Η γυναικεία μορφή στην Αρχαία Ελλάδα προσεγγίστηκε με ιδιαίτερο σεβασμό, λεπτότητα αλλά και διάθεση απόδοσης του αισθησιασμού της. Τα γυναικεία γλυπτά εξελίχθηκαν συν τω χρόνω, από τις αρχαϊκές κόρες, στις μορφές των κλασσικών χρόνων με την αυστηρή μορφή και την πλούσια πτυχολογία. Για να καταλήξουν, στην επιτυχημένη απόδοση της γυναικείας σαγήνης, παράλληλα με την θρησκευτικότητα, κατά την ελληνιστική περίοδο. Θα εξετάσουμε, λοιπόν, αυτή την πορεία απόδοσης της γυναικείας μορφής, από τους αρχαϊκούς χρόνους, έως και το τέλος των ελληνιστικών. Ταυτόχρονα, θα αναφερθούμε στα ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια, τα οποία επηρέασαν και την γλυπτική.
Αρχίζοντας από τους αρχαϊκούς χρόνους, θα παρατηρήσουμε ότι την συγκεκριμένη περίοδο πραγματοποιείται ο Β΄ αποικισμός. Οι πόλεις μετασχηματίζονται στην τελική μορφή της πόλης κράτους, που ίσχυσε στην μεταγενέστερη κλασσική εποχή. Ο θεσμός της βασιλείας παρακμάζει και στο τέλος εκφυλίζεται. Την διακυβέρνηση των πόλεων αναλαμβάνουν οι ευγενείς, οι οποίοι κατείχαν τις μεγάλες εκτάσεις γης και ήταν οι μόνοι οικονομικά επιφανείς. Έτσι τα πολιτεύματα μετασχηματίζονται σε αριστοκρατικά. Λίγες δεκαετίες μετά, με την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, οι νεόπλουτοι, έμποροι και βιοτέχνες, διεκδικούν μερίδιο στην εξουσία, μετατρέποντας πολλά πολιτειακά καθεστώτα σε τιμοκρατικά. Όπου δεν τα κατάφεραν, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν, δημιουργώντας πλήθος αποικιών στην δυτική κυρίως μεσόγειο. Επιπρόσθετα, μέσα από τις συχνές κοινωνικές αναταραχές, που χαρακτήριζαν εκείνη την εποχή, υπήρξαν κάποιοι από την τάξη των ευγενών, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις καταστάσεις, κατάφεραν να συγκεντρώσουν την εξουσία στα χέρια τους. Έτσι έχουμε την γέννηση των τυραννικών καθεστώτων. Οι τύραννοι, προκειμένου να διατηρηθούν στην εξουσία, προχώρησαν, άμεσα, στην κατασκευή μεγάλων δημοσίων έργων για την ανακούφιση των πολιτών τους. Παράλληλα, ευνόησαν την ανάπτυξη των τεχνών και τους όποιους νεωτερισμούς εισήχθησαν, κυρίως για μνημειακούς σκοπούς.
Στα πλαίσια αυτά, έχουμε και την ανάπτυξη της Μεγάλης Πλαστικής. Χαρακτηριστικά αγάλματα της εποχής είναι οι Κούροι και οι Κόρες . Οι μεν κούροι εμφανίζονταν γυμνοί, οι δε κόρες πάντοτε με ένδυση. Η αντίληψη για το ωραίο εμφανίζονταν ως ιδανικό. Η απεικόνιση νέων και σφριγηλών γεμάτων υγεία μορφών αντικατόπτριζε την γενικότερη αίσθηση που επικρατούσε. Εξετάζοντας, τώρα, την Πεπλοφόρο , αυτό που αρχικά παρατηρούμε είναι ότι, φορά πέπλο, έχει μακριά κυματιστά μαλλιά, που πέφτουν μπροστά, φθάνοντας έως το στήθος σχηματίζοντας ένα είδος πλοκαμιών. Βασικό γνώρισμα στην έκφραση του προσώπου είναι το γνωστό αρχαϊκό μειδίαμα , που δίνει μία έκφραση αλήθειας. Όπως επίσης το ίδιο συμβαίνει με τα μάτια και τα ζυγωματικά που δίνουν ζωντάνια. Επίσης, βλέπουμε την φυσιοκρατική τάση να επικρατεί, στην προσπάθεια απόδοσης του βάθους με ολοκληρωμένες ανθρώπινες μορφές. Η πεπλοφόρος, στέκεται όρθια, μετωπικά και δίνει την εντύπωση του μνημειακού με την άρτια κορμοστασιά της. Τέλος, η ενδυμασία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του σώματός της, το οποίο είναι κυριολεκτικά εξαφανισμένο. Αυτό, ήταν ένα πρόβλημα για τους καλλιτέχνες, για τους οποίους το ζητούμενο εστιάζονταν στην ισορροπία μεταξύ ενδύματος και σώματος, ώστε να αναδεικνύονται εξίσου και τα δύο, δίχως να επισκιάζει το ένα το άλλο, κρατώντας, μάλιστα, την αυτοτέλειά τους.
Ερχόμενοι, τώρα, στους κλασσικούς χρόνους, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με νέες καταστάσεις. Συγκεκριμένα, κάνει την εμφάνισή του ένα νέο πολιτειακό καθεστώς, η Δημοκρατία. Εγκαθίστανται αρχικά στην Αθήνα και αργότερα σε άλλες πόλεις κράτη. Η βάση του νέου πολιτεύματος είναι ο πολίτης-οπλίτης και η αγαστή συνεργασία του με την πολιτεία, μέσα από σχέσεις αλληλεξάρτησης. Αναλαμβάνει έναν πιο υπεύθυνο και συνάμα δημιουργικό ρόλο στο πλαίσιο της πόλης κράτους. Την ίδια περίοδο, αναπτύσσονται τα ιδανικά της ελευθερίας και της ενότητας των Ελλήνων, προκειμένου να αντεπεξέλθουν του Περσικού κινδύνου. Η Αθήνα, ιδιαίτερα, μετά τα μηδικά, ανακηρύσσεται σε ηγέτιδα δύναμη του ευρύτερου Ελληνικού χώρου. Κυριαρχεί στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή.
Όπως είναι επόμενο, λοιπόν, η τέχνη, και ιδιαίτερα η γλυπτική δεν μένει αμέτοχη. Αναζητεί πρότυπες μορφές, οι οποίες θα εκφράζουν τα νέα ιδανικά. Θα δεικνύουν, τρόπο τινά, το ιδανικό του ηρωισμού, της θυσίας, της αυταπάρνησης, της αγάπης για την ελευθερία, αλλά και την εσώτερη ουσία της θεϊκής και ανθρώπινης φύσεως. Ιδανικό της κλασσικής εποχής είναι το κάλλος και η αρμονία με βασικό άξονα την εξιδανίκευση.
Αφού αφήσουμε, τώρα, τα κλασσικά χρόνια, θα έρθουμε στην τελευταία περίοδο της Αρχαίας Ελληνικής ιστορίας, πριν την ρωμαϊκή κατάκτηση. Ονομάζεται Ελληνιστική εποχή. Αποτελεί την συνέχεια των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου και του διαμοιρασμού του απέραντου κράτους του. Οι διάδοχοι και επίγονοί του επιδόθηκαν σε λυσσαλέους αγώνες για την επικράτηση του ενός επί του άλλου, με αποτέλεσμα την συνεχή εξασθένησή τους. Είχαν, επίσης την απαίτηση να λατρεύονται σαν θεοί. Εκείνη, ακριβώς, την περίοδο έχουμε τον κλονισμό του θεσμού της πόλης κράτους. Οι περισσότερες, εξάλλου, ελέγχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τα μεγάλα Ελληνιστικά βασίλεια. Μέσα στα πλαίσια των ευρύτερων κρατικών οντοτήτων, τη θέση των ελευθέρων πολιτών παίρνουν οι ανελεύθεροι υπήκοοι, οι οποίοι, μάλιστα, ανήκουν σε διαφορετικά έθνη. Τα ιδανικά αλλάζουν και τη θέση της εξιδανίκευσης καταλαμβάνουν η εσωστρέφεια – με τις ποικίλες φιλοσοφικές σχολές περί αυτής – και η εξατομίκευση.
Όσον αφορά την τέχνη, αυτή έλαβε έναν πιο κοσμικό χαρακτήρα. Έγινε κτήμα και των άλλων εθνοτήτων που κατοικούσαν στα ελληνιστικά βασίλεια και προσέλαβε μια διεθνιστική θα λέγαμε τάση. Συνήθως αντλεί θέματα από την καθημερινότητα και προσπαθεί να την αποδώσει με ρεαλισμό. Έχουμε, για πρώτη φορά την εισαγωγή παιδικών μορφών. Ακόμη, εισάγεται ο αισθησιασμός και το γυναικείο γυμνό, διατηρώντας παράλληλα την αξιοπρέπεια και την θεϊκή υπόσταση του. Η ευγένεια και η λεπτότητα των μορφών παραμένει, ενώ τονίζεται η έκφραση των ψυχικών συναισθημάτων. Ιδιαίτερα δημοφιλή, μάλιστα, αποδεικνύονται τα πορτραίτα, κυρίως των ηγεμόνων, αλλά και άλλων σημαντικών ανδρών.
Όπως διαπιστώνουμε η Γυναίκα κατά την ελληνική αρχαιότητα ήταν ένα ιδιαίτερα προσφιλές θέμα στις εικαστικές τέχνες. Το γυναικείο κορμί ενέπνευσε γλύπτες και ζωγράφους, οι οποίοι σαγηνευμένοι προσπάθησαν να το αποδώσουν, ει δυνατόν, στην πλέον άρτια μορφή του. Φυσικά, κατά τη διάρκεια των διαφόρων περιόδων της αρχαιότητος -τις οποίες διαχωρίζουμε συμβατικά σε Αρχαϊκή, Κλασσική, Ελληνιστική- υπήρξε διαφορετική προσέγγιση και τονισμός συγκεκριμένων χαρακτηριστικών στοιχείων του γυναικείου σώματος. Η ουσία, όμως, είναι ότι πάντοτε αντιμετωπίστηκε με τον προσήκοντα σεβασμό από τους αρχαίους καλλιτέχνες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γ. Κοκκορού Αλευρά, Η Τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, Αθήνα 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου