Εκτός της αρχαιοελληνικής ταυτότητας στη συνείδηση των Νεοελλήνων υπάρχει και η Βυζαντινή κληρονομιά. Βεβαίως, στα πλαίσια της λογικής του Διαφωτισμού δεν υπήρχε θέση για το Βυζάντιο και ότι αυτό συμβόλιζε. Άλλωστε, οι Διαφωτιστές είχαν ήδη εξοβελίσει «Εις το πυρ το εξώτερον» την βυζαντινή περίοδο, χαρακτηρίζοντάς την λίαν σκοταδιστική και δεσποτική. Η γνώμη που είχαν σχηματίσει τόσο οι Ευρωπαίοι Διαφωτιστές, όσο και οι Έλληνες ομολόγοι των, ήταν ότι το Βυζαντινό Πρότυπο Διακυβερνήσεως αποτελούσε ένα απολυταρχικό και θεοκρατικό καθεστώς. Σύμφωνα με την άποψή τους η δυνατότητα ελεύθερης πολιτικής έκφρασης, εκ μέρους των κατοίκων που απάρτιζαν την αχανή βυζαντινή επικράτεια, δεν υπήρχε. Ο «Ελέω Θεού Μονάρχης», ο αυτοκράτορας δηλαδή, σε συνεργασία με μία κλειστή κάστα ανωτάτων αξιωματούχων του κράτους, αποφάσιζε ερήμην τους.
Εκτός όμως του αυτοκράτορος, οι Διαφωτιστές έστρεφαν τα βέλη των και προς τον δεύτερο σε ισχύ θεσμό του Βυζαντινού κράτους, την Εκκλησία. Την κατηγορούσαν ότι ασκούσε την θρησκευτική εξουσία της με ένα ιδιαίτερα σκληρό και δεσποτικό ύφος. Επιπρόσθετα επέρριπταν την ευθύνη στους εκκλησιαστικούς ταγούς για το «Ες έδαφος φέρειν», την κυνική αυτή εντολή, η οποία εδόθη στον Γότθο Αλάριχο, με την απαραίτητη συγκατάθεση βέβαια και της κοσμικής εξουσίας. Το αποτέλεσμα αυτής ήταν η καταστροφή των αρχαίων μνημείων και ιερών.
Συνεχίζοντας τα κατηγορώ τους στηλίτευαν την αυστηρή εκκλησιαστική πολιτική που ακολουθήθηκε για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως αιρέσεων (εδώ να σημειώσουμε ότι πράγματι με επίφαση τις δογματικές διαφορές η αυτοκρατορία απώλεσε τις εκτεταμένες και ιδιαίτερα πλουσίες επαρχίες της Συρίας και Αιγύπτου), καθώς και την αγαστή συνεργασία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με το Οθωμανικό κράτος.
Οι παραπάνω αντιλήψεις, όμως, άρχισαν αργά, αλλά σταθερά να υποχωρούν μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης. Η επιτυχής κατάληξή της, είχε ως συνέπεια την δημιουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, έστω και σε περιορισμένη έκταση (Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος και Κυκλάδες). Το νεοσυσταθέν, τώρα, Ελληνικό κρατίδιο, άρχισε να βλέπει με διαφορετική οπτική γωνία το ζήτημα της Ελληνικής Εθνικής Συνείδησης.
Φυσικά η αρχαιότητα παραμένει ο Θεμέλιος Λίθος στην συγκρότηση της Νεοελληνικής Εθνικής Υπόστασης. Η επιρροή της παραμένει ακόμη αρκετά έντονη. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως υιοθετείται από τον Όθωνα στο πλαίσιο του Κλασικισμού, της επανεμφάνισης δηλαδή των αρχαίων ιδεωδών και της αρχαίας αισθητικής. Και αυτό, διότι, η ηγεσία του κράτους γνωρίζει πως, η εμμονή στην αρχαιότητα, αποτελεί από την μία στοιχείο νομιμοποίησης για τον Δυτικό κόσμο, από την άλλη είναι δηλωτικό της ταυτότητας των Νεοελλήνων. Το ίδιο συμβαίνει και με την στροφή προς την καθαρεύουσα, η οποία είναι στην ουσία ένα ιδιότυπο είδος αρχαΐζουσας. Συνολικά, θα λέγαμε πως στηρίζεται σε συντηρητικά στοιχεία και όχι ουσιαστικά.
Η αλήθεια όμως είναι ότι από την ίδρυση της Ελλάδος, ως κρατικής πλέον οντότητας, παρατηρείται μία προοδευτική αλλαγή στάσης ως προς τον προσδιορισμό της Νεοελληνικής ταυτότητος. Οι κυριότερες αιτίες αυτής της διαφοροποίησης ανάγονται στην πρόθεση αμφισβήτησης των θεωριών, που ανέπτυξε γύρω στα 1830 ο Βαυαρός Ιστορικός Ιάκωβος Φίλιππος Φαλμεράϋερ, περί της καταγωγής των κατοίκων της Νεώτερης Ελλάδος. Αυτό που προκύπτει εδώ επιτακτικά είναι η ανάγκη αιτιολογήσεως της συνέχειας του Έθνους.
Αυτό θα έχει ως αφετηρία την διαδικασία γέννησης του Ελληνικού Αλυτρωτισμού ο οποίος άρχισε να εκφράζεται με την διατύπωση του δόγματος της "Μεγάλης Ιδέας", η οποία πρωτοδιατυπώθηκε το 1844 από τον Ιωάννη Κωλέττη. Αυτή ακριβώς η Μεγάλη Ιδέα προσδιόρισε την κυρίαρχη εθνική πολιτική μέχρι τα τέλη του 1922. Σημαντικό, επίσης, ρόλο παίζει η εμφάνιση του Θρησκευτικού Ζηλωτισμού, που αναπτύσσεται με γοργά βήματα από τα πρώτα χρόνια της απελευθερώσεως, με αιχμή την Φιλορθόδοξη Εταιρεία. Επιπρόσθετα, η προσπάθεια αντιμετώπισης των αφυπνιζομένων Βαλκανικών Εθνικισμών, όπως του Βουλγαρικού και του Σερβικού, δικαιολογεί την ανάπτυξη του αντίστοιχου Ελληνικού, ο οποίος σε συνδυασμό με τις δοξασίες του Ρομαντικού Ιστορισμού, οδηγεί το Έθνος στη συσπείρωση γύρω έναν κοινό σκοπό: την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών που στενάζουν υπό τον Οθωμανικό ζυγό και την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως ώστε να αναβιώσει το κλέος του Βυζαντίου. Ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές λοιπόν ότι οι αναφερθείσες πιο πάνω συνθήκες συνηγορούσαν στο να διεκδικηθεί η Βυζαντινή κληρονομιά.
Αρχικά, λοιπόν, εμφανίζεται ο Γερμανικής καταγωγής ιστορικός, ο περιβόητος Φαλμεράϋερ, να υποστηρίζει πως, οι σύγχρονοί του Έλληνες, ουδεμία σχέση έχουν με τους ενδόξους Αρχαίους Προγόνους τους, η ύπαρξη των οποίων παύει να ανιχνεύεται εκεί κάπου στον 6ο με 7ο αιώνα. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι, οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στις μέρες του στον Ελλαδικό χώρο δεν σχετίζονταν εθνοφυλετικά με εκείνους οι οποίοι έζησαν στην ίδια περιοχή και ανέπτυξαν έναν ζηλευτό πολιτισμό πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Κατά συνέπεια, έπρεπε να έλκουν από κάπου αλλού την καταγωγή τους. Έτσι, σύμφωνα πάντα με την θεωρία του, αποτελούσαν ένα κράμα Σλάβων και Αλβανών, οι οποίοι κατελθόντες εκ του βορρά, ήρθαν σε επιμειξία με τους ολιγάριθμους και εξασθενημένους από τις συνεχείς επιδρομές ντόπιους πληθυσμούς, ώσπου σταδιακά τους απορρόφησαν. Εξάλλου, τα χαρακτηριστικά των Νεοελλήνων δεν εμφάνιζαν την παραμικρή ομοιότητα με τα απείρου κάλλους αρχαία αγάλματα, τα οποία απεικόνιζαν ξεκάθαρα την αρχαία Ελληνική ομορφιά.
