Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Η εξέλιξη της Σολωμικής ποίησης




Εισαγωγή

Η Επτανησιακή σχολή ευτύχησε να αναδείξει τον Διονύσιο Σολωμό. Πρόκειται για τον Εθνικό ποιητή, του οποίου οι δύο πρώτες στροφές του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» αποτελούν τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο. Ο Σολωμός κατάφερε να αξιοποιήσει την προγενέστερη ποιητική παράδοση, όπως τα κρητικά και τα δημοτικά τραγούδια. Επίσης, χρησιμοποίησε τη Δημοτική γλώσσα, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο το δρόμο για την χρησιμοποίησή της στα νεοελληνικά γράμματα. Τόσο η ποίησή του, όσο και η γλωσσική του προτίμηση επέδρασαν σε σημαντικό βαθμό στην πνευματική πορεία της Ελλάδας.

Εκτός των πρώτων του ποιημάτων, -τα οποία, στην ουσία, διακρίνονται για την απλότητά τους, παράλληλα με μία έμφυτη αφέλεια[1] που τα διαποτίζει-, η ποίησή των ώριμων χρόνων του χαρακτηρίζεται από την αποσπασματικότητα[2] των έργων του. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι η αποσπασματική μορφή των συνθέσεών του αποτελεί το σήμα κατατεθέν της σολωμικής ποίησης. Με την παρούσα εργασία θα παρακολουθήσουμε τα εξελικτικά βήματα στην ποίηση του Σολωμού, μέσα από τη μελέτη τεσσάρων ποιημάτων του που σηματοδοτούν τα θεματικά, μορφολογικά, και τεχνοτροπικά στάδια που χαρακτηρίζουν τα έργα του. 
 
      «Η Ξανθούλα»

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε το 1798 στη Ζάκυνθο. Το 1808 αναχώρησε για σπουδές στην Ιταλία. Το 1818 επιστρέφει στη Ζάκυνθο και ξεκινά την ενασχόλησή του με την ποίηση. Η περίοδος από το 1818 έως το 1823 χαρακτηρίζεται ως πρώιμη ποιητικά, για τον άρτι αφιχθέντα στη γενέτειρά του, νεαρό ποιητή. Κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων ετών γράφει ακόμη στην Ιταλική χρησιμοποιώντας ακαδημαϊκή τεχνική, η οποία συνίσταται στην άρτια επεξεργασία του ύφους και του μέτρου. Το 1822 εκδίδει τη συλλογή Rime improvvisate[3], η οποία περιλαμβάνει τέτοια ποιήματα στα Ιταλικά. Πρόκειται για σονέτα θρησκευτικού και σατυρικού περιεχομένου. 

Παράλληλα, αποπειράται, για πρώτη φορά, να γράψει στη μητρική του γλώσσα. Οι πρώτες αυτές προσπάθειες κινούνται εντός ενός απλοϊκού και επιφανειακού πλαισίου, απηχώντας το εμβρυικό στάδιο που βρισκόταν η ποίηση στα ελληνικά γράμματα. Ένα τέτοιο ποίημα είναι «Η Ξανθούλα» που το έγραψε περί το 1820. Μορφολογικά πρόκειται για ένα ποίημα οκτώ στροφών, όπου κάθε στροφή αποτελείται από τέσσερις στίχους με πλεκτή ομοιοκαταληξία. Δηλαδή ο πρώτος στίχος με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο: «Ξανθούλα – Βαρκούλα, αργά – ξενιτιά» κ.ο.κ. Το μέτρο του είναι ιαμβικό, το οποίο σημαίνει ότι περιλαμβάνει δύο συλλαβές όπου τονίζεται η δεύτερη: «Την εί /δα τήν/ ξαν θού/ λα» κ.ο.κ. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η δημοτική, ώστε να απηχεί τη λαϊκή έκφραση.

Το θέμα του, τώρα, ως εκπρόσωπος της Επτανησιακής σχολής[4], και μάλιστα ο επιφανέστερος, το αντλεί μέσα από το θεματικό κύκλο της γυναίκας[5] που είναι ένας από τους τρεις που επιλέγει για να εκφραστεί η εν λόγω σχολή. Οι άλλοι δύο είναι η Πατρίδα και η χριστιανική θρησκεία. Σε αυτό το ποίημα ο Σολωμός επιχειρεί να δημιουργήσει ένα υποτυπώδες ερωτικό μοτίβο. Στο σύνολό του αποτελεί μία αδιάκοπη περιγραφική παράθεση που οδηγεί στην πικρή διαπίστωση του αποχωρισμού από την ξανθιά ύπαρξη: «Εδάκρυσαν οι φίλοι, Εδάκρυσα κι’ εγώ», «Μον’ κλαίγω την Ξανθούλα». Πέραν τούτου, όμως, δεν δημιουργεί περαιτέρω συναισθηματική εμβάθυνση. Η συγκινησιακή φόρτιση περνά, κυρίως, μέσα από το λιτό εκφραστικό ύφος.

Τεχνοτροπικά η «Ξανθούλα» κινείται στην πρώιμη φάση της σολωμικής ποίησης, η οποία διακρίνεται από τις αρχικές προσπάθειες του ποιητή να εγκλιματιστεί στην ελληνική. Η πρώιμη ρομαντική του διάθεση τον στρέφει στη χρήση μιας απλής και κατανοητής γλώσσας, μακριά από τον γλωσσικό καθώς πρέπει ακαδημαϊσμό. Με αυτόν τον τρόπο φανερώνει την αγνή και άδολη αγάπη του μέσα από μία λακωνική και απέριττη εκφραστική απλότητα. 
 
       «Η καταστροφή των Ψαρρών»

Λίγα έτη μετά την επιστροφή του Σολωμού στη Ζάκυνθο ξεσπάει η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Πρόκειται για ένα καταλυτικό γεγονός που συνταράζει συθέμελα τον Ελληνισμό. Κατά συνέπεια δεν άφησε ασυγκίνητο τον ποιητή. Έτσι, αρχίζει σταδιακά να μετατοπίζει το κέντρο βάρος της ποίησής του σε πατριωτικά[6] θέματα. Ήδη, η τριβή του με την ελληνική έχει προχωρήσει, πράγμα που τον καθιστά ικανό να δημιουργεί πιο σύνθετα ποιήματα.

Η «Καταστροφή των Ψαρρών» γράφτηκε το 1825 και αποτελεί ένα επίγραμμα αφιερωμένο στην ολοσχερή καταστροφή του νησιού το καλοκαίρι του 1824 από τον Οθωμανικό στόλο. Μετά την Σφαγή της Χίου, η Καταστροφή των Ψαρρών προκάλεσε πανευρωπαϊκό αποτροπιασμό για τις τουρκικές ωμότητες. Ο ποιητής παρουσιάζει τη «Δόξα» να περπατά «μονάχη» πάνω: «Στων Ψαρρών την ολόμαυρη ράχη», σκιαγραφώντας παραστατικά την εικόνα ερήμωσης και δήωσης του ηρωικού νησιού και το σοκ που αυτή προκάλεσε. Γεγονός είναι ότι κατορθώνει μέσα σε αυτούς τους έξι επιγραμματικούς στίχους, αφενός μεν να συμπυκνώσει εκφραστικά την τραγικότητα, αφετέρου δε να περάσει το μήνυμα της θυσίας που δεν θα ξεχαστεί αλλά θα περάσει στην Αθανασία. Ίσως και το προανάκρουσμα της τελικής νίκης ενάντια στον τύραννο. Λίγα λόγια με μεστό περιεχόμενο που δείχνουν τις ολοένα αυξανόμενες επιδράσεις του ρομαντισμού και του ηρωικού ιδεώδους που ενσαρκώνεται στη «Δόξα» που στεφανώνεται  από το χορτάρι που απέμεινε: «και στην κόμη στεφάνι φορεί Γεναμένο από λίγα χορτάρια Που είχαν μείνει στην έρημη γη»
 
Το επίγραμμα αποτελείται από έξι στίχους, γραμμένους στη δημοτική, με ζευγαροπλεκτή ομοιοκαταληξία, δηλαδή ο πρώτος στίχος με το δεύτερο, ο τρίτος με τον πέμπτο και ο τέταρτος με τον έκτο: «ράχη – μονάχη, παλληκάρια – χορτάρια, φορεί – γη». Το μέτρο του είναι αναπαιστικό, δηλαδή έχουμε τρεις συλλαβές, από τις οποίες οι δύο πρώτες είναι άτονες, ενώ τονίζεται η τελευταία: «Στων Ψαρρών/την ολό/μαυρη ρά/χη κ.ο.κ».

      «Η Φαρμακωμένη»

Την ίδια περίπου εποχή, και λίγο μετά την: «Καταστροφή των Ψαρρών», γύρω στα 1826 ο ποιητής, ο οποίος δεν έπαψε να ασχολείται με τη γυναίκα, γράφει ένα ακόμη ποίημα ως επιτύμβιο για μια λατρεμένη του φίλη. Στην ουσία ο Σολωμός με τη «Φαρμακωμένη» δημιουργεί ένα ελεγείο[7] όπου αποτίει φόρο τιμής στη φίλη του που αυτοκτόνησε από ερωτική απογοήτευση. Ξεκινά εκφράζοντας την οδύνη του για τον άδικο χαμό της κοπέλας (στις πρώτες 4 στροφές). Μετά περνά, με μία καθαρά μουσική διάθεση, στην υπεράσπισή της (στις 4 επόμενες στροφές) και συνεχίζει βάζοντας την ίδια να μονολογεί εξηγώντας την πράξη της (στις 3 επόμενες). Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που προβάλλεται έντονο το θρησκευτικό στοιχείο: «ύστερη μέρα, να κριθή, Πλάστης Πατέρας». Καταλήγει έτσι ο ποιητής στην τελευταία στροφή να συνοψίζει τη στάση του, εξυμνώντας παράλληλα τη σεμνότητα και την παρθενία της κόρης, αρετές που θεωρούνταν ως πρότυπα για τις γυναίκες της εποχής του. 

Ένα σημείο που θα πρέπει να σταθούμε είναι η έντονη θρησκευτική διάσταση που διαπνέει το ποίημα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Σολωμός συνηθίζει να περιπλέκει στη θεματολογία του ορισμένα ζεύγη αντιθέσεων[8]. Εδώ χρησιμοποιεί τα αντιθετικά ζεύγη του Θανάτου και της Θρησκείας[9]. Εν προκειμένω, ο σκοπός του είναι να δώσει έμφαση στο ψυχικό μεγαλείο της κοπέλας. Την τοποθετεί λοιπόν στο εσχατολογικό σκηνικό της ημέρας της κρίσεως να δίνει λόγο στον Δημιουργό και τελικό κριτή για την πράξη της αυτή και να στέκεται θαρραλέα αλλά και με ανείπωτη πίκρα μπροστά του. Αυτό το τελευταίο τίθεται, προφανώς, ως ένα αίτημα εξιλέωσης, επειδή η αυτοκτονία θεωρείται βαρύτατο αμάρτημα από την Εκκλησία. 

Στα τεχνοτροπικά στοιχεία αυτού του ποιήματος διακρίνουμε μία μίξη νεοκλασικισμού και ρομαντισμού. Ο Σολωμός αφομοιώνει προρομαντικά, αλλά και καθαρά ρομαντικά στοιχεία στην ποίησή των νεανικών του χρόνων, ενώ ταυτόχρονα νεοκλασικίζει. Αυτός ο κλασικορομαντισμός γεννά ένα έντονο συναίσθημα, το οποίο οδηγεί στην έκφραση της αγνής και άδολης αγάπης. Ο ποιητής, όμως, δεν σταματά εκεί. Εξυψώνει τη γυναικεία ύπαρξη, δίνοντας της μία εξωπραγματική διάσταση. Εστιάζει, επομένως, στην ιδανική γυναίκα, τόσο μέσα από την εξωτερική ομορφιά: «ωραία κόρη», όσο και μέσα από τα ψυχικά και ηθικά χαρίσματα: «το στολίζει σεμνή παρθενιά», που την τοποθετούν στη σφαίρα του ιδεατού.

Κοιτάζοντας το ποίημα από την άποψη της μορφολογίας, αυτό αποτελείται από δώδεκα στροφές. Κάθε στροφή περιλαμβάνει τέσσερις στίχους. Από μετρικής άποψης έχουμε ανάπαιστο δεκασύλλαβο εναλλασόμενο με εννεασύλλαβο. Η γλώσσα είναι φυσικά δημοτική με επτανησιακούς ιδιωματισμούς, π.χ «τες κόρες,».

      «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
  
Τα τρία πρώτα ποιήματα που εξετάσαμε τα έγραψε Σολωμός στη Ζάκυνθο, στην οποία παρέμεινε από το 1818 –μετά την επιστροφή του από την Ιταλία- έως το 1828. Την ίδια χρονιά ο ποιητής μετοικεί στην Κέρκυρα προκειμένου να απομονωθεί, ζητώντας παράλληλα νέο περιβάλλον έμπνευσης. Στην πρωτεύουσα των Ιονίων θα παραμείνει μέχρι το 1857 που απεβίωσε. Εκεί θα συνθέσει τα στιχουργήματα της ωριμότητάς του, αξιοποιώντας δημιουργικά την απομόνωση[10] που υπέβαλλε στον εαυτό του. Θα βρει, ταυτόχρονα, την ευκαιρία να μαθητεύσει στα κυριότερα έργα των γερμανών[11] ρομαντικών ποιητών. Η επιρροή του ρομαντισμού θα τον οδηγήσει στο να επιχειρήσει το πάντρεμα της φιλοσοφίας με την ποίηση, δίνοντας έμφαση στα υψηλά νοήματα μέσα από έναν έντονο λυρισμό. 

Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» είναι ένα από αυτά τα δημιουργήματα που συνδυάζουν τα παραπάνω στοιχεία. Πρόκειται για ένα έργο που του πήρε σχεδόν είκοσι χρόνια, συμπυκνώνοντας τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για σύνθετες ποιητικές δημιουργίες. Το περιεχόμενο της σύνθεσης του είναι πατριωτικό. Πηγή έμπνευσής του υπήρξε η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Κιουταχή, που έλαβε χώρα από τον Απρίλιο του 1825 έως τον Απρίλιο του 1826. Ιδιαίτερα, όμως, τον συναρπάζει η ηρωική έξοδος των Μεσολογγιτών. 

Το Β’ σχεδίασμα (περίπου από το 1833 έως το 1844) ξεκινά μέσα από τη βαριά ατμόσφαιρα της μάχης. «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει». Εδώ να επισημάνουμε ότι χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελεί η προσπάθεια του ποιητή να εστιάσει στην πνευματική μάχη που δίνουν οι πολιορκημένοι, παράλληλα με την κανονική που διεξάγουν κατά των Τούρκων. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί το αντιθετικό ζεύγος Ελευθερία – Φύση[12] μέσα από μια γλυκόπικρη αίσθηση τραγικότητας και ευθυμίας: «Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν κι γελούνε, Κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τοσ’ άρματα σε κλειούνε.» Χρησιμοποιεί τις λέξεις και τις φράσεις με εμφανές το εγελιανό διαλεκτικό παιχνίδι των «ανταγωνιστικών αντιθέσεων»[13]. Ακόμη ένα τέτοιο παράδειγμα παρατηρούμε στην ηχητική αντίθεση του 3ου αποσπάσματος όπου η σάλπιγγα των πολιορκητών αντιδιαστέλλεται προς την σάλπιγγα των πολιορκημένων: «Σάλπιγγα, ιδού, χωρίς πνοή αυτούς τους ίσκιους κράζει…Που σάλπιγγα τους έκραξε λεπτή, μικρή, χαμένη».  Παράλληλα ξεδιπλώνει τον διπλό αγώνα των πολιορκημένων, από τη μία μεριά εναντίον των Τούρκων, ενώ από την άλλη έχουν να αντιμετωπίσουν απειλητικό το φάσμα της πείνας και των ασθενειών: «Τα μάτια η πείνα εμαύρισε΄ στα μάτια η μάνα μνέει»

