Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Η μεγάλη μετανάστευση των λαών των 4ο και τον 5ο αιώνα



Τα Αίτια της Μετανάστευσης

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής ιστορίας κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα είναι η μετανάστευση και η εγκατάσταση γερμανικών λαών στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον 5ο αι. Οι Γερμανοί ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Σχετικά με την προέλευσή τους και το χρόνο της μετακίνησής τους από τις αρχέγονες εστίες τους υπάρχει πολύ μεγάλη αβεβαιότητα. Η εγκατάστασή τους σε ρωμαϊκά εδάφη ευνοήθηκε από ορισμένες μεταβολές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας που έγιναν αισθητές στη διάρκεια του 4ου αι. Αυτές ήταν η υποχώρηση του εμπορίου και της χρηματικής οικονομίας, η αναβίωση μορφών φυσικής οικονομίας (Τύπος οικονομίας στον οποίον η παραγωγή είναι κλειστή, περιορισμένη και με αργούς ρυθμούς ανάπτυξης, έχοντας ως αποστολή της την ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών του παραγωγού. Η φυσική οικονομία εμφανίσθηκε την προϊστορική περίοδο και εκτοπίσθηκε σταδιακά από οικονομικά συστήματα όπου επικρατούσαν οι εμποροχρηματικές ανταλλαγές, αν και επανεμφανίσθηκε σε ορισμένες ιστορικές περιόδους και διατηρήθηκε επί μεγάλο χρονικό διάστημα σε οικονομικά καθυστερημένες περιοχές της υφηλίου.) και η εντατικοποίηση της γεωργίας, η μείωση του πληθυσμού και η συρρίκνωση των πόλεων, η αύξηση της ισχύος των γαιοκτημόνων μελών της Συγκλήτου (Σύγκλητος (λατ. senatus): Το κυβερνητικό και συμβουλευτικό σώμα της αρχαίας Ρώμης, το οποίο αποτελούσε τον μακροβιότερο θεσμό της ρωμαϊκής πολιτείας. Την αποτελούσαν αρχικά τα μέλη της τάξης των πατρικίων και η εξουσία της ήταν απεριόριστη. Την εποχή της Δημοκρατίας κατέστη το κύριο κυβερνητικό σώμα στη Ρώμη. Την συνεχώς αυξανόμενη ισχύ της προσπάθησαν να περιορίσουν οι ηγέτες των πληβείων. Επί Ηγεμονίας έχασε τις περισσότερες αρμοδιότητές της. Ο Μ. Κωνσταντίνος δημιούργησε δεύτερο σώμα στην Κωνσταντινούπολη. Η Σύγκλητος διατηρήθηκε στη Ρώμη έως τον 6ο αι. μ.Χ. και στο Βυζάντιο έως την Άλωση.) και ο αυξανόμενος κατακερματισμός της εξουσίας. Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν την κατάρρευση της ρωμαϊκής διοίκησης στη Δύση και το γεγονός αυτό με τη σειρά του ευνόησε την εγκατάσταση των Γερμανών και την ίδρυση των αυτοτελών βασιλείων τους. Πέρα, όμως, από τις μεταβολές αυτές, οι ιστορικοί επισημαίνουν και άλλους παράγοντες, οι οποίοι αφορούν τους ίδιους τους Γερμανούς, συνέβαλαν όμως και αυτοί στη μεγάλη γερμανική μετανάστευση. Τέτοιοι παράγοντες ήταν οι αναστατώσεις που συνέβησαν στη μακρινή Ανατολή, οι διαμάχες μεταξύ των διαφόρων βαρβαρικών φύλων, πιθανές κοινωνικές συγκρούσεις μέσα σε αυτά, η έλλειψη καλλιεργήσιμων εδαφών, ίσως ακόμη δυσμενείς κλιματικές μεταβολές και, τέλος, η έλξη που ασκούσε η Μεσόγειος και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στον κόσμο των βαρβάρων.

Το Εύρος της Μετανάστευσης

Η σπουδαιότερη από τις μεταναστεύσεις μέσα στη ρωμαϊκή επικράτεια έλαβε χώρα στις αρχές του 5ου αι. Διάφορα γερμανικά φύλα πέρασαν τον Ρήνο και εισέβαλαν στη ρωμαϊκή επικράτεια. Μία επιστολή του Αγίου Ιερωνύμου, που στάλθηκε από τη Ρώμη το 409, περιγράφει με δραματικό τόνο το μέγεθος της καταστροφής:

«… Αναρίθμητα και εξαιρετικά άγρια έθνη κατέκτησαν ολοκληρωτικά τη Γαλατία (Ιστορική περιοχή της Ευρώπης, που περιλαμβάνει την έκταση ανάμεσα στον ποταμό Πάδο και τις Άλπεις, καθώς και την έκταση ανάμεσα στις Άλπεις, τη Μεσόγειο, τα Πυρηναία και τον Ατλαντικό Ωκεανό, δηλ. τη σημ. Β. Ιταλία, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και τμήματα της Ολλανδίας και της Ελβετίας. Κατοικούταν από τα φύλα των Κελτών, τους οποίους οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν Γαλάτες, εξ ου και το όνομα της περιοχής.). Όλη η χώρα που απλώνεται ανάμεσα στις Άλπεις και τα Πυρηναία, ανάμεσα στον Ωκεανό και τον Ρήνο ερημώθηκε από Κουάδους (Αρχαίο γερμανικό φύλο που τον 1ο αι. μ.Χ. κατοικούσε στην περιοχή της σημερινής Μοραβίας, ανάμεσα στους ποταμούς Δούναβη, Έλβα και Όντερ. Αρχικά βρίσκονταν σε ειρηνικές σχέσεις με τους Ρωμαίους, αλλά αργότερα (166-180 μ.Χ.) ενώθηκαν με τους Μαρκομάννους στον πόλεμο εναντίον των αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και Κόμμοδου. Μετά την ήττα τους, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν προσωρινά την επικυριαρχία των Ρωμαίων. Στις αρχές του 5ου αι ένα μέρος των Κουάδων ακολούθησε τους Βανδάλους στην Ισπανία, όπου ίδρυσαν ένα βασίλειο στα βορειοδυτικά της χερσονήσου. Το βασίλειο των Κουάδων στην Ισπανία κατακτήθηκε από τους Βησιγότθους το 585.), Βανδάλους, Σαρμάτες (Λαός ιρανικής καταγωγής, συγγενής με τους Σκύθες. Είναι γνωστοί στις πηγές και ως Σαυρομάτες ή Σαυρομάτοι. Απαρτίζονταν από διάφορα φύλα, όπως τους Αλανούς, τους Ροξολανούς κ.ά. Τον 6ο-4ο αι. π.Χ. μετανάστευσαν από την Κεντρική Ασία στα Ουράλια. Τον 4ο αι. π.Χ. διέβησαν τον ποταμό Ντον και, έως τον 2ο αι. π.Χ., υπέταξαν τους Σκύθες της σημερινής Ν. Ρωσίας. Τον 1ο αι. μ.Χ. και αργότερα διείσδυσαν στις ρωμαϊκές επαρχίες της περιοχής του Δούναβη και συμμάχησαν με ορισμένα γερμανικά φύλα εναντίον των Ρωμαίων. Τον 3ο αι. συνετρίβησαν από τους Γότθους και τους ακολούθησαν στην εισβολή τους στη Δυτική Ευρώπη. Η χώρα των Σαρματών καταστράφηκε από τους Ούννους μετά το 370 μ.Χ. Όσοι επέζησαν αφομοιώθηκαν από τους κατακτητές τους ή τους ακολούθησαν στη Δύση. Τα τελευταία ίχνη του λαού των Σαρματών είχαν χαθεί έως τον 6ο αι.), Αλανούς (Σαρματικό φύλο το οποίο μετανάστευσε μαζί με τους υπόλοιπους Σαρμάτες από την Κεντρική Ασία προς τα δυτικά και εγκαταστάθηκε στα βόρεια του Καυκάσου. Από εκεί επεκτάθηκαν και στις στέππες της σημερινής Νότιας Ρωσίας. Από τον 1ο αι. π.Χ. έως τον 3ο αι. μ.Χ. διεξήγαν επιδρομές στις ρωμαϊκές επαρχίες της Ανατολής. Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. υποτάχθηκαν στους Ούννους και ένα μεγάλο μέρος των Αλανών τους ακολούθησε στη μετανάστευσή τους στη Δυτική Ευρώπη, όπου ενώθηκαν με τους Βανδάλους και τους Σουηβούς και πέρασαν στη Β. Αφρική. Οι Αλανοί αυτοί αφομοιώθηκαν γρήγορα από τους Βανδάλους. Οι Αλανοί που παρέμειναν στην Αλανία ήλθαν σε στενή επαφή με το Βυζάντιο. Εκχριστιανίστηκαν από τους Βυζαντινούς στις αρχές του 10ου αι. Η υποταγή τους στους Μογγόλους τον 13ο αι. είχε ως αποτέλεσμα τη διασπορά τους κατά φυλές και την αφομοίωσή τους από άλλους λαούς μετά τον 16ο αι.), Γεπίδες (Αρχαίο γερμανικό φύλο το οποίο αρχικά κατοικούσε στην Σκανδιναβία. Κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.Χ. μετανάστευσαν μαζί με τους Γότθους και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των εκβολών του ποταμού Βιστούλα. Στα μέσα του 3ου αι. μετακινήθηκαν και πάλι προς Νότον και εγκαταστάθηκαν στο βόρειο τμήμα της Δακίας. Στις αρχές του 5ου αι. υποτάχθηκαν στους Ούννους και έλαβαν μέρος στις επιδρομές του Αττίλα στα βυζαντινά εδάφη. Μετά τον θάνατο του Αττίλα (453) πρωτοστάτησαν στη διάλυση του κράτους των Ούννων και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Σιρμίου στον Δούναβη. Από το 552 ήλθαν σε σύγκρουση με τους Λογγοβάρδους της Παννονίας και του Νωρικού. Το 567 το κράτος τους διαλύθηκε από τους συνασπισμένους Λογγοβάρδους και Αβάρους. Ένα μέρος των Γεπίδων ακολούθησε τους Λογγοβάρδους στη Β. Ιταλία, ενώ οι υπόλοιποι υποτάχθηκαν στους Αβάρους. Μικρό μέρος τους κατατάχθηκαν στον βυζαντινό στρατό ως μισθοφόροι. Τα ίχνη τους χάνονται μετά τον 7ο αι.), Ερούλους (Αρχαίο γερμανικό φύλο που αρχικά κατοικούσε στη Σκανδιναβία. Στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν προς Νότον υπό την πίεση των Δανών. Κατά τη μετακίνησή τους διασπάστηκαν σε δύο κλάδους. Ο δυτικός κλάδος εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Κάτω Ρήνου, από όπου διενεργούσαν επιδρομές στα ρωμαϊκά εδάφη της Γαλατίας. Ο ανατολικός κλάδος των Ερούλων έφτασε περί το 267 στις ακτές του Ευξείνου. Από εκεί διενήργησαν εκτεταμένη επιδρομή στις ρωμαϊκές επαρχίες του ελλαδικού χώρου και του Αιγαίου. Το 269 συνετρίβησαν μαζί με τους Γότθους από τους Ρωμαίους σε μάχη στη Ναϊσσό. Στα τέλη του 4ου αι. υποτάχθηκαν στους Ούννους και πήραν μέρος στις εκστρατείες του Αττίλα. Στα μέσα του 5ου αι. ελευθερώθηκαν από την κυριαρχία των Ούννων και το 470 κατέλαβαν την Παννονία. Ένα μέρος τους ακολούθησε τον Οδόακρο στην Ιταλία. Όσοι έμειναν υποτάχθηκαν στους Λογγοβάρδους στις αρχές του 6ου αι. Το 512 πέρασαν τον Δούναβη με άδεια του Βυζαντινού αυτοκράτορα και εγκαταστάθηκαν στη σημερινή Βουλγαρία ως σύμμαχοι του Βυζαντίου. Σταδιακά αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό. Την ίδια εποχή οι Έρουλοι του δυτικού κλάδου ενσωματώθηκαν στο Φραγκικό Βασίλειο.), Σάξωνες (Αρχαίο γερμανικό φύλο το οποίο μνημονεύεται για πρώτη φορά στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. Αρχικά κατοικούσαν στα παράλια της Βαλτικής και στο σημερινό Σλέσβιχ. Τον 4ο αι. μ.Χ. διενεργούσαν πειρατικές επιδρομές στη Βόρεια Θάλασσα. Στα πρώτα χρόνια του 5ου αι. επεκτάθηκαν στη Β. Γερμανία, ενώ μεγάλο μέρος τους εγκαταστάθηκε, μαζί με τους Άγγλους, στη Βρετανία. Στα τέλη του 8ου αι. ήλθαν σε σύγκρουση με τους Φράγκους και, τελικά, ενσωματώθηκαν στην αυτοκρατορία του Καρλομάγνου.), Βουργουνδούς, Αλαμαννούς (Ομοσπονδία γερμανικών φύλων που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Άνω Ρήνου και του Κάτω Δούναβη στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ., από όπου διενεργούσαν επιδρομές στα ρωμαϊκά εδάφη της Γαλατίας, της Ιταλίας και του Ιλλυρικού. Στα τέλη του 3ου και τις αρχές του 4ου αι. ηττήθηκαν από τον Κωνσταντίνο Α’, το 357 από τον Ιουλιανό στη Γαλατία και το 368 από τον Βαλεντινιανό Α’ στον ποταμό Νέκαρ. Στα τέλη του 4ου αι. η ενοχλητική παρουσία τους στα ρωμαϊκά εδάφη είχε εξουδετερωθεί. Τον 5ο αι. απωθήθηκαν βορειότερα από τους Βησιγότθους και το 496 υποτάχθηκαν στους Φράγκους. Στα πλαίσια του Φραγκικού Κράτους διατήρησαν για πολλούς αιώνες έναν βαθμό αυτονομίας.) και Ούννους (Ομάδα τουρκόφωνων νομαδικών φύλων που κατοικούσαν αρχικά στην Κεντρική Ασία και μνημονεύονται για πρώτη φορά τον 2ο αι. μ.Χ., ενώ ήταν γνωστοί και στους Κινέζους ως Χουννού. Κατάγονταν, πιθανότατα, από τους Εφθαλίτες ή Λευκούς Ούννους. Η μετακίνησή τους από την Κεντρική Ασία προς τα δυτικά τον 4ο αι. μ.Χ. προκάλεσε τη Μεγάλη Μετανάστευση των Λαών. Στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. υπέταξαν τη Σογδιανή και λίγο αργότερα τους Αλανούς του Β. Καυκάσου. Από εκεί διέβησαν τον ποταμό Δον περί το 370. Το 375-376 περίπου νίκησαν τους Γότθους και κατέλυσαν το κράτος τους. Τότε υπέταξαν το μεγαλύτερο μέρος των Οστρογότθων και ανάγκασαν τους Βησιγότθους να μεταναστεύσουν στη Δύση. Έως το 390 είχαν εγκατασταθεί στην Παννονία, ενώ άλλο τμήμα τους επέδραμε στη Συρία και την Καππαδοκία το 394-395. Η συμμαχία τους με τους Βυζαντινούς τους επέτρεψε να επεκτείνουν έως τις αρχές του 5ου αι. την κυριαρχία τους σε πολλούς γερμανικούς και άλλους λαούς της Κεντρικής Ευρώπης. Από το 430 διενήργησαν πολλές καταστροφικές επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη της Βαλκανικής, αναγκάζοντας τους αυτοκράτορες να υπογράφουν συνθήκες και να τους καταβάλλουν φόρο υποτέλειας. Το μέγιστο σημείο ακμής του κράτους τους ήταν η περίοδος βασιλείας του Αττίλα (434-453). Μετά το 450 και την τελική συνθήκη ειρήνης με το Βυζάντιο οι επιδρομές τους στράφηκαν προς τη Δύση. Το 451 επέδραμαν στη Γαλατία (όπου νικήθηκαν από τον στρατηγό Αέτιο) και το 452 στην Ιταλία. Μετά τον θάνατο του Αττίλα τα γερμανικά φύλα που ήταν έως τότε υποτελή στους Ούννους εξεγέρθηκαν. Το 455 οι συνασπισμένοι Γεπίδες, Οστρογότθοι και Έρουλοι νίκησαν τους γιους του Αττίλα σε μάχη στον ποταμό Νεντάο. Η αυτοκρατορία των Ούννων διαλύθηκε και τράπηκαν σε φυγή προς την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Το 469 προσπάθησαν ανεπιτυχώς να διεισδύσουν στη Βαλκανική. Σταδιακά εξέλιπαν ως λαός.). Η Βορματία αφανίστηκε ύστερα από μακρόχρονη πολιορκία. Η πανίσχυρη civitas Remorum [Ρενς, Reims], η Αμιένη, το Αρράς [Arras] και οι ακροτελεύτιες πόλεις της οικουμένης, οι Μορινοί, η Τουρναί [Tournai], η Σπείρα [Speyer] και το Στρασβούργο έγιναν τμήματα της Γερμανίας. Στην Ακουϊτανία (Ιστορική περιοχή της Ευρώπης, στα νοτιοδυτικά της σημερινής Γαλλίας, ανάμεσα στα Πυρηναία και τον ποταμό Γαρούννα. Αποτελούσε τμήμα της Γαλατίας και κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους στα μέσα του 1ο αι. π.Χ. Επί Αυγούστου έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση του αυτοκράτορα Διοκλητιανού χωρίστηκε σε τρεις επαρχίες, την Πρώτη Ακουϊτανία (Aquitania Prima), τη Δευτέρα Ακουϊτανία (Aquitania Secunda) και τη Νοβεμποπουλανία (Novempopulana) ή Τρίτη Ακουϊτανία. (Aquitania Tertia).) ερημώθηκαν τα πάντα. Ακόμη και η Ισπανία τρέμει κάθε μέρα, καθώς θυμάται την εισβολή των Κίμβρων (Αρχαίο γερμανικό φύλο που κατοικούσε αρχικά στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου της Γιουτλάνδης. Στα τέλη του 2ου π.Χ., μαζί με τους Τεύτονες και τους Άμβρωνες, μετανάστευσαν προς Νότον. Το 113 π.Χ. νίκησαν σε μάχη στην Καρινθία τους Ρωμαίους και εγκαταστάθηκαν στη Γαλατία, όπου αντιμετώπισαν νικηφόρα τους Ρωμαίους σε πολλές μάχες. Το 102 π.Χ. εισέβαλαν στη Β. Ιταλία, αλλά το 101 π.Χ. συνετρίβησαν από τον Ρωμαίο στρατηγό Μάριο.)».