Το χειρότερο, όμως, από όλα, ήταν ότι, αυτές οι απόψεις άρχισαν να αποκτούν και άλλους υποστηρικτές. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ανασηκώσουμε την κουρτίνα, ώστε να δούμε τι κρύβεται από πίσω. Είναι γεγονός, λοιπόν, πως με την εμφάνιση του νεότευκτου Ελληνικού κράτους στην κοινωνία των ελευθέρων εθνικών κρατών, άρχισε σταδιακά να υποχωρεί ο Ευρωπαϊκός Φιλελληνισμός, που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Ο πρότερος θαυμασμός των Ευρωπαίων, για την τιτάνια πάλη που διεξήγαγε ο Ελληνισμός ενάντια στο Οθωμανικό κράτος, τους ώθησε να υποστηρίζουν με ιδιαίτερο ζήλο το Ελληνικό αίτημα για ανεξαρτησία. Είχαν πεισθεί πως οι Νεώτεροι Έλληνες αντιπροσώπευαν την ζωντανή σύνδεση με την αρχαιότητα. Η επίδραση του Διαφωτισμού εδώ, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
Με την λήξη του Αγώνος, όμως, και καθώς άρχισαν να επισκέπτονται την ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα, άρχισαν να αναθεωρούν ριζικά τις απόψεις τους για τους Έλληνες. Ο λόγος ήταν ότι συνάντησαν έναν εξαθλιωμένο, μίζερο πλήθος, με ιδιαίτερη έφεση στην φιλοχρηματία και την κακομοιριά. Η εικόνα αυτή τους σόκαρε, κατά κάποιον τρόπο. Σκέφτηκαν συνεπώς ότι δεν άξιζε τον κόπο να μοιραστούν τα νάματα της αρχαίας κληρονομιάς με τούτους τους άξεστους ανατολίτες, όπως φάνταζαν στα μάτια τους. Αυτή τους η πεποίθηση, και σε συνάρτηση με τον ενδόμυχο φόβο τους για την ύπαρξη ενός Ορθοδόξου Βασιλείου, ξένου δογματικά προς αυτούς, στις εσχατιές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, πιθανού υποχειρίου της Ρωσικής προπαγάνδας, τους έκανε να ανασκουμπωθούν.
Τότε, «αγαθή τηι τύχη», εμφανίστηκε σαν από μηχανής Θεός ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο μεγάλος αυτός Ιστοριογράφος, για να βάλλει τα πράγματα στην θέση τους. Κατόπιν επισταμένης έρευνας την οποία διεξήγε, κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα από αυτό που υποστηρίχθηκε από τον Φαλμεράϋερ. Συγκεκριμένα, δίχως να αμφισβητεί το καταγεγραμμένο ιστορικό γεγονός της Σλαβικής καθόδου στην Ελληνική χερσόνησο κατά την Μεσαιωνική περίοδο, επισημαίνει πως αυτή η κάθοδος ήταν και περιορισμένη και ελεγχόμενη από το Βυζαντινό επιτελείο. Ο μεγάλος όγκος των Σλαβικών φύλων δεν κατάφερε να παραμείνει και επέστρεψε στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όσοι τελικώς εγκατεστάθησαν αναμείχθηκαν με τους Ελληνικούς πληθυσμούς και με την πάροδο του χρόνου αφομοιώθηκαν. Συνέδεσε δηλαδή την επιχειρηματολογία του, στην αφομοιωτική δύναμη του Ελληνικού στοιχείου. Η συνέχεια του έθνους, επομένως, υφίστατο και περνούσε δια μέσου της Βυζαντινής εποχής στον Νεώτερο Ελληνισμό.