Προχωρώντας στο Γ’ σχεδίασμα ο πνευματικός αγώνας των πολιορκημένων λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Η κατάκτηση της Ελευθερίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η πάλη για τον εσωτερικό αυτοέλεγχο και ο τελικός θρίαμβος της βούλησης για ελεύθερη ζωή περνά μέσα από τη δύσβατη ατραπό των μεγάλων δυσκολιών της πραγματικής ζωής και του γοητευτικού θελγήτρου για εκείνην, έστω και σε κατάσταση δουλείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το επεισόδιο που τιτλοφορείται: «Πειρασμός», στο οποίο αποτυπώνεται, για ακόμη μία φορά, η φυσική ομορφιά μέσα από μία περίτεχνη εικονοπλαστική εκφραστικότητα. Στην ουσία είναι οι αντιθέσεις που οικοδομούν το περιεχόμενο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»:  «Έργα και λόγια, στοχασμοί, στέκομαι και κοιτάζω», «Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με τον χάρο». Παρατηρεί τους πολιορκημένους να οδεύουν προς το θάνατο και συνάμα την ωραιότητα της φύσης και της ζωής, να αναβρύζει σε όλα τα όντα, ενώ η μάχη διεξάγεται αδιάκοπα και με μεγάλη ένταση: «Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια…Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ΄  Άγγλου!»

Από τεχνοτροπική άποψη οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» αποτελούν μία μακροσκελή σύνθεση, αφηγηματικού χαρακτήρα, με κυρίαρχο στοιχείο την «αποσπασματικότητα». Η ημιτελής, αποσπασματική μορφή  του ποιήματος φανερώνει το κυρίαρχο ρομαντικό πνεύμα που διακατείχε τον Σολωμό εκείνη την εποχή. Ο ποιητής ενδιαφέρεται, πρωτίστως, για τη δημιουργική διαδικασία συνθέσεως, παρά για το τελικό αποτέλεσμα[14]. Επιπροσθέτως, η εμβόλιμη παράθεση των στοχασμών του, ανάμεσα στα αποσπάσματα, απηχεί τη φιλοσοφική κριτική θεώρηση που εισήγαγαν οι ρομαντικοί στη λογοτεχνία. Ο Σολωμός ενστερνίζεται πλήρως τη διάχυση του φιλοσοφικού στοχασμού στην ποίηση για τη δημιουργία ενός αξεδιάλυτου κράματος.

Επιπλέον, ο αφηγηματικός χαρακτήρας του ποιήματος παίρνει επικές διαστάσεις, εντός των οποίων παρατίθενται στοιχεία δράματος με έντονη λυρικότητα, όπως ο μονόλογος του Σουλιώτη πολεμιστή «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’έχω γω στο χέρι; Όπου συ μούγινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.». Φανερώνει έτσι την πρόθεσή του ο ποιητής να προωθήσει έναν μεικτό τρόπο ποίησης[15], δείγμα και αυτό της ρομαντικής σκέψης που τον διακατείχε.

Μορφολογικά, τώρα, το ποίημα είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα με αρκετούς ιδιωματισμούς τοπικού χαρακτήρα: «Βουνάκι, γκόλφι, πούλουδα, πιθυμιά, κορασιά, κλειούνε». Ο ίδιος δεν διστάζει να δημιουργήσει λέξεις όπως: «κοσμοφόρος, στρειδόφλουντσα». Άλλωστε, είναι ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής, την οποία συσχετίζει με την εθνική υπόθεση της απελευθέρωσης από το βάρβαρο δυνάστη. Για εκείνον Ελευθερία και Γλώσσα πάνε μαζί: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»[16], γράφει εκστασιασμένος.

 Ο στίχος του στο Β’ σχεδίασμα είναι Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία: «βασιλεύει – ζηλεύει, μνέει – κλαίει, γελούνε – κλειούνε» κ.ο.κ. Εδώ βλέπουμε τις επιρροές της δημώδους και της κρητικής ποίησης. Στο Γ’ σχεδίασμα εγκαταλείπει την ομοιοκαταληξία προτιμώντας μία εσωτερική, θα λέγαμε αινιγματική αρμονία[17], διατηρεί όμως το δεκαπεντασύλλαβο.
 
      Συμπεράσματα

Από την παράθεση των παραπάνω τεσσάρων ποιημάτων του Εθνικού μας Ποιητή διακρίναμε, μέσα από τα θεματικά, μορφολογικά και τεχνοτροπικά τους χαρακτηριστικά τα εξελικτικά του βήματα. Τα τρία πρώτα έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια της δεκαετούς παραμονής του στη Ζάκυνθο και περιστρέφονται γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Τα δύο από αυτά «Η Ξανθούλα» και «Η Φαρμακωμένη» είναι αφιερωμένα στη γυναίκα, προσφιλές θέμα στους Επτανήσιους ποιητές. Το τρίτο το επίγραμμα «Η καταστροφή των Ψαρρών» αντικατοπτρίζει τα πρώτα του πατριωτικά σκιρτήματα. Έως τότε νεοκλασσικίζει. Με την μετάβασή του, όμως, στην Κέρκυρα το 1828 περνά στο δεύτερο στάδιο της δημιουργικής του πνοής, εγκαταλείπει τον νεοκλασικισμό και  αφιερώνεται στα ιδανικά του Ρομαντισμού, και δει του Γερμανικού, κυρίαρχου τότε ρεύματος στην Ευρώπη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ποιητική ωρίμανσή του, γεγονός που αποτυπώνεται στα γραπτά του εκείνης της εποχής. Πολύπλοκες συνθετικές δημιουργίες με βαθειά νοήματα, και το κυριώτερο ανολοκλήρωτες σκιαγραφούν το πορτραίτο ενός βαθύτατα φιλοσοφημένου ανθρώπου που αποτυπώνει τον στοχασμό του ανεξίτηλο στα έργα του. Επιχειρεί να ενσαρκώσει το πρότυπο του φιλοσόφου-ποιητή, κατά το πλατωνικό του φιλοσόφου-βασιλιά.






ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.      Α. Αναστασιάδου, Α. Βογιατζόγλου, Ε. Γαραντούδης, Τ. Καγιαλής, Κ. Κωστίου, Δ. Μεντή, Ν. Ροτζώκος, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος-20ος) Νεότερη ελληνική λογοτεχνία (19ος-20ος), Εκδόσεις Ε.Α.Π, ΠΑΤΡΑ, 2000.
2.      Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ, ΑΘΗΝΑ, 2004.
3.      Βελουδής Γ., Διονύσιος Σολωμός. Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ, ΑΘΗΝΑ, 1989.
4.      Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μετάφραση Μυρσίνη Ζορμπά, Εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΑΘΗΝΑ, 1978.




[1] Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ ΑΘΗΝΑ, 2004, σελ.142.
[2] Α. Αναστασιάδου, Α. Βογιατζόγλου, Ε.Γαραντούδης, Τ. Καπαλής, Κ. Κωστίου, Δ. Μεντή, Ν.
Ροτζώκος, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος-20ος) Νεότερη ελληνική λογοτεχνία (19ος-20ος), Ε.Α.Π ΠΑΤΡΑ, 2000, σελ.75.
[3] Στο ίδιο, σελ.64.
[4] Α. Αναστασιάδου, ό.π., σελ.36.
[5] Στο ίδιο, σελ.45.
[6] Στο ίδιο, σελ.65.
[7] Λίνος Πολίτης, ό.π., σελ.143.
[8] Α. Αναστασιάδου, ό.π., σελ.70.
[9] Στο ίδιο, σελ.70
[10] Λίνος Πολίτης, ό.π, σελ.144.
[11] Α. Αναστασιάδου, ό.π, σελ.67
[12] Στο ίδιο, σελ.70.
[13] Βελουδής Γ., Διονύσιος Σολωμός. Ρομαντική Ποίηση και Ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, ΓΝΩΣΗ ΑΘΗΝΑ, 1989, σελ.390.
[14] Α. Αναστασιάδου, ό.π, σελ.76.
[15] Στο ίδιο, σελ.74.
[16] Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μετάφραση Μυρσίνη Ζορμπά, ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΘΗΝΑ, 1978, σελ.167.
[17] Λίνος Πολίτης, ό.π, σελ.148.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου