Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Αυτοκράτωρ Αδριανός (117-138 μ.Χ). Η θεατρική παράσταση και ο βίος του





Animula, vagula, blandula
Hospes comesque corporis
Quae nunc abibis in loca
Pallidula, rigida, nudula,
Nec, ut soles, dabis iocos

Μικρή ψυχή, περιπλανώμενη και γητεύτρα
Φιλοξενούμενη και σύντροφε του σώματος
Που σύντομα θα αναχωρήσεις για τόπους
Σκοτεινούς, παγωμένους και ομιχλώδεις
Ένα τέλος σε όλα σου τα αστεία

Ποίημα του Αδριανού, λίγο καιρό πριν πεθάνει


Για 3ο χρόνο ο ηθοποιός Χρήστος Λιακόπουλος υποδύεται τον Αντωνίνο αυτοκράτορα Αδριανό στο θέατρο Αλκμήνη. Πρόκειται για έναν εκπληκτικό μονόλογο, του οποίου ο ίδιος έχει γράψει το σενάριο, έχει επιμεληθεί την σκηνοθεσία και τις μουσικές επιλογές. Ο φωτισμός, η άρθρωση του λόγου, η αυξομείωσις της εντάσεως του λόγου, οι συνοδευτικές κλασσικές μελωδίες, η περιφορά εν μέσω των θεατών καθιστούν την παράσταση μοναδική.  Ο Αδριανός, γέροντας ων, σε ηλικία 62 ετών, λίγο πριν την αποδημία του εις τα Ηλύσια Πεδία προβαίνει σε μία γενναία ενδοσκόπηση του βίου του και των διδαγμάτων άτινα απεκόμισε ένεκα τούτου.

Υπάρχουν στιγμές που ο ερμηνευτής απλά σκιαγραφεί τη ζωή του αυτοκράτορος και στιγμές που καθηλώνει το κοινό εμμένοντας στην βιωματική έκσταση γεγονότων του βίου του που τον συνεκλόνησαν συθέμελα. Γιατί τι είναι η ζωή μας παρά πολλές μικρές στιγμές, μικρές ψηφίδες που τοποθετούνται στο ψηφιδωτό της και που όταν τελειώσουν τελευτά και η ίδια. Αυτό που μένει, όμως, αυτό που μας χαρακτηρίζει στο διηνεκές ως ξεχωριστές οντότητες είναι το τελικό πορτραίτο του εαυτού μας στον ορίζοντα του απείρου του σύμπαντος. Ένα πορτρέτο το οποίο φιλοτεχνήθηκε, αποκλειστικώς, από εμάς τους ίδιους αλλά που θα κριθεί από τους επιγιγνομένους κατά πόσον είναι όμορφο ή όχι.

Ο Λιακόπουλος επιτυγχάνει να παρουσιάσει έναν Αδριανό έμπλεο συναισθηματικών φορτίσεων, ειδικότερα στο κομμάτι εκείνο του βίου του που αναφέρεται στον Αντίνοο, έναν ύμνο στον αγνό και άδολο έρωτα όπως εκείνος τον έπλασε. Στην σκέψη του και μόνον ταράζεται, όχι από αυτά που συμβαίνουν αλλά για εκείνα τα οποία σύμφωνα με την δική του κοσμοθέαση συμβαίνουν, δικαιώνοντας έτσι τον στωικό Επίκτητο.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι των σκέψεών μας για την παράσταση δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στο γεγονός πως ο Λιακόπουλος δίδει ιδιαίτερη έμφαση στην ελληνότροπη σκέψη του Αδριανού. Η σκηνή που συλλογάται τις ευθύνες του ως ηγεμόνος μίας αχανούς αυτοκρατορίας με βάση τις διδαχές του Έλληνος παιδαγωγού του Κλεομένη αποδίδεται παραστατικότατα με ήπιο και σταθερό φωνητικό τόνο: “Για να μπορείς να κυβερνάς πρέπει πρώτα να μάθεις να σε κυβερνούν” (πρόκειται για την φράση του Σόλωνος: “Άρχεσθαι μαθών άρχειν επιστήσει” η οποία υπήρχε στις στρατιωτικές σχολές). Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και με την αναφορά του στους υπηκόους του πως δεν τους μίσησε ποτέ γιατί αυτούς τους ίδιους εκλήθη να κυβερνήσει και πως στο τέλος-τέλος και εκείνος είναι ένας από αυτούς. Γιατί και ο Αδριανός είναι βροτός, είναι θνητός, με το γνώθι σ’αυτόν και όχι θεός, παρά την αναγκαστική αποδοχή της θεότητός του στα πολιτικά πλαίσια του ρωμαϊκού imperium. Αλλά και η παραδοχή για τον κηδεμόνα του Τραϊανό, ο οποίος τελικά απέτυχε στο όνειρό του, το ίδιο που φιλοδόξησε να μεταλαμπαδεύσει τον Αδριανό, δηλοί βαθείαν επίγνωση της ανθρωπίνου ματαιότητος (“ματαιότης, ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης” αναφωνεί ο “Εκκλησιαστής”, βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης συγγραφέν κατά τα ελληνιστικά έτη και βαθύτατα επηρεασμένο από τον Στωικισμό).

Η αποκάλυψη, όμως, της ποιότητος του ανθρώπου Αδριανού, αυτής της ευγενικής ψυχής, εδράζεται στα λόγια του, εν είδει επικηδείου, για την σύζυγό του Βίμπια Σαβίνα, η οποία και απεβίωσε πριν από εκείνον. Καίτοι, ως ζευγάρι, δεν τα βρήκαν ποτέ, με την Σαβίνα να τον κατηγορεί συνεχώς, ο ίδιος μετέπλασε το μίσος της ως τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής του. Αυτό και μόνον αρκεί ώστε το ουράνιο πορτραίτο του Αδριανού να εκπέμπει μίαν ιδιαίτερη ομορφιά στην συμπαντική απεραντοσύνη.

Βίος του Αδριανού

Το πλήρες όνομα του Αδριανού ήταν Publius Aelius Traianus Hadrianus. Γεννήθηκε το 76 μ.Χ. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, από την οποία αντλεί πληροφορίες η Historia Augusta, γεννήθηκε στην Ρώμη. Κατήγετο εκ ρωμαϊκής οικογένειας που ήταν εγκατεστημένη στην ρωμαϊκή επαρχία Hispania Baetica, στην νότιο Ισπανία. Η οικογένεια του (όπως και άλλες) είχε μετοικήσει στην Ιβηρική μερικούς αιώνες πριν με πρωτοβουλία του Σκιπίωνος του Αφρικανού (ο νικητής του Αννίβα στην Μάχη της Ζάμας το 202 π.Χ). Η καταγωγή της ήταν από την Αδρία της Βορείου Ιταλίας. Πατέρας του ήταν ο Poplius Aelius Hadrianus και μητέρα του η Δομιτία Παυλίνα. Είχε και μία αδερφή, την Αίλια Δομιτία Παυλίνα.

Ο Αδριανός ανήκει στην Δυναστεία των Αντωνίνων –την πιο ένδοξη ρωμαϊκή αυτοκρατορική δυναστεία- και είναι ο 3ος, κατά σειρά, αυτοκράτορας της. Οι Αντωνίνοι ξεκίνησαν με τον Νέρβα (Marcus Cocceius Nerva 96-98). Ο Νέρβας υιοθέτησε τον Τραϊανό (Marcus Ulpius Traianus 98-117). Ο τελευταίος υπήρξε ένας καθαρά στρατιωτικός αυτοκράτωρ, υποτάσσοντας την Δακία (σημερινή Ρουμανία) και συντρίβοντας τιυς Πάρθους φθάνοντας τα ρωμαϊκά σύνορα έως τον Περσικό κόλπο. Στις εκστρατείες του είχε δίπλα του τον Αδριανό, με τον οποίο είχε συγγενική σχέση και στον οποίο έδωσε για γυναίκα την ανηψιά του Σαβίνα. Λίγο πριν πεθάνει ο Τραϊανός λέγεται ότι υπέδειξε ως διάδοχό του τον Αδριανό, αν και δεν τον είχε υιοθετήσει επισήμως. Είναι γεγονός ότι ο Αδριανός έχαιρε της εκτιμήσεως της Πλωτίνας (σύζυγος του Τραϊανού). Το βασικό ήταν ότι ο Αδριανός έχαιρε της εκτιμήσεως του Στρατού ενώ και η Σύγκλητος δεν έφερε αντίρρηση στην εκλογή του.

Το κύριο μέλημα του Αδριανού ήταν να εξασφαλίσει ειρήνη για το ρωμαϊκό κράτος έτσι ώστε να ανεβεί το βιοτικό επίπεδο των υπηκόων του και να ευνοηθούν οι τέχνες και τα γράμματα τα όποια λάτρευε, όντας ο ίδιος δεινός μελετητής της λατινικής, αλλά κυρίως, της ελληνικής γραμματείας (έγραψε ποιήματα, τόσο στην λατινική όσο και στην ελληνική, επιγράμματα, από τα οποία μερικά διασώζονται στην Παλατινή ανθολογία, την αυτοβιογραφία του η οποία αποτέλεσε την βάση για την συγγραφή του βίου του στην Historia Augusta). Χαρακτηριστικό, δε, της μεγάλης του αγάπης για τα ελληνικά γράμματα είναι το γεγονός πως τον προσφωνούσαν Graeculus (με την καλή έννοια). Παράλληλα, ο ίδιος, ένεκα της ουμανιστικής του μορφώσεως, προέβη στην μείωση του αριθμού των δούλων σε όλη την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, προχώρησε σε αλλαγές στο ρωμαϊκό δίκαιο επι τω βελτίστω ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και κατήργησε τα βασανιστήρια. Ειδικά για τους χριστιανούς, οι οποίοι είχαν υποστεί αρκετούς διωγμούς, ο Αδριανός στο αναπροσαρμοσμένο ρωμαϊκό δίκαιο, ανέφερε ότι αν η κατηγορία σε βάρος ενός χριστιανού χρησίμευε για λόγους εκβιασμού, θα έπρεπε να τιμωρείται αυστηρά ο συκοφάντης.

Στα πλαίσια αυτά ήρθε σε ειρηνικό διακανονισμό με τους Πάρθους επιστρέφοντας τους τις περιοχές της Μέσης Ανατολής που προσάρτησε ο προκάτοχός του Τραϊανός. Επρόκειτο, φυσικά, και για μία άκρως ρεαλιστική πράξη καθόσον γνώριζε ότι το κόστος διατήρησής τους υπό τον ρωμαϊκό αετό θα ήταν εξαιρετικά δυσβάστακτο αλλά και το μέλλον τους, ως ρωμαϊκές επαρχίες, αβέβαιο. Με παρόμοιο τρόπο έλυσε και το θέμα της Βρετανίας, αρνούμενος να προβεί στην κατάληψη ολόκληρης της νήσου. Έτσι προχώρησε στην ανέγερση ενός πλινθόκτιστου τείχους (ερείπια αυτού υπάρχουν ακόμη και σήμερα) που έφερε το όνομά του. Με αυτόν τον τρόπο απομόνωσε τις φυλές των Καληδονίων που προέρχονταν από την περιοχή της Καληδονίας (σημερινή Σκωτία) από την υπόλοιπη Βρετανία. Επίσης, στην περιοχή του Ρήνου ενίσχυσε τις φρουρές και τα τείχη έναντι των γερμανικών φύλων που καραδοκούσαν απέναντι και ιδιαίτερώς επιθετικά (σχετικές αναφορές κάνει ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος στο έργο του “Germania”).