Μετά την επιτυχή αυτή αντιμετώπιση των θεωριών του Φαλμεράϋερ, ο Παπαρρηγόπουλος στράφηκε στην πλήρη αποκατάσταση του Βυζαντίου στα μάτια των συμπατριωτών του. Υιοθέτησε πλήρως το σχήμα του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου για τον ρόλο των Βυζαντινών στην συγκρότηση της Νεοελληνικής ταυτότητας. Συμφωνεί πως η ψυχή του έθνους, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και την ουσία του, ενυπάρχει δια μέσου των αιώνων, άρα συναντάται και στο Βυζάντιο. Οι κάτοικοί του, σε μεγάλο μέρος είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και ταυτόχρονα πρόγονοι των Νεοελλήνων. Τα στοιχεία της ζώσας εθνικής ψυχής, απαντώνται διάσπαρτα σε πλείστα ήθη και έθιμα, καθώς και στις λαϊκές παραδόσεις, όπου διατηρήθηκαν ανόθευτα καθ’ όλη την διάρκεια της Βυζαντινής εποχής. Εδώ να τονίσουμε ότι σαφέστατα ο Ρομαντικός Ιστορισμός της εποχής -σύμφωνα με τις αρχές του οποίου, το Ιστορικό παρελθόν κάθε έθνους καθορίζει το παρόν και το μέλλον του- επηρέασε τον Παπαρηγόπουλο.
Ξέχωρα αυτών, όμως, ο Παπαρρηγόπουλος προχώρησε στην ανασύνθεση της Ελληνικής Ιστορίας. Είναι εκείνος, ο οποίος καθιέρωσε το τρίσημο σχήμα της. Αυτό συνίστατο στην Αρχαιότητα, τον Μεσαιωνικό Ελληνισμό (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) και τη Νεώτερη Ιστορία. Καθορίζει ηλικιακά τον Ελληνισμό αποδίδοντάς του τρεις χιλιάδες έτη ζωής τουλάχιστον. Με αυτόν τον τρόπο, ο μεγάλος ιστορικός αποδίδει στο Ελληνικό Έθνος το απαραίτητο εύρος και βάθος μέσα στον χρόνο, έτσι ώστε να αποδείξει την αδιάλειπτη συνέχειά του ως υπεριστορική εθνική οντότητα. Επιπλέον, η εγκόλπωση του Βυζαντίου και ο ακόλουθος εξελληνισμός του, αποκαθιστά το κενό χιλίων και πλέον ετών στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», όπως τιτλοφορείται και το ομώνυμο μνημειώδες έργο του.
Η Βυζαντινή ταυτότητα, βεβαίως, είχε ξεκινήσει να ανιχνεύεται και πριν από την εμφάνιση του Παπαρρηγοπούλου. Ο Πατερναλισμός της Οθωνικής περιόδου, παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με την άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας στα Βυζαντινά χρόνια. Η κρατική εξουσία αποφάσιζε για το καλό του λαού, δίχως να ερωτηθεί ο ίδιος. Οποιαδήποτε απόφασή της, θα έπρεπε, να γίνεται απολύτως σεβαστή και προπαντός να μην δέχεται σχόλια και κρίσεις. Η ίδια η κρατική αντίληψη, άρχισε να οικοδομείται στο πλαίσιο της ανάπτυξης της Ελληνικής Εθνικής συνειδήσεως διαμέσου της ενότητος, είτε φυλετικής, είτε πολιτισμικής, είτε ακόμη και θρησκευτικής. Τότε, ήταν που έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας. Η πρώτη διατύπωσή της έγινε κατά την αγόρευση του Ιωάννη Κωλέττη, στην κατάμεστη Εθνοσυνέλευση, τον Ιανουάριο του 1844, με αρχικό σκοπό την ανάθεση στο Ελλαδικό κράτος του Φωτισμού της Ανατολής. Στην συνέχεια, βεβαίως, προσέλαβε αλυτρωτικές διαστάσεις και αποτέλεσε την κυρίαρχη εθνική ιδεολογία, μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή το 1922, όπως έχουμε αναφερθεί.
