Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Η ανάσταση των θεών σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες



 

Στην αρχαία Ελλάδα, γράφει ο Μ. Τιβέριος, όπως και σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου, απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση. Ο Διόνυσος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θεού που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο

Ο Απρίλης είναι ο μήνας στη διάρκεια του οποίου έχουμε την πιο μεγάλη γιορτή των ορθοδόξων Χριστιανών, που είναι τα Πάθη και η Ανάσταση του Κυρίου. Ιδιαίτερα για τους Ελληνες η γιορτή αυτή αποκτά πρόσθετη σημασία, αφού αρκετές φορές η Ανάσταση του Θεανθρώπου συσχετίστηκε με την ανάσταση της ίδιας της φυλής, ενώ συγχρόνως τους θύμιζε και πανάρχαια θρησκευτικά και λατρευτικά δρώμενα που η αρχή τους χάνεται στο βάθος των αιώνων, σε χρόνους πολύ πριν από τον ερχομό του Σωτήρα.

Σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου και στην αρχαία Ελλάδα απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση, όπως π.χ. ο φοινικικός Αδωνις ή ο ελληνικός Διόνυσος. Επειδή μάλιστα συχνά οι τεθνεώτες και αναστάντες αυτοί θεοί συμβαίνει να είναι θεοί της γονιμότητας, πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η ιδέα αυτή του θανάτου και της ανάστασης εκ νεκρών είναι παρμένη από την ετήσια εναλλαγή των εποχών, όπου το νέκρωμα της φύσης κατά τη διάρκεια του παγερού χειμώνα το διαδέχεται το ξαναζωντάνεμά της κατά τη διάρκεια της ζωοδότρας άνοιξης. Επομένως με τα πάθη αυτά των θεών συμβολίζονται οι λειτουργίες της ίδιας της φύσης και, όπως είναι γνωστό, η πίστη συχνά εκφράζεται με συμβολισμούς.

Γύρω από τον ετήσιο αυτό αγώνα ανάμεσα στην ακαρπία και την ευφορία της γης υφάνθηκε και ο ιστός αρκετών αρχαίων μυστηριακών τελετών, γι’ αυτό ακριβώς και η συνήθης εποχή διεξαγωγής τους ήταν το τέλος του καλοκαιριού ή η αρχή του φθινοπώρου, με τα πρώτα πρωτοβρόχια. Τα μυστήρια, που γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση κατά τους χρόνους της ύστερης αρχαιότητας, υπόσχονταν στους μυημένους σ’ αυτά μόνιμη σωτηρία και μια ευτυχισμένη μετά θάνατον ζωή. Ετσι, σε δημόσιες αλλά κυρίως σε απόκρυφες τελετουργίες, οι πιστοί σκηνοθετούσαν τις διάφορες φάσεις αυτού του αγώνα, αναπαριστώντας τις ποικίλες περιπέτειες του πάσχοντος θεού τους.

Ο θάνατος και η ανάσταση

Οπως παρατηρεί ο Πλάτων, καθώς ο άνθρωπος πλησιάζει προς τον θάνατο αρχίζει να σκέπτεται για πράγματα που πριν δεν τον απασχολούσαν καθόλου, ενώ συγχρόνως αρχίζει να δίνει πίστη και σε δοξασίες υπερφυσικές. Ετσι και στην αρχαιότητα, πολλοί πίστευαν ότι με τις μυήσεις αυτές θα βοηθηθούν να κερδίσουν την πολυπόθητη αθανασία και ακόμη θα αποκτήσουν τη δυνατότητα και μετά θάνατον «να διασκεδάζουν και να χορεύουν» σε καταπράσινους λειμώνες στον καθαρό αέρα.

Ορισμένοι θρησκειολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η κεντρική ιδέα όλων αυτών των μυστηριακών θρησκειών ήταν ο θάνατος και η ανάσταση και έχουν συνδέσει τους σχετικούς μυστηριακούς μύθους με τα πάθη κάποιου θεού. Ετσι έχουμε τον θάνατο του Διονύσου, του Αττεως, του Οσίριδος. Στα μυστήρια που σχετίζονται με τους θεούς αυτούς συναντούμε ακολουθίες πένθους που στη συνέχεια τις διαδέχονται τελετουργίες χαράς και αγαλλίασης. Το αβάστακτο πένθος της Ισιδος για τον φόνο του αγαπημένου της αδελφού και συντρόφου, του Οσίριδος, που τον είχε κατακρεουργήσει ο θεός της σκιάς Σετ (ή Σεθ), σταματά όταν βρίσκει και συναρμολογεί όλα τα διαμελισμένα κομμάτια του, δίνοντάς του ξανά τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πιστούς της. Μιμούμενοι τη θεά τους, αναζητούν τον Οσιρι, κτυπώντας με αλαλαγμούς τα στήθη τους. Μόλις ξαναντικρίζουν τον θεό, τότε τον θρήνο τον διαδέχεται ανείπωτη χαρά. Ο Πλούταρχος προτρέπει τα βάσανα της Ισιδας, όπως αναπαριστάνονται στις σχετικές τελετές, να γίνονται μαθήματα ευσέβειας και παρηγοριάς για όλους τους θνητούς που τους βρίσκουν τέτοια κακά.


Ο Ιούλιος Φίρμικος Ματερνός, πολιτικός και συγγραφέας του 4ου αι. μ.Χ., που αλλαξοπίστησε και έγινε Χριστιανός, μας παραδίδει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σχετικές με παγανιστικές μυστηριακές τελετές. Ετσι ανάμεσα σε άλλα μας περιγράφει και μια σκηνή κατά την οποία μπροστά σε ένα ομοίωμα κάποιου θεού, που κείτονταν νεκρός πάνω σε ένα φορείο, εξελίσσονταν σκηνές οδυρμού και θρήνου.

Η «επίκλησις» του Διονύσου
[στη φωτό αριστερά, το θείον Βρέφος Διόνυσος με φωτοστέφανο]

Ο Διόνυσος, χωρίς αμφιβολία, ήταν κι αυτός ένας θεός της βλάστησης και σαν τέτοιος ήταν ένας πάσχων θεός, που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο. Ωστόσο τα επεισόδια που σχετίζονται με τον θάνατό του, ο οποίος προκαλούσε τον μαρασμό της φύσης, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποτελούσαν σημαντικό μέρος της όλης διήγησης. Εκτός από αναφορές στον βίαιο θάνατό του και τον διαμελισμό του υπήρχαν και παραδόσεις που έκαναν λόγο και για μια ομαλή κατάβασή του στον Αδη, προκειμένου να φέρει στον πάνω κόσμο, στον κόσμο των ζωντανών, τη μάνα του τη Σεμέλη.