Ο Αδριανός πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε όλη την ρωμαϊκή επικράτεια. Με αυτόν τον τρόπο θεωρούσε ότι θα βρίσκονταν πιο κοντά στους υπηκόους του, αφουγκραζόμενος τα προβλήματά τους. Επισκέφθηκε την υπόλοιπη Ιταλία, την Γαλατία, την Βρετανία, την Ιβηρική, την Βόρειο Αφρική, την Κυρηναϊκή, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Συρία, την Μεσοποταμία, την Μικρά Ασία, την Πανονία και, φυσικά, την Ελλάδα. Την τελευταία την ευνόησε ιδιαίτερα με σημαντικά έργα, κυρίως στην Αθήνα (βιβλιοθήκη, υδραγωγείο, Πύλη του Αδριανού, ενώ ολοκλήρωσε τις εργασίες αποπεράτωσης του ναού του Ολυμπίου Διός ο οποίος ξεκίνησε να χτίζεται από την εποχή του Πεισιστράτου τον 6ο π.Χ). Στην Ρώμη ανοικοδόμησε, εκ νέου, το Πάνθεον το οποίο σώζεται έως σήμερα και είναι γνωστό για την θολωτή του οροφή. Το αρχικό κτίσμα είχε ανεγερθεί από τον Αγρίππα και κατεστράφη μετά από πυρκαγιά που ξέσπασε περί το 80 μ.Χ. 

Σε ένα από τα ταξίδια του γνώρισε τον Αντίνοο. Έναν νέο Έλληνα, εκπάγλου καλλονής, ο οποίος και τον καταγοήτευσε. Από τότε που τον γνώρισε ήταν αχώριστοι, αφού έγιναν εραστές. Ο Αντίνοος, πιθανότατα, ενίσχυσε, τα μάλα, την αγάπη του για την Ελλάδα. Σε ένα από τα πολυάριθμα ταξίδια του Αδριανού, αυτή την φορά στην Αίγυπτο περί το 130 μ.Χ, συνέβη το μοιραίο για τον Αντίνοο. Βρέθηκε πνιγμένος στον Νείλο. Η θλίψη που κυρίευσε τον Αδριανό ήταν ανείπωτη. Αφού τον κατευόδωσε στην τελευταία του κατοικία έδωσε εντολή να ανεγερθούν ναοί στο όνομά του και να τιμάται ως θεός. Η αλήθεια είναι ότι μετά τον θάνατο του Αντινόου ο Αδριανός κατέπεσε, ψυχή τε και σώματι. Στην πραγματικότητα δεν ανέλαβε ποτέ πλήρως έως και τον δικό του θάνατο το 138 μ.Χ.

Το 132 μ.Χ ξεσπά μία μεγάλη εξέγερση των Εβραίων υπό την ηγεσία του Μπαρ Κόκχμπα. Ο λόγος ήταν ότι ο Αδριανός σχεδίαζε να ανοικοδομήσει τα ερείπια της Ιερουσαλήμ από τον πρώτο Ιουδαϊκό πόλεμο του 66-73 μ.Χ, δίνοντάς της, όμως, την μορφή μίας ελληνορωμαϊκής πόλης και όχι ιουδαϊκής. Επρόκειτο για έναν πολύ σκληρό πόλεμο, κατά τον οποίο τα ρωμαϊκά στρατεύματα υπέστησαν βαρύτατες απώλειες πριν καταστείλουν την εξέγερση. Μετά την λήξη του πολέμου το 135 μ.Χ η εβραϊκή πίστη κηρύσεται εκτός νόμου και απαγορεύεται στους Εβραίους να πλησιάσουν την Ιερουσαλήμ. Την περιοχή της Ιουδαίας την ονόμασε Παλαιστίνη και την Ιερουσαλήμ την μετονόμασε σε Aelia Capitolina.

Αναφορικά με το ζήτημα της διαδοχής του ο Αδριανός παρέμεινε πιστός στο σύστημα της υιοθεσίας που εισήχθη από τον Νέρβα. Έτσι υιοθέτησε τον Κεϊόνιο Κόμμοδο Βέρο. Ο τελευταίος, όμως, πέθανε το 137 μ.Χ. Κατά τον Γάλλο Ιστορικό Jérôme Carcopino, ο Βέρο, ήταν πιθανότατα καρπός του έρωτος του Αδριανού με μία γυναίκα, εν ονόματι Πλαύτια. Γεγονός είναι ότι με την σύζυγό του Βίμπια Σαβίνα δεν τα πήγαινε καθόλου καλά, έτσι δεν θα αποτελούσε έκπληξη να ισχύει το άνωθεν. Τώρα, μετά τον θάνατο του Βέρου ο Αδριανός προχώρησε στην υιοθέτηση ενός 50χρονου Συγκλητικού, του Αντωνίνου Πίου (Titus Fulvus Aelius Hadrianus Antoninus Augustus Pius 138-161). Προκειμένου, όμως, να ολοκληρωθεί η υιοθεσία, ο Αδριανός έθεσε ως ικανή και αναγκαία συνθήκη την υιοθέτηση εκ μέρους του Αντωνίνου Πίου δύο νεαρών, του 7ετή Λουκίου Κεϊόνιου Κομμόδου, υιού του θανόντος Βέρου και του 17χρονου Αννίου Βέρου (ο μετέπειτα Στωϊκός αυτοκράτωρ με το έργο του “Τα εις εαυτόν” Μάρκος Αυρήλιος- Marcus Aurelius Antoninus Augustus 161-180).