Παράλληλα όμως με τον τρόπο δράσης της απολυταρχίας στο νεοσύστατο κράτος, η οποία αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της εξουσίας και της απρόσκοπτης λειτουργίας της κρατικής μηχανής, υπήρχε και η Ελλαδική Εκκλησία, η οποία αναζητούσε για τον εαυτό της έναν παρόμοιο κυρίαρχο ρόλο στα θρησκευτικά ζητήματα του Νεοελληνικού κράτους. Οι εκκλησιαστικοί ταγοί, κατά την διάρκεια της Οθωμανοκρατίας, συμφωνούσαν εν μέρει, με ορισμένες επιταγές του Διαφωτισμού, όπως το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας και της αβίαστης λειτουργίας κάθε θρησκευτικής πίστης. Με την αποτίναξη, όμως, του ομολογουμένως δυσβάστακτου τουρκικού ζυγού, η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία, αφού κατέστη το κυρίαρχο θρησκευτικό Δόγμα της Ελλάδος, άλλαξε θέση και στάση ενάντια στα άλλα χριστιανικά δόγματα. Ένοιωθε να απειλείται από την διείσδυση τόσο του Καθολικισμού, όσο και του Προτεσταντισμού. Έδειξε έμπρακτα, λοιπόν, την ανασφάλεια που την διακατείχε με την προσπάθεια επιβολής της στο σύνολο του πληθυσμού. Ο τόσο έκδηλος, όσο και όψιμος αυτός θρησκευτικός ζηλωτισμός έκανε την εμφάνισή του με την ίδρυση της Φιλορθοδόξου εταιρείας και την προσπάθεια καταλήψεως της εξουσίας, με την βοήθεια κυρίως του Ρωσικού κόμματος.
Εδώ ακριβώς, για να επανέλθουμε στον Παπαρρηγόπουλο, θα σταθούμε στην διερεύνηση της πολιτικής, ιδεολογικής και κοινωνικής σημασίας, που απηχούσε η αντίληψή του. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως το ιστορικό σχήμα το οποίο διδάσκεται στην εκπαίδευση έως τις ημέρες μας είναι το τρίσημο που καθιερώθηκε από τον ίδιο. Η αντίληψή του, από την πολιτική της σκοπιά, συμβάλλει στην ενίσχυση της τάσης του εθνικού αλυτρωτισμού που καταλαμβάνει το Ελληνικό κράτος. Αυτός, οφείλεται κατά πρώτον στην περιορισμένη έκταση των εδαφών που καταλάμβανε και κατά δεύτερον στην ανάγκη αντιμετωπίσεως της εθνικής αφύπνισης των Βουλγάρων σε πρώτη φάση και των Σέρβων σε δεύτερη. Όσον αφορά το εδαφικό, οι Έλληνες βλέπουν, πως, παρά τις πολύχρονες και κοπιαστικές μάχες που έδωσαν την περίοδο της επανάστασης, ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών πληθυσμών, όπως τουλάχιστον αυτοπροσδιορίζονταν, παρέμεναν εκτός της Ελληνικής επικρατείας. Ετίθετο έτσι θέμα Εθνικής Ολοκλήρωσης, και η προσφορά του Εθνικού Ιστοριογράφου στην συγκρότηση της ταυτότητας του έθνους, καθώς και στην σφυρηλάτηση της εθνικής ενότητας με τις διδαχές της συνεχούς και αδιαλείπτου παρουσίας του σ’ αυτές τις περιοχές ενίσχυε αυτή την τάση.
Αναφορικά με το ζήτημα της αντιπαράθεσης τώρα με τους υπόλοιπους Βαλκάνιους γείτονες, το εθνικό αίσθημα των οποίων τελούσε εν υπνώσει για αρκετούς αιώνες, έχει τις ρίζες του στα Βυζαντινά χρόνια. Τόσο οι Βούλγαροι, όσο και οι Σλάβοι (εθνικό κομμάτι των οποίων είναι οι Σέρβοι), εποφθαλμιούσαν το πλούσιο και ισχυρό Βυζαντινό κράτος. Αυτοί οι λαοί προσπάθησαν αλλεπάλληλες φορές να το καταλάβουν, ιδίως οι Βούλγαροι, μα πάντα αποτύγχαναν. Θεωρούσαν, όμως, πάντοτε τους εαυτούς των κοινωνούς της Βυζαντινής κληρονομιάς. Όταν, επομένως, κάποτε εξασθένησε το Βυζάντιο, πίστεψαν πως ήρθε η ώρα να σφετερισθούν την εξουσία του. Δεν προέβλεψαν, όμως, την Οθωμανική πλημμύρα, που κατέκλυσε την Βαλκανική, κατακτώντας τελικά τόσο το Βυζάντιο, όσο και όλους τους υπόλοιπους λαούς της περιοχής. Τώρα, λοιπόν, με την προϊούσα εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας τους δίνεται μία χρυσή ευκαιρία. Διεκδικούν περιοχές με πληθυσμούς οι οποίοι έχουν διαμορφώσει ακραιφνώς Ελληνική Εθνική Συνείδηση. Η Ελλάδα συνεπώς, που θεωρεί ότι αυτές οι περιοχές ανήκουν στην δική της σφαίρα επιρροής και κάποτε θα αποτελέσουν τα νέα γεωγραφικά διαμερίσματα του Ελληνικού κράτους, αντιδρά σφόδρα. Άλλωστε, η κατοχύρωση του Βυζαντίου, ως ένα Ελληνικό Μεσαιωνικό Κράτος, μέσα από το πρίσμα της Ιστορικής Συνέχειας του Ελληνισμού, όπως ακριβώς διατυπώθηκε από τον Παπαρρηγόπουλο, δικαιολογεί απόλυτα αυτή την αντίδραση.
