Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Όμηρος έζησε το δεύτερο ήμισυ του 8ου αιώνος π.Χ., αλλά αγνοούμε τον ακριβή τόπο γέννησης. Οι επικρατέστεροι τόποι γέννησης του ποιητού σήμερα θεωρούνται η Χίος και η Σμύρνη. Αν όμως διαβάσουμε σχετικές με τον βίο του Ομήρου σελίδες στην Εισαγωγή του Ομήρου του Αγαπητού Τσοπανάκη θα δούμε ότι εκεί μας λέει ότι για τον ποιητή έχουμε τις εξής χρονολογίες:
α) Ήταν σύγχρονος με τα Τρωικά (1193 – 1184, αν και η σύγχρονη Αρχαιολογία αναφέρεται στην πόλη VIIA ως η «το ιερόν πτολίεθρον» που εάλω κατά το έτος περίπου 1275 π.Χ.). Αυτό εξεφράσθη από τον Ερατοσθένη, τον Ελλάνικο κ.ά. Η χρονολογία αυτή έπρεπε να εναρμονιστεί και με τις άλλες καταστροφές στον ελλαδικό χώρο των ανακτόρων των Μυκηνών, της Πύλου κτλ., που συνέβησαν τον 12ο αιώνα, καθώς έχουμε τους ήρωες εκεί να πρωταγωνιστούν και στην Τροία. Γιατί όμως θα έπρεπε αναγκαστικά να καίγεται η Πύλος του Νέστορος, εν όσωι ήταν στην Τροία, ή να καίγονται οι Μυκήνες του Αγαμέμνονος, εν όσωι ήταν στην Τροία, ώστε να συσχετίζονται οι καταστροφές αυτές με τις βασιλείες αυτών συγκεκριμένα; Επομένως, ο Όμηρος, σύμφωνα πάντα με την γραμμή Ερατοσθένη – Ελλάνικο και ΣΙΑ, έζησε την εποχή των Τρωικών, δηλαδή ή το 1275 περίπου ή το 1193 – 1184 περίπου, όπως μεταγενεστέρως υπολογίστηκε ότι συνέβησαν τα περί την Τροίαν.
β) Ήταν νεώτερος κατά 60 – 80 χρόνια από τα Τρωικά (κατά δυο γενεές λοιπόν). Άρα πάμε περίπου στα έτη 1120 – 1100 ή στα έτη 1215 – 1195 περίπου.
γ) Έζησε όχι περισσότερο από 400 χρόνια πριν από τον Ηρόδοτο (περ. 450 π.Χ.).:
«Ησίοδον γάρ και Όμηρον ηλικίην τετρακοσίοισι έτεσι δ ο κ έ ω μεν πρεσβυτέρους γενέσθαι και ου πλέοσι» (2,53). Το δοκέω εδώ μετριάζει την βεβαιότητα της πληροφορίας όσο μετριάζει και το «ως εμοί δοκέει» στα Φοινικήια Γράμματα, για να είμαστε δίκαιοι. Επομένως, είναι μια μόνο πιθανότητα που την αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ο Ηρόδοτος.
Ως εκ τούτου ο Όμηρος ζει γύρω στο 850 π.Χ., σύμφωνα με τον ιστορικό, και επίσης είναι σύγχρονος με τον Ησίοδο, με τον οποίο και συναγωνίσθη, χωρίς να καταφέρει να τον νικήσει, στον Αγώνα στην Χαλκίδα κατά τους επιτάφιους αγώνες για τον βασιλιά της Χαλκίδος Αμφιδάμαντα. Ο Ησίοδος μάλιστα λέγεται ότι αφιέρωσε στις Ελικωνιάδες Μούσες τρίποδα με την εξής αφιέρωση – επιγραφή:
Ησίοδος Μούσαις Ελικωνίοισι τόνδ’ανέθηκεν
ύμνωι νικήσας εν Χαλκίδι διον Όμηρον
ύμνωι νικήσας εν Χαλκίδι διον Όμηρον
Η επικρατέστερη άποψη βέβαια όπως είπαμε είναι αυτή του δευτέρου ημίσεος του 8ου αιώνα. Αυτήν την άποψη θα πρέπει ωστόσο να την συζητήσουμε εκ του σύνεγγυς. Κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν αναφέρεται στον 8ο αι. περιγραφικά, έτσι περίπου όπως το κάνει ο Ηρόδοτος για τα μέσα του 9ου αι. Οι ερευνητές αφού έπρεπε να ξεκαθαρίσουν ότι ο ποιητής έκανε χρήση της (αλφαβητικής) γραφής και δεν ήταν δυνατό να απομνημονεύσει τα έπη, έδωσαν το χρονικό όριο σύνθεσης των επών με τη βοήθεια της νεοφερμένης γραφής τον 8ο αι. π.Χ. Αν η γραφή θα έπρεπε να είχε εισαχθεί κατά τους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες» από την Φοινίκη (από 11ο έως και 9ο/8ο αι. π.Χ.περίπου) και αφού βεβαίως τα πρώτα δείγματα αλφαβητικής γραφής είναι από τον 8ο αιώνα, τότε δεν θα έπρεπε με κανένα τρόπο να υπερβαίνει τον 8ο αι. η σύνθεση των επών. Αυτό έδινε και την αναγκαία χρονική απόσταση, στην οποία θα μπορούσε να αποκρυσταλλωθεί η προηγούμενη προφορική επική παράδοση, που κρατάει από τους μυκηναϊκούς χρόνους.