Παρά την προνόησή του, όμως, για την διαδοχή ο Αδριανός δεν απέφυγε την εκδήλωση συνομωσιών με σκοπό τον αυτοκρατορικό θρόνο. Σημαντικότερη ήταν η απόπειρα του γαμπρού του Σερβιανού (σύζυγος της αδερφής του Παυλίνας), ο οποίος τελικά απέτυχε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σερβιανός, λίγο πριν εκτελεστεί, κατηράσθη τον Αδριανό “να αποζητά τον θάνατο αλλά να μην πεθαίνει”. Όπερ και εγένετο! Ο Αδριανός απεβίωσε εν μέσω αφόρητων πόνων και ταλαιπωρίας και αφού προηγουμένως όχι μόνον είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει αλλά και είχε ζητήσει από τους ακολούθους του να τον θανατώσουν, πράξη την οποία οι τελευταίοι αρνήθηκαν να υλοποιήσουν. Ήταν το σωτήριο έτος 138 μ.Χ όταν ο Αδριανός πήγε να βρει τον Αντίνοο στα Ηλύσια Πεδία, τελικό τόπο κατάληξης των εναρέτων σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία.


Πρωτογενείς πηγές

1.     Δίων ο Κάσσιος, Ιστορία της Ρώμης.
2.     Historia Augusta.
3.     Publius Cornelius Tacitus, De Origine et situ Germanorum.


Δευτερογενής Βιβλιογραφία

1.     Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών.
2.     Grimal Pierre, Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
3.     Rostovtzeff Michael, Ρωμαϊκή Ιστορία.
4.     Mommsen Theodor, Ρωμαϊκή Ιστορία.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Τα πολιτειακά όργανα της αρχαίας Σπάρτης



ἀλλ' ἐγὼ ἐννοήσας ποτὲ ὡς ἡ Σπάρτη 
τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα δυνατωτάτη
 τε καὶ ὀνομαστοτάτη ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐφάνη, 
ἐθαύμασα ὅτῳ ποτὲ τρόπῳ τοῦτ' ἐγένετο: 
ἐπεὶ μέντοι κατενόησα τὰ ἐπιτηδεύματα τῶν Σπαρτιατῶν, 
οὐκέτι ἐθαύμαζον. Λυκοῦργον μέντοι
 τὸν θέντα αὐτοῖς τοὺς νόμους, οἷς πειθόμενοι ηὐδαιμόνησαν, 
τοῦτον καὶ θαυμάζω καὶ εἰς τὰ ἔσχατα [μάλα] 
σοφὸν ἡγοῦμαι. ἐκεῖνος γὰρ οὐ μιμησάμενος 
τὰς ἄλλας πόλεις, ἀλλὰ καὶ ἐναντία γνοὺς ταῖς πλείσταις, 
προέχουσαν εὐδαιμονίᾳ τὴν πατρίδα ἐπέδειξεν.

(Ξενοφών: Λακεδαιμονίων Πολιτεία)

Εισαγωγή
       Η αρχαία Σπάρτη ήταν μια στρατιωτικού τύπου πολιτεία, θεμελιωμένη πάνω στην αυστηρή στρατιωτική αγωγή. Τη βάση για τη θεμελίωση του πολιτεύματος της –για το οποίο έμεινε στην ιστορία- αποτέλεσε η «Μεγάλη Ρήτρα»[1] της λυκουργείου νομοθεσίας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος: «Ούτω δε περί ταύτην εσπούδασε την αρχήν ο Λυκούργος, ώστε μαντείαν εκ Δελφών κομίσαι περί αυτής, ήν ρήτραν καλούσιν.»[2] Μέσα στη ρήτρα καθορίζονταν τα πολιτειακά όργανα τα οποία θα ασκούσαν την εξουσία, όπως οι Βασιλείς: αρχαγέταις[3], η Γερουσία: γερουσίαν[4] και η Απέλλα: απελλάζειν[5]. Εκτός των παραπάνω, υπήρχε και ο θεσμός των Εφόρων[6], οι οποίοι δεν μνημονεύονται στη ρήτρα του Λυκούργου και, μάλλον, υπήρξαν μεταγενέστερο σώμα ή προϋπήρχαν δίχως ουσιαστικές αρμοδιότητες για μεγάλο διάστημα. Ο ρόλος τους ήταν κομβικός για τη λειτουργία της σπαρτιατικής πολιτείας.

        Οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν από τους βασιλείς, τη γερουσία και τους εφόρους. Οι τρεις αυτοί πόλοι συγκροτούσαν τη λεγόμενη και «Μικρή Εκκλησία»[7], όπως αναφέρεται σχετικά από τον Ξενοφώντα. Με βάση αυτό το δεδομένο θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τη λειτουργία των κέντρων εξουσίας στην αρχαία Σπάρτη. Θα αναφερθούμε στα πολιτειακά της όργανα, ένα προς ένα, και θα διερευνήσουμε τον τρόπο ανάρρησης των μελών σε αυτά, με ειδική μνεία στη διαδικασία επιλογής αντικαταστάτη εκλιπόντος μέλους της γερουσίας.