Η καθοδήγηση του μεγάλου ιστορικού, όμως, στην διάπλαση του Εθνικού Ιδεώδους, συνεχίστηκε με την σημαντική συνεισφορά του στην διαμόρφωση της Μεγάλης Ιδέας. Εκείνη κατεύθυνε τις αλυτρωτικές τάσεις του Νεοελληνικού Βασιλείου. Έδινε τροφή στις κρατικές επιδιώξεις για την σύσταση εκ νέου μιας Ελληνικής Αυτοκρατορίας στην θέση της Οθωμανικής. Το βάρβαρο και αναχρονιστικό Οθωμανικό κράτος όφειλε να δεχτεί σε πρώτη φάση τα φώτα της αναγεννημένης Ελλάδος. Αργότερα θα αφομοιώνονταν από τον Ελληνισμό, και ένα Νεοελληνικό Βυζαντινό κράτος θα ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα. Όλα αυτά σκέπτονταν ενδομύχως, κάποιοι υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι, αλλά και ο ίδιος ο Βαυαρός Βασιλιάς. Τα Βυζαντινά μεγαλεία, τα οποία επανέφερε στην μνήμη του λαού ο Παπαρρηγόπουλος με την αποκατάσταση του Βυζαντίου, οδήγησαν μικρούς και μεγάλους να πάλλονται από ρίγη συγκίνησης στη σκέψη και μόνο της ανασύστασης της παλαιάς αυτοκρατορίας. Κάποιοι, μάλιστα, μιλούσαν για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, η οποία θα προσέφερε την πλήρη εθνική δικαίωση.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα εθνικής ανάτασης, λοιπόν, αξίζει να δούμε και την κοινωνική σημασία της αντίληψης του Παπαρρηγόπουλου. Ιδιαίτερα τον τρόπο που η Μεγάλη Ιδέα προσλήφθηκε από την κοινωνία. Έτσι, θα παρατηρήσουμε μεγάλες διαφορές στην πρόσληψή της από τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, από τις οποίες απαρτίζονταν η ελεύθερη ελληνική επικράτεια. Κατά συνέπεια, βλέπουμε την Βασιλική εξουσία, την κυβέρνηση και συνακόλουθα τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, τα κόμματα, καθώς και την ηγεσία του στρατεύματος, να ευνοούν παντοιοτρόπως το Εθνικό Δόγμα. Ανήγαγαν την Μεγάλη Ιδέα ως την ύψιστη εθνική επιδίωξη και πρόσφεραν όλα τα μέσα που διέθεταν για την εκπλήρωσή της. Συνεπώς, εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, για ποιο λόγο κατέλαβε όλους αυτούς τέτοιος αλυτρωτικός οίστρος. Μήπως τελικά ωφείλετο σε υπέρμετρο πατριωτισμό; Για τον λαό σαφέστατα ναι, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα είχε και υλικά οφέλη. Για την πλειοψηφία, όμως, της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, υπήρξε το άλλοθι για την αποφυγή της αντιμετώπισης των τεραστίων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, που άρχισαν να συσσωρεύονται και να απειλούν την κοινωνική συνοχή.
Το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας έστρεψε την προσοχή του κόσμου σε περασμένα μεγαλεία, ώστε, να ξεχαστούν τα καθημερινά προβλήματά του. Με αυτόν τον τρόπο, η ίδια η Μεγάλη Ιδέα κατέστη ένα μέσο νομιμοποίησης της εξουσίας. Η μαγική φράση, η οποία προφέρονταν, ήταν μία, "Ενότητα, για το καλό της Πατρίδος και του Έθνους γενικότερα". Η κοινή καταγωγή, γλώσσα και θρησκεία, ως πάγια εθνικά χαρακτηριστικά, συμβάλλουν τα μέγιστα στην δημιουργία της εθνικής ενότητας, σύμφωνα με τις παραδοχές του μεγάλου ιστορικού. Εάν δε, προσθέσουμε και τον κοινό στόχο για την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών, τότε, λαμβάνουμε μία πλήρη εικόνα για το τι επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.
Αυτή η διαπίστωση, θα καταδειχτεί καλύτερα, αν στρέψουμε το βλέμμα μας στον λαό και στο πως ο ίδιος φαντάζονταν την εκπλήρωση του πόθου της Μεγάλης Ιδέας. Τα μεσαία και κατώτερα στρώματα είχαν πεισθεί πως, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης του εθνικού σκοπού, η κοινωνική τους ανέλιξη ήταν σίγουρη. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονίσουμε πως, ειδικά τα κατώτερα στρώματα, λόγω και της έντονης θρησκευτικότητας που τα διακατείχε, είχαν αναπτύξει μία ιδιαίτερη χιλιαστική παραφιλολογία. Ο μύθος του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά» και το «Πάλι με χρόνια, με καιρούς» έδιναν τροφή για περαιτέρω συζητήσεις και όνειρα.
Τέλος, το νόημα της Μεγάλης Ιδέας προσλάμβανε μια τελείως ξεχωριστή διάσταση για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κατά την γνώμη τους, αποτελούσε μία δυναμική, η οποία θα τους απάλλασσε από την τυραννική εξουσία του σουλτάνου. Θα έδινε ένα τέλος στην καταπίεσή τους από τους βάρβαρους αλλόθρησκους και θα τους εξασφάλιζε ευημερία και πρόοδο. Επιπρόσθετα, θα είχαν την ευκαιρία να ενωθούν με τον υπόλοιπο εθνικό κορμό, που αποτελούσε το ανεξάρτητο Ελληνικό Βασίλειο και να καταξιωθούν μέσα από ένα πλέγμα ευνομίας, που εξασφάλιζε ένα σύγχρονο και οργανωμένο κατά τα Δυτικά πρότυπα κράτος.
Επομένως, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνος, και με δεδομένη την υποχώρηση του Διαφωτισμού, η αλλαγή στάσης των Δυτικών ως προς τους Έλληνες, έκανε τους τελευταίους να στραφούν στους πλησιέστερους προγόνους τους, τους Βυζαντινούς, αφυπνίζοντας έτσι το πρόσφατο βυζαντινό παρελθόν. Εδώ υπεισέρχεται η τεράστια προσφορά του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, ο οποίος έβγαλε από το τέλμα την σύγχυση ταυτότητας, που κυρίεψε ξαφνικά τον Ελληνικό Λαό, από την εγκατάλειψη του Φιλελληνισμού και το πέρασμα σταδιακά στην ψυχρότητα έναντί τους, εκ μέρους των Ευρωπαίων. Ήταν αυτός που προσδιόρισε τα συστατικά στοιχεία της ταυτότητας των Νεοελλήνων, εισάγοντας και το Βυζάντιο ως ένα από αυτά. Η συνεισφορά του υπήρξε, επίσης μεγάλη στην διαμόρφωση της Μεγάλης Ιδέας και στην γέννηση του Ελληνικού Αλυτρωτισμού, Το δυστύχημα, όμως, ήταν η κακή διαχείριση της από τις μεταγενέστερες Ελληνικές κυβερνήσεις του 19ου. Έπρεπε να φθάσει ο 20ος αιώνας ώστε να υπάρξουν οι ικανοί εκείνοι καθοδηγητές του ελληνισμού οι οποίοι θα τον οδηγήσουν πέρα από τα περιορισμένα, έως τότε, σύνορά του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ε.Α.Π, ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τόμος Γ', Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα, 1999
3. Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Εκδόσεις ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, Αθήνα, 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου