράς Αρμενίας, ο Ιωάννης τον Αύγουστο του 1137 ξεκινά την πολιορκία της Αντιοχείας. Υπό τον ασφυκτικό βυζαντινό πολιορκητικό κλοιό ο ηγεμόνας της Αντιοχείας Ραϋμούνδος υποχρεώνεται να δεχτεί την επικυριαρχία του βυζαντινού αυτοκράτορος και να ασκεί την διοίκηση εκ μέρους του. 


Το 1138 ο Ιωάννης υπογράφει Συνθήκη Ειρήνης με τον Εμίρη του Σέσερ.


Την άνοιξη του 1142 εκστρατεύει, εκ νέου, προς ανατολάς. Την ίδια χρονιά έχει την ατυχία να πεθάνουν οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του, ο πρωτότοκος Αλέξιος και ο δευτερότοκος Ανδρόνικος. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς καταλαμβάνει την Αττάλεια.


Το 1143, κατόπιν αρνήσεως των Αντιοχέων στην είσοδο του αυτοκράτορος στην πόλη τους, ο Ιωάννης στρατοπεδεύει στην Κιλικία για να προετοιμάσει την πολιορκία της πόλεως. Εκεί είναι που θα πεθάνει κατά την διάρκεια ενός κυνηγιού. Συγκεκριμένα θα πληγωθεί με δηλητηριασμένο βέλος. Προτού πεθάνει θα χρίσει ως διάδοχό του τον τεταρτότοκο του γιο Μανουήλ. Αποβίωσε στις οκτώ Απριλίου του 1143.


Ο Ιωάννης έλαβε μέτρα οικονομικής ανάπτυξης, περιόρισε τις σπατάλες και επέβαλλε πιο δίκαιη φορολογία. Διέθετε εξαίρετο χαρακτήρα ένεκα του οποίου ωνομάσθη Καλοϊωάννης. Ο Ιωάννης ο Β' θέλησε να αποκαταστήση το παλαιό γόητρο του Βυζαντίου. Προς τούτο κινήθηκε με μαεστρία, προκειμένου να αποφύγει την δημιουργία διπλού μετώπου, δηλαδή ταυτόχρονο πόλεμο σε Ανατολή και Δύση (γι' αυτό και οι συμφωνίες του με τους Γερμανούς βασιλείς και οι βήμα προς βήμα στρατιωτικές του κινήσεις, πότε στην Βαλκανική και πότε στην Μικρά Ασία και πάντοτε  μεμονωμένα). Τέλος, να αναφέρουμε ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε εκστρατείες.



Παράρτημα για το τέλος και χαρακτηρισμός του Ιωάννου Β' Κομνηνού (Νικήτας Χωνιάτης: "Χρονική Διήγησις")
"Τούτων δ᾿ οὑτωσὶ τελεσθέντων ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης μεθ᾿ ἡμέρας τὸν βίον ἐκλέλοιπε, βασιλεύσας ἔτη τέσσαρα πρὸς τοῖς εἴκοσι καὶ μῆνας ὀκτώ, ἀνὴρ καὶ τὴν ἀρχὴν ἄριστα διῳκηκὼς καὶ θεῷ εὐαρέστως βεβιωκὼς καὶ τὰ πρὸς ἦθος οὐκ ἔκλυτος οὐδ᾿ ἀκόλαστος κἀπὶ ταῖς δωρεαῖς τε καὶ δαπάναις μεταδιώξας μεγαλοπρέπειαν· καὶ δηλοῦσιν αἵ τε διὰ χρυσίνων πρὸς τοὺς τῆς πόλεως οἰκήτορας συχναὶ διαδόσεις καὶ τῶν ναῶν ὁπόσους καλλίστους καὶ μεγίστους ἐκ βάθρων ἐδείματο. ἀλλὰ καὶ δόξης ἐραστὴς ὑπὲρ ἄλλον ἅπαντα γεγονὼς τοῦ καταλιπεῖν ἐν τοῖς ἔπειτα μέγιστον ἑαυτοῦ ὄνομα τὰ πάντα τιμώμενος ἦν. τοσοῦτον δὲ καὶ τῆς τῶν οἰκείων εὐσχημοσύνης καὶ τοῦ αἰδήμονος τρόπου ἐξείχετο, ὡς καὶ κουρὰν περιεργάζεσθαι τριχὸς καὶ τὸ τοῦ ποδὸς σκύτος περιαθρεῖν, εἰ κατὰ λόγον καὶ πρὸς τὸ τοῦ ὑποδουμένου σχῆμα ὑπέρραπται. ἀργολογίαν δὲ καὶ σαπρολογίαν τὴν ἐπὶ κοινῆς ἀκροάσεως καὶ τὸ ἐν ἱματισμοῖς καὶ διαίταις ἄσωτον ὅσα καὶ λύμην τινὰ βιοφθόρον τῶν ἀνακτόρων ἀπεσάρωσε καὶ τὸν ἐμβριθῆ χαρακτηρίζων σωφρονιστὴν καὶ μιμητὰς ἑαυτοῦ τοὺς ὑπὸ χεῖρα εἶναι γλιχόμενος πᾶσαν ἀρετῆς ἰδέαν μετιὼν οὐκ ἀνίει. οὐ μὴν ταῦτά γε πράττων χαρίτων ἀπείχετο καὶ δυσξύμβλητος ἦν καὶ δυσπρόσιτος καὶ στυγνὸς τὴν ὄψιν καὶ συννεφὴς τὴν ὀφρὺν καὶ ἀεί πως ὑποσκυζόμενος· ἑαυτὸν δ᾿ ἐν τῷ προδήλῳ πάσης πράξεως ἀρίστης πίνακα προτιθείς, ἄγων σχολὴν τῶν ἐκτὸς καὶ τὸ περιορᾶσθαι ὑπὸ πλείστων ὅσα καὶ κώδωνα φλύαρον καὶ λάλον ἀποτρεπόμενος, καὶ κομψείαν σεμνὴν εἰσῳκίζετο καὶ τὸν εὐτράπελον οὐ παρέτρεχεν, οὐδ᾿ ἐπεῖχεν ἐπίπαν καὶ ἦγχε τὸν γέλωτα. ὀλίγα οὖν τοῦ ἐς ἄκρον ἀποσφαλεὶς ἐγκρατοῦς τε καὶ ἀσφαλοῦς καὶ τῶν πρὸς ἐντελῆ ἀκρίβειαν βραχέα διεκπεσὼν καὶ μηδένα διὰ ξυμπάσης αὐτῷ τῆς ἀρχῆς ἢ ψυχῆς στερήσας ἢ ἐς τὸ σῶμα ὁσονοῦν λυμηνάμενος ἐπαινετὸς ἐς δεῦρο παρὰ πᾶσι λελόγισται καὶ κορωνὶς ὡς εἰπεῖν τῶν ὅσοι Ῥωμαίων ἐκ τοῦ τῶν Κομνηνῶν γένους ὑπερεκάθισαν, ἵνα μὴ λέγοιμι ὡς καὶ πολλοῖς τῶν ἀνόπιν ἀρίστων τοῖς μὲν ἡμιλλήσατο, τοὺς δὲ καὶ παρήνεγκεν."

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Οι σπουδαιότεροι αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι: Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης



"Εἰ μὲν τοῖς πρὸ ἡμῶν ἀναγράφουσι τὰς πράξεις παραλελεῖφθαι συνέβαινε τὸν ὑπὲρ αὐτῆς τῆς ἱστορίας ἔπαινον, ἴσως ἀναγκαῖον ἦν τὸ προτρέπεσθαι πάντας πρὸς τὴν αἵρεσιν καὶ παραδοχὴν τῶν τοιούτων ὑπομνημάτων διὰ τὸ μηδεμίαν ἑτοιμοτέραν εἶναι τοῖς ἀνθρώποις διόρθωσιν τῆς τῶν προγεγενημένων πράξεων ἐπιστήμης".

(Πολύβιος: Ιστορίες Βιβλίο Α, Προοίμιο) 

Ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης έζησε, περίπου, από 203 π.Χ έως το 120 π.Χ. Το 168 π.Χ (μετά την ήττα του Μακεδόνος Βασιλέως Περσέως στην Πύδνα από τον Ρωμαίο Ύπατο Αιμίλιο Παύλο) μεταφέρθηκε όμηρος στην Ρώμη. Εκεί συνδέθηκε με κύκλους της ρωμαϊκής αριστοκρατίας και γνώρισε, από κοντά, το ρωμαϊκό πολίτευμα. 

Έγραψε τις "Ιστορίες" του σε 40 βιβλία, από τα οποία σώζονται τα 5 πρώτα, ενώ τα σωζόμενα αποσπάσματα από τα υπόλοιπα εκτείνονται στο 1/3 του συνόλου. Κύριο θέμα των βιβλίων του είναι τα γεγονότα της περιόδου 220-144 π.Χ. 

Η βασική του επιδίωξη, μέσα από τις "Ιστορίες" που συνέγραψε ήταν να εξηγήσει την ανάδειξη της Ρώμης στην 1η δύναμη εκείνης της εποχής. Ως τον πλέον σημαντικό, τον καθοριστικό παράγοντα, θεωρεί το ρωμαϊκό πολίτευμα. Ο ίδιος θεωρεί ιδανικό το μεικτό πολίτευμα (παρόμοιες αντιλήψεις, όχι ακριβώς ίδιες, είχε και ο Θουκυδίδης). Ένα τέτοιο πολίτευμα συνδυάζει δημοκρατικά, αριστοκρατικά και απολυταρχικά στοιχεία. Επιπρόσθετα, ο Πολύβιος θαύμαζε την στρατιωτική οργάνωση και την Πειθαρχία της Ρώμης. 

Ο Ιστορικός θεωρούσε ότι η "πραγματική ιστορία" είναι η ιστοριογραφία που εδράζεται στην μελέτη και την ερμηνεία των πολιτικών, κυρίως, γεγονότων.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Από την διοίκηση της Πόλης-Κράτους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση






Γλαύκος δ’Ιππολόχοιο πάϊς, Λυκίων αγός ανδρών,
Έκτορ’ υπόδρα ιδών χαλεπώι ηνίπατε μύθω`
Έκτορ, είδος άριστε, μάχης άρα πολλόν εδεύεο.
ή σ’ αύτως κλέος εσθλόν έχει φύξηλιν εόντα.
φράζεο νυν όππως κε πόλιν και άστυ σαώσηις
οίος συν λαοίς τοι Ιλίωι εγγεγάασιν`

(Ιλιάδα Ρ 140 – 145)

Εισαγωγή

Η ομαδική συμβίωση στον ελλαδικό χώρο χάνεται στην αχλύ του χρόνου. Από τους νεολιθικούς οικισμούς στο Σέσκλο και το Διμήνι στην Μαγνησία, τα οικιστικά κατάλοιπα στα νησιά του Αιγαίου όπως στην «Πολιόχνη» της Λήμνου, το Ακρωτήρι της Θήρας, την Μινωϊκή Κρήτη του επιβλητικού ανακτόρου της Κνωσσού, τα Μυκηναϊκά κέντρα των Μυκηνών, της Σπάρτης και της Πύλου στην Πόλη-Κράτος της αρχαϊκής και κλασσικής περιόδου, διαπιστώνουμε μία αδιάκοπη οικιστική παρουσία που εντυπωσιάζει. Φυσικά, έχουμε και συνέχεια κατά την ελληνιστική εποχή, την ρωμαϊκή εποχή, τους βυζαντινούς χρόνους, την Οθωμανική περίοδο, έως τις ημέρες μας. Η σημερινή μας παρουσίαση έχει ως σκοπό να καταγράψει αδρομερώς (γιατί το θέμα, όπως καταλαβαίνετε, δεν δύναται να εξαντληθεί λεπτομερώς λόγωι του συγκεκριμένου χρόνου που έχουμε την διάθεσή μας) τα ίχνη της τοπικής αυτοδιοικήσεως από τους αρχαϊκούς χρόνους έως την εποχή μας, διανύοντας γραμμικά έναν χρονικό άξονα περίπου τριών χιλιάδων ετών.

Οι Πόλεις-Κράτη στην αρχαιότητα

Τόσο ο Πλάτων όσο και ο μαθητής του ο Αριστοτέλης ανέφεραν πως η πόλη γεννήθηκε με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων και να τους προσφέρει αυτάρκεια αγαθών, προέρχεται δε από την συνένωση των γενών και των κωμών (προγενέστερες οργανώσεις συλλογικού βίου): “Ούτω δη άρα παραλαμβάνων άλλος άλλον, επ’ άλλου, τον δ’ επ’ άλλ χρεία, πολλών δεόμενοι, πολλούς εις μίαν οίκησιν αγείραντες κοινωνούς τε καί βοηθούς, ταύτη τη συνοικία εθέμεθα πόλιν όνομα” “Αλλά μην πρώτη γε και μεγίστη των χρειών η της τροφής παρασκευή του είναί τε καί ζην ένεκα” (Πλάτων: Πολιτεία 369 c-d) “Πόλις δε η γενών και κωμών κοινωνία ζωής τελείας και αυτάρκους” (Αριστοτέλης: Πολιτικά 1281a).

Την καταστροφή των Μυκηναϊκών πόλεων και την εμφάνιση των Δωριέων ακολουθούν οι σκοτεινοί χρόνοι. Μετά από μία σύντομο υπομυκηναϊκή περίοδο ο ελλαδικός χώρος εισέρχεται στους Γεωμετρικούς χρόνους περίπου από το 1100 έως το 750 π.Χ. Περί το τέλος της γεωμετρικής εποχής και στην αρχή της αρχαϊκής περιόδου έως την εμφάνιση του Μακεδονικού Βασιλείου με τον Φίλιππο τον Β’ (που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της κλασσικής εποχής) η πολιτειακή μορφή της Πόλης-Κράτους, κυρίως στις περιοχές της Νοτίου Ελλάδος, κυριαρχεί στα ελληνικά πράγματα.