           1.     Πολιτειακά όργανα της Σπάρτης
Όπως προαναφέραμε, τη διοίκηση της Σπάρτης συνιστούσαν τέσσερα πολιτειακά όργανα: Οι Βασιλείς, η Γερουσία, οι Έφοροι και η Απέλλα. Τα τρία πρώτα συναποτελούσαν τη Μικρή Εκκλησία, ενώ η Απέλλα απλώς επιδοκίμαζε ή διαφωνούσε με τις προτάσεις τους διά βοής. Όμως, η Μικρή Εκκλησία, στην ουσία, ήταν που λάμβανε τις πολιτικές αποφάσεις. Η κυβερνητική πολιτική είχε διαμοιρασθεί μεταξύ αυτών των τριών ηγετικών ομάδων, οι οποίες ασκούσαν την πραγματική εξουσία. Πρόκειται για μία κλειστή κάστα που κρατούσε για τον εαυτό της τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Ας δούμε, όμως, ξεχωριστά τη λειτουργία της κάθε πολιτειακής αρχής, ώστε να λάβουμε καλύτερη γνώση της δομής του σπαρτιατικού πολιτεύματος.

1.1 Βασιλείς
            Ο θεσμός της βασιλείας στη Σπάρτη είναι απομεινάρι αυτού του πολιτικού οργανισμού των Μυκηναϊκών χρόνων. Οι βασιλείς είναι δύο και εκπροσωπούν τους βασιλικούς οίκους των Αγιαδών και των Ευρυπωντιδών[1]. Τίθενται επικεφαλής της πολιτείας και αναγνωρίζονται ως ίσοι θεσμικά και πολιτειακά. Το αξίωμά τους είναι κληρονομικό. Ο φυσιολογικός κανόνας διαδοχής ορίζει, δηλαδή, ότι ο πρωτότοκος γιος διαδέχεται τον πατέρα. Υπήρχαν, φυσικά, και περιπτώσεις που τα πράγματα εξελίσσονταν πιο περίπλοκα ως προς τη συνέχεια στο θρόνο. Επίσης, διατηρούσαν τη βασιλική τους ιδιότητα ισόβια. Να επισημάνουμε, ακόμη, ότι ήταν σύνηθες φαινόμενο η προσωπική και πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ τους ως απότοκο της γενικότερης εχθρότητας που χαρακτήριζε τις δύο δυναστείες. 

            Οι δύο βασιλείς συμμετείχαν στο σώμα της Γερουσίας ως ισόβια μέλη και ψήφιζαν κανονικά τις αποφάσεις της. Σε περίπτωση που η θητεία τους ήταν μεγάλης χρονικής διάρκειας, είχαν τη δυνατότητα να καθορίσουν τόσο τη σύνθεση όσο και την πολιτική μορφή της Γερουσίας. Αυτό το πλεονέκτημα, αναμφίβολα, τους έδινε πρόσθετη πολιτική δύναμη.

            Ένα, ακόμη, βασικό προνόμιό τους ήταν η ηγεσία τους στο στράτευμα. Η εξουσία τους ήταν απόλυτη και, μάλιστα, όσο περισσότερο επιτυχημένος ήταν στρατιωτικά ένας βασιλιάς, τόσο εδραιωνόταν και αποκτούσε κύρος, όπως, για παράδειγμα, ο Αγησίλαος. Οι βασιλείς διέθεταν προσωπική φρουρά 300 ανδρών[2]. Από το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ, μετά τη διχόνοια που επικράτησε μεταξύ Κλεομένους και Δημαράτου, απαγορεύτηκε με νόμο η συνεκστρατεία των δύο. Εφεξής, σε περίπτωση πολέμου, ο ένας θα εξεστράτευε και ο άλλος θα παρέμενε στη Σπάρτη. Επιπρόσθετα, εκείνος που θα αναλάμβανε επικεφαλής του στρατού θα συνοδεύονταν από δύο Εφόρους, οι οποίοι παρακολουθούσαν και κατέγραφαν τις αποφάσεις του. Σε περίπτωση που διαπίστωναν κακοδιοίκηση, είχαν την εξουσία να τον προσάγουν ενώπιον της Μικρής Εκκλησίας, δηλαδή της Γερουσίας των Εφόρων και του άλλου βασιλιά, για να δώσει λόγο.

            Εκτός, όμως, των στρατιωτικών καθηκόντων τους, οι βασιλείς είχαν επιφορτιστεί με δικαστικές αρμοδιότητες που αφορούσαν, κατά βάσιν, υποθέσεις που άπτονταν του οικογενειακού δικαίου. Επιπλέον, προΐσταντο των ιερών και των θυσιών. Ήταν ιερείς του Δία και τελούσαν θυσίες στον Απόλλωνα. Προέβαιναν σε σπονδές και θυσίαζαν για την ευόδωση του στρατού όταν ήταν να κατέλθει σε πόλεμο. Επίσης, είχαν τη προεδρία των αγώνων, διότι τους θεωρούσαν ως ιερές τελετές. Τέλος, τους είχε ανατεθεί η επαφή με τους ξένους αξιωματούχους που επισκέπτονταν τη Σπάρτη.

1.2 Γερουσία  
Η Γερουσία είναι και αυτή κατάλοιπο της βουλής των γερόντων, όπως αναφέρεται στον Όμηρο. Το σώμα της σπαρτιατικής Γερουσίας απαρτίζονταν από 30 μέλη, τα οποία είχαν ισόβια θητεία. Τα δύο εξ’ αυτών ήταν οι βασιλείς. Οι υπόλοιποι 28 έπρεπε να έχουν υπερβεί σε ηλικία το εξηκοστό έτος. Να σημειώσουμε εδώ ότι δεδομένου του περιορισμένου αριθμού των γερουσιαστών και της ισόβιας θητείας τους, ήταν πιθανότερη η εκλογή εκείνων που είχαν αριστοκρατική καταγωγή, ενώ ταυτόχρονα το γεγονός αυτό περιόριζε την εκλογή στο σώμα των υπολοίπων Ομοίων[3]. Όσο για την εκλογή των μελών της Γερουσίας, εκείνη γίνονταν διά βοής από την Απέλλα. Θα εξηγήσουμε σε άλλη ενότητα τον τρόπο επιλογής αυτών.

Το σώμα λειτουργούσε συμβουλευτικά προς τους βασιλείς. Παράλληλα καθοδηγούσε τις αποφάσεις που επρόκειτο να επικυρωθούν από τη συνέλευση των πολιτών, την Απέλλα δηλαδή. Η αλήθεια είναι ότι η Γερουσία ασκούσε την ουσιαστική[4] διακυβέρνηση της Σπάρτης, κατέχοντας εξέχουσα θέση στο σπαρτιατικό πολίτευμα. Συγκεκριμένα, είχε τη δυνατότητα της προβουλεύσεως[5], η οποία συνίστατο στην προπαρασκευή των προτάσεων που επρόκειτο να υποβληθούν στην Απέλλα προκειμένου να εγκριθούν. Σε περίπτωση, μάλιστα, αρνητικής, διά βοής πάντα, ψήφου της Απέλλας, είχαν τη δυνατότητα να διαλύσουν τη συνέλευση και να επαναφέρουν τις προτάσεις τους σε νέα συνεδρίαση της Απέλλας. Αυτό το δικαίωμα μπορούσαν να το εξασκήσουν απεριόριστα, μέχρι να συμφωνήσει η Απέλλα με τις εισηγήσεις τους. Από τα μέσα του 5ου αιώνα, όμως, το δικαίωμα στην καθοδήγηση της συνέλευσης των Ομοίων το απέκτησαν και οι Έφοροι, μετριάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις υπερεξουσίες της Γερουσίας.

Η Γερουσία, τώρα, πέραν των παραπάνω λειτουργιών, είχε και δικαστικό ρόλο. Εξέταζαν τους φόνους πολιτών, τις κατηγορίες για προδοσία, αλλά και την προσαγωγή των βασιλέων από τους εφόρους για κακοδιοίκηση. Επέβαλαν τις ποινές της εξορίας ή και του θανάτου για τους ενόχους. Δίκαζαν, δε, όχι βάσει γραπτών νόμων, αλλά κατά τη γενική πεποίθηση, τα άγραφα έθιμα και δεν έδιναν λόγο σε κανέναν για τις αποφάσεις τους αυτές.

1.3 Έφοροι
Το σώμα των Εφόρων αποτελείτο από πέντε μέλη, όσες και οι πέντε αρχικές κόμες που συνέστησαν τη Σπάρτη. Είχαν ενιαύσια θητεία, ενώ δεν μπορούσαν να επανεκλεγούν. Για να έχει κάποιος δικαίωμα να εκλεγεί ως Έφορος έπρεπε να έχει συμπληρώσει το τριακοστό έτος, και, φυσικά, να ανήκει στην τάξη των Ομοίων. Αντιπροσώπευαν την πολιτική ζωή της πόλης, θεωρούνταν φρουροί της δημόσιας τάξης και συνεπικουρούσαν τους βασιλείς στο έργο τους. Εάν διαπίστωναν ότι οι βασιλείς παρέκλιναν των καθηκόντων τους, τους παρείχετο η δυνατότητα να τους συλλάβουν, να τους θέσουν υπό περιορισμό και να τους παραπέμψουν σε δίκη ενώπιον της Μικρής Εκκλησίας.

Οι επώνυμοι κατάλογοι των εφόρων αρχίζουν από τον 8ο αιώνα π.Χ. Στην αρχή πιθανώς να τους είχαν ανατεθεί θρησκευτικά καθήκοντα. Αργότερα, ο ρόλος τους αναβαθμίστηκε. Λειτούργησαν ως αντίβαρο, τόσο ως προς τη βασιλική εξουσία, όσο και απέναντι στη Γερουσία. Επιπλέον, είχαν τον έλεγχο από τον 5ο αιώνα, -μαζί με τη Γερουσία- όπως είδαμε, της Απέλλας. Στις συνεδριάσεις της την προεδρία ασκούσε ένας έφορος, ενώ, ταυτόχρονα κατηύθυνε το σώμα στην επικύρωση των αποφάσεων που είχαν παρθεί. Με την πάροδο του χρόνου απέβησαν το κατ’ εξοχήν σώμα της Σπάρτης. Ήταν υπεύθυνοι για την περίφημη σπαρτιατική αγωγή των νέων. Κατά την κλασική περίοδο οι έφοροι έρχονταν σε διαπραγματεύσεις με τα ξένα διπλωματικά σώματα. Ακόμη, δύο εξ αυτών συνόδευαν το βασιλιά στις εκστρατείες, με σκοπό να ελέγχουν τις πράξεις του.

 Υπό την εποπτεία τους, επίσης, ήταν τα δημόσια οικονομικά, καθώς και η συμπεριφορά των περιοίκων, όπως και των ειλώτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε χρόνο οι έφοροι κήρυτταν τον πόλεμο κατά των ειλώτων. Στις δικαστικές τους αρμοδιότητες ήταν η παραπομπή των άλλων πολιτειακών φορέων σε δίκη, εάν διαπιστωνόταν η εμπλοκή τους σε κακοδιαχείριση, η εκδίκαση αστικών υποθέσεων μεταξύ των πολιτών, αλλά και η εξέταση ποινικών υποθέσεων που αφορούσαν είτε τους είλωτες είτε τους ξένους που βρίσκονταν στη σπαρτιατική επικράτεια. Είχαν τη δύναμη να διατάξουν, χωρίς άλλη διαδικασία, το φόνο όποιου θεωρούνταν επικίνδυνος για την πολιτεία, αλλά και την εξορία όσων ξένων, δυνητικά, αποτελούσαν λανθασμένο, κατ’ αυτούς, πρότυπο για τη σπαρτιατική αγωγή. Προοδευτικά, οι Έφοροι μετατράπηκαν στον πλέον ισχυρό συντηρητικό παράγοντα, εχθρό κάθε μεταρρυθμιστικής κίνησης, η οποία προέρχονταν, κατά κανόνα, από τους βασιλείς. Στη δύναμη των Εφόρων προσέκρουσαν οι μεταρρυθμιστικές απόπειρες του Κλεομένη και του Παυσανία.

1.4 Απέλλα
            Η συνέλευση των Ομοίων συνιστούσε την Απέλλα. Σε αυτή συμμετείχαν όσοι είχαν ηλικία από τριάντα ετών και πάνω. Οι συνελεύσεις της καθορίζονταν από τη ρήτρα σε ορισμένο χρόνο και τόπο: «ώραις εξ ωράν απελλάζειν μεταξύ Βαβύκας τε και Κνακιώνος»[6]. Αντιπροσώπευε το δήμο, τους άνδρες που είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα και υπηρετούσαν στο στρατό. Το έργο της ήταν να εγκρίνει  τις αποφάσεις για τους νόμους, την κήρυξη πολέμου, τη σύναξη συμμαχιών, να εκλέγει τα μέλη της Γερουσίας, τους εφόρους και τους παιδονόμους που είχαν την επιμέλεια της αγωγής των παιδιών, όπως επίσης και την αφαίρεση ή την παροχή των πολιτικών δικαιωμάτων.

          Οι συνεδριάσεις του πολιτειακού αυτού οργάνου είχαν τη χειραγώγηση, αρχικά της Γερουσίας, στη συνέχεια των Εφόρων και της Γερουσίας μαζί, οι οποίοι είχαν την ευθύνη να επεξεργάζονται και να παρουσιάζουν τα θέματα που θα έφερναν προς συζήτηση και έγκριση. Σε αυτές τις συζητήσεις δεν είχαν το δικαίωμα οι υπόλοιποι Όμοιοι να υποβάλλουν τις δικές τους προτάσεις ή να ζητήσουν επί μέρους τροποποιήσεις των ήδη υποβληθέντων. Το μοναδικό τους δικαίωμα ήταν, είτε να συμφωνήσουν είτε να διαφωνήσουν διά βοής, και αυτό φυσικά, τελούσε υπό την αίρεση της Γερουσίας που της δίδονταν η δυνατότητα να διαλύσει τη συνέλευση εκείνη που διαφωνούσε με τις προτάσεις της.

2.     Διαδικασία πλήρωσης θέσης εκλιπόντος γερουσιαστή
Η αντικατάσταση εκλιπόντος μέλους της γερουσίας ακολουθούσε συγκεκριμένο τελετουργικό που αποτελούνταν από αυστηρά καθορισμένα στάδια. Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, εκείνος που θα πλήρωνε τη θέση έπρεπε να είναι ενάρετος και γνωστικός. Η επιλογή του ως γερουσιαστή αποτελούσε ένα είδος επιβράβευσης για τις αρετές του. Η θέση ήταν εξόχως τιμητική, αλλά και ουσιαστική συνάμα, διότι τον καθιστούσε κύριο της τιμής των συμπολιτών του μέσα από το κορυφαίο πολιτειακό όργανο της Σπάρτης.

Οι υποψήφιοι για τη θέση έπρεπε, κατ’ αρχάς να πληρούν το ηλικιακό κριτήριο που τους ήθελε να έχουν κλείσει τα εξήντα, ενώ θα έπρεπε να προέρχονται από την τάξη των Ομοίων. Η εκλογή τους λάμβανε χώρα σε συνεδρίαση της Απέλλας. Εξέλεγαν μία επιτροπή κριτών, οι οποίοι μαζί με έναν έφορο κλεινόντουσαν σε ένα γειτονικό οίκημα ώστε να μην έχουν ούτε οπτική, ούτε ακουστική επαφή με τους υποψηφίους. Στη συνέχεια οι υποψήφιοι γερουσιαστές περνούσαν μπροστά από το σώμα των πολιτών ένας-ένας, δίχως να εκφέρουν την παραμικρή λέξη. Οι Όμοιοι σε κάθε παρουσία επιδοκίμαζαν, αναλόγως των προτιμήσεών τους, με συνεχείς επευφημίες. Οι έγκλειστοι της επιτροπής, σε κάθε παρουσίαση κατέγραφαν την ένταση των κραυγών και την τάξη αυτών, δίχως να γνωρίζουν σε ποιον υποψήφιο απευθύνονταν. Στο τέλος, εκείνος που θα συγκέντρωνε τις πιο δυνατές ιαχές και ζητωκραυγές, η επιτροπή τον αναγόρευε ως ισόβιο μέλος της Γερουσίας. Στη συνέχεια, ο νέος γερουσιαστής περιερχόταν ανάμεσα στο πλήθος στεφανωμένος, με τους Ομοίους να τον ακολουθούν επευφημώντας τον, ενώ εκείνος κατευθύνονταν προς τα ιερά των Θεών. Οι οικείοι του παρέθεταν τραπέζι προς τιμήν του, ενώ στο συσσίτιο της ημέρας του αναλογούσαν δύο μερίδες. Εκείνος, αφού  έτρωγε τη μία, την άλλη τη φύλασσε για να τη δώσει σε εκείνη τη γυναίκα που τιμούσε περισσότερο, ως αριστείο για την εκλογή του. Η τιμή που την περιποιούσε την καθιστούσε ως αξιομνημόνευτη από τις υπόλοιπες γυναίκες.

           Σχετικά με την εκλογή του νέου γερουσιαστή, έχει διατυπωθεί η άποψη από τον Αριστοτέλη ότι, ουσιαστικά, αναφερόμαστε σε μία παράσταση δημοφιλίας. Μάλιστα, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος χαρακτηρίζει την όλη σκηνή στα «Πολιτικά» του ως παιδαριώδη: «έτι δε και την αίρεσιν ήν ποιούνται των γερόντων κατά τε την κρίσιν εστί παιδαριώδης»[7]. Με αυτή του την τοποθέτηση ήθελε να τονίσει ότι στερούνταν σοβαρότητας η όλη τελετή αναγόρευσης του νέου μέλους της Γερουσίας.

Συμπεράσματα 
Ø  Οι υποψήφιοι δημογέροντες προέρχονται από το σώμα των Ομοίων, και, είναι προαπαιτούμενο η συμπλήρωση της ηλικίας των 60 ετών. 
Ø  Θεωρητικά μπορεί να εκλεγεί γερουσιαστής οποιοσδήποτε Όμοιος Σπαρτιάτης. 
Ø Τα μέλη του σώματος της Γερουσίας είναι ισόβια. 
Ø  Στην αρχαία Σπάρτη, οι υποψήφιοι για τη Γερουσία κατατάσσονται σύμφωνα με την ένταση των κραυγών επιδοκιμασίας. Αυτές καταγράφονται από την επιτροπή των εγκλείστων κριτών, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τους υποψηφίους. Αυτή είναι βασική παράμετρος, γιατί έκριναν αμερόληπτα, με βάση μόνο αυτά που αφουγκράζονταν. Η επιλογή ήταν διά βοής και εκείνος που θα συγκέντρωνε, αναλογικά, τον πιο δυνατό ευφημισμό, από την καταγραφή των κριτών, επιλέγονταν για γερουσιαστής. Επομένως, το πλέον σημαντικό στοιχείο ήταν η Δημοφιλία του κάθε υποψηφίου. Όσο περισσότερο δημοφιλής ήταν, τόσα περισσότερα επιφωνήματα συγκέντρωνε. 
Ø  Ο Πλούταρχος αναφέρει στο κείμενο του ότι ο συγκεκριμένος τρόπος επιλογής των μελών της Γερουσίας αποσκοπούσε στην εκλογή των πιο ενάρετων και μυαλωμένων ηλικιωμένων. Η αρετή ήταν βασικό κριτήριο σεβασμού για τους αρχαίους Έλληνες, πολλώ δε μάλλον για τους σκληροτράχηλους Σπαρτιάτες, που επιζητούσαν τους πλέον κατάλληλους για να στελεχώσουν τα ανώτατα πολιτειακά τους όργανα (πλην της βασιλείας που ήταν κληρονομική) με σκοπό, αφενός μεν να εμπνέουν εμπιστοσύνη, αφετέρου δε να καθοδηγούν τους πολίτες.   


[1] Levy 2008, «Οι δύο Βασιλείς». Edmond Levy, Σπάρτη Κοινωνική και Πολιτική Ιστορία έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση, Μετάφραση Αθανάσιος Στεφανής, Αθήνα: ΠΑΤΑΚΗ, 239.
[2] Ν. Μπιργάλιας, ό.π, 199.
[3] Στο ίδιο, 197.
[4] Α. Μήλιος, ό.π, 97.
[5] Στο ίδιο, 97.
[6] Πλουτάρχου, ό.π, 42.
[7] Αριστοτέλης 1993,  Άπαντα Πολιτικά Τόμος 1,  Αθήνα: ΚΑΚΤΟΣ, 168.


[1] Μήλιος 2000 Ν. Μπιργάλιας, «Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: Δικαστική, Στρατιωτική και Θρησκευτική ζωή», στο Α. Μήλιος και άλλοι, Δημόσιος & ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την  αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμος Α’. Δημόσιος & ιδιωτικός βίος στην αρχαία Ελλάδα, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 197.
[2] Πλουτάρχου 1992, «Λυκούργος», Βίοι Παράλληλοι Λυκούργος – Νουμάς. Τόμος 4, Αθήνα: ΚΑΚΤΟΣ, 42.
[3] Στο ίδιο, 42.
[4] Στο ίδιο, 42.
[5] Στο ίδιο, 42.
[6] Μήλιος 2000 Α. Μήλιος, «Η έννοια του ελεύθερου πολίτη», στο Α. Μήλιος και άλλοι, Δημόσιος & ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την  αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμος Α’. Δημόσιος & ιδιωτικός βίος στην αρχαία Ελλάδα, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 97.
[7] Στο ίδιο, 93.


Βιβλιογραφία


1.     Α. Μήλιος, Ν. Μπιργάλιας, Ελ. Παπαευθυμίου, Α. Πετροπούλου, Δημόσιος & ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την  αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμος Α’. Δημόσιος & ιδιωτικός βίος στην αρχαία Ελλάδα, Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα, 2000.
2.     Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι Λυκούργος – Νουμάς. Τόμος 4, Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα, 1992.
3.    Ξενοφώντος, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2007.
4.     Edmond Levy, Σπάρτη Κοινωνική και Πολιτική Ιστορία έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση, Μετάφραση Αθανάσιος Στεφανής, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, 2008.
5.     Αριστοτέλης, Άπαντα Πολιτικά Τόμος 1,  Εκδόσεις  ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα, 1993.