Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Η Υπατία και η δολοφονία της σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει η Εκκλησία





Σχόλιο istorias-alitheia: Στον παρόν παρουσιάζουμε την επίσημη άποψη της Εκκλησίας για τον βίο και τη δολοφονία της Υπατίας.

Η Υπατία, η μεγάλη φιλόσοφος και μαθηματικός της πρώιμης Βυζαντινής περιόδου (4ος~5ος αιώνας μ.Χ.), στην ταινία παρουσιάζεται ως «μάρτυρας» της «πατρώας θρησκείας», που δολοφονήθηκε άγρια από την Ορθό­δοξη Εκκλησία. Πρωτεργάτη δε της δολο­φονίας θεωρούν τον τότε Επίσκοπο Αλεξάνδρειας άγιο Κύριλλο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει καταρχήν να θέσουμε το ερώτη­μα: Ποια ήταν αυτή η «πατρώα θρησκεία»; Ήταν μήπως η μινωική λατρεία στη μεγάλη μητέρα θεά; Ήταν η ορφική και μυκηναϊκή λατρεία; Μήπως ήταν η λατρεία του Δωδε­καθέου; Ή μήπως αναφέρονται στον θρη­σκευτικό συγκρητισμό -στον απίθανο θρη­σκευτικό «αχταρμά»- που επικράτησε στις ελληνικές χώρες από τους ελληνιστικούς χρόνους και έφτασε στο θλιβερό του από­γειο στους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρ­χίας; «Μάρτυρας» ποιας «πατρώας θρη­σκείας» ήταν λοιπόν η Υπατία;

Είναι αλήθεια ότι η Υπατία δολοφονήθηκε από κάποιους χριστιανούς στην πίστη αλλά, όπως αποδείχτηκε, όχι στο φρόνη­μα. Το γεγονός αυτό όμως αποτελεί την καλή και αναγκαία συνθήκη για να κατηγορηθεί συλλήβδην η Ορθοδοξία;

Μπορεί το συμβάν αυτό να επιτρέπει να βλασφημείται η Ορθοδοξία; Με την ίδια λογική θα όφειλαν να κατηγορήσουν, εκεί­νοι που φέρνουν την ιστορία στα μέτρα τους, και την περίφημη αθηναϊκή δημο­κρατία για την καταδίκη σε θάνατο του με­γάλου Σωκράτη. Δεν το πράττουν όμως. Εξιδανικεύουν μια κατάσταση, παρουσιάζο­ντας την αρχαία Ελλάδα ως τον απόλυτο παράδεισο, όπου επικρατούσε η ισονομία, η ισοπολιτεία, η λογική. αντίθετα, καταδι­κάζουν την υπερχιλιετή βυζαντινή αυτο­κρατορία, θεωρώντας την ως το απόγειο της θρησκοληψίας και του σκοταδισμού.

Αρνούνται δε την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού δίνοντας ερείσματα σε ανθελ­ληνικούς κύκλους να οργιάζουν κατά της πατρίδας μας, ειδικά στους κρίσιμους αυ­τούς καιρούς.

Στο παρόν ταπεινό πόνημα θα επιχειρή­σουμε να παρουσιάσουμε μερικά πραγμα­τικά δεδομένα για τη ζωή, το έργο και κυ­ρίως για τον θάνατο της Υπατίας. Βασικός οδηγός μας θα είναι ένας άνθρωπος που έζησε την ίδια ακριβώς εποχή με την Υπα­τία, ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός, του οποίου η ιστορική αξιοπιστία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και από τον πλέον κα­κόβουλο.

Ποια ήταν η Υπατία 

Η Υπατία υπήρξε σημαντική μορφή των Γραμμάτων στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε μάλλον το 370 (άλλες πηγές αναφέρουν το 355-360). Η Υπατία ήταν μαθηματικός και νεο­πλατωνική φιλόσοφος, βαθιά επηρεασμένη από τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο. Ήταν κόρη του μαθηματικού και αστρο­νόμου Θέωνα από την Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκε, δίδαξε αλλά και δολοφονήθη­κε το 415 μ.Χ., σε ηλικία 45 ή 60 ετών. Το ερώτημα σχετικά με την ακριβή της ηλικία είναι το πρώτο που διχάζει τους ερευνητές. Το λεξικό Σούδα αναφέρει ότι «ήκμασεν ε­πί της βασιλείας Αρκαδίου» (395-408).

Ο Ιωάννης Μαλάλας (491-578) από την άλλη αναφέρει ότι η Υπατία όταν δολοφο­νήθηκε «ην δε παλαιά γυνή», δηλαδή ήταν ηλικιωμένη. Βασιζόμενοι στον Μαλάλα, ο­ρισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η φιλό­σοφος γεννήθηκε γύρω στο 355 και ήταν περίπου 60 ετών όταν δολοφονήθηκε. Α­ναφορικά δε με το επιχείρημα ότι ήκμασε κατά την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορα Αρκαδίου, πρέπει να αναφερθεί ό­τι ο Αρκάδιος έλαβε επίσημα τον τίτλο του Αυγούστου το 383 και όχι το 395, έτος που πέθανε ο πατέρας του, ο Μέγας Θεο­δόσιος.

Βασική πηγή για την όλη βιοτή της Υπατίας αποτελούν τα σωζόμενα κείμενα ενός από τους καλύτερους και πλέον αγαπημένους μαθητές της, του μετέπειτα Επισκόπου Κυρήνης Συνεσίου. Η Πολωνή ιστορικός Μα­ρία Ντζιέλσκα, του Πανεπιστημίου της Κρα­κοβίας -η συγγραφέας μιας συγχρόνου βιογραφίας της Υπατίας- αναφέρει σχετικά με την Υπατία και τον μαθητή της Συνέσιο:

«Αν και το έτος της γέννησης του Συνεσίου, το 370 μ.Χ., είναι υπό αμφισβήτηση, η πε­ρίοδος των σπουδών του με την Υπατία -η δεκαετία του 390- είναι απολύτως τεκμη­ριωμένη. Η βυζαντινολόγος Άβεριλ Κάμερον ομοίως πιστεύει ότι το έτος γέννησης του Συνεσίου βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο 368 και στο 370. Δεν υπάρχει λοιπόν αμ­φιβολία ότι (ο Συνέσιος) πρέπει να μαθήτευσε κοντά σε κάποιον όχι της ηλικίας του, αλλά αρκετά μεγαλύτερο. Ο πλήρης σεβα­σμού τρόπος με τον οποίο απευθύνεται στη δασκάλα του δεν συμφωνεί με την εικόνα μιας εικοσάχρονης κοπέλας. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι σε μια τέτοια ηλικία θα μπορούσε η Υπατία να διακριθεί ως μονα­δική αυθεντία στα μαθηματικά, στην αστρο­νομία και στη φιλοσοφία».

Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι γνώσεις μας για τη ζωή και τον θάνατο της Υπατίας προέρχονται από χριστιανούς ιστορικούς συγγραφείς. Μόνον ένας εθνικός, ο Δαμάσκιος, έγραψε για αυ­τήν 114 χρόνια μετά τον θάνατό της, αναφερόμενος μάλιστα περιφρονητικά στο έρ­γο της! 

Σύμφωνα με το λεξικό Σούδα, η Υπατία έ­γραψε σχόλια στην Αριθμητική του Διοφά­ντη του Αλεξανδρέως, στα Κωνικά του Α­πολλώνιου από την Πέργη και στον Αστρονομικό Κανόνα του Πτολεμαίου Κλαυδίου. Τα έργα της χάθηκαν αλλά οι τίτλοι τους, σε συνδυασμό με τις επιστολές του μαθητή της Συνέσιου, αποδεικνύουν την ενασχόλησή της με τις θετικές επιστήμες. Η αίσθηση α­φοσίωσης προς τη δασκάλα τους ήταν τό­σο βαθιά ώστε ο Συνέσιος ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει την πατρική του γη για χάρη της. Αυτός ο στενός κύκλος μαθητών, μέ­σα στον οποίο προτιμούσαν να αποκαλούνται Εταίροι, είχε βαθύτατους δεσμούς. Η Υπατία πάντως δεν άφησε πίσω της συγ­γραφικό έργο. Δίδασκε στο σπίτι της, αλλά έδινε επίσης διαλέξεις στο ευρύτερο κοινό με θέμα πάντα τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ή σχολίαζε το έργο ορι­σμένων σημαντικών μαθηματικών και α­στρονόμων.

Με την Υπατία άρχισαν να ασχολούνται οι Ευρωπαίοι την εποχή του διαφωτισμού.

Αρκετοί διαφωτιστές, από τα τέλη του 18ου αιώνα χρησιμοποίησαν την ιστορία της Υπατίας ως όπλο κατά της (Δυτικής) Εκ­κλησίας. Η πλασματική αυτή εικόνα της Υ­πατίας δεν είχε φυσικά σχέση με την ιστο­ρική πραγματικότητα. Τροφοδότησε όμως τον αντιχριστιανισμό, έχοντας ως στόχο την αποκοπή της ευρωπαϊκής κοινωνίας από τις χριστιανικές της ρίζες. Και το πέτυχαν εν πολλοίς. Έτσι, η Υπατία παρουσιάστηκε α­κόμη και ως η πρώτη φεμινίστρια. Από τό­τε δε η Υπατία προβλήθηκε ως μια νέα, ω­ραία και ιδιαιτέρως καλλιεργημένη γυναίκα που δολοφονήθηκε από τους σκοταδιστές του χριστιανικού κλήρου, για τους παραπά­νω λόγους.

Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη. Ακό­μα και αν δεχτούμε ότι η Υπατία ήταν 45 ε­τών όταν δολοφονήθηκε, σίγουρα δεν θα αποτελούσε, ειδικά για την εποχή εκείνη, πρότυπο κάλλους. Όπως σημειώνει ο κα­θηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος, αν και η μυθιστορία «θέλει νέα και θελκτική την Υ­πατία», στην πραγματικότητα εκείνη «ήταν τότε 60 (ή έστω 45) ετών και ζούσε λιτά, σχεδόν ασκητικά», έχοντας μάλιστα «αρνηθεί τη θηλυκότητά της ως εμπόδιο στην πνευματική της εργασία».

Η σωφροσύνη της Υπατίας εκδηλωνόταν με την πλήρη σεξουαλική της αποχή, την περίφημη αρετή που ενίσχυε τη φήμη της για αγνότητα την οποία διέδιδαν παντού οι μαθητές της. Έμεινε παρθένος μέχρι το τέ­λος της ζωής της. Η Υπατία ήταν υπέρμαχος του ασκητισμού όσο και οι δογματικοί χριστιανοί τους οποίους οι διαφωτιστές κα­τηγορούσαν και κατηγορούν ως εχθρούς της αλήθειας και της προόδου. Γράφει η Μαρία Ντζιέλσκα σχετικά με την Υπατία και τους διαφωτιστές: «Αν είχαν μελετήσει τις αρχαίες πηγές με μεγαλύτερη προσοχή, θα είχαν διακρίνει μια πολύ πιο περίπλοκη προ­σωπικότητα».

Αν και ο Βολταίρος εκμεταλλεύτηκε το πρόσωπο της Υπατίας για να εκφράσει την αποστροφή του προς τη θρησκεία, παρου­σιάζοντας την Υπατία ως «θύμα των προλή­ψεων και της άγνοιας», η ίδια η Υπατία ανα­ζητούσε εναγωνίως σε όλη της τη ζωή το θείο. Εξάλλου, όπως γίνεται φανερό από τις πηγές, οι χριστιανοί την εκτιμούσαν και για το ήθος της, ειδικά στο ζήτημα της παρ­θενίας, ταυτίζοντάς την σε πολλές περι­πτώσεις και με χριστιανές αγίες, όπως την αγία Αικατερίνη. Άλλωστε, η Υπατία ανήκε στον στενό κύκλο του έπαρχου της Αιγύπτου Ορέστη, ο οποίος επίσης ήταν χρι­στιανός και εκπρόσωπος ενός χριστιανικού, πλέον, κράτους.

Γιατί δολοφονήθηκε η Υπατία; 

Η Αλεξάνδρεια υπήρξε ανέκαθεν μια πό­λη όπου στάσεις και εξεγέρσεις συνέβαιναν εξαιρετικά συχνά. Το γεγονός αυτό οφειλόταν και στην εθνολογική σύνθεση του πλη­θυσμού της. Η Αλεξάνδρεια της εποχής ή­ταν μια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη, όπου ζούσαν μαζί χριστιανοί, εθνικοί και Ιουδαί­οι. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η εκλογή του Κυρίλλου στον επισκοπικό θρόνο της Αλε­ξάνδρειας, το 412 μ.Χ., προκάλεσε δυ­σφορία στην πολιτική εξουσία της πόλης, στον έπαρχο Ορέστη -χριστιανός και αυ­τός- που όμως επιθυμούσε την τοποθέτη­ση του πειθήνιου Τιμοθέου στον επισκοπικό θρόνο. Ο Κύριλλος ήταν άνθρωπος με ευρεία μόρφωση, αλλά και με πολύ ισχυρό χαρακτήρα. Το ίδιο όμως ήταν και ο Ορέστης. Έτσι, γρήγορα η κοσμική και θρη­σκευτική ηγεσία της πόλης ήρθαν σε σύ­γκρουση. Ο Ορέστης, ως εκπρόσωπος της αυτοκρατορικής εξουσίας στην Αλεξάν­δρεια, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο επί­σκοπος είχε δικαιοδοσίες. Ιδιαίτερα δεν α­νεχόταν την κριτική του Κυρίλλου για την άρχουσα τάξη. Ο Κύριλλος έλεγχε την κοι­νωνική ανισότητα και καυτηρίαζε την αναλ­γησία των πλουσίων.

Η σύγκρουση αυτή ανάμεσα στα δύο κέ­ντρα εξουσίας και επιρροής της Αλεξάν­δρειας, τον έπαρχο Ορέστη και τον αγαπη­τό σε μεγάλη μερίδα του λαού Κύριλλο, καθορίστηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από τις διαμάχες ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους χριστιανούς. Ο Ορέστης φαίνεται να υποστήριζε το πολυάριθμο εβραϊκό στοι­χείο της πόλης και έτσι εύκολα αποδέχτη­κε ανεπιβεβαίωτες καταγγελίες των Ιου­δαίων ότι ο Ιέρακας -έμπιστος του Κύριλ­λου- είχε την πρόθεση να προκαλέσει αντιεβραϊκή στάση. Ο Ορέστης τον συνέλαβε και τον μαστίγωσε. Σε απάντηση ο Κύ­ριλλος κάλεσε τους επικεφαλής της ιου­δαϊκής κοινότητας και τους ζήτησε να στα­ματήσουν τις προκλήσεις. Εκείνοι όμως αντέδρασαν και, ενθαρρυμένοι από την υ­ποστήριξη του Ορέστη αλλά και τη δυσαρέσκειά του κατά του επισκόπου, αποφά­σισαν να κτυπήσουν. Άφησαν να διαδοθεί η φήμη ότι καιγόταν ο ναός του Αγίου Αλε­ξάνδρου, και όταν οι χριστιανοί πήγαν στην εκκλησία για να σβήσουν τη φωτιά, οι Ιου­δαίοι τούς επιτέθηκαν ενόπλως και σκό­τωσαν πολλούς, όπως αναφέρει ο χρονι­κογράφος Θεοφάνης.

Ο Κύριλλος στο μεταξύ, εξοργισμένος α­πό τη σφαγή, πήγε στο σημείο της σύ­γκρουσης και σταμάτησε τη σφαγή. Μάλι­στα, για να τιμωρήσει τους Ιουδαίους έ­διωξε πολλούς από τους μετέχοντες στη σφαγή από την πόλη, λειτουργώντας βάσει νομικά τεκμηριωμένων προνομίων που του έδινε η πολιτεία. Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι τα επεισόδια αυτά προκάλεσαν γενικό ξεσηκωμό των χριστιανών της πόλης, με­ταξύ των οποίων υπήρχαν και κακοποιό στοιχεία που προέβησαν σε λεηλασίες ιου­δαϊκών περιουσιών. Αυτή η υπέρβαση ε­ξουσίας από τον Κύριλλο, σύμφωνα με την άποψη του έπαρχου τουλάχιστον, ξεχείλι­σε το ποτήρι της οργής του Ορέστη. Ο επί­σκοπος είχε υπερβεί τα εσκαμμένα, είχε υ­περκεράσει την πολιτική εξουσία, άσχετα αν το έπραξε για να προστατεύσει το ποίμνιό του. Εν μέσω της εκρηκτικής αυτής κατά­στασης, ο Κύριλλος επιχείρησε, προς τιμή του, να έρθει σε συνεννόηση με τον έπαρ­χο. Ο Ορέστης όμως, ισχυρογνώμων όπως ήταν, είχε αποφασίσει να τελειώνει οριστι­κά με τον ανυπάκουο επίσκοπο. Τότε επενέβη στη σύγκρουση μια ομάδα μοναχών, οι οποίοι άρχισαν να λιθοβολούν το πραιτώριο, κατηγορώντας, άδικα τον Ορέστη, για ειδωλολάτρη -κατηγορία που σήμερα εκμεταλλεύονται οι νεοπαγανιστές- εμμένοντας στην άποψη ότι ο Ορέστης δεν ήταν χριστιανός. Μια από τις πέτρες χτύπησε τον έπαρχο στο κεφάλι. Αμέσως επενέβη ομά­δα μετριοπαθών χριστιανών και διέλυσε τους μοναχούς, αλλά και η φρουρά του έ­παρχου, οι άνδρες της οποίας συνέλαβαν τον μοναχό που έριξε την πέτρα. Ο μονα­χός βασανίστηκε και πέθανε. Όλα αυτά τα γεγονότα προκάλεσαν αγεφύρωτο χάσμα στις σχέσεις των δύο ανδρών. Και εδώ υ­πεισέρχεται η Υπατία.

Η Υπατία διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Ορέστη και συχνά έ­δινε διαλέξεις στο πραιτώριο. Άρχισε λοι­πόν να διαδίδεται από μερίδα των χριστια­νών ότι βασικό ρόλο στην αδιαλλαξία του Ορέστη να συμφιλιωθεί με τον Κύριλλο έ­παιζε η Υπατία. Όσο όμως συνεχιζόταν η α­διαλλαξία αυτή, είχε μεγάλες επιπτώσεις στον χριστιανικό πληθυσμό, διότι συνοδευ­όταν και από την υποστήριξη του Ορέστη προς την εβραϊκή κοινότητα, η οποία προκαλούσε διαρκώς τους χριστιανούς. Ας κα­ταφύγουμε στη βασική μας πηγή, τον Σω­κράτη Σχολαστικό: «Περνούσε (η Υπατία) πολλές ώρες μαζί με τον Ορέστη και αυτό προκάλεσε συκοφαντίες ότι εκείνη ήταν η αιτία που εμπόδιζε τον Ορέστη να δημιουρ­γήσει φιλικές σχέσεις με τον επίσκοπο».

Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν ορισμέ­νοι από αυτούς που τη μισούσαν, τους ο­ποίους κατηύθυνε κάποιος Πέτρος. «Την παρακολούθησαν λοιπόν όταν επέστρεφε από κάπου, την τράβηξαν έξω από την ά­μαξά της και την έσυραν στην εκκλησία που ονομαζόταν Καισάρειον. Έσκισαν τα φορέματά της και μετά τη σκότωσαν με θραύ­σματα κεραμικών». Η Υπατία λοιπόν έπεσε θύμα, όχι των θρησκευτικών της πεποιθή­σεων, αλλά της κοινωνικής της τάξης και θέσης. Άλλωστε η ίδια, όπως τεκμηριώνε­ται από τις επιστολές του μαθητή της Συνέσιου, Επισκόπου Κυρήνης, ήταν ευνοϊκά διακείμενη έναντι του Χριστιανισμού και μά­λιστα σκεφτόταν να γίνει χριστιανή. Λέγεται πως του είχε γράψει κάποτε «ποθώ γαρ χριστιανή αποθανείν» (π. Γ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ειρηνισμός ή Ελληνορθοδοξία, εκδ. Αρμός 2003).

Ποιος ευθύνεται για τη δολοφονία 

Η Υπατία είναι αναμφισβήτητο ότι δολοφονήθηκε, άγρια μάλιστα, από ομάδα χρι­στιανών, με επικεφαλής τον Πέτρο τον α­ναγνώστη. Δολοφονήθηκε όμως κατ’ ε­ντολή της επίσημης Εκκλησίας, όπως αυτή εκπροσωπείτο από τον Κύριλλο; Στο ερώ­τημα αυτό κατά καιρούς έχουν δοθεί πολ­λές απαντήσεις. Ο καθ' όλα και από όλους ομολογούμενος αξιόπιστος σύγχρονος της Υπατίας, ο ιστορικός Σωκράτης, ουδέποτε κατηγόρησε τον Κύριλλο για τη δολοφονία της Υπατίας, αποδίδοντάς την στον φανατι­σμό του όχλου. Ο μόνος ιστορικός που ευ­θέως κατηγόρησε τον Κύριλλο ήταν ο Δαμάσκιος. Ο Δαμάσκιος ήταν σχολάρχης της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας, τον 6ο αι., ενός ιδρύματος που σκόπιμα ταυτίζεται από τους νεοπαγανιστές με την Ακαδημία του Πλάτωνος. Το 529 ο Ιουστιανιανός δεν έκλεισε την Ακαδημία αυ­τή, αλλά σταμάτησε να τη χρηματοδοτεί.

Ο Δαμάσκιος κήρυξε τότε ανοικτό πόλε­μο στον χριστιανισμό και άρχισε τη συγγρα­φή. Αυτός λοιπόν ο σαφώς προκατειλημ­μένος συγγραφέας είναι ο μόνος που κα­τηγορεί τον Κύριλλο ως οργανωτή της δο­λοφονίας της Υπατίας. Ο Γάλλος ιστορικός Πιέρ ΣουΒέν, διευθυντής του Γαλλικού Ιν­στιτούτου Ανατολικών Σπουδών σημειώ­νει:

«Σύμφωνα με τον Δαμάσκιο, που γρά­φει στις αρχές του 6ου αι., ο επίσκοπος (Κύριλλος), περνώντας μπροστά από το σπίτι της Υπατίας και βλέποντας το πλήθος που συνωστιζόταν, ανακάλυψε τυχαία τη δημοτικότητα της φιλοσόφου. Η εκδοχή αυτή ενοχοποιεί άμεσα τον επίσκοπο και παρουσιάζει το φόνο ως μια σαφή έκφρα­ση της έχθρας ανάμεσα στον χριστιανισμό και την εθνική φιλοσοφία. Βέβαια, είναι μάλλον απίθανο ο Κύριλλος, που χειροτονήθηκε επίσκοπος τον Οκτώβριο του 412, να πληροφορήθηκε τη δημοτικότητα της Υ­πατίας τον Μάρτιο του 415. Η Υπατία ήταν διάσημη εδώ και μία -αν όχι δύο- δεκαε­τίες. Για τον ιστορικό λοιπόν πολύ πειστι­κότερος από τον Δαμάσκιο είναι ο Σωκρά­της».

Επιπλέον, ο καθηγητής φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Τορόντο Τζ. Ριστ ση­μειώνει ότι δεν υπάρχει τίποτα στην επι­σκοπική πορεία του Κύριλλου που να α­φήνει να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να ορ­γανώσει μια δολοφονία από καθαρό φθό­νο για την αυξημένη δημοτικότητα κάποι­ου. Ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος ανα­φέρει επίσης ότι καμία ιστορική πηγή δεν α­ποδίδει άμεσα ευθύνη στον Κύριλλο. 

Ο καθηγητής του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου Τζ. Ρόμπερτσον αναφέρει ε­πίσης πως η άποψη ότι ο Κύριλλος είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε αυτή τη θηριω­δία, δείχνει να αποτελεί μια αστήρικτη συ­κοφαντία.

Ο χρονικογράφος του 6ου αι. Ιωάννης Μαλάλας πάντως αναφέρει ότι ο αλεξανδρινός όχλος είχε αποθρασυνθεί α­πό τα συμβαίνοντα. Όπως γράφει ο Β. Μπράιτ, αν δεν είχε γίνει η επίθεση κατά των Εβραίων, δεν θα είχε γίνει και ο φόνος της Υπατίας, χωρίς όμως να θεωρεί ότι ο Κύριλλος ήταν συμμέτοχος στη φρικτή αυ­τή πράξη. Επιπλέον, ο αρειανιστής Φιλοστόργιος, επίσης σύγχρονος της Υπατίας, ενώ καταγγέλλει τους Ορθοδόξους γενικά, εντούτοις δεν κατονομάζει τον δογματικό του αντίπαλο Κύριλλο ως υπεύθυνο για τα γεγονότα, κάτι που θα είχε λογική βάση.

Ο Ελβετός ιστορικός Φίλιπ Σαφ επίσης θεωρεί ότι τα στοιχεία δεν επαρκούν ώστε να υπάρξουν ισχυρισμοί περί άμεσης ευθύ­νης του Κύριλλου. Το γεγονός πάντως, στερείται κάθε ουσιαστικής αποδείξεως που να συνδέει τον άγιο Κύριλλο άμεσα με το επεισόδιο, γράφει ο Γεώργιος Φλορόφσκι και ο Τζ. Ριστ συμφωνεί: «Δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος να εμπλακεί ο Κύριλλος στο φόνο αυτόν καθαυτόν».

Σύμφωνα με τον Στ. Παπαδόπουλο, η ευ­θύνη του Κύριλλου, «αν υπάρχει, πρέπει να περιορισθεί στο ότι δεν κατόρθωσε ν' απο­μονώσει ή ν’ αποθαρρύνει τους φανατι­κούς χριστιανούς». Για τον καθηγητή Παν. Χρήστου, «είναι φανερό ότι ο Κύριλλος δεν είχε καμία ανάμειξη εις το επεισόδιο, διότι, αν συνέβαινε κάτι παρόμοιο, και ο Σωκράτης θα το ανέφερε ρητώς και οι μετέπειτα αντίπαλοί του Νεστοριανοί δεν θα παρέλειπαν να το χρησιμοποιήσουν ως όπλον εναντίον του».

Σημαντική παράμετρος για το γεγονός ό­τι ο Σωκράτης δεν κατονομάζει τον Κύριλ­λο ως υπεύθυνο για τον θάνατο της Υπα­τίας, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο εκκλη­σιαστικός ιστορικός βρισκόταν στην ασφά­λεια της Κωνσταντινούπολης, οπότε δεν θα είχε ενδοιασμούς να το κάνει αν ήταν α­λήθεια, και επιπλέον, ως φίλα προσκείμε­νος στους αιρετικούς Νοβατιανούς, τους οποίους δίωξε ο Κύριλλος, θα είχε έναν λόγο ακόμη να μην αποκρύψει τυχόν άμε­ση εμπλοκή του Κύριλλου.

Δεν θα μπο­ρούσε λοιπόν ο Κύριλλος να έχει πραγμα­τικά συμφέροντα από τη δολοφονία της Υ­πατίας. Εκείνη δεν ήταν υπέρμαχος της αρ­χαίας λατρείας και δεν του εναντιωνόταν. Μάλιστα, είχε πολλούς χριστιανούς μαθη­τές, όπως ήταν και ο επίσκοπος Συνέσιος ο Κυρηναίος. Λέγεται ότι ήταν πολιτική σύμ­βουλος του έπαρχου Ορέστη, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει μίσος εκ μέ­ρους του Κυρίλλου. Όμως εκείνος δεν θα πετύχαινε τίποτε με τον θάνατό της, παρά μόνο να διαταράξει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις του με τον Ορέστη.

Η Υπατία δολοφονήθηκε από κάποιους φανατισμένους Αλεξανδρινούς οι οποίοι τη θεωρούσαν υπεύθυνη για την αντιπαλότη­τα μεταξύ Κυρίλλου και Ορέστη. Ο Σωκρά­της βέβαια αναφέρει ότι η δολοφονία απο­τελεί ψόγο για τον Κύριλλο, όχι όμως γιατί τον θεωρεί υπεύθυνο για το φόνο, αλλά γιατί θεωρεί ότι ο Κύριλλος ντροπιάστηκε από την εγκληματική συμπεριφορά κάποι­ων από το ποίμνιό του.

Π. Παντελεήμων Δ. Καρύκας

http://www.egolpion.com

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ελληνική Συνταγματική Ιστορία






Τα τοπικά πολιτεύματα της επαναστατικής περιόδου

Με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 στην Ελλάδα, ιδρύθηκαν τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα: η «Μεσσηνιακή Γερουσία», ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», «η Βουλή της Θετταλομαγνησίας», ο «Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος» και η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος». Τα πολιτεύματα αυτά, ψηφισμένα κατά το πρώτο έτος της επανάστασης, το 1821, από τοπικές Συνελεύσεις προκρίτων των επαρχιών, είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση, προέβλεπαν δε τη μελλοντική σύσταση «Βουλής του Έθνους», στην οποία θα ανήκε η νομοθετική εξουσία και από την οποία θα εξηρτώντο οι κατά τόπους ιδρυθείσες «Διοικήσεις», δηλαδή οι Γερουσίες της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας και ο Άρειος Πάγος της Ανατολικής Ελλάδας.

Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου ψηφίσθηκαν από συνελεύσεις του επαναστατημένου λαού και τα συνταγματικά σχέδια της Σάμου και της Κρήτης. Συγκεκριμένως, το Μάιο του 1821, επικυρώθηκε η «Έκθεσις του Τοπικού Συστήματος της Σάμου» και το Μάιο του 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης».

Θα πρέπει να σημειωθεί, πως η ίδρυση των τοπικών αυτών πολιτευμάτων ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, αφενός μεν διότι περιείχαν, αν και ατελώς, αρχές πολιτικής αυτοδιάθεσης και ατομικής ελευθερίας, για τις οποίες αγωνιζόταν τότε ο λαός, αφετέρου δε διότι αποκάλυπταν την έφεση για διοίκηση και πολιτειακή ευνομία με αιρετούς άρχοντες, με ταυτόχρονη εισαγωγή κάποιων από τα συστατικά της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας.

Τα Συντάγματα εθνικής εμβέλειας

Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας το συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις».

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου», ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής. Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση των νόμων, βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων και μετέβαλλε επί το δημοκρατικότερο τον εκλογικό νόμο.

Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του. Η Συνέλευση θέλοντας να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και βεβαίως από το Πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα, διακήρυττε στο νέο Σύνταγμα για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Ακόμη, καθιέρωνε ρητά τη διάκριση των εξουσιών, ανέθετε στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και τη νομοθετική στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, τη Βουλή.

Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1832)

Ο Καποδίστριας, ωστόσο, επικαλούμενος την αταξία και τις δυσκολίες που καθιστούσαν τη διακυβέρνηση δυσχερή εισηγήθηκε στη Βουλή, και αυτή με ψήφισμά της, τον Ιανουάριο του 1828 αποδέχθηκε, την αναστολή της λειτουργίας της ιδίας και του Συντάγματος. Στη θέση της Βουλής ιδρύθηκε το «Πανελλήνιον» και αργότερα η Γερουσία, συμβουλευτικά όργανα, τα οποία μετείχαν «μετά του Κυβερνήτου της Ελλάδος των έργων της Κυβερνήσεως». Ουσιαστικώς, βεβαίως, την εξουσία ασκούσε ο ίδιος ο Καποδίστριας ο οποίος συγκέντρωνε στα χέρια του όλη την εξουσία με λαϊκό χρίσμα που εκείνος λάμβανε και ανανέωνε με το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρισθεί η προσπάθειά του για τη δημιουργία κρατικής υπόστασης από το μηδέν και η απελευθέρωση μεγάλου μέρους της χώρας.

Μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε, η αυτοαποκληθείσα «Πέμπτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ψήφισε τελικώς, το 1832, στο Ναύπλιο νέο «Σύνταγμα», διορίζοντας ταυτοχρόνως Κυβερνήτη τον αδελφό του δολοφονηθέντος Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο. Στη συνέχεια το «Σύνταγμα» αυτό, που θύμιζε έντονα το αμερικανικό και δεν ίσχυσε ποτέ, χαρακτηρίστηκε «Ηγεμονικό», διότι προέβλεπε κληρονομικό αρχηγό του κράτους, τον Ηγεμόνα.

Η απόλυτη μοναρχία (1832-1843)

Στην περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα που ακολούθησε, η περιφρόνηση που επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ιδίως η άγνοιά του ότι η κοινωνική σύσταση της χώρας δεν παρείχε καν μόνιμα και σοβαρά ερείσματα απολυταρχικού πολιτεύματος, οδήγησαν, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, σε λαϊκή εξέγερση και σε στάση της φρουράς των Αθηνών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη. Μετά την επανάσταση συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, το επόμενο έτος, Σύνταγμα, που ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, ελληνικού κράτους.

Η συνταγματική μοναρχία (1843-1862)

Το Σύνταγμα του 1844 δεν αποτέλεσε έργο μιας κυρίαρχης εθνικής συντακτικής συνέλευσης, αλλά η Συνέλευση απλώς συνέπραξε στην κατάρτισή του. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε «Σύνταγμα-συμβόλαιο», «Σύνταγμα-συνθήκη» ή τέλος, «Σύνταγμα-συνάλλαγμα». Καθιέρωνε δε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη, στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Το πρόσωπό του ανώτατου άρχοντα χαρακτηριζόταν ιερό και απαραβίαστο. Ο ανώτατος άρχων ασκούσε την εκτελεστική εξουσία «δια των υπουργών του», τη νομοθετική από κοινού με την εκλεγμένη Βουλή και τη διορισμένη Γερουσία και, τέλος, τη δικαστική, η οποία πήγαζε από εκείνον, «δια των δικαστηρίων». Επίσης, το Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του μονάρχη, ο οποίος τους διόριζε και τους έπαυε, αναγνώριζε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων, για πρώτη φορά, το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας, και προέβλεπε στο ακροτελεύτιο άρθρο 107 ότι «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Τέλος, ο εκλογικός νόμος, που ψηφίσθηκε το Μάρτιο του 1844, καθιέρωσε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξαγόταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία.

Η πρώτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1864-1909)

Οι συνεχώς, όμως, μεταβαλλόμενες κοινωνικές εξελίξεις ενίσχυσαν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, ούτως ώστε οι διαρκείς απολυταρχικές τάσεις του Όθωνα όχι μόνο να μην είναι πλέον ανεκτές, αλλά και να υπονομεύουν την ίδια του τη βασιλεία. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του ιδίου και της δυναστείας των Wittelsbach. Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας με μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig – Holstein –Sønderburg – Glücksburg, ο οποίος ορκίσθηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων». Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (Οκτώβριος 1862 – Οκτώβριος 1863), της μεσοβασιλείας όπως έγινε γνωστή, το σύστημα διακυβέρνησης που ίσχυσε ήταν το σύστημα της κυβερνώσας Βουλής, το οποίο λειτούργησε για πρώτη και τελευταία φορά στη συνταγματική μας ιστορία.

Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β΄ εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, δηλαδή αναγνωριζόταν πλέον το έθνος, ο ελληνικός λαός, και όχι ο μονάρχης, ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας. Ακόμη, καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, την αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας η οποία θα διεξήγετο και θα διενεργείτο ταυτοχρόνως σε όλη την επικράτεια, το σύστημα της μιας (μονήρους) Βουλής τετραετούς θητείας, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ενώ κατήργησε τη Γερουσία. Παραλλήλως, υιοθέτησε αρκετές από τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844, προέβλεψε, όμως, επιπλέον, τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών». Επίσης, ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικώς και εκτάκτως τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογεγραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τέλος, παρά το γεγονός ότι η πρόταση για υποχρέωση του στέμματος «όπως λαμβάνη τους υπουργούς εκ των Βουλών» απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία, η κατοχύρωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του νέου πολιτεύματος, πέραν της καθιέρωσης για πρώτη φορά των δικαιωμάτων που ήδη αναφέρθηκαν, δεν άργησε να εκδηλωθεί με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο.

Συγκεκριμένως, με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε ατύπως η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα. Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η διάταξη, επομένως, του Συντάγματος κατά την οποία «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού» τέθηκε σε περιορισμό, καθώς η κυβέρνηση όφειλε να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.

Η δεύτερη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας και η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας (1911-1924)

Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε μακρόβιο και ίσχυσε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές έως το 1911, οπότε οι έντονες πιέσεις για πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν στο «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρησή του.

Οι σημαντικότερες μεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 ήταν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών («το Δημόσιον Δίκαιο των Ελλήνων» κατά την ορολογία της εποχής) και του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών. Οι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήταν η ενίσχυση της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας, η μείωση από το 30ό στο 25ο του ορίου ηλικίας των εκλόγιμων βουλευτών, η φορολογική ισότητα, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβιάστου της κατοικίας. Ταυτοχρόνως, αναβαθμίσθηκε ο ρόλος της Βουλής, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας, επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και ανατέθηκε ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε ειδικό δικαστήριο, το Εκλογοδικείο, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και, τέλος, προβλέφθηκε απλούστερη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.

Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η μικρασιατική καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος. Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατήργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία.

Το Σύνταγμα του 1927

Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1925, που αποδείχθηκε θνησιγενές, έργο της επιτροπής του Αλ. Παπαναστασίου, και τις δικτατορίες Πάγκαλου και Κονδύλη, το 1925 και 1926, αντιστοίχως, η αβασίλευτη δημοκρατία καθιερώθηκε τελικώς με το Σύνταγμα του 1927.

Συμφώνως με αυτό, προβλεπόταν ο θεσμός του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλεγόταν από τα δύο πλέον νομοθετικά Σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, για πενταετή θητεία. Ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν πολιτικώς ανεύθυνος, δεν μετείχε στη νομοθετική λειτουργία, μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας και κατείχε το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων προσωρινής ισχύος. Ακόμη, καθιερώθηκε ο θεσμός του προαιρετικού συνταγματικού δημοψηφίσματος, θεσπίσθηκαν, για πρώτη φορά, κοινωνικά δικαιώματα όπως η προστασία της επιστήμης, της τέχνης κ.ά., εισήχθη η προστασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, η αναγνώριση των κομμάτων ως οργανικών στοιχείων του πολιτεύματος και η κατοχύρωση του δικαιώματός τους να συμμετέχουν, αναλόγως της δύναμής τους, στη σύνθεση των διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Για πρώτη φορά, τέλος, ελληνικό Σύνταγμα περιέλαβε διάταξη που όριζε ότι η κυβέρνηση όφειλε «να απολάβει της εμπιστοσύνης της Βουλής». Με τον τρόπο αυτό καθιέρωσε και θεσμικώς, πλέον, την αρχή της «δεδηλωμένης» του 1875.

Το Σύνταγμα αυτό, που έμελλε να ισχύσει για οκτώ μόνο χρόνια και ήταν συντηρητικότερο του σχεδίου της επιτροπής Παπαναστασίου, χαρακτηρίσθηκε στο πεδίο της οργάνωσης των εξουσιών από την τάση για υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Ο επιβεβλημένος, ωστόσο, από τις αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κρατικός παρεμβατισμός δεν εξασφαλίσθηκε, με μοιραίο επακόλουθο τη συχνή παραβίασή του. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αβασίλευτη Δημοκρατία, χωρίς συγκεκριμένο και ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δεν κατόρθωσε να καταστεί το σημείο αναφοράς ενός νέου εθνικού οράματος, που οι δημοκρατικοί πολιτικοί άνδρες της εποχής αναζητούσαν με συνέπεια να μην προωθηθούν αποτελεσματικώς οι απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Η δε σύντομη κυβερνητική σταθερότητα που ακολούθησε με την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932), δεν δημιούργησε, εξαιτίας της χρονικής της βραχύτητας, ισχυρό υπόβαθρο κοινοβουλευτικής λειτουργίας.

Η τρίτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1952-1967)

Η δεύτερη δικτατορία Κονδύλη, η δικτατορία Μεταξά, τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος μετέβαλαν τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, με συνέπεια τη διακοπή της προσδοκώμενης «κοινοβουλευτικής ωρίμανσης». Η εξέλιξη των κοινοβουλευτικών θεσμών, επανήλθε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μετά και από την ατυχή κατάληξη, το 1948, της αναθεωρητικής διαδικασίας της Επιτροπής του Β΄ Ψηφίσματος.

Το Σύνταγμα του 1952 αποτελούνταν από 114 άρθρα και, λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την κατάρτισή του, υπήρξε συντηρητικό και σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864 και του 1911. Βασικές καινοτομίες του ήσαν η ρητή καθιέρωση του Κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς βασιλευομένης δημοκρατίας και η κατοχύρωση, για πρώτη φορά, στις Ελληνίδες του δικαιώματος ψήφου και υποβολής υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Ταυτοχρόνως, αντιμετώπιζε συντηρητικώς τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση και τον Τύπο.

Διαρκούσης της ισχύος του Συντάγματος του 1952, το Φεβρουάριο του 1963 κατατέθηκε πρόταση ευρείας αναθεώρησης του Συντάγματος από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε τελικώς, λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης και της διάλυσης της Βουλής μετά από λίγους μήνες. Αρκετές ωστόσο από τις προτάσεις που περιείχε αυτή η πρόταση αναθεώρησης ανευρίσκονται στο Σύνταγμα του 1975.

Η επτάχρονη, τέλος, στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου (1967-1974) ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικώς συντηρητικής νοοτροπίας και δεν εφαρμόσθηκαν.

Η καθιέρωση της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975

Με την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας έθεσε ως πρώτο στόχο της την εδραίωση της Δημοκρατίας και επανέφερε εν μέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούσαν τον βασιλέα. Τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974) και το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος (8 Δεκεμβρίου 1974), το οποίο απέβη υπέρ του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας, ακολούθησε το Σύνταγμα του 1975. Το Σύνταγμα αυτό, μολονότι ψηφίσθηκε τελικώς μόνο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συγκέντρωσε σταδιακώς κατά την εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας εισήγαγε το πολίτευμα της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών και παραχωρούσε σημαντικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι οποίες του επέτρεπαν να παρεμβαίνει αποφασιστικώς στη ρύθμιση της πολιτικής ζωής. Το κράτος δικαίου προστατευόταν αποτελεσματικώς, ενώ προβλεπόταν και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και – εμμέσως – στην τότε ΕΟΚ.

Η πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (1986)

Τον Μάρτιο του 1986, συμφώνως με το άρθρο 110 του Συντάγματος, ένδεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίσθηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, εισάγοντας ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, εφαρμόσθηκε κατά τρόπο που εξασφάλισε στη χώρα κοινοβουλευτική σταθερότητα και ομαλή πολιτική ζωή.

Η δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2001)

Την άνοιξη του 2001 ψηφίσθηκε μια νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος και, μάλιστα, σε κλίμα κατά κανόνα συναινετικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την τροποποίηση μεγάλου αριθμού διατάξεων του Συντάγματος, η αναθεώρηση έγινε αποδεκτή, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, και, επομένως, ο όρος «συναινετική αναθεώρηση» αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα.

Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισήγαγε νέα ατομικά δικαιώματα (όπως, π.χ., την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης με το Κράτος κ.ά.), προσάρμοσε στην πραγματικότητα τα σχετικά προς την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα κωλύματα και ασυμβίβαστα με λήψη υπόψη της νομολογίας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, εκσυγχρόνισε και αναδιοργάνωσε τις λειτουργίες της Βουλής, ανήγαγε σε συνταγματικό θεσμό τις καίριας σημασίας ανεξάρτητες αρχές, προέβη σε εκτεταμένη μεταρρύθμιση στο πεδίο της Δικαιοσύνης και ενίσχυσε το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας.

Η τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2008)

Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε για τρίτη φορά το 2008 σε περιορισμένο αριθμό διατάξεών του. Μεταξύ των διατάξεων που έγιναν δεκτές, είναι η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου, που είχε θεσπισθεί με την αναθεώρηση του 2001, η προσθήκη των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης όταν πρόκειται για τη θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις τροποποίησης επί μέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού, αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την παρακολούθηση από τη Βουλή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.


Συμπερασματικώς, το ισχύον Σύνταγμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Σύνταγμα με πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και παρέχον ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. 


hellenicparliament.gr