Η κάθοδός του αυτή έγινε από την Αλκυονία λίμνη στη Λέρνα της Αργολίδας, για την οποία υπήρχε παράδοση ότι ήταν απύθμενη. Ετσι κανένας στην αρχαιότητα, ούτε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Νέρων, δεν είχε μπορέσει να μετρήσει το βάθος της. Στους Δελφούς, μέσα στο άδυτο του ναού του Απόλλωνος, «παρά το χρηστήριον», έδειχναν τον τάφο του θεού. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που έζησε προς τα τέλη του 1ου αι. π.Χ., μιλά για θρήνους κατά τη διάρκεια «των διονυσιακών παθών». Αλλά για τις τελετουργίες τις σχετικές με τον θάνατό του, όπως άλλωστε και γι’ αυτές που σχετίζονται με την ανάστασή του, ξέρουμε λιγοστά πράγματα. Κύρια αιτία ήταν η ευσέβεια των αρχαίων συγγραφέων που δεν ήθελαν να κοινοποιήσουν τίποτε «περί ων ου θέμις τοις αμυήτοις ιστορείν».

Ενα χαρακτηριστικό στοιχείο των τελετουργιών που συνδέονται με την ανάσταση του θεού ήταν και το κάλεσμά του, η «επίκλησις», από τους πιστούς του, που τον καλούσαν, ακόμη και με μικρές σάλπιγγες, να ανέβει και να παρουσιαστεί σ’ αυτούς.

Στον κόσμο των Ιώνων η «επιφάνεια» του θεού γινόταν κατά τη διάρκεια των Ανθεστηρίων. Ενα σημαντικό δρώμενο της γιορτής αυτής, που είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι γιορταζόταν και αυτή κατά τη διάρκεια της άνοιξης, ήταν ο ερχομός του θεού πάνω σ’ ένα τροχοφόρο πλοίο.

Το ότι ο Διόνυσος ερχόταν με ένα πλεούμενο πιθανόν να οφειλόταν στο ότι ο θεός είχε κατεβεί στον Κάτω Κόσμο μέσα από μια λίμνη, την Αλκυονία. Αλλά και ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του βάζει τον Διόνυσο να κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο από μια περιοχή της Αθήνας, που την έλεγαν Λίμναι, και της οποίας το όνομα σαφώς υποδηλώνει και πάλι κάποια λίμνη ή έστω ένα βαλτότοπο.

Με τη θριαμβευτική επανεμφάνιση του θεού οι πιστοί του ξεσπούσαν σε ουρανομήκεις φωνές και χαρούμενα τραγούδια και ξεφάντωναν με χορούς και πανηγύρια. Και εκτός από πάσχοντες θεούς στην αρχαία μυθολογία υπάρχουν και ήρωες που είχαν κατορθώσει να νικήσουν τον θάνατο, όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο Καπανέας κ.ά.

Μετά από τα παραπάνω μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μέγα θαύμα της Ανάστασης του Χριστού, το σημαντικότερο ασφαλώς γεγονός της επίγειας ζωής Του, κατά το οποίο έχουμε τη νίκη της ζωής και την ήττα του θανάτου, έγινε πιο εύκολα κατανοητό από τους Ελληνες· και από τους υπόλοιπους ελληνίζοντες της όψιμης αρχαιότητας, που αποτελούσαν το πιο σημαντικό και συνάμα το πιο ζωντανό κομμάτι του τότε γνωστού και πολιτισμένου κόσμου. Γιατί ανάλογα συμβάντα διηγούνταν και για τους θεούς και ήρωες που είχαν στεριώσει και είχαν κυριαρχήσει στα μέρη τους πολύ πριν κάνει την εμφάνισή Του ο Ναζωραίος.

Μιχάλης Α. Τιβέριος, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
http://www.visaltis.net

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Ο Αρχαίος Σκεπτικισμός

 
 
Σκεπτικισμός είναι η ικανότητα να βρίσκει κανείς, με οποιοδήποτε τρόπο, αντιθέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και στις κρίσεις μας` με τον σκεπτικισμό, εξαιτίας της ισοσθένειας που χαρακτηρίζει τα αντίθετα μεταξύ τους πράγματα και επιχειρήματα, φτάνουμε πρώτα στην εποχή και μετά στη αταραξία.

(ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)

Έτσι περιγράφει τον σκεπτικισμό ο Σέξτος Εμπειρικός στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ, όταν δηλαδή έχει από καιρό τελειώσει η περίοδος της ελληνιστικής φιλοσοφίας και οι Σκεπτικοί έχουν εκθέσει και αναπτύξει τις απόψεις τους για τουλάχιστον 5 αιώνες. Μπορεί λοιπόν το απόσπασμα αυτό να συνοψίζει σε γενικές γραμμές τα βασικά χαρακτηριστικά των σκεπτικών, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκεπτικισμός, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της επικούρειας και στωικής φιλοσοφίας, αλλάζει από την μία γενιά Σκεπτικών στην άλλη σε σημαντικό βαθμό. Πιο συγκεκριμένα, ο σκεπτικισμός στην αρχαιότητα παρουσιάζει κυρίως δύο κατευθύνσεις, οι εκπρόσωποι των οποίων θεωρούν ότι ανήκουν σε διαφορετικές παραδόσεις. Οι δύο κατευθύνσεις του αρχαίου σκεπτικισμού είναι ο ακαδημεικός και ο πυρρώνειος σκεπτικισμός.

Οι γνωσιολογικές προσεγγίσεις των Σκεπτικών τοποθετούνται στους αντίποδες των χαρακτηριζομένων ως δογματικών προσεγγίσεων, σύμφωνα με τις οποίες η γνώση ως θεωρητική κατάκτηση του εξωτερικού κόσμου ανήκει στην περιοχή των ανθρώπινων δυνατοτήτων και βρίσκεται σε διηνεκή εξέλιξη. Οι αισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις είναι διάχυτες στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό.

Οι Σκεπτικοί διατυπώνουν αμφιβολίες, άλλοτε μετριοπαθείς και άλλοτε ακραίες, για την αντικειμενική ισχύ των γνώσεων. Ως βασικό κριτήριό τους έχουν το ότι η γνώση είναι ένα αυστηρά υποκειμενικό γεγονός τελούμενο υπό τους όρους της ανθρώπινης προσληπτικότητας και κατά συνέπεια οι αισθήσεις και η νόηση είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν στην απάτη.

Η προέκταση είναι προφανής. Η αλήθεια δεν ανήκει στον ορίζοντα των ανθρώπινων δυνατοτήτων, διότι απουσιάζει το κύριο εχέγγυό της που είναι η αντικειμενικότητα ή η αμεσότητα της προδηλότητας των μέσων με τα οποία προσεγγίζεται.

Οι αρχαιότεροι των Σκεπτικών, ο Πύρρων και ο Τίμων δεν είναι γνωσιολογικά νόμιμο να αναφερόμαστε σε «είναι» των όντων αλλά στο «φαίνεσθαί» τους, υποστηρίζουν ότι όχι δηλαδή στο οντολογικό υπόστρωμά τους αλλά στον τρόπο με τον οποίο υποπίπτουν στην ανθρώπινη αντιληπτικότητα ως παρουσίες. Αυτός ο περιορισμός είναι δεσμευτικός. Εφόσον δεν έχουμε τις προϋποθέσεις να κατακτήσουμε γνωστικά με εδραία βεβαιότητα τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να μην εκφέρουμε κρίσεις για το περιεχόμενό τους.

Στους μεταγενέστερους Σκεπτικούς ανήκουν ο Αινησίδημος, ο Αγρίππας και ο Σέξτος ο Εμπειρικός, οι οποίοι μάλιστα αποπειρώνται να στηρίξουν συστηματικά τις απόψεις τους. Υποστηρίζουν και αυτοί ότι καμιά γνώση δεν έχει κύρος, διότι οι υποκειμενικοί και οι αντικειμενικοί παράγοντες που συμμετέχουν στη διαδικασία της διαφοροποιούνται τόσο καθεαυτοί όσο και μεταξύ τους.

Από τη μια πλευρά, το κάθε γνωστικό υποκείμενο στηρίζεται στις ιδιαιτερότητές του, ενώ επίσης δεν διαθέτει μια γνωστική ενότητα, αλλά προσεγγίζει τα αντικείμενά του με μια ποικιλία γνωστικών μέσων, όπως είναι ο νους και οι αισθήσεις. Παράλληλα, δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι το ίδιο το υποκείμενο δεν είναι σταθερό, αλλά λόγω ειδικών περιστάσεων αλλάζει καταστατική θέση, ερμηνείες και αξιολογήσεις και άρα ερευνητικά κριτήρια.

Από την άλλη πλευρά, ο άνθρωπος δεν έχει μια κατευθείαν και μονοσήμαντη επικοινωνία με τα αντικείμενα, αλλά τα κατανοεί στη σχέση τους με το περιβάλλον τους, το οποίο υπόκειται σε μεταβολές. Η σχετικιστική ή δυναμική λειτουργική παρουσία τους αποτελεί εμπόδιο στο να εξασφαλίζεται και η αυθεντική σε βάθος γνώση τους.

Στα γνωσιολογικά επίσης εμπόδια τοποθετούνται η διαφορά συγκρότησης των αντικειμένων από χωρο–χρονική σε χωρο-χρονική συνθήκη, καθώς και η συχνότητα της εμφάνισής τους.

Τέλος, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κοινωνικούς και ιστορικούς παράγοντες, το χαρακτηριστικό των οποίων είναι η εξέλιξη. Κάθε κοινωνία έχει τα οικεία της κριτήρια, τα οποία μάλιστα διαφοροποιούνται από εποχή σε εποχή, υπόκειται δηλαδή και η ίδια σ’ έναν εσωτερικό σχετικισμό.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Η αληθινή Ιστορία του Σπάρτακου και η πραγματική ερμηνεία για τον χαρακτήρα του


  
Ο Σπάρτακος ήταν μονομάχος θρακικής καταγωγής, που ηγήθηκε μεγάλης επανάστασης δούλων και άλλων κοινωνικώς καταπιεσμένων ατόμων εναντίον των Ρωμαίων. Σχεδόν όλες οι γνώσεις μας για τον Σπάρτακο περιορίζονται στα γεγονότα της επανάστασης που ηγήθηκε (73 π.Χ. – 71 π.Χ.), γνωστής και ως Επανάσταση του Σπάρτακου ή Επανάσταση των Μονομάχων.[1]
Η επανάσταση του Σπάρτακου είναι μία από τις μεγαλύτερες και μαζικότερες της αρχαιότητας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την τραγική της κατάληξη, ενέπνευσε πολλά κινήματα αλλά και διανοούμενους και καλλιτέχνες κατά τη διάρκεια των αιώνων, πολλοί εκ των οποίων ερμήνευσαν ποικιλοτρόπως το χαρακτήρα της επανάστασης, άλλοι δε χρησιμοποίησαν και το όνομα του Σπάρτακου για να δηλώσουν τη ριζοσπαστικότητα των ενεργειών τους.

Καταγωγή

Πηγές για τον Σπάρτακο και την επανάσταση αποτελούν ο Πλούταρχος στον βίο «Μάρκος Κράσσος», ο Γάιος Κρίσπος Σαλλούστιος στα περισωθέντα τμήματα του έργου του Historia, το έργο Rerum Romanorum libri IV (ή Epitome de Gestis Romanorum) του Γάιου Ανναίου Ιούλιου Φλώρου, και του Αππιανού το Εμφυλίων Α΄-Ε΄.[2]

Για τον πρότερο βίο τού Σπάρτακου ελάχιστα είναι γνωστά. Οι λίγες πληροφορίες που αντλούμε από τις πηγές είναι συχνά αντιφατικές. Όσον αφορά στην καταγωγή του, οι περισσότεροι ιστορικοί υιοθετούν την πληροφορία του Πλουτάρχου που προσδίδει στον Σπάρτακο θρακική καταγωγή από το γένος των Μαιδών (ή Μαίδων ή Μαιδοβιθυνών, θρακικής φυλής στις όχθες του Στρυμόνα).[3] Επίσης έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο ηγέτης των σκλάβων ήταν αριστοκρατικής καταγωγής επειδή αρκετοί Θράκες βασιλείς έφεραν το όνομα Σπάρτακος ή Σπάρτοκος.[4] Αμφίβολο παραμένει επίσης το πώς βρέθηκε στην κατάσταση του μονομάχου. Οι επικρατέστερες απόψεις τον θέλουν είτε αιχμάλωτο πολέμου από τη σύγκρουση των Ρωμαίων με τη θρακική δυναστεία των Σπαρτακιδών, αρχικά δούλο σε ορυχείο ο οποίος κατόπιν πουλήθηκε σε ιδιοκτήτη σχολής μονομάχων, είτε μισθοφόρο στον ρωμαϊκό στρατό, απ’ όπου λιποτάκτησε, αλλά τελικά συνελήφθη και κατέληξε στη σχολή μονομάχων του Γναίου Λέντουλου Βατιάτου (Gnaeus Lentulus Batiatus) στην Καπύη της Καμπανίας.[5]

Η Επανάσταση των Σκλάβων

Έναρξη της Επανάστασης

Η πόλη της Καπύης ήταν περίφημη για τις σχολές μονομάχων που φιλοξενούσε, οι περισσότεροι των οποίων ήταν γαλατικής και θρακικής καταγωγής. 200 σκλάβοι, μεταξύ αυτών και ο Σπάρτακος, κατέστρωσαν ένα σχέδιο απόδρασης που όμως διέρρευσε. Ωστόσο μερικές δεκάδες μονομάχων (78 κατά τον Πλούταρχο, 70 κατά τον Αππιανό, 50 κατά τον Κικέρωνα, περί τους 30 κατά τον Φλώρο) κατάφεραν να δραπετεύσουν (73 π.Χ.), χρησιμοποιώντας ως όπλα μαγειρικά σκεύη. Στο δρόμο λήστεψαν μια εφοδιοπομπή που μετέφερε οπλισμό μονομάχων σε κάποια άλλη πόλη. Έπειτα κατέφυγαν στις πλαγιές του Βεζούβιου, απ’ όπου διενεργούσαν επιδρομές λεηλατώντας τα γειτονικά κτήματα. Ο Σπάρτακος αναδείχθηκε σε αρχηγό τους, ενώ από τους υπόλοιπους ξεχώρισαν οι Γαλάτες Κρίξος και Οινόμαος.

Ο αριθμός των επαναστατών άρχισε να μεγαλώνει καθώς στις τάξεις τους προσχωρούσαν δούλοι, άποροι και κατατρεγμένοι, μεταξύ αυτών και πλήθος γυναικοπαίδων. Ο Σπάρτακος και οι μονομάχοι-σύντροφοί του ανέλαβαν να εκπαιδεύσουν τους οπαδούς τους κι έτσι γύρω από τον πυρήνα τον μονομάχων δημιουργήθηκε, σε λίγες εβδομάδες, ένας μικρός στρατός. Οι πρώην δούλοι εκτελούσαν επιδρομές και επιθέσεις εναντίον ολιγομελών ομάδων ταξιδιωτών, αποκομίζοντας στρατιωτικό οπλισμό με τον οποίο αντικαθιστούσαν τον οπλισμό των μονομάχων που τον θεωρούσαν υποτιμητικό[6].

Οι Ρωμαίοι αρχικά αντέδρασαν με νωθρότητα, θεωρώντας ότι πρόκειται για ακόμα μία από τις πολλές μικροεξεγέρσεις δούλων. Έτσι έστειλαν εναντίον τους έναν στρατό 3.000 βιαστικά στρατολογημένων και ανεπαρκώς εκπαιδευμένων ανδρών υπό τον πραίτορα Γάιο Κλαύδιο Γλάβρο ή Πούλχρο (Gaius Claudius Glaber). Εξάλλου ο κύριος όγκος των δυνάμεών τους ήταν απασχολημένος σε μέτωπα μακριά από την Ιταλία. Ο Πομπήιος (Gnaeus ή Cnaeus Pompeius Magnus) προσπαθούσε να καταστείλει την επανάσταση του Σερτώριου στην Ισπανία και ο Λούκουλος (Marcus Terentius Varro Lucullus) μαχόταν εναντίον τού βασιλιά τού Πόντου Μιθριδάτη στην ανατολή.[7] Ο στρατός του πραίτορα εγκλώβισε τους επαναστάτες σε μια απότομη πλαγιά του Βεζούβιου. Αυτοί όμως με μια παράτολμη ενέργεια καταρριχήθηκαν από την απόκρημνη και αφύλαχτη πλευρά με τη βοήθεια αυτοσχέδιων σχοινιών από κλήματα. Ακολούθως αιφνιδίασαν και εξολόθρευσαν το σύνολο σχεδόν των Ρωμαίων μαζί με τον διοικητή τους. Παρόμοια τύχη είχε και μια μεγαλύτερη δύναμη υπό τον πραίτορα Πόπλιο Βαρίνιο (Publius Varinius). Οι υποδιοικητές του έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ο ίδιος μόλις και μετά βίας διέφυγε και το ρωμαϊκό στρατόπεδο λεηλατήθηκε. Από αυτές τις νίκες ο στρατός των εξεγερμένων αποκόμισε πλήθος λαφύρων και κυρίως στρατιωτικό οπλισμό. Μέχρι την άνοιξη του επόμενου χρόνου (72 π.Χ.) ο Σπάρτακος είχε καταστεί κύριος της Καμπανίας, λεηλατώντας παραλιακές πόλεις της περιοχής. Μάλιστα το Μεταπόντιο καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι τάξεις των δούλων τώρα πυκνώνουν με μεγαλύτερο ρυθμό, φτάνοντας τις 70.000 κατά τον Αππιανό [8]. Μάλιστα συγκροτείται και πολυάριθμο ιππικό από τους βοσκούς και τους ζωοκλέφτες της Λευκανίας[9].

Γενίκευση της Επανάστασης - Πορεία προς τις Άλπεις

Κατόπιν τούτου οι Ρωμαίοι αντελήφθησαν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν έναν καλά εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο στρατό και έστειλαν εναντίον των δούλων τους υπάτους Γέλλιο Ποπλικόλα (Lucius Gellius Publicola) και Λέντουλο Κλαυδιανό (Gnaeus Cornelius Lentulus Clodianus) με δυνάμεις δύο λεγεώνων έκαστος, καθώς και ένα ισχυρό επικουρικό σώμα υπό τον Κόιντο Άρριο. Εν τω μεταξύ, ο μεγάλος αριθμός των επαναστατών οδήγησε αναπόφευκτα σε διάσπαση. Επίσης ο Σπάρτακος ήθελε να αποφύγει ανοιχτή μάχη με τα σαφώς πιο οργανωμένα και πειθαρχημένα ρωμαϊκά στρατεύματα και να οδηγήσει τους οπαδούς του σε τμήματα προς τον Βορρά απ’ όπου θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους (Γαλατία, Γερμανία, Βαλκάνια κ.α.). Ήξερε ότι ο στρατός του δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τις ρωμαϊκές λεγεώνες επί ίσοις όροις και πως όταν η Ρώμη, μετά την αρχική της νωθρότητα και απραξία, αποφάσιζε να αντιδράσει, η αντίδρασή της θα ήταν αστραπιαία και αμείλικτη.[10] Έτσι βιαζόταν να εξέλθει από τη ρωμαϊκή επικράτεια. Δεν συμμερίζονταν όμως όλοι οι επαναστάτες τις ανησυχίες του Σπάρτακου. Ένα μεγάλο τμήμα 30.000 ανδρών, κυρίως κελτικής και γερμανικής καταγωγής ακολούθησε εντελώς δική του πορεία υπό τον Κρίξο λεηλατώντας μικρές πόλεις και αγροκτήματα της Απουλίας χωρίς να δείχνει διάθεση να απομακρυνθεί από την Ιταλία. Ο Γέλλιος έσπευσε να τους αντιμετωπίσει σε ανοικτή μάχη κοντά στη σημερινή Foggia και παραδόξως αρχικά ηττήθηκε χάνοντας μάλιστα και το στρατόπεδό του, που έπεσε στα χέρια των αντιπάλων του. «Μεθυσμένοι» από την επιτυχία τους οι πρώην σκλάβοι επιδόθηκαν σε ένα όργιο κάθε είδους απολαύσεων και καταχρήσεων με αποτέλεσμα σύντομα να καταστούν ανίκανοι να πολεμήσουν. Όταν λοιπόν ο Γέλλιος αντεπιτέθηκε, η μάχη μετατράπηκε σύντομα σε σφαγή στην οποία εξοντώθηκαν τα δύο τρίτα των σκλάβων, μεταξύ των οποίων και ο Κρίξος [11].

Η επιτυχία των Ρωμαίων δεν διήρκεσε πολύ. Θέλοντας να παγιδεύσουν τον κύριο όγκο των εξεγερθέντων, που υπό τον Σπάρτακο βάδιζε προς τη Βόρειο Ιταλία μέσω των Απεννίνων, οι δύο ύπατοι χώρισαν τις δυνάμεις τους, αλλά συνετρίβησαν διαδοχικά. Οι μανιασμένοι επαναστάτες καταδίωξαν ανηλεώς τους ηττημένους Ρωμαίους σκοτώνοντας πολλούς, εκδικούμενοι τον θάνατο του Κρίξου. Ίδια τύχη είχαν και οι Ρωμαίοι αιχμάλωτοι που εκτελέστηκαν αμέσως μετά τη μάχη. Η νικηφόρα πορεία του Σπάρτακου συνεχίστηκε καθώς ο στρατός του εισερχόταν στην εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία. Ο πραίτορας Μάντιος ηττήθηκε με τη σειρά του και ακολούθως ο τακτικός στρατός (10.000 άνδρες) τού διοικητή της περιοχής Γάιου Κάσσιου Λογγίνου (Gaius Cassius Longinus) διαλύθηκε από την ορμή των φυγάδων κοντά στη Mutina (σημερινή Μόντενα). Για άλλη μια φορά Ρωμαίος διοικητής διέφευγε την τελευταία στιγμή από την οργή των σκλάβων, τους οποίους οι περισσότεροι Ρωμαίοι στρατηγοί θεωρούσαν υποτιμητικό να πολεμήσουν αναζητώντας δόξα από νίκες ενάντια σε ελεύθερους λαούς.[12] Οι πρώην σκλάβοι είχαν πλέον φτάσει στον Πάδο ποταμό και σε λίγο θα εξέρχονταν από τα όρια της ρωμαϊκής εξουσίας.

Τότε συνέβη ένα παράδοξο γεγονός. Υπό την πίεση των οπαδών του που είχαν εθιστεί στη λαφυραγωγία, ο Σπάρτακος δεν διέβη τις Άλπεις όπως ήθελε, αλλά επέστρεψε στην Ιταλία. Σύμφωνα με κάποιες θεωρίες, ένας αριθμός αμάχων κυρίως που ακολουθούσε τον στρατό του Σπάρτακου, πέρασαν τις Άλπεις και επέστρεψαν στις πατρίδες τους (χειμώνας 72-71 π.Χ.).[13] Πάντως, οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Ιταλία. Οι συνεχείς νίκες τούς οδήγησαν στο να υπερεκτιμήσουν τις δυνατότητές τους.[14] Επίσης, υπολόγιζαν να περάσουν στην πλούσια Σικελία, η οποία είχε τεράστιο αριθμό σκλάβων και μετρούσε δύο μεγάλες επαναστάσεις σκλάβων κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Για το σκοπό αυτό ήρθε σε συνεννόηση με Κίλικες πειρατές.[15]

Αντιμέτωπος με τον Κράσσο

Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν δέος στη Ρώμη. Ο Σπάρτακος κατευθυνόμενος νότια βρισκόταν πολύ κοντά στην Αιώνια Πόλη. Διέλυσε και το σώμα του Κόιντου Άρριου και πλέον η Ρώμη έμοιαζε απροστάτευτη. Αλλά ο ηγέτης των μονομάχων προσπέρασε την πόλη και συνέχισε την πορεία του προς τον νότο. Εν τω μεταξύ, οργισμένη η Σύγκλητος ανακάλεσε τους δύο υπάτους και ανέθεσε την πάταξη της εξέγερσης στον πραίτορα και έμπειρο στρατηγό Μάρκο Λικίνιο Κράσσο (Marcus Licinius Crassus) στον οποίο παραχώρησε αυξημένες εξουσίες. Παράλληλα ανακάλεσε εσπευσμένα τους Πομπήιο (Gnaeus ή Cnaeus Pompeius Magnus) και Λούκουλο από τις εκστρατείες τους στην Ισπανία και στη Μικρά Ασία αντίστοιχα.

Με νέες δυνάμεις (40.000 άνδρες) ο Κράσσος έσπευσε προς την Καμπανία όπου υπολόγιζε ότι θα κατευθυνόταν και ο Σπάρτακος για να διεκπεραιωθεί στη Σικελία. Μήνυσε στον Μόμμιο (διοικητή των υπολειμμάτων του υπατικού στρατού που στρατοπέδευε κοντά στην Ανκόνα) να κινηθεί νότια και όταν οι δύο στρατοί ενώθηκαν ανέθεσε στον υπαρχηγό του πλέον Μόμμιο να επιτηρεί τις κινήσεις των αντιπάλων χωρίς, όμως, να δώσει μάχη.

Σκόπευε να παγιδεύσει τους επαναστάτες και να τους αναγκάσει να δώσουν μάχη σε ευνοϊκή για τους Ρωμαίους θέση. Ο Μόμμιος, ωστόσο, παράκουσε τις εντολές που είχε λάβει με συνέπεια να δεχτεί ταπεινωτική ήττα. Ο Κράσσος όμως δεν απογοητεύτηκε. Αποκατέστησε την πειθαρχεία επιβάλλοντας σκληρές ποινές στους επιζώντες λεγεωνάριους του Μόμμιου και επέμεινε στην καταδίωξη του Σπάρτακου, που βρέθηκε εγκλωβισμένος κοντά στο Ρήγιον (αρχές του 71 π.Χ.) καθώς οι πειρατές αφού εισέπραξαν τα ναύλα αθέτησαν τη συμφωνία. Εκεί ο Ρωμαίος στρατηγός έβαλε τους στρατιώτες του να σκάψουν μία τάφρο και να κατασκευάσουν ένα τείχος μήκους 53 χιλιομέτρων.[16] Και πάλι οι επαναστάτες υπό την καθοδήγηση του Σπάρτακου κατάφεραν και ξέφυγαν από την παγίδα. Μέσα σε μια νύχτα γέμισαν με χώμα και ξύλα ένα σημείο της τάφρου και από το πέρασμα αυτό διέφυγαν προς το Βρινδήσιο (σημερινό Mπρίντιζι).

Ωστόσο η έλλειψη συνοχής μεταξύ των επαναστατών οδήγησε εκ νέου σε διάσπαση των δυνάμεών τους. Ένα τμήμα περί τις 12.000 άνδρες υπό την ηγεσία δύο Γαλατών (Γάνικος και Κέστος) αποκόπηκε από το κυρίως σώμα και επιδόθηκε σε λεηλασίες, κατά το παράδειγμα του Κρίξου. Ο Κράσσος εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον τους και μολονότι οι πρώην δούλοι πολέμησαν με τη γνωστή γενναιότητα και αυτοθυσία επιφέροντας μεγάλες απώλειες στους διώκτες τους, εξοντώθηκαν σχεδόν μέχρι ενός. Χαρακτηριστικό της σφοδρότητας της σύγκρουσης είναι η μαρτυρία ότι μόνον δύο από τους νεκρούς σκλάβους έφεραν θανατηφόρα τραύματα στην πλάτη[17] Στην συνέχεια ο Κράσσος προσπάθησε να εμπλέξει και τον κύριο όγκο των εχθρών του. Οι τελευταίοι υπό την καθοδήγηση του Σπάρτακου κατέφυγαν στα βουνά Πετέλια (σημ. Στρόμπολι) καταδιωκόμενοι από τους διοικητές του Κράσσου Σκρόφα (Gnaeus Tremellius Scrofa) και Ρούφο (Quintus Marcius Rufus). Για άλλη μια φορά ο Θράκας μονομάχος απέδειξε την στρατηγική ιδιοφυΐα του. Στράφηκε απότομα εναντίον των διωκτών με το σύνολο των δυνάμεών του. Οι έκπληκτοι Ρωμαίοι διαλύθηκαν και αποσύρθηκαν ντροπιασμένοι στο στρατόπεδό τους[18]

Τελική μάχη – Θάνατος του Σπάρτακου

Η τελευταία αυτή επιτυχία των δούλων ήταν μοιραία για την τύχη τους, όπως παρατηρεί ο Πλούταρχος [19]. Τυφλωμένοι από τις διαδοχικές επιτυχίες τους, αγνόησαν ακόμα μία φορά τις υποδείξεις του Σπάρτακου και αποφάσισαν να ξαναπροσπαθήσουν να διεκπεραιωθούν στη Σικελία. Στην περιοχή όμως είχε καταφθάσει ο Λούκουλος, ενώ αναμενόταν και ο Πομπήιος. Παγιδευμένος ακόμη μία φορά ο Σπάρτακος προσπάθησε να έρθει σε κάποια συμφωνία με τον Κράσσο. Οι σύντροφοί του, όμως, αρνούνταν πλέον να αποφεύγουν τη μάχη. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο υποχρέωσαν με τα ξίφη τον αρχηγό τους να τους οδηγήσει στη μάχη.[20] Από την άλλη ο Ρωμαίος στρατηγός δεν είχε καμιά διάθεση να διαπραγματευτεί με τους σκλάβους. Ακόμη περισσότερο, επιδίωκε να δώσει την τελική μάχη (και φυσικά να νικήσει) χωρίς τη συμβολή του Λούκουλου και του Πομπήιου, ώστε να καρπωθεί μόνον ο ίδιος την επικείμενη νίκη. Παράλληλα, η Σύγκλητος πίεζε για την όσο το δυνατόν ταχύτερη καταστολή της επανάστασης και κατηγορούσε τον Κράσσο για το ότι ο πόλεμος διαρκούσε ήδη πολύ.[21]

Η τελική μάχη έγινε στα Βασιλικάτα της Λουκανίας κοντά στις όχθες του ποταμού Σιλάρου (Νότιος Ιταλία) την άνοιξη του 71 π.Χ. Υπήρξε πολύωρη και αιματηρή. Οι επαναστάτες (περί τις 35.000 τον αριθμό) πολέμησαν με απίστευτη γενναιότητα κι αυταπάρνηση αλλά τελικά η συνοχή και η πειθαρχία των ρωμαϊκών στρατευμάτων έγειρε την πλάστιγγα υπέρ τους. Ο Σπάρτακος σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να βρει τον Κράσσο στο πεδίο της μάχης. Το σώμα του δεν αναγνωρίστηκε ποτέ. Οι αιχμάλωτοι δούλοι, περίπου 6.000 τον αριθμό, σταυρώθηκαν κατά μήκος της Αππίας Οδού, ενώ εκτιμάται ότι οι νεκροί στο πεδίο της μάχης ήταν πολύ περισσότεροι. Οι σταυροί με τα αποσυντιθέμενα πτώματα «κοσμούσαν» επί χρόνια την Αππία Οδό, προς παραδειγματισμό.[13] Από την καταστροφή κατάφερε να διαφύγει ένα τμήμα 5.000 δούλων περίπου και κατευθύνθηκε βόρεια, αλλά διαλύθηκε από τον Πομπήιο, που εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει στη Ιταλία. Προς μεγάλη απογοήτευση του Κράσσου, οι Ρωμαίοι επεφύλαξαν για αυτόν μόνον κάποιες επευφημίες ενώ η οριστική πάταξη της εξέγερσης χρεώθηκε στον Πομπήιο ο οποίος είχε επιπλέον το δικαίωμα να τελέσει θρίαμβο για τις επιτυχίες του στην Ισπανία.[22]

Συνέπειες και χαρακτήρας της Επανάστασης του Σπάρτακου

Η επανάσταση του Σπάρτακου θεωρείται η μεγαλύτερη επανάσταση δούλων της ρωμαϊκής Ιστορίας. Αν και εν τέλει πνίγηκε στο αίμα, η έκταση που έλαβε και η αναστάτωση που προκάλεσε στην καρδιά, μάλιστα, της ρωμαϊκής επικράτειας, προβλημάτισε τη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη που έλαβε κάποια μέτρα για την αποφυγή παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα περιορίστηκε ο αριθμός των δούλων που προέρχονταν από αιχμαλώτους πολέμου και αυξήθηκε ο αριθμός των δούλων που γεννιόντουσαν από δούλους γονείς. Και αυτό, επειδή οι αιχμάλωτοι πολέμου έχοντας εμπειρία ελεύθερης ζωής ήταν πιο απείθαρχοι και επιρρεπείς σε ανταρσίες και στάσεις. Από την άλλη, αποφεύγονταν οι μεγάλες συγκεντρώσεις σκλάβων στην ύπαιθρο.

Επίσης μια έμμεση συνέπεια ήταν μια σχετική έκτοτε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των δούλων. Πολλοί από τους αιχμαλώτους πολέμου, που ήταν μορφωμένοι ή κατείχαν αξιώματα στον τόπο καταγωγής τους, αξιοποιούνταν σε ανάλογα πόστα, κάποιες φορές απελευθερώνονταν και γενικά τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης συγκριτικά με τους υπόλοιπους. Βέβαια δεν μειώθηκε ο αριθμός των σκλάβων, απλώς βρέθηκαν κάποιοι τρόποι για μία πιο ακίνδυνη (για τους Ρωμαίους) εκμετάλλευσή τους. [23]

Η εξέγερση και οι στόχοι τού Σπάρτακου έχουν αναλυθεί και ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από ιστορικούς και διανοούμενους. Πολλοί είδαν στην επανάσταση αυτή μια προσπάθεια ανατροπής του κοινωνικού κατεστημένου και τον Σπάρτακο ως έναν κοινωνικό επαναστάτη, κυρίως λόγω της μεγάλης προσχώρησης Ρωμαίων πολιτών των κατώτερων στρωμάτων στην επανάσταση.[24] Πάντως η πορεία της εξέγερσης και οι ενέργειες του Σπάρτακου δεν φαίνεται να υποδηλώνουν κάτι τέτοιο. Αρχική επιδίωξη ήταν η έξοδος από την ρωμαϊκή επικράτεια και η επιστροφή των επαναστατών στις πατρίδες τους και αργότερα η διεκπεραίωση στη Σικελία, δηλαδή μακριά από την ρωμαϊκή εξουσία. Ουδέποτε διατυπώθηκαν από τον Σπάρτακο κάποια αιτήματα (οποιασδήποτε φύσης) προς την ρωμαϊκή άρχουσα τάξη, ούτε πάλι φαίνεται κάποια πρόθεση αλλαγής της δεδομένης κοινωνικής κατάστασης, και πολύ περισσότερο κατάργησης της δουλείας, από πλευράς των πρώην σκλάβων. Ως εκ τούτου η κρατούσα άποψη σήμερα αντιμετωπίζει την επανάσταση αυτή ως μια προσπάθεια καταπιεσμένων ατόμων να ανακτήσουν με οποιονδήποτε τρόπο την προσωπική τους ελευθερία.[25]


Η προσωπικότητα του Σπάρτακου – Υστεροφημία

Από το σύνολο σχεδόν των αρχαίων πηγών, ο Σπάρτακος παρουσιάζεται ως ληστής και εγκληματίας, χειρότερος ακόμη και από τον Αννίβα.[26] Εξαίρεση αποτελούν οι Βάρρος (Marcus Terentius Varro) και Πλούταρχος. Ο πρώτος αναφέρει ότι ο Σπάρτακος καταδικάστηκε άδικα να μονομαχεί, ενώ ο δεύτερος σκιαγραφεί μια ιδιαίτερα ευγενική προσωπικότητα για τον Θράκα μονομάχο. Τον χαρακτηρίζει «ελληνικότερο», ανδρείο, πράο, συνετό με υψηλό φρόνημα[27] και περιγράφει πολλά περιστατικά που δικαιολογούν τον ισχυρισμό αυτό. Βέβαια, η αντιμετώπιση αυτή αποτελούσε στερεότυπο για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αφού κάθε μη Ρωμαίος ή μη Έλληνας που επιτύγχανε κάτι σπουδαίο, παρουσιαζόταν ως εξυπνότερος από τους υπόλοιπους βαρβάρους.[28] Αν ληφθεί υπόψιν και η αντιπάθεια του Πλουτάρχου προς τον Κράσσο, οι εκτιμήσεις αυτές τίθενται υπό αμφισβήτηση.[29] Στον Αππιανό ο Σπάρτακος έχει την εικόνα του σκληρού και βάναυσου. Εδώ οι αναφορές σε εκτελέσεις αιχμαλώτων είναι πολλές, όπως για παράδειγμα μετά την νίκη του Σπάρτακου επί των υπάτων Γέλλιου Ποπλικόλα και Λέντουλου Κλαυδιανού οπότε θυσιάστηκαν 300 Ρωμαίοι αιχμάλωτοι προς τιμήν του νεκρού Κρίξου. Επίσης πριν την τελική μάχη εναντίον του Κράσσου, ο Σπάρτακος σταύρωσε έναν αιχμάλωτο ώστε να δουν οι σύντροφοί του τη μοίρα που τους περίμενε σε περίπτωση ήττας.[30] Γενικά για την ρωμαϊκή άρχουσα τάξη η μορφή του Σπάρτακου συνδέθηκε και παρομοιάστηκε με τις χειρότερες συμφορές σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε το όνομα του Θράκα επαναστάτη να μετατραπεί σε ύβρη. «Σπάρτακο» αποκάλεσε ο Μάρκος Αντώνιος τον νεαρό Οκταβιανό για να στρέψει εναντίον του του μεγαλοϊδιοκτήτες δούλων, ενώ με τον ίδιο χαρακτηρισμό ο Κικέρων καταφερόταν εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων.[31]

Πάντως στους αρχαίους συγγραφείς υπάρχουν και αναφορές που έρχονται σε αντίθεση με την γενικά αρνητική εικόνα του ηγέτη των μονομάχων. Ο Αππιανός εξηγεί την αθρόα προσχώρηση ετερόκλητων στοιχείων στις τάξεις των πρώην σκλάβων ως συνέπεια της ισοκατανομής των λαφύρων μεταξύ των επαναστατών. Σύμφωνα με τον Γάιο Κρίσπο Σαλλούστιο, ο Σπάρτακος ήταν αντίθετος προς την κακοποίηση των αιχμαλώτων, καθώς και με κάθε καταστροφή κατοικημένης περιοχής.[32] Επίσης από τις περιγραφές, φαίνεται ότι ο Σπάρτακος διέθετε αξιοσημείωτη στρατηγική αντίληψη και ευφυΐα. Κατανίκησε επανειλημμένως και με διάφορα τεχνάσματα όσους στρατούς, υπό διάφορους διοικητές, έστειλε εναντίον του η Σύγκλητος. Ακόμη και για τον έμπειρο Κράσσο η πάταξη της επανάστασης δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Καθώς φαίνεται όμως, κυρίως από τις περιγραφές του Πλουτάρχου, δεν ασκούσε ισχυρό έλεγχο επί των συντρόφων του με αποτέλεσμα την τελική ήττα. Αν αληθεύουν οι προαναφερθείσες περιγραφές, τότε η αξία του ως στρατηγού ενδεχομένως να είναι ακόμη μεγαλύτερη. Οι στρατιωτικές και διοικητικές αρετές του αποδίδονται από άλλες πηγές στην υπηρεσία του στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού.[28]

Η αρνητική εικόνα του Σπάρτακου παρέμεινε απαράλλαχτη καθ’ όλο τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Μόνον από τον 18ο αιώνα κι έπειτα άλλαξε αυτή η οπτική. Συγκεκριμένα το 1760 ο Γάλλος Bernard-Joseph Saurin, βασιζόμενος στην ιστορία του Πλουτάρχου παρουσιάζει τον Σπάρτακο στην ομώνυμη τραγωδία του ως ευγενή ήρωα. Το έργο αυτό αποτέλεσε την απαρχή στην αλλαγή της αντιμετώπισης του Σπάρτακου και της επανάστασής του.

Έτσι η μορφή του Σπάρτακου πέρασε στον θρύλο και ενέπνευσε πολλά κινήματα, οργανώσεις και καλλιτέχνες κατά τους νεότερους χρόνους. Ενδεικτικά αναφέρονται οι αριστεροί Σπαρτακιστές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που δραστηριοποιήθηκαν έντονα κατά τη Γερμανική Επανάσταση του 1918. Γενικά, ο Σπάρτακος έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από αριστερού πολιτικού προσανατολισμού οργανώσεις, κόμματα, καθεστώτα, λόγιους κλπ. Γνωστή επίσης είναι η επική χολλιγουντιανή ταινία Σπάρτακος (1960) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με τον Κερκ Ντάγκλας στην παραγωγή και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία αποτελεί μεταφορά στην μεγάλη οθόνη του ομώνυμου ιστορικού μυθιστορήματος του Αμερικανού συγγραφέα Χάουαρντ Φαστ.

wikipedia.gr

Σημειώσεις-Παραπομπές

1. ↑ Οι περισσότεροι Ρωμαίοι αποκαλούσαν την επανάσταση «Σπαρτάκειο Πόλεμο» κατά τον Πλούταρχο (Βίοι Παράλληλοι, Κράσσος 8,1)
2. ↑ όπως αναφέρονται στην Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, τόμος 47, σελ. 546
3. ↑ Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Κράσσος 8,3
4. ↑ Βλ. Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ. 10 και 19. Επίσης Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, τόμος 47, λήμμα «Σπάρτακος», σελ.559
5. ↑ Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ. 10-11
6. ↑ Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Κράσσος 9,1-2
7. ↑ about.com
8. ↑ Αππιανός, Εμφυλίων Α΄ 116
9. ↑ Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ. 11. Επίσης livius.org και Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ 33, σελ. 61
10. ↑ Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ 33, σελ. 61
11. ↑ Αππιανός, Εμφυλίων Α΄,117
12. ↑ Ρίγκομπερτ Γκίντερ, σελ 21: «Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή αριστοκρατική αντίληψη ένας πόλεμος ενάντια σε εξεγερμένους δούλους θεωρούνταν, βέβαια, απαραίτητος, όχι όμως και αξιοπρεπής. Ο νικητής δεν απολάμβανε στη Ρώμη τον λεγόμενο μεγάλο θρίαμβο, αλλά τη λιγότερο πανηγυρική πεζή είσοδο, τη λεγόμενη ovatio.»
13. ↑ 13,0 13,1 livius.org
14. ↑ Πλουτάρχου Κράσσος, 9,8
15. ↑ Πλουτάρχου Κράσσος, 10,6-7
16. ↑ Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ 15. Επίσης ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, τόμος 47, σελ 547 και livius.org
17. ↑ Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ 15. Επίσης livius.org
18. ↑ Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ 15
19. ↑ Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Κράσσος 11,7-8
20. ↑ Πλουτάρχου Κράσσος 11,7-8
21. ↑ Ρίγκομπερτ Γκίντερ, σελ 30
22. ↑ Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ 33, σελ. 60
23. ↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΣΤ' (Ελληνισμός και Ρώμη), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979 σελ. 87
24. ↑ Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ 16-17 και Ρίγκομπερτ Γκίντερ, σελ 37. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι οπαδοί του Σπάρτακου, είτε ελεύθεροι είτε πρώην δούλοι, προέρχονταν κυρίως από αγροτικούς πληθυσμούς. Αντίθετα, τα αστικά πτωχά στρώματα ελάχιστα υποστήριξαν την εξέγερση. Ακόμη και οι δούλοι των πόλεων ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στους επαναστάτες. Βλ. Géza Alföldy, «Ιστορία της ρωμαϊκής κοινωνίας», σελ. 132
25. ↑ Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ. 16-17. Επίσης Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, τόμος 47, σελ. 547 και SPARTACUS: HISTORICAL BACKGROUND παράγραφος Significance of Spartacus
26. ↑ Ο ιστορικός Ευτρόπιος (4ος αι. μ.Χ.) συνέκρινε την εξέγερση του Σπάρτακου με τις εκστρατείες του Αννίβα στην Ιταλία. Βλ. Ρίγκομπερτ Γκίντερ, σελ 18
27. ↑ [..] ἀνὴρ Θρᾷξ τοῦ Μαιδικοῦ γένους, οὐ μόνον φρόνημα μέγα καὶ ῥώμην ἔχων, ἀλλὰ καὶ συνέσει καὶ πρᾳότητι τῆς τύχης ἀμείνων καὶ τοῦ γένους ἑλληνικώτερος. Πλουτάρχου Κράσσος 8,3
28. ↑ 28,0 28,1 livius.org
29. ↑ Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ. 10
30. ↑ Αππιανός, Εμφυλίων Α΄ 119
31. ↑ Ρίγκομπερτ Γκίντερ, σελ. 43, όπου αναφέρονται ακόμη μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.
32. ↑ Οι Μεγάλοι Επαναστάτες, σελ. 11

Βασικές Πηγές και Βιβλιογραφία

• Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Κράσσος στη Βικιθήκη (στο πρωτότυπο)
• Αππιανού Εμφυλίων Α΄ (σε αγγλική μετάφραση)
• Γάιου Ανναίου Ιούλιου Φλώρου, Epitome de Gestis Romanorum 2.8 (σε αγγλική μετάφραση)
• Pietro Bianchi, Η Επανάστασις του Σπάρτακου, περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ 33, Μάρτιος 1971
• Λήμμα «Σπάρτακος» στις Εγκυκλοπαίδειες ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, τόμος 47, Αθήνα 2007, σελ. 546-547 και ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, τόμος 9Α', Εκδοτική Αθηνών
• Οι Μεγάλοι Επαναστάτες (συλλογικό), Εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα 2007, ISBN 978-960-6740-09-1
• Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΣΤ' (Ελληνισμός και Ρώμη), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979
• Ρίγκομπερτ Γκίντερ, «Η Εξέγερση του Σπάρτακου», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988
• Géza Alföldy, «Ιστορία της ρωμαϊκής κοινωνίας», εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1988, ISBN 960-250-240-1
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
• Άρθρο Σπάρτακος στο http://www.livius.org, με εκτενή αποσπάσματα ρωμαϊκών και ελληνικών πηγών. (αγγλικά)
• Χάρτης με την καθ' έτος πορεία του στρατού του Σπάρτακου
• Ιστορικό υπόβαθρο και σύντομη επισκόπηση της Επανάστασης του Σπάρτακου στο ancienthistory.about.com (αγγλικά)
• Δέσποινας Ιωσήφ, «Σπάρτακος, ο σκλάβος που κλόνισε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία», περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, εκδόσεις Περισκόπιο, τχ 57 στη live-pedia