Η Πόλη-Κράτος βασίζεται σε τρεις θεμελιώδεις αρχές:

- Ελευθερία από οποιαδήποτε εξωτερική εξάρτηση
- Αυτονομία, δηλαδή η αυτοδιοίκηση της πόλης από τους πολίτες της, οι οποίοι και θεσπίζουν τους κανόνες διοίκησής της μέσα από την νομοθεσία που οι ίδιοι ορίζουν
- Αυτάρκεια σε αγαθά προς το ζην

Τώρα, η λέξη « Πόλις» στην αρχαιότητα είχε δύο σημασίες. Την γεωγραφική με την έννοια του χώρου και την πολιτική με την έννοια της οργανωμένης αυτοδιοικούμενης συλλογικότητος. Το πολίτευμα στις Πόλεις-Κράτη ακολούθησε μία εξελικτική διαδικασία από την Βασιλεία στην Αριστοκρατία μετά στην Ολιγαρχία, αργότερα πέρασε στην Τυραννία για να καταλήξει στην Δημοκρατία. Αυτό σε γενικές γραμμές διότι υπήρχαν και πόλεις που δεν ακολούθησαν την παραπάνω πολιτειακή διαδρομή. Οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στο να εξελιχθούν οι πόλεις ήταν οι οικονομικές δραστηριότητες όπως το εμπόριο και η ναυσιπλοΐα, η καθιέρωση του νομίσματος και η δημιουργία της οπλιτικής φάλαγγος. Η τελευταία θεωρήθηκε ως επανάσταση στην τέχνη του πολέμου, παράλληλα όμως συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στον σχηματισμό της έννοιας του Πολίτη, ο οποίος καθίσταται συλλογικά και ατομικά υπεύθυνος για την υπεράσπιση της πόλης του. Για την ακρίβεια δημιουργείται ο τύπος του Πολίτη-Οπλίτη που χαρακτηρίζει την Πόλη-Κράτος των κλασσικών χρόνων.

Κατά την κλασσική περίοδο στην κυρίως Ελλάδα υπήρχαν διάφορες Πόλεις-Κράτη, αι Αθήναι, η Σπάρτη, η Θήβα, η Κόρινθος, τα Μέγαρα, οι Πλαταιές, το Άργος, η Σικυών, η Αίγινα, η Χαλκίδα, η Ερέτρια, η Κέρκυρα, η Επίδαμνος, νησιωτικές δυνάμεις όπως η Μυτιλήνη, η Χίος, η Μήλος, πόλεις στα παράλια της Μικράς Ασίας και του Ευξείνου Πόντου (Έφεσος, Μίλητος, Σμύρνη, Τραπεζούντα κ.λ.π), πόλεις στην Σικελία και την Κάτω Ιταλία, την λεγόμενη και Μεγάλη Ελλάδα (Magna Grecia) όπως οι Συρακούσαι, η Σελινούς, η Έγεστα, η Μεσσήνη, ο Τάραντας, ο Κρότων κ.λ.π, πόλεις στην Νότια Γαλλία όπως η Μασσαλία, πόλεις στην Βόρεια Αφρική όπως η Κυρήνη. Οι πόλεις των Αθηνών, της Σπάρτης και της Θήβας έπαιξαν, κατά καιρούς, πρωταγωνιστικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις.

Αι Αθήναι γίνονται η πρώτη δύναμη στον ελλαδικό χώρο μετά τα Μηδικά, συστήνοντας την Πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία (ή Συμμαχία της Δήλου) το 478 π.Χ. Η πόλη των Αθηνών αποτελεί το ακριβές γραμμικό παράδειγμα εξέλιξης του πολιτεύματος από την Βασιλεία στην Δημοκρατία. Αφού πέρασε μία ταραχώδη περίοδο έρχεται στις αρχές του 6ου π.Χ και συγκεκριμένα το 594 π.Χ ο Σόλων, ο οποίος θέτει τις πρώτες βάσεις για την μετέπειτα Αθηναϊκή Δημοκρατία. Θεσπίζει την «Σεισάχθια» για τους μικρο-ιδιοκτήτες απελευθερώνοντάς τους από την δουλεία, δημιουργεί την Εκκλησία του Δήμου, το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας και διακρίνει τους πολίτες ανάλογα με την περιουσία τους σε:

- Πεντακοσιομέδιμνους
- Τριακοσιομέδιμνους ή Ιππείς
- Διακοσιομέδιμνους ή Ζευγίτες
- Θήτες με εισόδημα κάτω των διακοσίων μεδίμνων

Κατά συνέπεια, το σολώνειο πολίτευμα ήταν σαφώς «Τιμοκρατικό». Αφού η πόλη περάσει την δοκιμασία του τυράννου Πεισιστράτου και των υιών αυτού θα έρθει το 507 π.Χ ο Κλεισθένης ο οποίος θεμελίωσε την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Η πόλη χωρίζεται σε δέκα φυλές και εκατό Δήμους ενώ δίδονται πολιτικά δικαιώματα και στους «Μετοίκους», οι οποίοι αποτελούσαν ξένους έποικους από άλλες ελληνικές πόλεις. Αυτοί ονομάσθηκαν «Νεοπολίτες». Περί τα μέσα του 5ου π.Χ αιώνος ο Εφιάλτης και ο Περικλής εδραιώνουν, έτι περαιτέρω, το Δημοκρατικό πολίτευμα με τον παραγκωνισμό του Αρείου Πάγου (αριστοκρατικό δικαστήριο), το δικαίωμα συμμετοχής των πολιτών από όλες τις τάξεις στην κλήρωση για τα αξιώματα των ανωτάτων αρχόντων και την καθιέρωση Ηλιαστικού μισθού για τα μέλη της Ηλιαίας. Στην πόλη των Αθηνών το δικαίωμα του Πολίτη το είχαν μόνον οι άνδρες γεννημένοι από μητέρα Αστή και πατέρα Αθηναίο πολίτη. Οι γυναίκες δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, ούτε οι μέτοικοι (μετά τον Κλεισθένη δεν δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα στους μετοίκους, οι οποίοι τον 5ο αιώνα της αθηναϊκής ακμής κατέκλυσαν την πόλη), ούτε, φυσικά, και οι δούλοι.

Η Σπάρτη, τώρα, αποτέλεσε τον βασικό ανταγωνιστή των Αθηνών στους κλασσικούς χρόνους. Το πολίτευμά της ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μεικτό. Θεσπίστηκε από τον Νομοθέτη Λυκούργο τον 8ο π.Χ αιώνα με την λεγόμενη και «Μεγάλη Ρήτρα» (Πλούταρχος: Βίοι Παράλληλοι Λυκούργος-Νουμάς). Υπήρχαν δύο βασιλείς από δύο βασιλικές οικογένειες (Αγιάδες και Ευρυποντίδες), η Γερουσία με 30 μέλη (28 άνω των εξήντα ετών και οι δύο βασιλείς) με ισόβια θητεία των μελών της, οι πέντε έφοροι (που είναι μεταγενέστερος θεσμός) με ενιαύσια θητεία και η Απέλλα που ήταν η αντίστοιχη σπαρτιατική εκκλησία του δήμου που αποτελείτο από σώμα των «Ομοίων». Πέραν των «Ομοίων» που ήταν οι Σπαρτιάτες πολίτες υπήρχαν οι Περίοικοι (παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής) που ασκούσαν το εμπόριο (στους Ομοίους απαγορεύονταν να εμπορεύονται, μοναδική τους ενασχόληση ήταν ο πόλεμος), οι Είλωτες (δημόσιοι δούλοι που εργάζονταν στα κτήματα των Ομοίων), οι Υπομείωνες, οι Μόθακες, οι Τρόφιμοι, οι Νεοδαμώδεις και οι Τρέσαντες. Μετά το τέλος του καταστροφικού Πελοποννησιακού πολέμου το 404 π.Χ η Σπάρτη παίρνει την θέση των Αθηνών ως ηγέτιδα δύναμη στην Ελλάδα έως ότου η Θήβα καταλύσει την σπαρτιατική ηγεμονία μετά την μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ.

Οι πόλεις στην ελληνιστική εποχή

Κατά τα ελληνιστικά χρόνια οι πόλεις εξακολουθούσαν να υφίστανται, με την διαφορά ότι ο θεσμός της Πόλης-Κράτους που χαρακτήριζε την Αρχαϊκή και την Κλασσική περίοδο έχει παρακμάσει και δεν βρίσκεται στο κέντρο των πολιτικών γεγονότων. Οι άλλοτε ισχυρές Πόλεις-Κράτη των Αθηνών, της Σπάρτης και της Θήβας βρίσκονται σε μαρασμό, ενώ ταυτόχρονα είναι υποχρεωμένες να δεχτούν την μακεδονική επικυριαρχία μετά την Μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ (Walbank, 1999: 197), η οποία, εν πολλοίς, διαγωνίζεται με τα άλλα ελληνιστικά βασίλεια για τον έλεγχο της κεντρικής και νοτίου Ελλάδος. Μάλιστα, οι ηγεμόνες αυτών των βασιλείων στην προσπάθειά τους να προσεταιρισθούν όσες από τις παλαιές Πόλεις-Κράτη βρίσκονταν σε στρατηγικά σημεία προχωρούσαν σε διάφορες ευεργεσίες (Ζυμή, 2002: 173), όπως για παράδειγμα την ανάληψη δημοσίων έργων. Ένα τέτοιο έργο είναι η Στοά Αττάλου στην πόλη των Αθηνών η οποία οικοδομήθηκε δαπάναις του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου τον Β’.

Επιπλέον, στις πόλεις δίδονται διάφορα δικαιώματα και σε άτομα που δεν είναι πολίτες αυτών. Τέτοια ήταν οι πολιτογραφήσεις νέων πολιτών ένεκα της ολιγανθρωπίας, η προξενία, η ασυλία, το δικαίωμα εισόδου στην Βουλή και την Εκκλησία, το δικαίωμα απόκτησης γης, η ισοτέλεια, η φορολογική ατέλεια, η ελευθερία εισόδου και εξόδου, η ελευθερία εισαγωγής και εξαγωγής αγαθών, το δικαίωμα υλοτομίας, η κατοχή τιμητικής θέσης σε αγώνες, το δικαίωμα σίτισης στο δημαρχείο κατά τις επισκέψεις στην πόλη (Walbank, 1999: 207,209) κ.λ.π

Στους ελληνιστικούς χρόνους οι πόλεις έχουν τις εξής μορφές:

- Αυτόνομες για την κυρίως Ελλάδα και τα νησιά, πάντα βέβαια υπό την υψηλή επίβλεψη, κατά κύριο λόγο της Μακεδονίας, η οποία ήταν η πρώτη δύναμη στον ελλαδικό χώρο, αλλά και των άλλων ελληνιστικών βασιλείων που επιζητούσαν προσβάσεις. Οι πόλεις αυτές επιβίωναν με τους παραδοσιακούς τους θεσμούς. Τέτοια παραδείγματα ήταν η Σπάρτη και το νησί της Ρόδου. Η τελευταία κατόρθωσε να αναδειχθεί σε πολύ αξιόλογη ναυτική δύναμη κατά τον 2ο π.Χ αιώνα.
- Πόλεις ως μέλη μίας ευρύτερης Συμπολιτείας. Σε μία Συμπολιτεία ή «Κοινό», όπως ονομάζονταν, οι πόλεις, αναγκαστικά, παραχωρούσαν μέρος της αυτονομίας τους για το κοινό καλό. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η στρατιωτική διοίκηση. Οι δύο πιο γνωστές Συμπολιτείες, οι οποίες έπαιξαν καίριο ρόλο στα ελληνικά πράγματα κατά τον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ ήταν η Αιτωλική και η Αχαϊκή Συμπολιτεία.
- Πόλεις εξαρτημένες από τα μεγάλα Βασίλεια. Αυτές οι πόλεις διατηρούσαν μεν τις διοικητικές τους δομές αλλά επιτηρούντο, συνήθως, είτε από κάποιον απεσταλμένο είτε από κάποια φρουρά. Ως πιο γνωστό παράδειγμα να αναφέρουμε την πόλη των Αθηνών, στην οποία είχε εγκατασταθεί μακεδονική φρουρά μετά τον Λαμιακό πόλεμο το 322 π.Χ, ενώ το 317 π.Χ ο Κάσσανδρος έβαλε ως τοποτηρητή του τον Δημήτριο τον Φαληρέα.
- Νέες πόλεις που ιδρύθηκαν είτε από τον Μέγα Αλέξανδρο είτε από τους επιγόνους του. Η επιφανέστερη αυτών ήταν η Αλεξάνδρεια (μία από τις πολλές) της Αιγύπτου. Αυτές οι πόλεις δεν διέθεταν την παράδοση των παλαιών και λειτουργούσαν είτε ως πρωτεύουσες των αχανών ελληνιστικών κρατών είτε ως σημαντικά εμπορικά και οικονομικά κέντρα, πάντοτε όμως ως απλή διοικητική διαίρεση.

Οι πόλεις στην Ρωμαϊκή εποχή

Την ρωμαϊκή περίοδο και ιδιαίτερα στους αυτοκρατορικούς χρόνους οι πόλεις περνούν σε νέα φάση οικονομικής ανάπτυξης. Η Μεσόγειος μετατρέπεται σε ρωμαϊκή λίμνη και η Pax Romana διευκολύνει την ναυτιλία και το εμπόριο. Οι παραδοσιακοί πολιτειακοί θεσμοί υφίστανται αλλαγές. Επί παραδείγματι, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται, σταδιακά, από την Εκκλησία του Δήμου στην Βουλή (Ζουμπάκη, 2002: 220). Θα πρέπει να επισημάνουμε, όμως, ότι τα πολιτειακά όργανα είναι πλέον τυπικά, δεν έχουν την ουσία που είχαν στο παρελθόν και λειτουργούν για δευτερεύουσες υποθέσεις εσωτερικής υφής. Αυτό συμβαίνει διότι ο απόλυτος πολιτικός και οικονομικός έλεγχος ασκείται από την κεντρική ρωμαϊκή εξουσία στην Ρώμη υπό τον αυτοκράτορα και εν συνεχεία από τις ρωμαϊκές διοικήσεις των διαφόρων επαρχιών, στις οποίες ανήκουν οι πόλεις. Να σημειώσουμε, απλώς, ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε αυτοκρατορικές και συγκλητικές επαρχίες. Όσες πόλεις ανήκαν στις δεύτερες υπέφεραν από την φορολογική αυθαιρεσία των συγκλητικών.

Μία άλλη σημαντική τομή στην ζωή των πόλεων την ρωμαϊκή εποχή ήταν η ουσιαστική κατάργηση των ορίων τους με τις κατασκευές των μεγάλων οδών, όπως η «Εγνατία». Η χάραξη των νέων δρόμων για την ανάπτυξη του οδικού δικτύου βοηθούσε τα μέγιστα για συχνότερη και ταχύτερη επικοινωνία μεταξύ των διοικητικών κέντρων των επαρχιών, καθώς και για την ευχερέστερη μετακίνηση των στρατιωτικών τμημάτων. Παράλληλα, τα εσωτερικά αξιακά όρια των άλλοτε πόλεων-κρατών καταρρέουν και στην θέση τους ανέρχονται νέες αντιλήψεις που προβάλλουν ευρύτερες πανανθρώπινες αξίες, πέρα και έξω από τα στενά όρια της πόλης. Υπό αυτή την έννοια η παλαιά ιδιότητα του πολίτη έχει χάσει την σημασία της και έχει πλέον ελάχιστη βαρύτητα (Ζουμπάκη, 2002:225).

Εκτός των πόλεων, όμως, υπήρχαν και τα «Εθνικά Κοινά», πολιτειακό κατάλοιπο του τέλους των κλασσικών χρόνων και της ελληνιστικής εποχής. Τα «Κοινά», ιδιαίτερα σε περιοχές της ελληνικής περιφέρειας στις οποίες δεν εμφανίστηκε η Πόλη-Κράτος αλλά ήταν οργανωμένες κατά το αρχαίο φυλετικό σύστημα, λειτούργησαν ως κέντρα ασκήσεως της λατρείας του αυτοκράτορος (Ζουμπάκη, 2002: 225). Ο χαρακτήρας τους δηλαδή ήταν θρησκευτικός. Εξέλεγαν κάθε χρόνο έναν αρχιερέα για το τελετουργικό, ο οποίος ταυτόχρονα ασκούσε και χρέη πολιτικού εκπροσώπου του Κοινού απέναντι στις ρωμαϊκές αρχές.

Τέλος, δέον να αναφέρουμε το νομικό καθεστώς των πόλεων που ίσχυε τους ρωμαϊκούς χρόνους, το οποίο ήταν διαφορετικό για κάθε πόλη. Έχουμε λοιπόν τις:

- Αποικίες (coloniae). Επρόκειτο είτε για εγκαταστάσεις ρωμαίων παλαιμάχων είτε για πόλεις στις οποίες είχε απονεμηθεί ο παραπάνω τίτλος ως ένδειξη τιμής: π.χ Κόρινθος, Φίλιπποι, Δυρράχιον κ.λ.π. Η διοίκηση ήταν οργανωμένη κατά τα ρωμαϊκά ειωθότα και είχαν ως επίσημη γλώσσα την λατινική. Πλήρωναν κανονικά την φορολογία που τους αναλογούσε.
- Ισοπολίτιδες πόλεις (municipia). Επρόκειτο για πόλεις που διοικούντο από δικούς τους άρχοντες με δική τους νομοθεσία. Και αυτές πλήρωναν φόρους.
- Ομόσπονδες πόλεις (civitates foederatae). Είχαν συνάψει συνθήκη με το ρωμαϊκό κράτος και είχαν κάποια προνόμια.
- Ελεύθερες πόλεις (civitas libera). Είχαν καθεστώς σχετικής ελευθερίας δίχως την ανάμιξη των ανθυπάτων, δηλαδή των επαρχιακών διοικητών.
- Ελεύθερες και αφορολόγητες πόλεις (civitas libera et immunis). Κλασσικό παράδειγμα η πόλη της Σπάρτης.

Βεβαίως, να τονίσουμε ότι οι πόλεις, στην πλειοψηφία τους παρέμεναν υποτελείς (civitates tributariae), υποκείμενες στις παρεμβάσεις των ανθυπάτων και στην φορολογία (Ζουμπάκη, 2002: 223).

Πόλεις και κοινότητες στο Βυζάντιο

Από τα μέσα του 4ου μ.Χ αιώνος και κατά τον πέμπτο αφουγκραζόμαστε τον επιθανάτιο ρόγχο του αρχαίου κόσμου, με ότι αυτός συμβολίζει, εισερχόμενοι στον μεσαίωνα. Η διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό ρωμαϊκό κράτος θα σφραγίσει την ξεχωριστή τους πορεία στους μετέπειτα αιώνες. Οι μεγάλες πόλεις της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον 4ο έως και τον 7ο αιώνα είναι η Κωνσταντινούπολη φυσικά, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Βυρηττός, η Θεσσαλονίκη, η Έφεσος, η Τραπεζούντα, η Νίκαια, η Προύσα, η Σμύρνη. Σε αυτές είναι συγκεντρωμένη η διοίκηση των βυζαντινών επαρχιών (στην Κωνσταντινούπολη είναι η έδρα του αυτοκράτορος και του Επάρχου, ο δεύτερος φροντίζει για την εύρρυθμη λειτουργία της πόλης, τον εφοδιασμό της με τρόφιμα, την αστυνόμευση κ.λ.π), το σύνολο της οικονομικής ζωής (εμπόριο, ναυτιλία, βιοτεχνική παραγωγή κ.λ.π) καθώς και της πνευματικής (Πανδιδακτήριο στην Κωνσταντινούπολη, νομικές σχολές όπως η περίφημη της Βυρηττού, ιατρικές όπως στην Αλεξάνδρεια). Η Σπάρτη και η πόλη των Αθηνών αποτελούν ήσσονος σημασίας πόλεις πλέον. Μετά το 529 και το κλείσιμο της πλατωνικής ακαδημίας με την παράλληλη φυγή των τελευταίων καθηγητών της στην Περσία αι Αθήναι χάνουν το τελευταίο ίχνος της πνευματικής τους λάμψης. Ο ναός του Παρθενώνος μετατρέπεται στο ναό της Παναγίας της Αθηνιωτήσσης και ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) σε ναό του Αγίου Γεωργίου.

Επιπρόσθετα, από τα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου η βόρειος βαλκανική κατακλύζεται από τα σλαβικά φύλα. Ορισμένα φθάνουν έως τον ελλαδικό χώρο. Ο τρόπος οργάνωσής τους είναι πρωτόγονος. Διαβιούσαν μία ποιμενική ζωή στην ύπαιθρο. Η τοπική τους αυτοδιοίκηση οργανώνεται στις λεγόμενες «Ζουπανίες», ορισμένες φορές κοντά στις κοινότητες των ντόπιων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Διονύσιος Ζακυθηνός: “αι ζουπανίαι, ων προΐσταντο οι ζουπάνοι, απετέλουν την κυψέλην του πολιτικού βίου”(Ζακυθηνός, 1989: 280).

Τα βυζαντινά χρόνια η ζωή στην ύπαιθρο είχε αναπτυχθεί. Στα σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας οι αυτοκράτορες εγκαθιστούσαν στρατιώτες με τις οικογένειές τους, τούς παραχωρούσαν γη να καλλιεργούν με αντάλλαγμα την στράτευσή τους σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων. Πρόκειται για τους γνωστούς «Ακρίτες» (όπου και το έπος του Διγενή Ακρίτα). Από τον 7ο αιώνα οι βυζαντινές επαρχίες χωρίζονται στα λεγόμενα «Θέματα» με επικεφαλής στην διοίκηση τον «Στρατηγό του Θέματος», στον οποίο υπάγονται οι Ακρίτες των συνόρων.

Στο Βυζάντιο υπήρχαν δύο ειδών κοινότητες. Οι ελεύθερες και οι υπόδουλες (Ράνσιμαν, 1969: 232). Οι κάτοικοι στις δεύτερες είτε εργάζονταν στα κτήματα των τοπικών γαιοκτημόνων είτε τα μίσθωναν πληρώνοντας, ενίοτε, σε είδος ή χρήμα. Ήταν γενικά δεμένοι με την γη τους, όπως το ίδιο δεμένοι ήταν και οι ελεύθεροι αγρότες. Να τονίσουμε ότι η κεντρική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη ευνοούσε τους μικροκτηματίες σε βάρος των «Δυνατών», δηλαδή των αριστοκρατών μεγαλοκτηματιών. Στα πλαίσια αυτά, ειδικά κατά τον 10ο αιώνα, οι αυτοκράτορες θέσπισαν μία σειρά από νόμους προστασίας των αδυνάτων στις βυζαντινές επαρχίες. Υπενθυμίζω το «Αλληλέγγυον» του Βασιλείου του Β’. Ο λόγος ήταν πολιτικός, διότι η υπερβολική ισχυροποίηση των μεγαλογαιοκτημόνων θα οδηγούσε σε αμφισβήτηση της συγκεντρωτικής βυζαντινής εξουσίας, ενδεχομένως και να ενεργοποιούσε φυγόκεντρες δυνάμεις που θα οδηγούσαν σε τάσεις αυτονομίας.

Το πόσο δίκιο είχαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες της «Μακεδονικής Δυναστείας» θα αρχίσει να φαίνεται από τα μέσα του 11ου αιώνος, ενός αιώνος κατά τον οποίο ξεκινά η αργόσυρτος βυζαντινή παρακμή, η οποία θα οδηγήσει στην οριστική δεύτερη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως τον Μάϊο του 1453. Τον 11ο αιώνα αίρονται, σταδιακά, όλα τα μέτρα που είχαν παρθεί κατά των «Δυνατών» έχοντας ως αποτέλεσμα εκείνοι να εκτοπίσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα τους ελευθέρους αγρότες, με τους τελευταίους να αναγκαστούν να πουλήσουν την γη τους έναντι πινακίου φακής στους «Δυνατούς». Συνεπεία τούτων, το μεγαλύτερο μέρος των μικροκαλλιεργητών κατέληξαν να εργάζονται ως δουλοπάροικοι στις μεγάλες γαιοκτησίες. Επιπρόσθετα, η εμφάνιση του θεσμού της «Προνοίας» την εποχή των Κομνηνών δείχνει τάσεις εκφεουδαλισμού (παροχή ενός κτήματος με τους παροίκους του καθώς και το δικαίωμα είσπραξης των φόρων), το «Χαριστίκιον» (παραχώρηση μοναστηριών και ευαγών ιδρυμάτων σε γαιοκτήμονες ή και σε Μονές) αλλά και η δυνατότητα συγκρότησης ιδιωτικών στρατών με τις λεγόμενες «Ακολουθίες» (Πέννα, 1999: 80) δίνει την χαριστική βολή τόσο στην μικρή ιδιοκτησία όσο και στον θεσμό των Θεμάτων. Εκτός, όμως, των παραπάνω, περί τα τέλη του 12ου αιώνος, η παρακμή του βυζαντινού κράτους έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να εμφανίζονται τάσεις αυτονόμησης της τοπικής αριστοκρατίας ή της τοπικής διοίκησης όπως ο Λέων ο Σγουρός στο Ναύπλιο και την Κόρινθο, ο Λέων Γαβαλάς στην Ρόδο ή ο Θεόδωρος Μαγκαφάς στην Φιλαδέλφεια.

Η οργάνωση της τοπικής αυτοδιοικήσεως κατά την οθωμανική περίοδο

Μετά την οθωμανική κατάκτηση η οργάνωση των πόλεων και των κοινοτήτων περνά μέσα από την οθωμανική διοίκηση. Η κεντρική Ελλάδα ήταν οργανωμένη σε τέσσερα Σαντζάκια (περιφέρειες), τα οποία υποδιαιρούνταν σε είκοσι τέσσερις Καζάδες (επαρχίες) (Πιζάνιας, 2015: 283). Οι Πόλεις είχαν μεικτό πληθυσμό που αποτελείτο από Έλληνες-Ρωμιούς, Οθωμανούς, Εβραίους και Αρμένιους. Αντιστοιχούσαν στα τέσσερα Μιλέτια, τα οποία συνέθεταν την οθωμανική αυτοκρατορία που ήταν:

- Μιλλέτ των Μουσουλμάνων (πολίτες Α’ κατηγορίας με επικεφαλής τον Σουλτάνο που ήταν επικεφαλής ολόκληρης της αυτοκρατορίας)
- Μιλλέτ των Ρουμ ή Ρουμ Μιλλέτ (με επικεφαλής τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος λογίζονταν ως «Ασκερί» δηλαδή ανώτατος Οθωμανός αξιωματούχος)
- Μιλλέτ των Εβραίων (με επικεφαλής τους ραββίνους τους)
- Μιλλέτ των Αρμενίων (με επικεφαλής τον δικό τους Πατριάρχη)

Οι υποτελείς στο Μιλλέτ των μουσουλμάνων ονομάζονταν «Ζιμμί», δηλαδή προστατευόμενοι και πλήρωναν, εκτός των άλλων φόρων το Cizye (κεφαλικός φόρος για την προστασία που παρείχαν οι μουσουλμάνοι) και το Haradj (το χαράτσι που ήταν επιπλέον φόρος για τους ζιμμίδες). Στην Βόρεια Ελλάδα, στην Θεσσαλονίκη, από τα τέλη του 15ου αιώνος έως και το 1912 η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν εβραϊκής καταγωγής εξ Ισπανίας (Σεφαραδίτες, οι οποίοι εξεδιώχθησαν από τους βασιλείς της Ισπανίας το 1492).

Οι Πόλεις, τώρα, διοικούντο από τον τούρκο διοικητή τον επονομαζόμενο και Βοεβόδα. Όσες πόλεις είχαν δεχθεί τους Οθωμανούς, δίχως να προβάλλουν αντίσταση, απολάμβαναν τα προνόμιά τους, χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Ιωάννινα που αποδέχθηκαν ειρηνικά τον Σινάν Πασά το 1431. Όσες, πάλι, πόλεις αντιστέκονταν σθεναρά, όταν τις καταλάμβαναν οι Οθωμανοί υπόκειντο σε τριήμερο λεηλασία, όπως για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη το 1430 και η Κωνσταντινούπολη το 1453. Στις πόλεις ανθούσαν οι διάφορες «Συντεχνίες» (ενώσεις επαγγελματιών όπως αρτοποιοί, σιδεράδες, σαγματοποιοί κ.λ.π), το εμπόριο, και η ναυτιλία σε όσες είχαν λιμάνια. Επιπλέον, από τον 16ο αιώνα και μετά που συνάπτονται οι πρώτες διομολογήσεις (εμπορικές συμφωνίες) μεταξύ Τουρκίας και Γαλλίας αρχικά (για να ακολουθήσουν αργότερα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες) οι ελληνόφωνοι κάτοικοι των παραθαλασσίων πόλεων προσλαμβάνονται ως «Μπερατλήδες», δηλαδή προστατευόμενοι μεσάζοντες μεταξύ των ευρωπαίων και των Οθωμανών. Γενικά το θαλάσσιο εμπόριο αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Έλληνες, τόσο κατά την περίοδο αποκλεισμού του Ευξείνου Πόντου από την Οθωμανική αυτοκρατορία από το 1592 έως το 1783 όσο και κατά την περίοδο του αποκλεισμού των γαλλικών λιμανιών από την Αγγλία κατά την περίοδο των Ναπολεόντιων πολέμων στα τέλη του 18ου έως το 1815. Ενδιάμεσα, εκμεταλλεύτηκαν και την υπογραφή της Συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, για να εμπορεύονται και υπό την ρωσική σημαία.

Στην επαρχία δημιουργήθηκε ένα πολύ δυνατό κοινοτικό σύστημα για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της οθωμανοκρατίας. Έτσι αναπτύχθηκε η τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία πέρασε, σχεδόν αυτούσια, και στο νεοελληνικό κράτος. Επικεφαλής κάθε κοινότητος ήταν οι Δημογέροντες ή Προεστοί (στην Πελοπόννησο ονομάζοντο Κοτζαμπάσηδες). Εκείνοι ρύθμιζαν την διοίκηση της που περιελάμβανε την κατανομή της φορολογίας (η φορολογία έως το 1691 περίπου ήταν συλλογική ανά κοινότητα και όχι ατομική, ήταν και ο βασικός λόγος για την οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης εκείνα τα χρόνια), τα δημόσια έργα όπως δρόμοι, γέφυρες κ.λ.π, την εκδίκαση αστικών υποθέσεων (συμβουλεύοντο την «Εξάβιβλο» και τον «Νομοκάνονα» ως νομικά βιβλία, ορισμένες όμως κοινότητες συνέγραφαν δικούς τους νόμους), την αποστολή του «Δεκίλη» που αναλάμβανε τις δημόσιες σχέσεις με τους Οθωμανούς (ήταν τα “αυτιά” και τα “μάτια” της κοινότητος απέναντι στην οθωμανική διοίκηση) και γενικά ότι αφορούσε τον κοινοτικό βίο. Στις κοινότητες υπήρχε υποχρεωτική εργασία τεσσάρων ημερών το έτος για τα διάφορα έργα. Επίσης, από τις κοινότητες στις αγροτικές περιοχές έπαιρναν εφήβους για το «Ντεβσιρμέ», δηλαδή το παιδομάζωμα.

Στα ορεινά οι περιοχές παρέμεναν απάτητες από τους Οθωμανούς οι οποίοι όριζαν ως διοικητές ντόπιους, τους «Αρματολούς», οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι να μαζεύουν τους φόρους (ποσά κατά προσέγγιση) και μία φορά τον χρόνο να τους αποδίδουν στον τοπικό «Καδή» (ιεροδικαστής). Ακόμη, οι Αρματολοί φύλασσαν τα διάφορα «Δερβένια» (περάσματα) και κυνηγούσαν τους κλέφτες για να τους παραδώσουν στις οθωμανικές αρχές των πεδινών. Οι Αρματολοί είχαν την ιδιότητα του «Ασκερί» (ανώτερος αξιωματούχος), ως εκ τούτου δεν πλήρωναν φόρους όπως και οι άλλοι Ασκερί (Σπαχήδες, Μέγας Δραγουμάνος, Μέγας Βεζύρης, Πατριάρχες κ.λ.π). Να σημειώσουμε ότι στην Πελοπόννησο δεν υπήρχαν αρματολοί. Επιπλέον, από τα ορεινά ξεκινούσαν τα λεγόμενα «Μπουλούκια» που ήταν περιφερόμενοι τεχνίτες οι οποίοι προσέφεραν την τέχνη τους στις μεγάλες πόλεις (π.χ λαξευτές πέτρας, οικοδόμοι, ξυλογλύπτες κ.λ.π).

Και μιας και αναφέραμε την Πελοπόννησο, δέον να επισημάνουμε ότι γνώρισε δύο Τουρκοκρατίες (1461-1685 και 1718-1830) και δύο Βενετοκρατίες (1204-1461 η πρώτη εν μέρει και 1685-1718). Στην Πελοπόννησο υπήρχαν μεγάλοι γαιοκτήμονες, ντόπιοι και Οθωμανοί. Οι μεγάλες οικογένειες γνώριζαν από διοίκηση και ήταν οργανωμένες σε Φατρίες-Κόμματα. Τα δύο μεγαλύτερα ήταν το Αχαϊκό και το Αρκαδικό που συγκρούονταν μεταξύ τους. Την διοίκηση την είχε ο Πασάς της Πελοποννήσου με έδρα την Τρίπολη. Στην διοίκησή του είχε ένα σώμα που αποτελείτο από 2 + 2 μέλη (2 Μουσουλμάνοι, 2 Χριστιανοί). Ένας τρίτος Χριστιανός στέλνεται ως Δεκίλλης στην Κωνσταντινούπολη. Ουσιαστικά η περιοχή κατά την δεύτερη τουρκοκρατία συνδιοικείται. Η Πελοποννησιακή Γερουσία είναι εκείνη που διαλέγει τους τρεις Χριστιανούς αντιπροσώπους του διοικητικού σώματος που συνεπικουρούσε τον Πασά (μαζί με τους 2 Μουσουλμάνους αντιπροσώπους). Να τονίσουμε, μάλιστα, ότι το 90% των κατοίκων της Πελοποννήσου ήταν χριστιανοί, τα καλλίτερα κτήματα, όμως, τα είχε η μειοψηφία των Μουσουλμάνων.

Εξετάζοντας την ζωή στα μικρά νησιά κατά την οθωμανοκρατία θα δούμε ότι ήταν απαλλαγμένα από την οθωμανική διοίκηση. Η οθωμανική διοίκηση όριζε την συνεισφορά τους στην αυτοκρατορία σε «Μελάχηδες ή Λεβέντες» δηλαδή ναύτες για το οθωμανικό ναυτικό (οι πιο φημισμένοι ήταν οι Υδραίοι), σε είδη ναυπηγήσεως (ξυλεία, πανιά) αλλά και σε εξειδικευμένους τεχνίτες (π.χ ξυλουργούς) για την ναυπήγηση των πλοίων. Οι νησιώτες, επίσης, ανέπτυξαν σε μέγιστο βαθμό την ναυτιλία με την πρακτική της «Σερμαγιάς». Η Σερμαγιά ήταν η ναυπήγηση και η εμπορική εκμετάλλευση ενός πλοίου με μερτικό, δηλαδή συμμετοχικά, και ορίζεται με συμφωνητικό. Επίσης και η αμοιβή ήταν με μερτικό. Τέλος, να αναφέρουμε ότι στην διοίκηση των νησιών, την οποία είχε ο Καπουδάν Πασάς, υπάγονταν η Μάνη η οποία εθεωρείτο νησί και όχι κομμάτι της Πελοποννήσου. Οι Μανιάτες, δε, εξελίχθησαν στους πιο φοβερούς πειρατές της Μεσογείου.

Οι Δήμοι και οι Κοινότητες στο νεοελληνικό κράτος

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830 εισάγεται ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης από την αντιβασιλεία των Βαυαρών στις 27 Δεκεμβρίου του 1833. Οι πρώτες δημοτικές εκλογές διηξήχθησαν στον νομό Αργολιδοκορινθίας με έμμεσο τρόπο. Οι πολίτες (μόνο άνδρες και με εισοδηματικά κριτήρια) ψήφιζαν για την εκλογή δημοτικών συμβούλων και η κυβέρνηση διόριζε ίσο αριθμό δημοτικών συμβούλων. Από τους τρεις πρώτους πλειοψηφήσαντες, η κεντρική διοίκηση επέλεγε έναν, ο οποίος αναλάμβανε καθήκοντα δημάρχου. Στην Αθήνα οι πρώτες δημοτικές εκλογές έλαβαν χώρα από τις 15 έως τις 20 Μαρτίου 1835. 

Το 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναμόρφωσε την τοπική αυτοδιοίκηση. Εισήγαγε τον νόμο ΔΝΖ' «Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων», σύμφωνα με τον οποίο οι δήμοι κατακερματίσθηκαν και δημιουργήθηκαν χιλιάδες κοινότητες σε ολόκληρη την επικράτεια. Με βάση τον παραπάνω νόμο διηξήχθησαν στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη οι πρώτες εκλογές στις 25 Οκτωβρίου 1925. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου του 1934 ψήφισαν για πρώτη φορά οι Γυναίκες (αρκετά χρόνια πριν την 19η Φεβρουαρίου του 1956 που τους επετράπη για πρώτη φορά η ψήφος, αυτή την φορά στις βουλευτικές εκλογές). Οι εκλογές του 1934 ήταν οι τελευταίες για ένα χρονικό διάστημα δεκαεπτά ετών, έως το 1951 δηλαδή που διηξήχθησαν εκ νέου (ο λόγος ήταν η άνοδος το 1936 στην εξουσία του Μεταξά, ο Β’ Παγκόσμιος και ο Εμφύλιος που ακολούθησε). 

Κατά την διάρκεια της επταετίας 1967-1974 οι δήμαρχοι διορίζονταν από την δικτατορία ενώ το 1974 επανέρχονται οι δημοτικές εκλογές. Το σύστημα των δημοτικών εκλογών από το 1974 έως σήμερα απαιτεί πλειοψηφία 50% συν ένα, διαφορετικά υπάρχει και δεύτερος γύρος. Το 1994 εισάγεται η απ’ ευθείας εκλογή των Νομαρχών από τους δημότες. Το 1997 με τον Νόμο 2539/97 εισάγεται το σχέδιο «Καποδίστριας» με την χώρα να διαιρείται σε 13 Περιφέρειες, 51 Νομούς, 910 Δήμους και 124 Κοινότητες με σκοπό την βελτιστοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Τέλος, με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» με βάση τον Νόμο 3852/2010 λαμβάνει χώρα η τελευταία διοικητική μεταρρύθμιση για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Έτσι έχουμε 7 Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, 13 Περιφέρειες και 352 Δήμους. Οι επικεφαλείς των αποκεντρωμένων διοικήσεων διορίζονται από την Κυβέρνηση ενώ οι Περιφερειάρχες και οι Δήμαρχοι είναι αιρετοί. (http://www.sansimera.gr/articles/772).

Συμπεράσματα

Με την σημερινή μας χρονική περιήγηση διαπιστώσαμε το πόσο βαθιά είναι ριζωμένο στον τόπο μας το κοινοτικό αίσθημα. Ξεκινήσαμε από τις φατρίες και τις κώμες, φθάσαμε στην αποθέωση της Πόλης-Κράτους στα κλασσικά χρόνια, για να περάσουμε στη νέα φάση με τις Πόλεις-Διοικητικά κέντρα κατά τους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους και να καταλήξουμε στην ανάδειξη των κοινοτήτων ως το κύριο μέσο πολιτικής, κυρίως, εκφράσεως των υπόδουλων Ελλήνων κατά την μακρά οθωμανική περίοδο. Έτσι, η τοπική αυτοδιοίκηση στην ελεύθερη Ελλάδα παρέλαβε έτοιμη την οργάνωσή της, την οποία και διατήρησε μέχρι, σχεδόν, το τέλος του 20ου αιώνος, όπου με τις νέες μεταρρυθμίσεις του Καποδίστρια και του Καλλικράτη άλλαξαν, άρδην, οι δομές της. Προς το καλλίτερο ή προς το χειρότερο; Ο χρόνος θα δείξει. 


Βιβλιογραφία

1. Ομήρου Ιλιάς, (2000), Μετάφραση: Κώστας Δούκας, Αθήναι: Ιδεοθέατρον-Γεωργιάδης.
2. Πλάτων Πολιτεία, (2002), Μετάφραση: Σκουτερόπουλος Ν. Μ., Αθήνα: Πόλις.
3. Αριστοτέλης Πολιτικά, (1993), Μετάφραση: Φιλολογική ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Κάκτος.
4. Πλούταρχος Βίοι Παράλληλοι, (1993), Μετάφραση: Φιλολογική ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Κάκτος.
5. Βερέμης Θ., Γιαννόπουλος Ι., Ζουμπουλάκη Σ., Ζυμή Ελ., Ιωάννου Θ., Μαστραπάς Α., (2002), Ελληνική Ιστορία, Τόμος Α’ Ο Αρχαίος ελληνικός κόσμος, Πάτρα: Ε.Α.Π.
6. Walbank W. Frank, (1999), Ο ελληνιστικός κόσμος, Μετάφραση: Δαρβέρης Τάσος, Επιμέλεια: Μανωλόπουλος Λεωνίδας - Νίγδελης Παντελής, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
7. Ζακυθηνός Διονύσιος, (1989), Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, Αθήνα: Δωδώνη.
8. Ράνσιμαν Στήβεν, (1969), Βυζαντινόc Πολιτισμόc, Μετάφραση: Δετζώρτζη Δέσποινα, Αθήναι: Γαλαξίας Ερμείας.
9. Γάσπαρης Χ., Νικολούδης Ν., Πέννα Β., Ελληνική Ιστορία, Τόμος Β’ Βυζάντιο και ελληνισμός, Πάτρα: Ε.Α.Π
10. Πιζάνιας Θ. Πέτρος, (2015), Η ιστορία των Νέων Ελλήνων από το 1400 έως το 1820, Αθήνα: Εστία.
11. http://www.sansimera.gr/