Δέκα χρόνια αργότερα, γύρω στα 420, ο ιστορικός Ορόσιος περιέγραψε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί με τα ακόλουθα λόγια:

«Οι Γερμανοί, αφού διέσχισαν τις Άλπεις, τη Ραιτία και όλη την Ιταλία, έχουν φθάσει κιόλας μπροστά στη Ραβέννα. Οι Αλαμαννοί οργώνουν τη Γαλατία και φθάνουν ακόμη και στην Ιταλία. Η Ελλάδα, η Μακεδονία, ο Πόντος και η Μικρά Ασία αφανίζονται από τον κατακλυσμό των Γότθων. Η Δακία πέρα από τον Δούναβη χάθηκε για πάντα. Οι Κουάδοι και οι Σαρμάτες καταστρέφουν την Παννονία. Οι Γερμανοί κατακτούν την εξαντλημένη Ισπανία».

Η Μετανάστευση των Βανδάλων

Οι Βάνδαλοι πέρασαν τον Ρήνο στα τέλη του έτους 406 και εισέβαλαν στην Ισπανία (409), όπου ασπάστηκαν τον Αρειανισμό. Αργότερα ο βασιλιάς Γιζέριχος οδήγησε τον λαό του στην Αφρική (429) και ίδρυσε το Βανδαλικό Βασίλειο (429-534). Τη βανδαλική κατάκτηση της Αφρικής διευκόλυναν διάφορα εθνικά, θρησκευτικά και κοινωνικά κινήματα, καθώς και η αντιπαράθεση του Ρωμαίου διοικητή με την κεντρική κυβέρνηση. Με τη συνθήκη του 435 μεταξύ Βανδάλων και Ρωμαίων, οι Βάνδαλοι έλαβαν τις κυριότερες βορειοαφρικανικές επαρχίες. Ακολούθησε η κατάληψη από τους Βανδάλους της Καρχηδόνος (439) και της Σικελίας. Με μια νέα συνθήκη ο αυτοκράτορας Βαλεντινιανός Γ’ αναγνώρισε την κυριαρχία των Βανδάλων στη Βόρεια Αφρική και στα νησιά Σαρδηνία, Κορσική, Σικελία και Βαλεαρίδες (476).

Ο Γιζέριχος και οι διάδοχοί του εφάρμοσαν τον υποχρεωτικό προσηλυτισμό του ρωμαϊκού πληθυσμού της Βόρειας Αφρικής στον Αρειανισμό. Αυτό επιδείνωσε τις σχέσεις μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων. Σημαντικές ήταν οι γενικότερες συνέπειες της βανδαλικής κατάκτησης. Η απώλεια της Βόρειας Αφρικής, σιτοβολώνα της Ιταλίας, έκανε πολύ δύσκολο τον επισιτισμό της Ρώμης. Οι βανδαλικές επιδρομές υπονόμευσαν την οικονομία και τη δύναμη του Ρωμαϊκού Κράτους (κατάληψη και λεηλασία της Ρώμης το 455) και κατέστησαν εξαιρετικά επισφαλείς τις μεσογειακές επικοινωνίες.

Η Μετανάστευση των Βησιγότθων

Η κατάσταση αυτή ευνόησε το Βησιγοτθικό Βασίλειο της Τουλούζης (418-507). Οι Βησιγότθοι, που είχαν εγκατασταθεί αρχικά στη Θράκη με την άδεια των βυζαντινών αρχών (376), ξεσηκώθηκαν και στη μάχη της Αδριανούπολης συνέτριψαν τις δυνάμεις της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ουάλης (Φλάβιος Ουάλης (ή Βάλης) (Flavius Valens). Γεννήθηκε το 328 μ.Χ. περίπου στην Παννονία. Σταδιοδρόμησε στον στρατό και διακρίθηκε επί βασιλείας Ιουλιανού και Ιοβιανού. Τον Μάρτιο του 364 ο Ουάλης αναγορεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους από τον αδελφό του Βαλεντινιανό, τον οποίον ο στρατός είχε ανακηρύξει αυτοκράτορα της Δύσης μετά τον θάνατο του Ιοβιανού. Το 365-366 αντιμετώπισε τη στάση του σφετεριστή Προκοπίου, συγγενούς του Ιουλιανού. Το 366-367 βαπτίστηκε Χριστιανός και ασπάστηκε το δόγμα του Αρειανισμού. Το 373/4 και το 377/8 εξεστράτευσε στο ανατολικό σύνορο για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες. Το 376 έδωσε άδεια στους Γότθους να εγκατασταθούν στη Θράκη. Έχασε τη ζωή του στις 9 Αυγούστου 378 κατά τη διάρκεια μάχης στην Αδριανούπολη εναντίον των Γότθων και το επόμενο έτος τον διαδέχθηκε ο στρατηγός Θεοδόσιος.) έπεσε στο πεδίο της μάχης (378). Ο διάδοχός του Θεοδόσιος Α’ εγκατέστησε τους Βησιγότθους στην Κάτω Μοισία (Ρωμαϊκή επαρχία στην ιστορική παραδουνάβια περιοχή της Μοισίας, η οποία πήρε το όνομά της από το θρακικό φύλο των Μοισών που κατοικούσαν στην περιοχή. Αποτελούσε το ανατολικό τμήμα της Μοισίας με πρωτεύουσα τη Μαρκιανούπολη και χωρίστηκε από την Άνω (δυτική) Μοισία το 86 μ.Χ. Σήμερα αποτελεί τμήμα της Βουλγαρίας.) (382). Αργότερα ο βασιλιάς των Βησιγότθων Αλάριχος (395-410) οδήγησε τον λαό του στην Ιταλία και κατέλαβε τη Ρώμη (410). Ακολούθησε νέα μετανάστευση στις ακτές του Ατλαντικού, όπου οι Βησιγότθοι κατέκτησαν τη Δεύτερη Ακουιτανία (Aquitania Secunda) (418). Εδώ οι Βησιγότθοι οργανώθηκαν και εξελίχθηκαν σε έθνος (gens) με άξονα τη γοτθική παράδοση. Οι Ρωμαίοι, όμως, κρατούσαν κλειστή τη διέξοδο προς τη Μεσόγειο. Η προσπάθεια των Βησιγότθων να συμμαχήσουν με τους Βανδάλους, για να σπάσουν τον ρωμαϊκό αποκλεισμό, ματαιώθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Αέτιο (442). Ο τελευταίος πάντως συνεργάστηκε με τους Βησιγότθους στην καταστροφική για τους Ούννους μάχη στα Καταλαυνικά Πεδία (451). Οι Βησιγότθοι έφθασαν στο απόγειο της δυνάμεώς τους επί της βασιλείας του Ευρίχου (466-484), ο οποίος κατόρθωσε να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Γαλατίας και να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο κράτος. Ωστόσο, μετά την ήττα τους από τους Φράγκους και την απώλεια της Τουλούζης (507), οι Βησιγότθοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ισπανία. Πρωτεύουσα του νέου Βησιγοτθικού Κράτους έγινε η Μέριδα και ακολούθως (μετά το 580) το Τολέδο. Το Βησιγοτθικό Βασίλειο της Ισπανίας καταλύθηκε από τους Άραβες το 711/712.

Η Μετανάστευση των Βουργουνδών

Ο λαός των Βουργουνδών, μετά τη διάβαση του Ρήνου (406), εγκαταστάθηκε στην περιοχή Μαγεντίας (Mainz) και Βορματίας (Worms) μεταξύ 409 και 413. Η αύξηση του πληθυσμού και η ανάγκη απόκτησης νέας γης, πιθανώς σε συνδυασμό με την πίεση των Ούννων, υποχρέωσε τον λαό αυτό να μεταναστεύσει δυτικότερα (435). Μετά τη διάλυση του Βουργουνδικού Κράτους από τους Ούννους, ο Ρωμαίος στρατηγός Αέτιος εγκατέστησε τους εναπομείναντες Βουργουνδούς στη Σαβοΐα (Ιστορική περιοχή της Γαλλίας η οποία καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα των Γαλλικών Άλπεων. Στο δεύτερο μισό του 4ου αι. μ.Χ. ήταν γνωστή ως Σαπαυδία ή Σαβαυδία και από την ονομασία αυτή προέρχεται το σημερινό της όνομα, το οποίο εμφανίζεται τον 9ο αι.) (443). Από εδώ επεκτάθηκαν κατά μήκος των ποταμών Ροδανού (Rhône) και Άραρος (Saône). Το Βουργουνδικό Βασίλειο έφθασε στην ακμή του, όταν βασίλευε ο Αρειανός βασιλιάς Γουνδοβάδος (περ. 480-516). Εξαιτίας της αριθμητικής αδυναμίας τους, οι Βουργουνδοί δεν έλυσαν ποτέ τη συμμαχική σχέση τους με τους Ρωμαίους και αποδέχθηκαν την ιδέα υποταγής των Γερμανών στο Ρωμαϊκό Κράτος. Το βραχύβιο αυτό βασίλειο καταλύθηκε μετά το 534 από τους Φράγκους.

Η Πτώση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους

Μετά το 461, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κυβερνήθηκε από σκιώδεις αυτοκράτορες που είχαν έδρα τη Ραβέννα και κηδεμονεύονταν από Γερμανούς στρατηγούς. Ο αξιωματούχος Ορέστης, ο οποίος είχε υπηρετήσει στην αυλή του Αττίλα, αντικατέστησε τον αυτοκράτορα Ιούλιο Νέπωτα με τον γιο του Ρωμύλο Αυγουστύλο (476). Το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Αυτοκρατορίας, με εξαίρεση την Ιταλία και μερικές περιφερειακές περιοχές, είχε ήδη περάσει στην κυριαρχία των Γερμανών βασιλέων. Μία εξέγερση του στρατού έθεσε τέρμα στην εξουσία του Ορέστη. Ο Οδόακρος, ο οποίος ανήκε στο φύλο των Σκίρων (Γνωστοί και ως Σκύροι ή Σκίρροι. Αρχαίο γερμανικό φύλο που κατοικούσε αρχικά στην περιοχή της δεξιάς όχθης του ποταμού Βιστούλα. Από τον 3ο έως τον 5ο αι. μ.Χ. ακολούθησαν τους Γότθους, τους Σαρμάτες και τους Ούννους στις επιδρομές και μετακινήσεις τους. Σταδιακά ενσωματώθηκαν σε άλλα γερμανικά φύλα.), καθαίρεσε τον Ρωμύλο και με τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου αναγορεύθηκε rex, δηλαδή βασιλιάς (476). Ο αυτοκράτορας Ζήνων δεν μπορούσε παρά να δεχθεί την αλλαγή εξουσίας στην Ιταλία, θεωρούσε όμως τον Οδόακρο ως σφετεριστή και περίμενε να παρουσιασθεί μια ευκαιρία για την ανατροπή του. Την ευκαιρία αυτή του την προσέφεραν οι Οστρογότθοι.

Η Μετανάστευση των Οστρογότθων

Οι Οστρογότθοι είχαν εγκατασταθεί στην Παννονία ως φοιδεράτοι (Ρωμαϊκός και βυζαντινός νομικός όρος που δήλωνε τις βαρβαρικές φυλές που είχαν εγκατασταθεί σε εδάφη της Αυτοκρατορίας ως σύμμαχοι. Αργότερα δήλωνε και τα επίλεκτα στρατιωτικά σώματα που στρατολογούνταν από τους βαρβάρους.), μετά την κατάρρευση του κράτους των Ούννων (453). Αργότερα μετανάστευσαν νοτιότερα και συνεργάστηκαν με τη βυζαντινή κυβέρνηση. Πολλοί Γότθοι, μάλιστα, κατόρθωσαν να διεισδύσουν στη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Ο ηγεμόνας τους Θεοδώριχος ο Μέγας (471-526) αναρριχήθηκε στα ύψιστα ρωμαϊκά αξιώματα και απέκτησε μεγάλη ισχύ, γι’ αυτό ο αυτοκράτορας φρόντισε να τον στείλει στην Ιταλία: είναι το τελευταίο βήμα στην προσπάθεια απαλλαγής του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους από τα γερμανικά στοιχεία (489). Ο Θεοδώριχος δολοφόνησε τον Οδόακρο (493) και έγινε κύριος της Ιταλίας. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος τον αναγνώρισε ως rex Gothorum («βασιλέα Γότθων»)και κύριο της Ιταλίας (497), θέλοντας να δείξει ότι του μεταβίβαζε απλώς την κυβερνητική εξουσία της Δύσης. Κατά μία άποψη, η βασιλεία του Θεοδωρίχου ήταν ενισχυμένη σε σχέση με τις υπόλοιπες βασιλείες της Δύσης.

Ο Θεοδώριχος γνώριζε ότι η βυζαντινή κυβέρνηση τον έβλεπε ως σφετεριστή και ήταν βέβαιος ότι οι Βυζαντινοί θα προσπαθούσαν να απαλλαγούν από αυτόν με την πρώτη ευκαιρία. Έτσι, για να διασφαλίσει το βασίλειό του από εξωτερικές απειλές, ο Θεοδώριχος δημιούργησε, με τη στήριξη των Βησιγότθων, ένα σύστημα συμμαχιών και οικογενειακών σχέσεων με Γερμανούς βασιλείς. Υπέγραψε συμφωνίες με τους βασιλείς των Βουργουνδών (494) και των Βανδάλων (περ. 500), ενώ προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις απόπειρες για συγκρότηση συμμαχίας μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών συμμαχώντας με τους βασιλείς των Θουριγγίων (Γνωστοί και ως Θουριγγοί. Αρχαίο γερμανικό φύλο το οποίο μνημονεύεται για πρώτη φορά τον 5ο αι. μ.Χ. Καταγόταν από το γερμανικό φύλο των Ερμουνδούρων (σε επιμιξία με Σλάβους) ή, κατ' άλλους, από αυτά των Τουρώνων και των Τευριοχαίμων. Επί Αττίλα υποτάχθηκαν στους Ούννους. Αργότερα ίδρυσαν μεγάλο κράτος, που εκτεινόταν από τα όρη Χαρτς έως τον Δούναβη. Μετά την ήττα τους από τους Φράγκους, το βασίλειό τους περιορίστηκε στα όρη Χαρτς και τον Θουρίγγιο Δρυμό και ηγεμονευόταν από Φράγκους δούκες. Εκχριστιανίστηκαν στις αρχές του 8ου αι.) (περ. 510), των Ερούλων (περ. 508) και μικρότερων γερμανικών φύλων βορείως των Άλπεων. Η εξέχουσα θέση του Θεοδωρίχου βασιζόταν στο κύρος που είχε ως κύριος της Ρώμης και προστάτης του ρωμαϊκού πολιτισμού. Επί της βασιλείας του η Ιταλία έγινε και πάλι κέντρο με πολιτική σημασία.

Οι Λόγοι του Μη Εκγερμανισμού της Ρωμαϊκής Κοινωνίας

Η μικρή αριθμητική δύναμη των γερμανικών φύλων που μετανάστευσαν στο Ρωμαϊκό Κράτος καθόρισε αρχικά τη σχέση τους με τους Ρωμαίους. Οι Βάνδαλοι αριθμούσαν περίπου 80.000 ανθρώπους, από τους οποίους 15.000 πρέπει να ήταν πολεμιστές. Οι Γότθοι ήταν λίγο περισσότεροι, οι Βουργουνδοί λιγότεροι. Αντίθετα, ο ρωμαϊκός πληθυσμός, αν και είχε μειωθεί σε σχέση με προηγούμενους αιώνες και είχε χάσει τη ζωτικότητά του, ανερχόταν σε εκατομμύρια. Η αριθμητική υπεροχή του απέτρεψε τον εκγερμανισμό της ρωμαϊκής κοινωνίας.

Πέρα από αυτό, στη μετανάστευση δεν έλαβαν μέρος συγκροτημένοι λαοί, αλλά ομάδες με μεταβαλλόμενη σύνθεση, οργανωμένες γύρω από την ακολουθία του στρατιωτικού αρχηγού και το γένος. Έτσι, στη διάρκεια της μετανάστευσης πολλά φύλα εξαφανίστηκαν ή διασπάστηκαν. Με τους Βανδάλους ενώθηκαν τα υπολείμματα των Αλανών και των Βησιγότθων, με τους Βησιγότθους αργότερα μέρος των Οστρογότθων, με τους Οστρογότθους υπολείμματα Ρούγων (Γνωστοί και ως Ρούγιοι ή Ρογοί. Αρχαίο γερμανικό φύλο που κατοικούσε αρχικά στην περιοχή των παραλίων της Βαλτικής Θάλασσας, μεταξύ των ποταμών Όντερ και Βιστούλα. Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. υποτάχθηκαν στους Ούννους και τους ακολούθησαν στις μετακινήσεις τους στην Κεντρική Ευρώπη. Μετά τον θάνατο του Αττίλα (453) και τη διάλυση της αυτοκρατορίας του (455), οι Ρούγοι ίδρυσαν νέο κράτος στην αριστερή όχθη του Δούναβη, σε περιοχές της σημερινής Αυστρίας και Ουγγαρίας. Το κράτος τους καταλύθηκε από τον βασιλιά των Ερούλων Οδόακρο το 487 και οι Ρούγοι σταδιακά ενσωματώθηκαν σε άλλα γερμανικά φύλα.). Η συνοχή αυτών των λαών δεν στηριζόταν στη φυσική ενότητά τους, αλλά στην κυρίαρχη βούληση των βασικών ομάδων.

Οι πολιτικοί θεσμοί των μεταναστών

Η βασιλεία, θεσμός στρατιωτικής προέλευσης, αντιπροσώπευε την κύρια πολιτική δύναμη στα γερμανικά κράτη. Το κύρος της αποδίδεται στη διαρκή ανάγκη διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά και στο ρωμαϊκό πρότυπο της εξουσίας του στρατηγού. Ο βασιλικός θεσμός νομιμοποιήθηκε και δημιούργησε δυναστείες χάρη στην αρχαϊκή αντίληψη για την ιερότητα και τη θεία καταγωγή του βασιλεύοντος γένους (όπως ήταν το γένος των Αμαλών (Γοτθική δυναστεία, το όνομα της οποίας προέρχεται από τον γενάρχη της, Αμάλα, ο οποίος έζησε στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. και θεωρείται ο ιδρυτής του βασιλικού γένους των Οστρογότθων. Από τα μέσα του 4ου αι. βασίλευσαν αδιάκοπα στους Οστρογότθους. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της δυναστείας ήταν ο Θεοδώριχος ο Αμαλός, ο οποίος οδήγησε τους Οστρογότθους στην Ιταλία. Η δυναστεία έληξε με τη δολοφονία του βασιλιά Θευδάτου στην Ιταλία το 536). Όργανο της βασιλικής εξουσίας έγινε η νέα υπηρετική αριστοκρατία που πλούτισε γρήγορα και απορρόφησε την παλαιά εξ αίματος αριστοκρατία.

Η επίδραση του ρωμαϊκού πολιτισμού στους Γερμανούς

Οι Γερμανοί επηρεάστηκαν έντονα από τους Ρωμαίους στους τομείς του δικαίου, της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και της θρησκείας και επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ρωμαϊκό πολιτισμό. Με εξαίρεση τον βασιλιά των Βανδάλων Γιζέριχο, οι νεοφερμένοι δεν επεδίωξαν να καταστρέψουν τον ρωμαϊκό κόσμο, αν και κατά καιρούς εξεδήλωσαν αντιρωμαϊκές διαθέσεις. Οι Βουργουνδοί ένιωθαν ως απόγονοι Ρωμαίων από τον 4ο αι., ενώ ο Οστρογότθος βασιλιάς Ατάουλφος δήλωσε ότι, ενώ αρχικά επεδίωκε να εξαλείψει το όνομα “Ρωμαίος”, να μετατρέψει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (“Ρωμανία”) σε Γοτθικό Κράτος (“Γοτθία”) και να γίνει ο ίδιος Καίσαρ Αύγουστος, διέβλεψε ότι οι ατίθασοι Γότθοι δεν θα υπάκουαν στους νόμους, που συγκρατούν μια πολιτεία, και γι’ αυτό έθεσε τους Γότθους στην υπηρεσία του Ρωμαϊκού Κράτους, προκειμένου να μείνει στη μνήμη των μεταγενεστέρων ως ανορθωτής του.

Η συνύπαρξη Ρωμαίων και μεταναστών

Η εγκατάσταση των Γερμανών έγινε σύμφωνα με το jus hospitalitatis («δίκαιον φιλοξενίας»), δηλαδή την αρχή της εκχώρησης στους εποίκους του ενός τρίτου (Οστρογότθοι) ή των δύο τρίτων (Βουργουνδοί και Βησιγότθοι) της γης στην περιοχή υποδοχής. Η διανομή αφορούσε μικρό μόνο μέρος των γαιών εξαιτίας του μικρού αριθμού των Γερμανών και δεν προκάλεσε ιδιαίτερα προβλήματα στη ρωμαϊκή συγκλητική αριστοκρατία που κατείχε τη γη.

Πάντως, οι Γότθοι παρέμειναν στο ρωμαϊκό έδαφος, ξένοι και χωρισμένοι από τους Ρωμαίους, εξαιτίας της απαγόρευσης επιγαμιών με αυτούς. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην έκδοση νομικών συλλογών που προορίζονταν αποκλειστικά για τους Ρωμαίους υπηκόους μέσα στο Βουργουνδικό και το Βησιγοτθικό Κράτος. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μάθαιναν οι Ρωμαίοι γοτθικά και οι Γότθοι λατινικά. Η εσωτερική αποξένωση έγινε αγεφύρωτη με τη θρησκευτική αντίθεση που απέτρεψε το ρίζωμα των Γερμανών στο ρωμαϊκό έδαφος.

Θρησκευτικές διαφορές

Οι Γότθοι δεν αποδέχθηκαν την ορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού, αλλά ασπάσθηκαν την αίρεση του Αρείου και έμειναν πιστοί σ’ αυτή και μετά την οριστική καταδίκη του Αρειανισμού. Στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν χωρίς άδεια ξέσπασαν δογματικές έριδες, ενώ οι Βάνδαλοι προέβησαν σε διώξεις των Ορθοδόξων. Πολύ ηπιότερη ήταν η θρησκευτική πολιτική των Βησιγότθων βασιλέων, ενώ ο Θεοδώριχος εφάρμοσε πολιτική θρησκευτικής ανοχής και κατά καιρούς συνεργάστηκε με την εκκλησία της Ρώμης. Παρά ταύτα η δογματική αντίθεση δηλητηρίασε τις σχέσεις των Γερμανών με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία.

Η ιδεολογική παράμετρος της συμβίωσης

Το γερμανικό πρόβλημα απασχόλησε τη ρωμαϊκή διανόηση, αλλά η συζήτηση δεν οδήγησε σε οριστικά συμπεράσματα. Ο Άγιος Αυγουστίνος τόνισε ότι η κατάληψη της Ρώμης από τον Αλάριχο δεν ήταν το τέλος του κόσμου και ότι η Ρώμη δεν ταυτιζόταν με τον Χριστιανισμό τόσο όσο φαντάζονταν οι Ρωμαίοι. Η ιδέα της παροδικότητας του Ρωμαϊκού Κράτους απέκτησε πολλούς οπαδούς στη διάρκεια του 5ου αι., ενώ η Ρωμαϊκή Εκκλησία θεωρήθηκε πνευματική κληρονόμος της Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Κασσιόδωρος επιχείρησε να εξωραΐσει το ιστορικό παρελθόν των Γότθων και να συνδέσει τον λαό αυτό με τους Γέτες (Ένωση θρακικών φύλων, συγγενών με τους Δάκες, που κατοικούσαν στον Κάτω Δούναβη, στη σημερινή βορειοανατολική Βουλγαρία και τη ρουμανική Δοβρουτσά. Μνημονεύονται για πρώτη φορά στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., όταν υποτάχθηκαν στους Πέρσες. Τον 5ο αι. π.Χ. ενσωματώθηκαν στο κράτος των Οδρυσσών Θρακών, ενώ τον 4ο αι. π.Χ. ήλθαν σε σύγκρουση με τους Σκύθες και κατόπιν υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες του Μ. Αλεξάνδρου. Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. βρέθηκαν υπό την κυριαρχία των Γαλατών εισβολέων, αλλά στα μέσα του αιώνα κατάφεραν να ιδρύσουν κράτος το οποίο έλεγχε και τα πέραν του Δούναβη εδάφη. Στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. ενώθηκαν προσωρινά με το κράτος των Δακών. Από τα τέλη του αιώνα βρίσκονταν σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους, οι οποίοι τους υπέταξαν οριστικά το 106 μ.Χ.) και τους Σκύθες (Νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος μετανάστευσε από την Κεντρική Ασία στη σημερινή Νότια Ρωσία τον 8ο και 7ο αι. π.Χ. Η κυριαρχία τους είχε ως κέντρο τη χερσόνησο της Κριμαίας. Το κράτος τους καταλύθηκε από τους Σαρμάτες τον 4ο-2ο αι. π.Χ. Τα υπολείμματα των Σκυθών ενσωματώθηκαν στους λαούς της Μεγάλης Μετανάστευσης τον 4ο αι. μ.Χ. Η γλώσσα τους ήταν συγγενής με τη σαρματική και την αλανική? γνήσιος απόγονός της θεωρείται σήμερα η οσετική, που ομιλείται σε περιοχή του Καυκάσου.), επιδιώκοντας να συμφιλιώσει τους Ρωμαίους με τους Γότθους.

Η εδραίωση των νέων γερμανικών κρατών

Ωστόσο η βυζαντινή ανάκτηση στη Δύση δεν διήρκεσε πολύ. Το 568 οι Λογγοβάρδοι (Αρχαίο γερμανικό φύλο που αποτελούσε τμήμα των Σουηβών και τον 1ο αι. μ.Χ. κατοικούσε στην αριστερή όχθη του Άνω Έλβα. Κατά τον 4ο-5ο αι. μετακινήθηκαν στη λεκάνη του Μέσου Δούναβη. Το 546 εγκαταστάθηκαν στην Παννονία και το Νωρικόν ως σύμμαχοι του Βυζαντίου. Το 567 κατέλυσαν το κράτος των Γεπίδων. Το 568, πιεζόμενοι από τους Αβάρους, εισέβαλαν υπό την ηγεσία του βασιλιά Αλβοΐνου στα βυζαντινά εδάφη της Β. Ιταλίας, επικεφαλής συμμαχίας γερμανικών και άλλων φυλών. Έως τα τέλη του 6ου αι. είχαν καταλάβει τα εδάφη της σημερινής Τοσκάνης και Λομβαρδίας, τα οποία αποτέλεσαν το Λογγοβαρδικό Βασίλειο. Αργότερα ομάδες Λογγοβάρδων κατέλαβαν το Μπενεβέντο και το Σπολέτο, όπου ίδρυσαν ανεξάρτητα δουκάτα. Το 751 κατέλαβαν τη Ραβέννα και κατέλυσαν τη βυζαντινή εξουσία στο βόρειο και κεντρικό τμήμα της Ιταλίας. Το 773-774 το κράτος τους καταλύθηκε από τον Φράγκο βασιλιά Καρλομάγνο και οι Λογγοβάρδοι σταδιακά αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό.) άρχισαν την κατάκτηση της βυζαντινής Ιταλίας. Στις αρχές του 7ου αι. το Βυζάντιο έχασε και τις βάσεις του στην Ισπανία, ενώ οι εισβολές των Αβάρων (Ένωση τουρκόφωνων νομαδικών φύλων μογγολικής καταγωγής που κατοικούσαν στην Κεντρική Ασία. Μνημονεύονται για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. Στα μέσα του 6ου εισέβαλαν στις στέππες των δυτικών περιοχών της Κασπίας και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Κάτω Δούναβη. Από εκεί ήλθαν σε διπλωματικές επαφές με το Βυζάντιο το 558. Το 567, από κοινού με τους Λογγοβάρδους, κατέλυσαν το κράτος των Γεπίδων και το 568 εξεδίωξαν τους Λογγοβάρδους και εγκαταστάθηκαν στην Παννονία. Έως τα τέλη του 6ου αι. επεξέτειναν την κυριαρχία τους στη Δαλματία, την Ιλλυρία, τη Μοισία και τα σλαβικά φύλα της περιοχής, ενώ παράλληλα διενεργούσαν επιδρομές στα εδάφη των Βυζαντινών, των Φράγκων, των Λογγοβάρδων και των λαών του Καυκάσου. Το 626 πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την Κωνσταντινούπολη. Σταδιακά η δύναμή τους άρχισε να εξασθενίζει λόγω των εσωτερικών διενέξεων και της αντίστασης των γειτονικών λαών. Στα μέσα του 7ου αι. εκδιώχθηκαν από τις βόρειες περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και το 680 η εξουσία τους στην Παννονία περιορίστηκε από την ίδρυση του Βουλγαρικού Κράτους. Το 791 συνετρίβησαν από τον Φράγκο βασιλιά Καρλομάγνο και το 796 το μεγαλύτερο μέρος της χώρας τους κατελήφθη από τους Φράγκους. Έως τον 9ο αι. οι Άβαροι είχαν αφομοιωθεί ολοκληρωτικά από τους λαούς των περιοχών της Μαύρης Θάλασσας και του Δούναβη.) και των Σλάβων (Αρχαίος λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, οποίος σήμερα κατοικεί κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη και σε τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Αρχικά κατοικούσαν μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Δνείπερου. Οι πρώτες μαρτυρίες για τους προγόνους των σλαβικών λαών προέρχονται από τον Ηρόδοτο και Ρωμαίους συγγραφείς. Αν και ήταν πολυπληθείς, δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν ισχυρό κράτος και ζούσαν κατά φυλές, με μόνους κοινούς δεσμούς τη γλώσσα και τα ήθη και έθιμα. Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. υποτάχθηκαν στους Ούννους και τον 6ο αι. στους Αβάρους. Τον 7ο αι. ένα μέρος των Σλάβων εγκαταστάθηκε στη Βαλκανική, ενώ ήδη είχαν επεκταθεί προς τα δυτικά και τα βόρεια. Την εποχή εκείνη δημιουργήθηκαν και τα πρώτα σλαβικά κράτη. Στους σλαβικούς και σλαβόφωνους λαούς ανήκουν σήμερα οι Ρώσοι, οι Ουκρανοί, οι Λευκορώσοι, οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι, οι Πολωνοί, οι Σέρβοι, οι Κροάτες, οι Σλοβένοι και οι Βούλγαροι.) στη Χερσόνησο του Αίμου διέκοψαν τις χερσαίες επικοινωνίες με τη Δύση. Το κέντρο του δυτικού κόσμου μετατοπίσθηκε από την κατεστραμμένη Ιταλία στο Φραγκικό Κράτος. Έτσι ο Ιουστινιανός, που επιδίωκε να καταλύσει τη γερμανική κυριαρχία στη Δύση, κατέλυσε μόνο την αυτοτελή πολιτική παράδοση της Δυτικής Ρώμης που προστάτευε ο Θεοδώριχος. Στην εδραίωση των βασιλείων των Βησιγότθων (508-711) και των Λογγοβάρδων (568-774) συνέβαλε πολύ η μεταστροφή τους στην επίσημη εκδοχή του Χριστιανισμού. Αυτή διευκόλυνε την ανάμειξη Ρωμαίων και Γερμανών και συνέβαλε στην εθνογένεση του ισπανικού και του ιταλικού λαού σε μεταγενέστερους αιώνες. Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί ηγεμόνες της φραγκικής Γαλατίας, της βησιγοτθικής Ισπανίας και της λογγοβαρδικής Ιταλίας συγκρίνονται με τον Μέγα Κωνσταντίνο και επιχειρούν να μιμηθούν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (imitatio imperii), δεν αποδέχονται όμως στην πράξη τη ρωμαϊκή θεωρία της «οικογένειας των ηγεμόνων» και την εξάρτησή τους από τον Ρωμαίο (δηλαδή τον Βυζαντινό) αυτοκράτορα. Η τάση για διαμόρφωση σχέσεων ισοτιμίας με το πανίσχυρο Βυζαντινό Κράτος χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη φραγκική δυναστεία των Μεροβιγγείων, που εγκαινιάζει μια νέα φάση αλληλεπίδρασης μεταξύ Γερμανών, Χριστιανοσύνης και ρωμαϊκής παράδοσης.

Η Μετανάστευση των Φράγκων

Οι Φράγκοι Σάλιοι (Τμήμα του αρχαίου γερμανικού φύλου των Φράγκων. Τον 3ο αι. μ.Χ. ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή του ποταμού Άισελ. Στις αρχές του 4ου αι. ο Κωνστάντιος Χλωρός τους εγκατέστησε στη «Νήσο των Βαταυών», μεταξύ των ποταμών Λεκ και Βαάλ. Τον 5ο αι. κατέλαβαν τη Βελγική και, αργότερα, τη Γαλατία, όπου ίδρυσαν το Φραγκικό Βασίλειο υπό τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και σταδιακά αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό.) και Ριπουάριοι (Τμήμα του αρχαίου γερμανικού φύλου των Φράγκων. Τον 3ο αι. μ.Χ. ήταν εγκατεστημένοι στη δεξιά όχθη του Ρήνου. Τον 4ο αι. απωθήθηκαν από τον Ιουλιανό και τον 5ο αι. από τον Αέτιο. Μετά το 454 εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού Μοζέλα. Τον 6ο - 7ο αι. εποίκησαν τα εδάφη της αριστερής όχθης του Ρήνου, τα οποία είχαν εγκαταλείψει οι Σάλιοι Φράγκοι. Εκχριστιανίστηκαν στις αρχές του 8ου αι.), οι οποίοι στα μέσα του 4ου αι. είχαν εγκατασταθεί στο σύνορο του Ρήνου, άρχισαν βαθμιαία να επεκτείνονται νοτιοδυτικά και στα μέσα του 5ου αι. έφθασαν στην περιοχή του ποταμού Σομ (Somme). Με τη βοήθειά τους οι Ρωμαίοι εμπόδισαν τους Βησιγότθους να περάσουν τον Λείγηρα (Loire). Ο ανταγωνισμός των Φράγκων με τους Βησιγότθους συνέβαλε στην ίδρυση ενός αυτοτελούς ρωμαϊκού κρατιδίου στη Βόρεια Γαλατία με κέντρο τη Σουασσόν (Soissons) που είναι γνωστό ως κράτος του Συαγρίου. Οι αρχικά φιλικές σχέσεις μεταξύ Φράγκων και ρωμανικού πληθυσμού δεν άργησαν να γίνουν εχθρικές και να κλιμακωθούν σε πολεμική σύγκρουση. Ο Φράγκος βασιλιάς Χλωδοβίκος (482-511) συνέτριψε τις δυνάμεις του Συαγρίου και κατέλυσε το κράτος του (486-487).

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Το χρονικό της Επαναστάσεως του 1821



Η επανάσταση του 1821
 
Α. Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλ. Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο σημαίνοντας την έναρξη του αγώνα. Στο Ιάσιο ο Υψηλάντης κήρυξε επίσημα την επανάσταση και ο Γεωργάκης Ολύμπιος έσπευσε να ενωθεί μαζί του (26 Φεβρουαρίου). Στον έρανο που επακολούθησε συγκεντρώθηκε ποσό ενός εκατομμυρίου γροσίων, ενώ ο Καντακουζηνός ανέλαβε την αρχηγία του Ιερού Λόχου, που τον αποτέλεσαν 500 νέοι σπουδαστές. Στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης ύψωσε την ελληνική σημαία στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, το Βουκουρέστι· στο Γαλάτσι οι Έλληνες με επικεφαλής τον Καρπενησιώτη συγκρούστηκαν για πρώτη φορά με τους Τούρκους και κατόρθωσαν να διασπάσουν τις γραμμές τους. Στο Δραγατσάνι όμως ο Ιερός Λόχος συνετρίβη και στη μονή του Σέκου ο Γεωργάκης Ολύμπιος και οι συμπολεμιστές του ανατινάχτηκαν μαζί με την πυριτιδαποθήκη για να μην παραδοθούν. Σύντομη και άτυχη υπήρξε η πρώτη προσπάθεια των αγωνιστών στη Μολδοβλαχία. Διευκόλυνε όμως παρ' όλα αυτά και προετοίμασε την έκρηξη της επανάστασης στο Μοριά, στη Ρούμελη, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στα νησιά. 

Β. Η επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα.

Μετά την αποτυχία του Υψηλάντη, πρώτη εξεγέρθηκε η Πελοπόννησος. Στις 22 Μαρτίου 1821 επιτεύχθηκε η άλωση της Καλαμάτας, ως επίσημη όμως έναρξη του αγώνα θεωρείται η 25η Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία, σύμφωνα με την παράδοση, στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία απλώθηκε σαν πυρκαγιά σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Στις 26 Μαρτίου επαναστάτησαν οι Σπέτσες, στις 27 τα Σάλωνα με τον Πανουργιά, στις 28 ο Δήμος Καλτσάς κατέλαβε το Λιδορίκι, στις 29 ο Διάκος ξεσήκωσε τη Λιβαδειά, στις 31 επαναστάτησε η Αταλάντη, την 1η Απριλίου η Θήβα, στις 8 η Λαμία. Οι Τούρκοι ανησύχησαν σοβαρά και θέλοντας να τρομοκρατήσουν τους
επαναστατημένους Έλληνες απαγχόνισαν τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ (10 Απριλίου). Την ίδια όμως ημέρα επαναστάτησαν τα Ψαρά και στις 15 οι Έλληνες νίκησαν τους Τούρκους στο Λεβίδι. Στην Ύδρα ο Α. Οικονόμου κήρυξε την επανάσταση (16 Απριλίου) και στις 24 μαρτύρησε ο Διάκος στη Λαμία, στις 25 καταλήφθηκε η Αθήνα και οι Τούρκοι κλείστηκαν στην Ακρόπολη, στις 7 Μαΐου ο Άνθιμος Γαζής κήρυξε την επανάσταση στη Μαγνησία και στις 8 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ανδραγάθησε στο Χάνι της Γραβιάς με εκατό μαχητές, που έκοψαν το δρόμο 8.000 στρατιωτών του Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη.

Η επανάσταση εξαπλώθηκε στη Μακεδονία και στις 16 Μαΐου εξεγέρθηκε η Χαλκιδική και το Άγιο Όρος με αρχηγό τον Σερραίο Εμμανουήλ Παππά. Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι, ενώ στην Πελοπόννησο άρχισε η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Στις 23 Μαΐου οι Έλληνες είχαν την πρώτη "σε παράταξη" νίκη στο Βαλτέτσι με τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο, στις 26 οι πρόκριτοι του Μοριά συγκρότησαν την "Πελοποννησιακή Γερουσία", την πρώτη δηλ. αρχή της επαναστατημένης Ελλάδας, και στις 28 οι επαναστάτες μπήκαν στο Αγρίνιο. Συγχρόνως στο Αιγαίο οι στόλοι των νησιών άρχισαν πολεμική δράση, στην οποία πήραν μέρος η Κρήτη, η Σάμος, η Μύκονος, η Κάλυμνος, η Κάσος και άλλα νησιά και ανδραγάθησαν οι Παπανικολής, Μαντώ Μαυρογένους κ.ά.

Τέλος, στις 23 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες κατέλαβαν την Τριπολιτσά και έτσι εδραιώθηκε η επανάσταση, ενώ στις 30 Δεκεμβρίου συνήλθε στην Επίδαυρο η Α΄ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων υπό την προεδρία του Μαυροκορδάτου.

Γ. Το χρονικό του Αγώνα.

Κατά τα τρία πρώτα χρόνια της Επανάστασης σημειώθηκαν σημαντικές επιτυχίες, ο εμφύλιος πόλεμος όμως που ξεσπά μεταξύ των οπλαρχηγών και των κοτζαμπάσηδων για την ηγεσία του Αγώνα προκαλεί σοβαρότατα προβλήματα και φέρνει τον Αγώνα σε οριακό σημείο. Η απουσία μιας ηγετικής μορφής που θα κατάφερνε να συμφιλιώσει τις αντίθετες πλευρές είναι φανερή.

Παρά την άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο το 1821 ως ανώτατου πληρεξούσιου της Φιλικής Εταιρείας δημιουργούνται από τους κοτζαμπάσηδες με την υποστήριξη των Φαναριωτών Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και Θεόδωρου Νέγρη τοπικές Γερουσίες (Πελοποννησιακή Γερουσία, Γερουσία της Δυτικής Στερεάς, Άρειος Πάγος), ενώ ο αρχιστράτηγος Κολοκοτρώνης πασχίζει να επιβληθεί στους άτακτους στρατιώτες, άμαθους σε κάθε μορφής οργάνωση και πειθαρχία, που διοικούνται από αρχηγούς με έντονο το αίσθημα του τοπικισμού και του εγωισμού. Παράλληλα η ευρωπαϊκή διπλωματία κρατά εχθρική στάση απέναντι στην Επανάσταση, καθώς η Ιερή Συμμαχία φοβάται την εξάπλωση των επαναστατικών ιδεών σε ολόκληρη την Ευρώπη. 

1822.

Στις 14 Ιανουαρίου κυριεύτηκε ο Ακροκόρινθος, στις 19 Φεβρουαρίου επαναστάτησε η Νάουσα με τον Καρατάσο, στις 20 ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης νίκησε τον τουρκικό στόλο στον κόλπο της Πάτρας, στις 18 Μαρτίου ο Λυκούργος Λογοθέτης με 2.000 Σαμίους κατέλαβε τη Χίο, αλλά η τουρκική αρμάδα αποβίβασε 30.000 άνδρες, οι οποίοι προέβησαν στην τρομερή σφαγή της Χίου. Ο Κανάρης εκδικήθηκε για τη σφαγή με την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας (7 Ιουνίου). Ο Χουρσίτ πασάς πολιόρκησε τους Σουλιώτες, σε βοήθεια των οποίων σπεύδουν ο Μαυροκορδάτος και ο Κυρ. Μαυρομιχάλης. Στο Κομπότι οι Έλληνες και πολλοί φιλέλληνες νικούν, ακολουθεί όμως η μεγάλη καταστροφή του Πέτα. 

Ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης εισβάλλει στην Πελοπόννησο, αλλά στις 26 Ιουλίου το στράτευμά του έπαθε μεγάλη καταστροφή από τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια, όπου ο Νικηταράς, για δεύτερη φορά, αναδείχτηκε τουρκοφάγος. Από τις 8-11 Σεπτεμβρίου ο ελληνικός στόλος συγκρούστηκε στο Ναύπλιο με τον τουρκικό, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σούδα. Στις 24 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην Κρήτη, για να κάμψουν την αντίστασή της. Στις 25 Οκτωβρίου ο Κιουταχής και ο Βρυώνης στρατοπέδευσαν έξω από το Μεσολόγγι. Στις 27 ο Κανάρης πυρπόλησε στην Τένεδο την υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, ο οποίος κατέφυγε στον Ελλήσποντο, και ο Στάικος Σταματόπουλος κυρίευσε το απόρθητο Παλαμήδι. Στις 31 Δεκεμβρίου οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία του Μεσολογγίου. 

1823.

Στις 15 Ιανουαρίου ο Καραϊσκάκης απώθησε τους Τούρκους από τα Άγραφα. Στις 29 Μαρτίου συνήλθε η Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άργος. Τον Μάιο νίκησαν τους Τούρκους ο Κριεζιώτης στην Κάρυστο, ο Μ. Μπότσαρης στη Βόνιτσα και ο Καρατάσος στο Τρίκερι. Στις 21 Αυγούστου ο Μάρκος Μπότσαρης με 350 Σουλιώτες νίκησε τον Μουσταή στο Καρπενήσι, αλλά σκοτώθηκε  και ο ίδιος. Ο εμφύλιος πόλεμος όμως συνεχίζεται, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος διορίζεται πρόεδρος του Εκτελεστικού και αφαιρείται ο βαθμός του αρχιστράτηγου από τον Θ. Κολοκοτρώνη, οπότε σχηματίζονται δύο κυβερνήσεις από τον Γ. Κουντουριώτη και τον Θ. Κολοκοτρώνη. Παράλληλα η αλλαγή κυβέρνησης στην Αγγλία φέρνει στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών τον φιλέλληνα Γ. Κάνινγκ (1822), ο οποίος αποφασίζει να υποστηρίξει την ελληνική επανάσταση, με σκοπό να εκμεταλλευτεί προς όφελος της Αγγλίας την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αλλαγή στη στάση της αγγλικής πολιτικής παρακινεί τον τσάρο να αναλάβει πρωτοβουλίες και να υποβάλει στην Πύλη υπόμνημα με το οποίο προτείνεται η δημιουργία τριών αυτόνομων ελληνικών επαρχιών υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Το σχέδιο αυτό όμως απορρίπτεται τόσο από την Πύλη και τους εμπόλεμους Έλληνες, όσο και από την Ιερή Συμμαχία. 

1824.
Στις 5 Ιανουαρίου 1824 η άφιξη του Λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι εμψυχώνει τους αγωνιστές και προκαλεί πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον, στις 7 Απριλίου όμως ο Μπάιρον πέθανε στην ίδια πόλη. Στις 7 Ιουνίου οι Αιγύπτιοι, τους οποίους κάλεσαν για ενίσχυση οι Τούρκοι, κατέστρεψαν την Κάσο. Στις 9 Ιουνίου κυριεύτηκε το ηρωικό νησί των Ψαρών. Προς το τέλος του Ιουλίου οι Σαχτούρης, Κανάρης, Ματρόζος, Βατικιώτης και Ραφαλιάς σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες στη θάλασσα και στις 29 Αυγούστου σημείω

σε νέα λαμπρή επιτυχία στον Γέροντα. Στις 22 Σεπτεμβρίου πυρπολήθηκαν δύο εχθρικά πολεμικά κοντά στη Χίο και την 1 Νοεμβρίου, ύστερα από σφοδρή σύγκρουση κοντά στο Ηράκλειο, αναγκάστηκε ο στόλος του Ιμπραήμ να υποχωρήσει. 

1825.

Στις 12 Φεβρουαρίου ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στη Μεθώνη και στις 16 Απριλίου στο Σχοινόλακκα της Μεσσηνίας ο Καρατάσος με τους Μακεδόνες του αντιμετώπισε με επιτυχία τους Αιγύπτιους. Στη Σφακτηρία όμως νίκησαν οι Αιγύπτιοι και σκοτώθηκαν οι Τσαμαδός, Σαχίνης, Αναγνωσταράς και ο φιλέλληνας Σανταρόζα. Στις 23 Απριλίου άρχισε η Β΄ πολιορκία του Μεσολογγίου. Στις 20 Μαΐου σκοτώθηκε ηρωικά ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι. Πιεσμένη από τη λαϊκή κατακραυγή και πανικόβλητη από την προέλαση του Ιμπραήμ η κυβέρνηση πείθεται τελικά να απελευθερώσει τους αιχμάλωτους οπλαρχηγούς και αναθέτει ξανά στον Κολοκοτρώνη τη στρατιωτική αρχηγία του Αγώνα. Στους Μύλους στις 13 Μαΐου ο Μακρυγιάννης και ο Κ. Μαυρομιχάλης αναχαίτισαν τον Ιμπραήμ, που προχώρησε για το Ναύπλιο. Τον Δεκέμβριο ο Ιμπραήμ πήγε στο Μεσολόγγι για να πάρει μέρος στην πολιορκία.

1826.

Στις 10 Απριλίου πραγματοποιείται η έξοδος του Μεσολογγίου. Οι πολιορκημένοι, αποκλεισμένοι για μήνες από στεριά και θάλασσα χωρίς δυνατότητα ανεφοδιασμού από τον ελληνικό στόλο και
αποδεκατισμένοι από την πείνα και τις αρρώστιες, επιχειρούν έξοδο από το Μεσολόγγι. Το σχέδιο όμως των πολιορκημένων είχε προδοθεί στους Τούρκους και η ηρωική έξοδος κατέληξε σε σφαγή. Όσοι από τους Μεσολογγίτες καταφέρνουν να επιζήσουν καταφεύγουν στα νησιά του Ιονίου, ενώ ο ηρωισμός των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" (κατά την έκφραση του Διονυσίου Σολωμού) προκαλεί για μια ακόμη φορά έξαρση του φιλελληνικού κινήματος στην Ευρώπη. Στις 22 και 24 Ιουνίου οι Μανιάτες αποκρούουν τους Οθωμανούς στη Βέργα. Στις 27 και 28 οι Αιγύπτιοι νικούνται στη Μανιάκοβα και το Πολυτσάραβο. Στις 3 Αυγούστου ο Κιουταχής κατέλαβε την Αθήνα και πολιόρκησε την Ακρόπολη. Οι Καραϊσκάκης και Φαβιέρος στρατοπέδευσαν στο Χαϊδάρι και στις 8 Αυγούστου συγκρούστηκαν με τους Τούρκους. Στις 3 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες απέκτησαν το πρώτο πολεμικό ατμόπλοιο το "Καρτερία" και τον Δεκέμβριο τη φρεγάτα "Ελλάς". Στην Ακρόπολη σκοτώθηκε ο Γκούρας και διορίστηκε φρούραρχος ο Κριεζιώτης, που ανέβηκε στον Ιερό Βράχο με 500 πολεμιστές. Στην Αράχοβα ο Καραϊσκάκης συνέτριψε τους Οθωμανούς (18-23 Νοεμβρίου) και την 1 Δεκεμβρίου ο Φαβιέρος ανέβηκε στην Ακρόπολη με 500 άνδρες. Στο μεταξύ, μετά την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, διαμορφώνονται στην Ελλάδα το ρωσικό, το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα, οι οπαδοί των οποίων προσβλέπουν στη βοήθεια των αντίστοιχων ξένων δυνάμεων, ενώ η Δ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εκλέγει ως κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια και διορίζει αρχιστράτηγο τον Άγγλο Τζορτζ και αρχιναύαρχο τον επίσης Άγγλο Κόχραν. 

1827.

Στις 18 Ιανουαρίου οι Σουλιώτες απέκρουσαν στο Δίστομο τον Κιουταχή και ελευθέρωσαν το φρούριο των Σαλώνων. Ύστερα απ' αυτό ο Κιουταχής στράφηκε στην Αττική και στις 30 Ιανουαρίου επιτέθηκε εναντίον του Γκόρντον στην Καστέλλα. Στο Κερατσίνι διεξήγαγε σφοδρούς αγώνες ο Καραϊσκάκης κατά του Κιουταχή, ενώ στο Φάληρο αποβιβάστηκε ο αρχιναύαρχος Κόχραν και ο αρχιστράτηγος Τσορτς. Από 8 μέχρι 13 Απριλίου διεξάγονταν καθημερινά μάχες και στις 23 τραυματίστηκε θανάσιμα ο Καραϊσκάκης. Επακολούθησε σειρά αποτυχιών και στις 27 Μαΐου η Ακρόπολη παραδόθηκε στον Κιουταχή. Στις 24 Ιουνίου οι υπερασπιστές του Μεγάλου Σπηλαίου (600) απέκρουσαν τους στρατιώτες του Ιμπραήμ (3.000) και τους υποχρέωσαν να υποχωρήσουν.
Η εξέλιξη των πραγμάτων ανάγκασε επιτέλους τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να ενδιαφερθούν για τη λήξη του πολέμου και την τύχη του Ελληνισμού.

Η Επανάσταση βρίσκεται σε οριακό σημείο, καθώς ο στρατός του Ιμπραήμ θριαμβεύει σε ξηρά και θάλασσα, η επέμβαση των ξένων δυνάμεων όμως έσωσε την κατάσταση. Μετά από συνεννοήσεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων υπογράφεται το πρωτόκολλο του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827), το οποίο αναγνωρίζει την αυτονομία της Ελλάδας, ενώ οι μοίρες του συμμαχικού στόλου καταπλέουν στις ελληνικές θάλασσες. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 8 Οκτωβρίου έκρινε οριστικά την τύχη του Αγώνα, καθώς ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υφίσταται πανωλεθρία από τον στόλο των Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέυδεν.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας που έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828 με τις διπλωματικές του ενέργειες επιτάχυνε τις εξελίξεις, καταφέρνοντας να κρατήσει ίσες αποστάσεις από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Ρωσία προσπάθώντας να στρέψει την κατάσταση προς όφελός της και να κάμψει την τουρκική αδιαλλαξία, κηρύσσει τον πόλεμο στην Τουρκία, ενώ η Γαλλία φροντίζει να στείλει στην Πελοπόννησο ένα εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από 14.000 άνδρες με επικεφαλής τον στρατηγό Μαιζόν για να απομακρύνει τα τελευταία στρατεύματα του Ιμπραήμ. Η Ιερά Συμμαχία δεν υπήρχε πια και η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία υπέγραψαν τη συμφωνία του Λονδίνου, με την οποία ρυθμίστηκε το ελληνικό ζήτημα. 

http://www.agiotatos.gr/greekhistory

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Η αποστολή του Λιουτπράνδου, επισκόπου της Κρεμώνας στην Κωνσταντινούπολη



Ένα ακόμη δείγμα της εφαρμογής της θελήσεως του ισχυροτέρου, όπως μας την καθόρισε ο Θουκυδίδης. Εκείνη την εποχή στη θέση του ισχυρού ήταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο επικεφαλής αυτής Βυζαντινός αυτοκράτωρ.


Τα θέματα που συζητήθηκαν μεταξύ Λιουτπράνδου και Βυζαντινών στην Κωνσταντινούπολη

Ο Όθων ο Α’ κατόρθωσε περί τα μέσα του 10ου αιώνος να συνενώσει υπό το σκήπτρο του την κεντρική Ευρώπη. Εμφανίζονταν ως συνεχιστής του Καρλομάγνου, επιθυμώντας να ενώσει ολόκληρη τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη υπό τη γερμανική επικυριαρχία. Με αυτό τον τρόπο επιχειρούσε  να αποκαταστήσει τη δυτική αυτοκρατορία του Καρλομάγνου που είχε διασπαστεί μετά το θάνατό του. 

Όμως, για να κατοχυρώσει τον τίτλο του θα έπρεπε να έχει την αναγνώριση  του αυτοκράτορος του Βυζαντίου. Ακόμη περισσότερο, αν κατάφερνε να συνδεθεί εξ αγχιστείας με τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια, τότε η αναγνώρισή του δεν θα επεδέχετο αμφισβητήσεως. Για τους λόγους αυτούς αποφάσισε να στείλει στον τότε βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά περί το 968 μία αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον επίσκοπο της Κρεμώνας Λιουτπράνδο, ο οποίος ήταν ελληνομαθής, πολύ καλός γνώστης του βυζαντινού τρόπου ζωής και της εν γένει βυζαντινής κοσμοθέασης.

Το θέμα που μονοπώλησε τις συζητήσεις ήταν η φύση του αυτοκρατορικού αξιώματος. Οι αιτιάσεις των Βυζαντινών επικεντρώνονταν στη νομιμοποίηση της Κωνσταντινουπόλεως ως τη Νέα Ρώμη, από τη στιγμή που μεταφέρθηκε εκεί η πρωτεύουσα της ενιαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την Παλαιά Ρώμη με απόφαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Κατά συνέπεια η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποτελεί πλέον τη μοναδική αυτοκρατορία. Η παραπάνω απάντηση των Βυζαντινών διπλωματών στον Λιουτπράνδο εμπεριέχει μία επιδέξια μεταχείριση απέναντι στο παπικό κατασκεύασμα της «Κωνσταντίνειας Δωρεάς». 

Εδώ, όμως, να σημειώσουμε ότι το ζήτημα της Κωνσταντινείου Δωρεάς ήταν μία κατασκευή της Δυτικής Εκκλησίας που αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνον στην πρωτοκαθεδρία της έναντι του πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Η χρησιμοποίηση αυτού του επιχειρήματος από τους Βυζαντινούς με σκοπό να υποστηρίξουν την μοναδικότητα της αυτοκρατορίας τους, μπορεί να τους έδινε το πλεονέκτημα έναντι του Λιουτπράνδου, και κατ’ επέκταση έναντι του Όθωνος, δημιουργούσε όμως  εκ νέου ερωτηματικά ως προς το αν το Πατριαρχείο της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) εξακολουθούσε να έχει τα πρωτεία. 

Επανερχόμενοι, τώρα, στην αντιπαράθεση των επιχειρημάτων εκατέρωθεν, οι βυζαντινοί αντιπρόσωποι ισχυρίζονται ότι η Ρώμη τελεί υπό την  κατάληψη των Λογγοβάρδων, οι οποίοι δεν είναι Ρωμαίοι. Επίσης, οι ίδιοι, προσπαθώντας να προφυλάξουν το κύρος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (πιθανότατα να αντιλήφθηκαν ότι το αντεπιχείρημά τους που στηρίχθηκε στην Κωνσταντίνειο Δωρεά υποβίβαζε την Ανατολική Εκκλησία), προτάσσουν τη μεγάλη παράδοση της Εκκλησίας τους που έχει συγκαλέσει και τις επτά οικουμενικές συνόδους με την εντολή του βυζαντινού αυτοκράτορα. Θεωρούν, δηλαδή, ότι οι δυτικοί είναι νέοι στη χριστιανική πίστη και στερούνται του απαραίτητου βάθους στην χριστιανική παράδοση. Τέλος, η ερμηνεία που δίδουν σε ορισμένα προφητικά κείμενα, που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, προεξοφλεί την τελική επικράτηση του Βυζαντινού αυτοκράτορα.

Ο Λιουτπράνδος, από την πλευρά του, αντέταξε στη βυζαντινή αυτοκρατορική ιδέα το αυτοκρατορικό καθήκον της προστασίας της πρώτης τη τάξει Εκκλησίας –όπως ισχυρίζονταν οι Παπικοί- εκείνης της Ρώμης. Θεωρούσε ότι ο Όθων ήταν εκείνος ο οποίος εξεπλήρωσε στο ακέραιο την αποστολή του, όταν ζήτησε την αρωγή του ο Πάπας, σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, οι οποίοι εδώ και πολύ καιρό δεν εκπληρώνουν τις αυτοκρατορικές τους υποχρεώσεις. Κατά συνέπεια θεωρούνται αυτοκράτορες μόνον κατ’ όνομα.

Επιπρόσθετα, κατηγορεί το Βυζάντιο ότι δεν τηρεί τη ρωμαϊκή παράδοση (ήθη, έθιμα, λατινική γλώσσα) και βρίσκεται μακριά από εκείνα τα οποία επιτάσσει αυτή. Ακόμη, το γεγονός ότι δεν συγκαλούνται σύνοδοι στη Δύση αποδεικνύει ότι εκεί τηρούν τις χριστιανικές διδαχές και δεν παρεκκλίνουν σε αιρετικά κηρύγματα.  Επιπλέον, αντικρούει τις ερμηνείες των Βυζαντινών σχετικά με τις προφητείες που κυκλοφορούν με το να υποστηρίζει ότι αναφέρονται στην τελική νίκη του Δυτικού αυτοκράτορα (και όχι του βυζαντινού), ο οποίος πρεσβεύει το Δίκαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λιουτπράνδος αποκαλεί τον Όθωνα τον Α’ με το προσωνύμιο: Imperator Romanorum (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων), ενώ την ίδια στιγμή ονομάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως: Imperatore Grecorum ή Argivorum (Αυτοκράτορα Ελλήνων ή Αργείων).

Αναφορικά, τώρα, με την πρόθεση του Όθωνα να παντρέψει τον γιο του με βυζαντινή πριγκίπισσα, ώστε να δώσει την απαραίτητη αίγλη στον τίτλο του, οι εκπρόσωποι του Βυζαντίου είναι κάθετοι. Δεν συζητούν καν για έναν γάμο πορφυρογέννητης πριγκίπισσας με έναν ρήγα (βασιλιά) της Δύσης.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι με το παραπάνω διαμορφούμενο κλίμα ήταν αδύνατο να υπάρξει σύγκλιση απόψεων, έστω σε κάποια θέματα. Πολλώ δε μάλλον όταν ο Λιουτπράνδος επέλεξε, τελικά, να υποστηρίξει την αυτοκρατορική ιδέα του Πάπα η οποία έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με τη βυζαντινή αυτοκρατορική ιδέα. Αναμφίβολα με τη στάση του αυτή δεν εξυπηρέτησε τα σχέδια του Όθωνα, για λογαριασμό του οποίου μετέβει στην Κωνσταντινούπολη. Θεωρώ οξύμωρο το γεγονός ότι από τη στιγμή που έχει ως αποστολή να εξασφαλίσει τη νομιμοποίηση της εξουσίας του Όθωνα από τον βυζαντινό αυτοκράτορα, την ίδια στιγμή να επιχειρεί να τον υποβιβάσει. Ε, τότε από ποιον να αποσπάσει ο Όθωνας την κατοχύρωσή του ως αυτοκράτορας στη Δύση; Από έναν υποδεέστερο; 

Τέλος, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι εκείνη την εποχή (επί Μακεδονικής Δυναστείας) η Βυζαντινή αυτοκρατορία ανακτούσε συνεχώς ισχύ, οπότε μιλούσε σαφώς από θέση ισχύος και όχι αδυναμίας, επομένως θα είχε έναν επιπλέον λόγο ο Λιουτπράνδος να είναι περισσότερο προσεκτικός. Άλλωστε, η απάντηση του Νικηφόρου Φωκά στις προκλήσεις του αναιδούς επισκόπου είναι αφοπλιστική, όπως ο ίδιος την περιγράφει στο περίφημο Relatio του που είναι ένα λιβελλογράφημα κατά των Βυζαντινών: «Εγώ ελέγχω τις θάλασσες και μπορώ να επιτεθώ και να μετατρέψω σε στάχτες τις παράλιες και παραποτάμιες πόλεις του βασιλιά σου, ξεσηκώνοντας τα έθνη εναντίον του.»

Ακολουθεί η αναφορά του Λιουτπράνδου. Το κείμενο είναι εις την Αγγλικήν:
 
Liutprand of Cremona: Report of his Mission to Constantinople
Introduction [From Henderson translation]
Note: 

We first hear of Liutprand at the court of Berengar and Willa, who, in the middle of the tenth century, ruled over northern Italy. Becoming estranged from his royal patrons he wrote against them the Antapodosis, or book of retribution, which is one of our most valued historical sources for those times. In 963 Liutprand was envoy of Otto the Great to the shameless Pope John XII, and wrote the only connected account which we have of the latter's condemnation and deposition. 

The journey to Constantinople took place in 968. Otto had, in his efforts to bring Italy into his power, come into collision with the Greeks, who regarded Benevento and Capua as belonging to the provinces of the Eastern Empire. Otto went so far as to occupy Apulia and to besiege the Greek town of Bari, but soon came to the conclusion that more was to be gained by negotiations than by war. Liutprand, now Bishop of Cremona, advised peace, and suggested that a Greek princess should be sought in marriage for the young emperor Otto II, who had commenced to reign, conjointly with his father. It was upon the princess Theophano that the hopes of the emperor were fixed, and it was thought that Nicephorus would give Apulia and Calabria as her dowry. It was to arrange this matter that Liutprand, accompanied by a large suite, went to Constantinople. The reception that he met with will be explained in his own words. 


TEXT: 

Liutprand bishop of the holy church of Cremona desires, wishes and prays that the Ottos, the unconquerable emperors of the Romans, and the most glorious Adelaide flourish, prosper and be triumphant. 

1. Why it was that you did not receive my former letters or my envoy the following explanation will make clear. On the day before the Nones of June (June 4) we came to Constantinople, and there, as a mark of disrespect to yourselves, being shamefully received, we were harshly and shamefully treated. We were shut up in a palace large enough, indeed, but uncovered, neither keeping out the cold nor warding off the heat. Armed soldiers were made to stand guard who were to prevent all of my companions from going out and all others from coming in. This dwelling, into which we alone who were shut up could pass, was so far removed from the palace that our breath was taken away when we walked there--we did not ride. To add to our calamity the Greek wine, on account of being mixed with pitch, resin, and plaster was to us undrinkable. The house itself was without water, nor could we even for money buy water to still our thirst. To this great torment was added another torment--our warden namely, who cared for our daily support. If one were to look for his like, not earth. but perhaps hell, would furnish it; for he, like an inundating torrent, poured forth on us whatever calamity, whatever plunder, whatever expense, whatever torment, whatever misery he could invent.--Nor among a hundred and twenty days did a single one pass without bringing us groaning and grief. 

2. On the day before the Nones of June (June 4), as stated above, we arrived at Constantinople before the Carian gate and waited with our horses, in no slight rain, until the eleventh hour. But at the eleventh hour, Nicephorus, not regarding us, who had been so distinguished by you as worthy to ride, ordered us to approach; and we were led to the aforesaid hated, waterless, open marble house. But on the eighth day before the Ides (June 6), on the Saturday before Pentecost, I was led into the presence of his brother Leo, the marshal of the court, and chancellor; and there we wearied ourselves out in a great discussion concerning your imperial title. For he called you not emperor, which is Basileus in his tongue, but, to insult you, Rex, which is king in ours. And when I told him that the thing signified was the same although the terms used to signify it, were different, he said that I had come not to make peace but to excite discord; and thus angrily rising he received your letters, truly insultingly, not in his own band, but through an interpreter. He was a man commanding enough in person but feigning humility; whereon if a man lean, it will go into his hand and pierce it..' 

3. On the seventh day before the Ides (June 7), moreover, on the sacred day - of Pentecost itself, in the palace which is called the crown hall, I was led before Nicephorus--a monstrosity of a man, a pygmy, fat-headed and like a mole as to the smallness of his eyes; disgusting with his short, broad, thick, and half hoary beard; disgraced by a neck an inch long; very bristly through the length and thickness of his hair; in color an Ethiopian; one whom it would not be pleasant to meet in the middle of the night; with extensive belly, lean of loin, very long of hip considering his short stature, small of shank, proportionate as to his heels and feet; clad in a garment costly but too old, and foul-smelling and faded through age; shod with Sicyonian shoes; bold of tongue, a fox by nature, in perjury, and lying a Ulysses. Always my lords and august emperors you seemed to me shapely, how much more shapely after this! Always magnificent, how much more magnificent after this! Always powerful, how much more powerful after this! Always gentle, how much more gentle henceforth! Always full of virtues, how much fuller henceforth. At his left, not in a line but far below, sat two petty emperors, once his masters, now his subjects. His discourse began as follows: 

4. "It would have been right for us, nay, we had wished to receive you kindly and with honor; but the impiety of your master does not permit it since, invading it as an enemy, he has claimed for himself Rome; has taken away, from Berengar and Adalbert their kingdom, contrary to law and right; has slain some of the Romans by the sword, others by hanging, depriving some of their eyes, sending others into exile ; and has tried, moreover, to subject to himself by slaughter or by flame cities of our empire. And, because his wicked endeavour could not take effect, he now has sent you, the instigator and furtherer of this wickedness, to act as a spy upon us while simulating peace." 

5. I answered him: "My master did not by force or tyrannically invade the city of Rome; but he freed it from a tyrant, nay, from the yoke of tyrants. Did not the slaves of women rule over it; or, which is worse and more disgraceful, harlots themselves? Your power, I fancy, or that of your predecessors, who in name alone are called emperors of the Romans and are it not in reality, was sleeping at that time. If they were powerful, if emperors of the Romans, why did they permit Rome to be in the hands of harlots? Were not some of them most holy popes banished, others so oppressed that they were not able to have their daily supplies or the means of giving alms? Did not Adalbert send scornful letters to the emperors Romanus and Constantine your predecessors? Did he not plunder the churches of the most holy apostles? What one of you emperors, led by zeal for God, took care to avenge so unworthy a crime and to bring back the holy church to its proper conditions You neglected it, my master did not neglect it. For, rising from the ends of the earth and coming to Rome, he removed the impious and gave back to the vicars of the holy apostles their power and all their honor, But afterwards those who had risen against him and the lord pope, according to the decrees of the Roman emperors Justinian, Valentinian, Theodosius and the others he slew, strangled, hung, and sent into exile as violators of their oath, as sacrilegious men, as torturers and plunderers of their lords the popes. Had he not done so he would have been impious, unjust, cruel a tyrant. It is well known that Berengar and Adalbert, becoming his vassals, had received the kingdom of Italy with a golden scepter from his hand, and that they, taking an oath, promised fealty in the presence of servants of yours who still live and are at present in this city. And because, at the devil's instigation they perfidously violated this promise, he justly deprived them as deserters and rebels against himself, of their kingdom. You yourself would do the same to those who had been your subjects, and who afterwards rebelled." 

6. "But Adalbert's vassal," he said, "does not acknowledge this". I answered him: "If he denies it one of my suite shall, at your command, show by a duel tomorrow that it is so". "Well" he said, "he may, as you say, have done this justly. Explain now why with war and flame he attacked the boundaries of our empire. We were friends, and were expecting, by means of a marriage, to enter into an indissoluble union". 

7. "The Land", I answered, "which you say belongs to your empire belongs, as the nationality and language of the people proves, to the kingdom of Italy. The Lombards held it in their power, and Louis, the emperor of the Lombards, or Franks, freed it from the hand of the Saracens, many of them being cut down. But also Landolph, prince of Benevento and Capua, subjugated and held it in his power for seven years. Nor would it until now have passed from the yoke of his servitude or that of his successors, had not the emperor Romanus, giving an immense sum of money, bought the friendship of our king Hugo. And it was for this reason that he joined in a marriage to his nephew and namesake the bastard daughter of this same king of ours, Hugo, And, as I see, you ascribe it not to kindness but to weakness that, after acquiring Italy and Rome, he left it to you for so many years. The bond of friendship, however, which you did wish, as you say, to form through marriage, we look on as a wile and a snare: you do demand a trace, which the condition of affairs neither compels you to demand nor us to grant. But, in order that now all deceit may be laid bare and the truth not be bidden, my master (Otto) has sent me to you, so that if you are willing to give the daughter of the emperor Romanus and of the empress Theophano to my master his son, Otto the august emperor, you may affirm this to me with an oath; whereupon I will affirm by an oath that, in return for such favors, he will observe and do to you this and this. But already my master his given to you, as to his brother, the best pledge of his friendship in restoring to you, by my intervention, at whose suggestion you declare this evil to have been done, all Apulia which was subject to his sway. Of which thing there are as many witnesses as there are inhabitants in all Apulia." 

8. "The second hour," said Nicephorus, is already past. The solemn procession to the church is about to take place. Let us now do what the hour demands. At a convenient time we will reply to what you have said." 

9. May nothing keep me from describing this procession, and my masters from hearing about it! A numerous multitude of tradesmen and low-born persons, collected at this festival to receive and to do honor to Nicephorus, occupied both sides of the road from the palace to St. Sophia like walls, being disfigured by quite thin little shields and wretched spears. And it served to increase this disfigurement that the greater part of this same crowd in his (Nicephorus') honor, had marched with bare feet. I believe that they thought in this way better to adorn that holy procession. But also his nobles who passed with him through the plebeian and barefoot multitude were clad in tunics which were too large, and which were torn through too great age. It would have been much more suitable had they marched in their everyday clothes. There was no one whose grandfather had owned one of these garments when it was new. No one there was adorned with gold, no one with gems, save Nicephorus alone, whom the imperial adornments, bought and prepared for the persons of his ancestors, rendered still more disgusting. By, your salvation, which is dearer to me than my own, one precious garment of your nobles is worth a hundred of these, and more too. I was led to this church procession and was placed on a raised place next to the singers. 

10. And as, like a creeping monster, he proceeded thither, the singers cried out in adulation: "Behold the morning star approaches Eos rises; he reflects in his glances the rays of the sun-he the pale death of the Saracens, Nicephorus the ruler." And accordingly they sang: "Long life to the ruler Nicephorus!" Adore him, you people, cherish him, bend the neck to him alone! How much more truly, might they have sung: "Come, you burnt-out coal, you fool; old woman in your walk, wood-devil in your look; you peasant, you frequenter of foul places, you goatfoot, you horn-head, you double-limbed one; bristly, -unruly, countrified, barbarian, harsh, hairy, a rebel, a Cappadocian!" And so, inflated by those lying fools, he enters St. Sophia, his masters the emperors following him ground. His armor-bearer, with an arrow for a pen, from afar, and, with the kiss of peace, adoring him to the places in the church the era which is in progress from the time when he began to reign, and thus those who did not then exist learn what the era is. 

11. On this same day he ordered me to be his guest. Not; thinking me worthy, however, to be placed above any of his nobles, I sat in the fifteenth place from him, and without a tablecloth. Not only did no one of my suite sit at table, but not one of them saw even the house in which I was a guest. During which disgusting and foul meal, which was washed down with oil after the "manner of drunkards, and moistened also with a certain and other exceedingly bad fish liquor, he asked me many questions concerning your power, many concerning your dominions and your army. And when I had replied to him consequently and truly, "You lie," he said, "the soldiers of your master do not know how to ride, nor do they know how to fight on foot; the size of their shields, the weight of their breast-plates, the length of their swords, and the burden of their helms permits them to fight in neither one way nor the other." Then he added, smiling: "their gluttony also impedes them, for their God is their belly, their courage but wind, their bravery drunkenness. Their fasting means dissolution, their sobriety panic. Nor has your master a number of fleets on the sea. I alone have a force of navigators; I will attack him with my ships, I will overrun his maritime cities with war, and those which are near the rivers I will reduce to ashes. And how, I ask, can he even on land resist we with his scanty forces? His son was there, his wife was there, the Saxons, Swabians, Bavarians, were all with him: and if they did not know enough and were unable to take one little city that resisted them, how will they resist me when I come, I who am followed by as many troops as 

"Gargara corn-ears have, or grape-shoots the island of Lesbos,
Stars in the sky are found, or waves in the billowy ocean." 

When I wished to reply to him and to give forth an answer worthy of his boasting, he did not permit me; but added as if to scoff at me: "You are not Romans but Lombards." When he wished to speak further and was waving his hand to impose silence upon me, I said in anger: "History, teaches that the fratricide Romulus, from whom also the Romans are named, was born in adultery; and that he made an asylum for himself in which he received insolvent debtors, fugitive slaves, homicides, and those who were worthy of death for their deeds. And he called to himself a certain number of such and called them Romans. From such nobility those are descended whom you call world-rulers, that is, emperors; whom we, namely the Lombards, Saxons, Franks, Lotharingians, Bavarians, Swabians, Burgundians, so despise, that when angry, we can call our enemies nothing more scornful than Roman-comprehending in this one thing, that is in the name of the Romans, whatever there is of contemptibility, of timidity, of avarice, of luxury, of lying: in a word, of viciousness. But because you do maintain that we are unwarlike and ignorant of horsemanship, if the sins of the Christians shall merit that you shall remain in this hard-heartedness: the next battle will show what you are, and how warlike we." 

12. Nicephorus, exasperated by these words, commanded silence with his hand, and bade that the long narrow table should be taken away, and that I should return to my hated habitation--or, to speak more truly, my prison. There after two days, as a result of vexation as well as of heat and thirst, I was taken with a severe illness. And, indeed, there was not one of my companions who, having drunk from the same cup of sorrow, did not fear that his last day was approaching. Why should they not sicken, I ask, whose drink instead of the best wine was brine; whose resting place was not bay, not straw, not even earth, but hard marble; whose pillow was a stone, whose open house kept off neither heat, nor showers, nor cold? Salvation itself, to use a common expression, if it had poured itself out upon them could not have saved them. Weakened therefore by my own tribulations and those of my companions, calling my warden, or rather my persecutor, I brought it about, not by prayers alone but through money, that he should carry my letter containing what follows, to the brother of Nicephorus: 

13. "To the coropalate and logothete of the palace, Leo- Bishop Liutprand. If the most illustrious emperor thinks of granting the request on account of which I have come, the suffering which I here endure shall not exhaust my patience; only his lordship must be instructed by my letters and by an envoy that I will not remain here without reason. But if the contrary be the case, there is a transport ship of the Venetians here which is just about to start. Let him permit me who am ill to embark, so that, if the time of my dissolution be at hand, my native land may at least receive my corpse." 

14. When he had read these lines he ordered me to come to him after four days. There sat with him, according to their tradition, to discuss your affair the wisest men, strong in Attic eloquence: Basilius the chief chamberlain, the chief state secretary, the chief master of the wardrobe and two other officials, They began their discourse as follows: " Tell us, brother, why you have taken the trouble to come hither." When I had told them that it was on account of the marriage which was to be the ground for a lasting peace, they said: "It is an unheard of thing that a daughter born in the purple of an emperor born in the purple should be joined in marriage with strange nations. But although you seek so high a favor, you shall receive -what you wish, if you give what is right: Ravenna, namely, and Rome with all the adjoining places which extend from thence to our possessions. But if you desire friendship without the marriage, let your master permit Rome to be free; but the princes, of Capua, namely, and Benevento, who were formerly slaves of our empire and now are rebels, let him give over to their former subjection." 

15. I answered them: "You yourselves can not but know that my master rules over Slavonian princes who are mightier than Peter king of the Bulgarians who has wedded the daughter of the emperor Christophorus." "But Christophorus," they said, " was not born in the purple." 

16. But Rome, "I said, " which, as you exclaim, you wish to have free, who does it serve, to whom does it pay tribute' ? Did it not formerly serve harlots? And, while you were sleeping, nay, powerless, did not my master the august emperor free it from so disgraceful a servitude? Constantine, the august emperor who founded this city and called it after his name, as world-ruler gave many gifts to the holy apostolic Roman church, not only in Italy but in almost all the western kingdoms; also in the eastern and southern-in Greece, namely, Judea, Persia, Mesopotamia, Babylonia, Egypt, Libya: as his own privileges witness, which are preserved in our land. Now whatever there is, in Italy and also in Saxony and Bavaria or in any, of the dominions of m master, that belongs to the church of the blessed apostles: he has conferred it on the vicar of those same most holy apostles. And may I deny God if my master has retained from all of these a city, an estate, a vassal or a serf - But why does your emperor not do the same? Why does he not restore to the church of the apostles what lies in his kingdom; so that he may make it, rich and free as it is by the labor and munificence of my master, still richer and more free? 

17. "But this," said the first chamberlain Basilius, "he will do as soon as Rome and the Roman church shall be subordinated to his will." "A certain man," I said, "having suffered much injury from another, approached God with these words: `O Lord, avenge me upon my adversary!' To whom the Lord said, `I will do it at the day when I shall render unto each man according to his works!' `Alas,' said he, 'how late that will be!'" 

18. At which all except the emperor's brother shook with laughter. They then ended the interview and ordered me to be led back to my hated abode, and to be guarded with great care until the day, honored by all religious persons, of the holy apostles. On this festal occasion the emperor commanded me--I was very ill at the time--and also the Bulgarian envoys who had arrived the day before, to meet him at the church of the holy apostles. And when after the garrulous songs of praise (to Nicephorus) and the celebration of the mass we were invited to table, he placed above me on our side of the table, which was long and narrow, the envoy of the Bulgarians who was shorn in Hungarian fashion, girt with a brazen chain, and as it seemed to me, a catechumen; plainly in scorn of yourselves my august masters. On your behalf I was despised, rejected and scorned. But I thank the Lord Jesus Christ whom you serve with your whole soul that I have been considered worthy to suffer contumely for your sakes. However, my masters, not considering myself but yourselves to be insulted, I left the table. And as I was about indignantly to go away, Leo the marshal of the court and brother of the emperor, and Simeon the chief state secretary came up to me from behind, barking out at me this: "When Peter the king of the Bulgarians married the daughter of Christophorus articles were mutually drawn up and confirmed with an oath to the effect that with us the envoys of the Bulgarians should be preferred, honored and cherished above the envoys of all other nations. That envoy of the Bulgarians although, as you say and as is true, he is shorn, unwashed and girt with a brazen chain, is nevertheless a patrician; and we decree and judge that it would not be right to give a bishop, especially a Frankish one, the, preference over him. And since we know that you do consider this unseemly, we will not now, as you do expect, allow you to return to your quarters, but shall oblige you to take food in a separate apartment with the servants of the emperor. 

19. On account of the incomparable grief in my heart I made no reply to them, but did what they had ordered; judging that table not a suitable place where--I will not say to me, that is, the bishop Liutprand, but to your envoy--an envoy of the Bulgarians is preferred. But the sacred emperor soothed my grief through a great gift, sending to me from among his most delicate dishes a fat goat, of which he himself had partaken, deliciously (?) stuffed with garlic, onions and leeks; steeped in fish sauce: a dish which I could have wished just then to be upon your table, so that you who do not believe the delicacies of the sacred emperor to be desirable, should at length become believers at this sight! 

20. When eight days had passed and the Bulgarians had already departed, thinking that I thought very highly of his table he compelled me, ill as I was, to dine with him in the same place. There was present also, with many bishops, the patriarch; in whose presence he asked me many questions concerning the Holy Scriptures; which, the divine Spirit inspiring me, I expounded with elegance, And at last, in order to make merry over you, he asked me what synods we recognized. When I bad mentioned to him Nicea, Chalcedon, Ephesus, Carthage, Ancyra, Constantinople, -"Ha, Ha, Ha," said he, "you have forgotten to mention Saxony, and, if you ask us why our books do not contain it, I answer that your beliefs are too young and have not you been able to reach us." 

21. I answered: "That member of the body where the infirmity has its seat must be burned with the burning iron. All heresies have emanated from you, have flourished among you; by us, that is by the western nations they have been here strangled, here put an end to. A Roman or a Pavian synod, although they often took place, I do not count them. A Roman clerk, indeed, afterwards the universal pope Gregory who is called by you Dialogus, freed Eutychius the heretical patriarch of Constantinople from his heresy. This same Eutychius said, nor did he only say but taught, proclaimed and kept writing, that we would assume at the Resurrection not the true flesh which we have here, but a certain fantastic flesh. The book containing this error was, in an orthodox manner, burned by Gregory. Ennodius, moreover, bishop of Pavia, was, on account of a certain other heresy, sent here, that is to Constantinople, by the Roman patriarch. He repressed it, and restored the orthodox catholic teaching.-The race of the Saxons, from the time when it received the holy baptism and the knowledge of God, has been spotted by no heresy which would have rendered a synod necessary of an error which did not exist. Since for the correction of an error which did not exist. Since you declare the faith of the Saxons to be young, I am willing also to affirm the same; for always the faith of Christ is young and not if with those, those whose works second their faith. Faith is there not young but old where works do not accompany it; but faith is scorned, as it were, for its age, like a worn out garment. But I knew for certain of one synod that was held in Saxony in which it was decreed and confirmed that it was more fitting to fight with the sword than with the open, and better to submit to death than to turn one's back to the enemy. Your own arm has experienced the truth of this," in my heart I said "And may they (the Saxons) soon have occasion to show how warlike they are!"