Μέσα στα έπη του Ομήρου επίσης ανευρίσκονται και απομονώνονται «υλικά κατάλοιπα» που ανάγονται στον 8ο αι. Αυτά θεωρούνται πως είναι:
α) Η γραφή πρώτον και κύριον που ως δημόσια και ιδιωτική δεν τη συναντάμε παρά μόλις τον 8ο αι.
β) Οι ανατολίζουσες χάλκινες ασπίδες που βρέθηκαν στην Κρήτη και μοιάζουν με αυτές του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα στα έπη.
γ) Η χρήση των στρογγυλών και των μακρόστενων ασπίδων.
β) Οι ανατολίζουσες χάλκινες ασπίδες που βρέθηκαν στην Κρήτη και μοιάζουν με αυτές του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα στα έπη.
γ) Η χρήση των στρογγυλών και των μακρόστενων ασπίδων.
δ) Τέλος, να αναφέρουμε και τους επιτύμβιους αγώνες (βλ. Αθλα επί Πατρόκλωι).
Ένα άλλο στοιχείο που έχει το δικό του ενδιαφέρον είναι η προσπάθεια χαρτογράφησης του ουρανού με τους αστερισμούς, όπως ακριβώς αναφέρονται στα ομηρικά έπη. Το πρόγραμμα χαρτογράφησης του ουρανού Redshift με την βοήθεια του φυσικού Ν. Βασιλειάδη ο νυχτερινός ουρανός με τον αστερισμό όπως φαινόταν από τον ελλαδικό χώρο ήταν η νύχτα της 15ης προς 16η Νοεμβρίου του 750 π.Χ. και ώρα 3 με 4 τα ξημερώματα.
Άρα, βάσει της χρονολόγησης αυτής συμφωνεί σαφέστατα η επικρατούσα άποψη που θέλει τα ομηρικά κείμενα να έχουν γραφεί το δεύτερο ήμισυ του 8ου αι. Αν πράγματι τα έπη είχαν γραφεί τότε, αυτό θα σήμαινε ότι η αστρονομία αποτελεί ένα πολύ καλό κριτήριο χρονολόγησης. Ένα ανάλογο θέμα είχαμε και όσον αφορά τα Ορφικά που ο Κ. Χασάπης έδινε δυο ημερομηνίες αρκετά απομακρυσμένες η μια με την άλλη.
Ωστόσο, όμως, μπορεί να πάμε τον Όμηρο και πιο πίσω. Στα έπη πέρα από στοιχεία αρχαιολογικά του 8ου αι. έχουμε και αρκετά της μυκηναϊκής εποχής, αλλά και μια ομάδα από αντικείμενα της μεταμυκηναικής εποχής (12ος και εξής). Τέτοια στοιχεία της μυκηναϊκής εποχής είναι:
α) Η ποδήρης ασπίδα του Αίαντα, του Έκτορα και του Περιφήτη
β) Το «ξίφος αργυρόηλον» ή «φάσγανον αργυροήλον». Η λέξη ειδικά φάσγανον απαντάει και στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ (pa-ka-no).
γ) Το κράνος από χαυλιόδοντες κάπρου.
δ) Το κύπελλο του Νέστορος.
ε) Η τεχνική επεξεργασία του χρυσού.
στ) Η συχνή αναφορά βέβαια στον χαλκό και άλλες επίσης περιπτώσεις.
Στοιχεία μεταμυκηναικά που απαντούν στον Όμηρο είναι:
α) Η συνήθεια της καύσης των νεκρών (οι Μυκηναΐοι να θυμηθούμε δεν έκαιγαν τους νεκρούς απ’ό,τι φαίνεται).
β) Η τακτική της ρίψης δυο ελαφριών δοράτων.
γ) Το ασημένιο κάνιστρο με ρόδες που πήρε ως δώρο η Ελένη από την αιγύπτια Αλκάνδρη.
δ) Η απουσία αναφορών σε γραφή (πέρα από τα «λυγρά σήματα») και γραφείς.
ε) Η έντονη παρουσία των φοινικικών πλοίων στις ελληνικές θάλασσες. Ένα στοιχείο που ιδιαίτερα προβλημάτισε είναι ότι δεν αναφέρονται τα μεγαλοπρεπή εκείνα μυκηναϊκά ανάκτορα αλλά αντ’αυτών έχουμε απλούστερες οικίες πλινθόκτιστες, που μόνον παρόμοιες στο Λευκαντί της Εύβοιας έχουν βρεθεί, χρονολογούμενες τον 11ο/10ο αιώνα.
Συνεπώς, ελλείψει άλλου τεκμηρίου που να πιστοποιεί έτι περισσότερο την χρονική στιγμή που εγράφησαν τα έπη, δεν μπορούμε να δεχτούμε μετά βεβαιότητος καμμία χρονολογία ως θέσφατη, και αυτό λόγωι της πολυεπίπεδης δομής των επών. Προσωπικά θεωρώ πολύ πιθανόν τα έπη να έχουν συντεθεί γύρω στον 11ο –9ο αι.π.Χ.Τεύταμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου