Η πλειοψηφία των ιστορικών τοποθετεί την αναδιοργάνωση και την τελειοποίηση του συστήματος των θεμάτων (με προέλευση από τον 7ο αιώνα) στον 8ο αιώνα, μερικές φορές μάλιστα στην εποχή του Λέοντα Γ'. Ο Finley γράφει ότι «μια νέα γεωγραφική διαίρεση σε θέματα έγινε από τον Λέοντα, που διήρκησε τόσο όσο και το Βυζάντιο». Ο Gelzer υπήρξε πιο κατηγορηματικός στο ζήτημα αυτό: «Ο Λέων», γράφει, «απομάκρυνε οριστικά τις πολιτικές αρχές, μεταφέροντας την πολιτική εξουσία των επαρχιών στα χέρια των στρατιωτικών». Ο Uspensky γράφει: «Μόνον την εποχή του Λέοντα του Ίσαυρου έγινε μια απότομη μεταβολή που ενίσχυσε τη δύναμη του ‘στρατηγού’ των θεμάτων, σε βάρος της πολιτικής διοίκησης της επαρχίας». Παρόλα αυτά όμως δεν υπάρχει καμιά πληροφορία σχετική με τη συμβολή του Λέοντα στην οργάνωση των επαρχιών.
Υπάρχει μόνον ένας πίνακας θεμάτων, που αναφέρεται στην οργάνωσή τους, που προέρχεται από τον Άραβα γεωγράφο, των 50 πρώτων χρόνων του 9ου αιώνα, Ibn - Khordadhbh. Συγκρίνοντας τα στοιχεία τους με τα δεδομένα σχετικά με τα θέματα του 7ου αιώνα, οι επιστήμονες καταλήγουν σε μερικά συμπεράσματα που αναφέρονται σε ορισμένες μεταβολές που έγιναν στον 8ο αιώνα, την εποχή δηλαδή της δυναστείας των Ισαύρων. Φαίνεται ότι στη Μ. Ασία, εκτός από τα τρία θέματα του 7ου αιώνα, δημιουργήθηκαν τον 8ο αιώνα, την εποχή του Λέοντα Γ', δύο νέα θέματα: 1) το θέμα των Θρακησίων στο δυτικό μέρος της Μ. Ασίας, που δημιουργήθηκε από τις δυτικές περιοχές του μεγάλου θέματος των Ανατολικών και πήρε το όνομα των στρατιωτικών φρουρών, που προέρχονταν από τη Θράκη και έμεναν εκεί, και 2) το θέμα των Βουκελλαρίων στα ανατολικά του μεγάλου θέματος του Οψικίου, που ονομάστηκε έτσι από τους Βουκελλάριους, δηλαδή μερικούς Ρωμαίους και ξένους στρατιώτες, τους οποίους μίσθωσε η αυτοκρατορία ή διάφορα άλλα άτομα. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος λέει ότι οι Βουκελλάριοι ακολουθούσαν τον στρατό ως προμηθευτές. Έτσι στις αρχές του 9ου αιώνα η Μ. Ασία είχε πέντε θέματα, τα οποία οι διάφορες πηγές της περιόδου αυτής, ονομάζουν «πέντε ανατολικά θέματα». Στην Ευρώπη υπήρχαν μόνον τέσσερις επαρχίες στα τέλη του 8ου αιώνα: η Θράκη, η Μακεδονία, η Ελλάδα και η Σικελία. Αλλά αν το ζήτημα του αριθμού των θεμάτων της Μ. Ασίας, στις αρχές του 9ου αιώνα, μπορεί να θεωρηθεί ότι έληξε, τα προβλήματα τα σχετικά με την πλήρη απομάκρυνση των πολιτικών αρχών και τη μεταβίβαση της εξουσίας τους στους στρατιωτικούς διοικητές, παραμένουν ακόμα αβέβαια. Ο αποφασιστικός ρόλος τον οποίον έπαιξε ο Λέων Γ' στην οργάνωση των θεμάτων, δεν μπορεί να αποδειχθεί, παραμένοντας μια απλή υπόθεση.
Η τελειοποίηση και η επέκταση του συστήματος των θεμάτων την εποχή των Ισαύρων ήταν στενά συνδεδεμένη με τους εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους που απειλούσαν την αυτοκρατορία. Ο σχηματισμός των νέων θεμάτων, με βάση τη διαίρεση των τεράστιων περιοχών των παλαιών θεμάτων, προήλθε από πολιτικούς λόγους. Από προσωπική του πείρα ο Λέων γνώριζε πολύ καλά πόσο επικίνδυνο ήταν να αφήσει μια τόσο μεγάλη περιοχή στα χέρια ενός παντοδύναμου στρατιωτικού διοικητή που θα μπορούσε να επαναστατήσει και να διεκδικήσει τον αυτοκρατορικό τίτλο. Έτσι, ενώ ο εξωτερικός κίνδυνος επέβαλλε την ενίσχυση της κεντρικής στρατιωτικής δύναμης, κυρίως στις περιοχές που απειλούνταν από τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, τους Άραβες, τους Σλάβους και τους Βούλγαρους, ο εσωτερικός κίνδυνος των παντοδύναμων στρατιωτικών διοικητών έκανε αναγκαίο τον περιορισμό των εκτεταμένων περιοχών που ήταν κάτω από την εξουσία τους.
Θέλοντας να πολλαπλασιάσει και να ρυθμίσει το τόσο απαραίτητο για τις διάφορες επιχειρήσεις του εισόδημα της αυτοκρατορίας, ο Λέων Γ' αύξησε τον κεφαλικό φόρο στη Σικελία και την Καλαβρία κατά το 1/3 του κανονικού ποσού και, θέλοντας να αποδώσει αποτελεσματικά το μέτρο του αυτό, διέταξε τη διατήρηση πινάκων των γεννήσεων όλων των αγοριών. Ο χρονογράφος που εχθρεύεται τους Εικονοκλάστες παρομοιάζει την εντολή αυτή με τη συμπεριφορά του Αιγύπτιου Φαραώ προς τους Ιουδαίους. Στα τέλη της βασιλείας του ο Λέων Γ' επέβαλε σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας του ένα φόρο για την επισκευή των τειχών της Κωνσταντινούπολης, που είχαν καταστραφεί από τους συχνούς και φοβερούς σεισμούς. Το ότι το έργο αυτό συμπληρώθηκε την εποχή του, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πολλές επιγραφές στους πύργους των εσωτερικών τειχών της Κωνσταντινούπολης φέρουν τα ονόματα του Λέοντα και του γιου του και συν-αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
Η ιστορία της εικονοκλαστικής κίνησης διαιρείται σε δύο περιόδους. Η πρώτη κράτησε από το 726 μέχρι το 780 για να τελειώσει επίσημα με την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, ενώ η δεύτερη κράτησε από το 813 μέχρι το 843, οπότε έκλεισε με την «αποκατάσταση της Ορθοδοξίας».
Η μελέτη της εποχής της Εικονομαχίας παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες λόγω της κατάστασης των σχετικών πηγών. Όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα, τα έργα των Εικονομάχων, τα πρακτικά των σχετικών Συνόδων των ετών 753-754 και 815, οι θεολογικές πραγματείες των Εικονομάχων κλπ., καταστράφηκαν από τους θριαμβευτές Εικονολάτρες. Μερικά υπολείμματα της φιλολογίας των Εικονομάχων σώζονται, μόνον ως αποσπάσματα στα έργα των Εικονολατρών, όπου αναφέρονται με σκοπό την ανασκευή τους. Έτσι το διάταγμα της Εικονοκλαστικής Συνόδου του 753-754 διασώθηκε στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, αν και είναι πιθανόν η μορφή του αυτή να μην ανταποκρίνεται τελείως στο πρωτότυπο. Το διάταγμα της Συνόδου του 815 βρέθηκε σε μια από τις διατριβές του Πατριάρχη Νικηφόρου, ενώ αρκετά αποσπάσματα της φιλολογίας των Εικονομάχων βρίσκονται στις πολεμικές και θεολογικές διατριβές των Εικονολατρών. Στην περίπτωση αυτή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι τρεις εξαιρετικές διατριβές του περίφημου θεολόγου και υμνογράφου Ιωάννη Δαμασκηνού, που έζησε στη διάρκεια της βασιλείας των δύο πρώτων εικονομάχων αυτοκρατόρων. Θέλοντας να διασώσουν τις ιδέες τους, οι Εικονομάχοι μερικές φορές κατέφευγαν στη συγγραφή νόθων έργων.
Οι σχετικές με την Εικονομαχία πηγές, που έχουν διασωθεί, είναι συνεπώς βασισμένες στην προκατάληψη και γι’ αυτό αργότερα οι επιστήμονες διαφέρουν πολύ στους υπολογισμούς τους σχετικά με την περίοδο της Εικονομαχίας.
Οι ιστορικοί έχουν στρέψει την προσοχή τους πρώτα από όλα στο ζήτημα των αιτιών που προκάλεσαν την κίνηση εναντίον των εικόνων, που κράτησε, με μερικές διακοπές, πάνω από 100 χρόνια, με πολύ σοβαρές συνέπειες για την αυτοκρατορία. Μερικοί μελετητές της περιόδου αυτής διαπιστώνουν στην τακτική των εικονομάχων αυτοκρατόρων θρησκευτικές αιτίες, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι οι αιτίες αυτές ήταν κυρίως πολιτικές. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Λέων Γ' αποφάσισε να καταστρέψει τις εικόνες, ελπίζοντας ότι το μέτρο αυτό θα απομάκρυνε ένα από τα βασικά εμπόδια για μια πιο στενή επαφή των Χριστιανών με τους Ιουδαίους και τους Μωαμεθανούς, που δεν παραδέχονταν τις εικόνες. Του αποδίδεται επίσης ότι πίστευε πως μια πιο στενή θρησκευτική συγγένεια με αυτές τις δύο θρησκείες θα διευκόλυνε την υποδούλωση τους στην αυτοκρατορία.
Μια πολύ σοβαρή μελέτη της Εικονοκλαστικής περιόδου έχει γίνει από τον ιστορικό Παπαρρηγόπουλο. Σύμφωνα με τη γνώμη του, δεν είναι σωστή η χρησιμοποίηση του όρου «Εικονοκλαστική» για την περίοδο αυτή, επειδή δεν την χαρακτηρίζει πλήρως. Πιστεύει ότι παράλληλα με τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις που καταδίκαζαν τις εικόνες, απαγόρευαν την ύπαρξη λειψάνων και ελάττωσαν τον αριθμό των μοναστηριών, αφήνοντας όμως τα βασικά δόγματα της χριστιανικής πίστης άθικτα, υπήρχε και μια κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση. Σκοπός των εικονομάχων αυτοκρατόρων ήταν να πάρουν τη δημόσια εκπαίδευση από τα χέρια των κληρικών. Οι άνθρωποι αυτοί έδρασαν όχι με βάση προσωπικές ή δυναστικές επιθυμίες, αλλά με βάση πολλές και ώριμες σκέψεις, με πλήρη κατανόηση των αναγκών της κοινωνίας και των επιταγών της κοινής γνώμης. Είχαν επίσης την υποστήριξη των πιο διαφωτισμένων παραγόντων της κοινωνίας, της πλειοψηφίας του ανώτερου κλήρου και του στρατού. Η τελική αποτυχία των μεταρρυθμίσεων των Εικονομάχων πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι υπήρχαν ακόμα πολλοί άνθρωποι που ήταν προσκολλημένοι στην παλαιά πίστη και συνεπώς τελείως αντίθετοι στις νέες μεταρρυθμίσεις. Η ομάδα αυτή αποτελείτο κυρίως από το λαό, τις γυναίκες και τον τεράστιο αριθμό των μοναχών. Ο Λέων Γ' ήταν σχεδόν ανίκανος να διαπαιδαγωγήσει το λαό με βάση το νέο πνεύμα. Αυτές με λίγα λόγια είναι οι σχετικές με την εποχή απόψεις του Παπαρρηγόπουλου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπερβάλλει τα πράγματα όταν θεωρεί τις μεταρρυθμιστικές ενέργειες των αυτοκρατόρων του 8ου αιώνα σαν μια αξιοσημείωτη προσπάθεια κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής επανάστασης. Παρόλα αυτά όμως υπήρξε ο πρώτος επιστήμονας που τόνισε το πολύπλοκο και τη σημασία της Εικονοκλαστικής περιόδου, προτρέποντας έτσι και άλλους να της δώσουν μεγαλύτερη προσοχή.
Υπήρξαν μερικοί που πίστευαν ότι η πολιτική των εικονομάχων αυτοκρατόρων είχε τόσο θρησκευτικά όσο και πολιτικά ελατήρια, τονίζοντας περισσότερο τα τελευταία. Αυτοί πίστευαν ότι ο Λέων Γ', θέλοντας να είναι ο μόνος απόλυτος κύριος όλων των εκφάνσεων της ζωής, έλπιζε ότι με την απαγόρευση των εικόνων θα απάλλασσε το λαό από τη δυνατή επιρροή της Εκκλησίας, η οποία χρησιμοποιούσε τη λατρεία των εικόνων σαν ένα από τα ισχυρότερα όργανά της για την εξασφάλιση της αφοσίωσης των λαϊκών. Τελική επιδίωξη του Λέοντα ήταν να αποκτήσει απεριόριστη δύναμη σ’ ένα θρησκευτικά ενωμένο λαό. Η θρησκευτική ζωή της αυτοκρατορίας έπρεπε να ρυθμίζεται από την εικονοκλαστική πολιτική των αυτοκρατόρων, που απέβλεπε στο να τους βοηθήσει στην πραγματοποίηση των πολιτικών τους επιδιώξεων.
Τώρα τελευταία μερικοί επιστήμονες άρχισαν να αντιμετωπίζουν την Εικονομαχία σαν μια καθαρά θρησκευτική μεταρρύθμιση που είχε ως σκοπό να σταματήσει «την πρόοδο της αναζωπύρωσης της ειδωλολατρίας» στη μορφή της υπερβολικής λατρείας των εικόνων και «να αποκαταστήσει τον Χριστιανισμό στην παλαιά του αγνότητα». Ο Lombard πιστεύει ότι αυτή η θρησκευτική μεταρρύθμιση αναπτύχθηκε παράλληλα με τις πολιτικές μεταβολές διατηρώντας όμως τη δική της, ξεχωριστή ιστορία.
Ο Γάλλος βυζαντινολόγος Bréhier υπογραμμίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι η Εικονομαχία προβάλλει δυο διαφορετικά ζητήματα: 1) Το θέμα της Εικονολατρίας που συνήθως εξετάζεται ξεχωριστά, και 2) το πρόβλημα της νομιμότητας της θρησκευτικής τέχνης, δηλαδή το κατά πόσο επιτρεπόταν ή όχι η προσφυγή στην τέχνη ως ένα μέσον απεικόνισης του υπερφυσικού κόσμου και αντιπροσώπευσης των αγίων, της Παρθένου Μαρίας και του Ιησού Χριστού. Με άλλα λόγια ο Bréhier θέτει το ζήτημα της επίδρασης της Εικονομαχίας στη βυζαντινή τέχνη.
Τελικά ο Uspensky ρίχνει το βάρος στην πολιτική του κράτους ενάντια στην ανάπτυξη της ιδιοκτησίας των μοναστηριών. «Τα διοικητικά μέτρα του Λέοντα», γράφει, «στράφηκαν βασικά και απαραίτητα από την αρχή κατά των μοναστηριών, τα οποία κατά τον 8ο αιώνα κατέλαβαν μια πολύ αφύσικη θέση στην αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα η πολιτική του Λέοντα Γ' δεν στηρίχθηκε σε θρησκευτικές αιτίες. Οι ομάδες όμως των μοναχών, που υπεράσπιζαν τον φεουδαλισμό τους, βρήκαν ότι ήταν χρήσιμο γι’ αυτούς να μεταθέσουν τη διαμάχη σε θεολογικό έδαφος για να μπορέσουν να αποδείξουν ότι η δράση των αυτοκρατόρων είχε σαν βάση την αθεΐα και την αίρεση και να διαβάλλουν έτσι την κίνηση, υποσκάπτοντας την εμπιστοσύνη που είχε ο λαός στον αυτοκράτορά του. Με τον τρόπο αυτόν, ο πραγματικός χαρακτήρας της κίνησης αυτής έχει παραμορφωθεί με πολύ ικανότητα και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για την αποκατάστασή της».
Έχοντας υπόψη τις διάφορες αυτές απόψεις, γίνεται φανερό ότι η κίνηση των Εικονομάχων υπήρξε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο φαινόμενο, που δυστυχώς, λόγω της κατάστασης των σχετικών πηγών, δεν μπορεί ακόμα να διαφωτιστεί.
Κατ’ αρχήν όλοι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες προέρχονταν από την Ανατολή: ο Λέων Γ' και η δυναστεία του ήταν Ίσαυροι ή Σύριοι και οι Εικονομάχοι του 9ου αιώνα κατάγονταν ο μεν Λέων Ε' από την Αρμενία, ο δε Μιχαήλ Β' και ο γιος του Θεόφιλος από τη Φρυγία. Αυτοί που αποκατέστησαν την Εικονολατρία ήταν γυναίκες: η Ειρήνη, ελληνικής καταγωγής και η Θεοδώρα, από την Παφλαγονία της Μ. Ασίας. Ο τόπος προέλευσης των εικονομάχων αυτοκρατόρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν τυχαίος. Το γεγονός της γέννησής τους στην Ανατολή μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση τόσο της συμμετοχής τους στην κίνηση όσο και της σημασίας της.
Η αντίθεση του 8ου και 9ου αιώνα στην Εικονολατρία δεν υπήρξε τελείως νέα και απροσδόκητη κίνηση. Είχε ήδη περάσει από μια μεγάλη περίοδο εξέλιξης. Η χριστιανική τέχνη, αντιπροσωπεύοντας τη μορφή των ανθρώπων στα μωσαϊκά, τις τοιχογραφίες, τη γλυπτική και τη χαρακτική, είχε για αρκετό διάστημα ενοχλήσει πολλούς βαθιά θρησκευόμενους ανθρώπους, χάρη στην ομοιότητά της με τον τρόπο λατρείας των ειδωλολατρών. Από τις αρχές ακόμα του 4ου αιώνα η Σύνοδος της Ελβίρας (Ισπανία) είχε ορίσει ότι «δεν πρέπει να υπάρχουν εικόνες (picturas) στην Εκκλησία και ότι οι τοίχοι δεν πρέπει να φέρουν τα πρόσωπα εκείνων που σεβόμαστε και λατρεύουμε (ne quod culitur et adoratur in parietibus depingatur)».
Τον 4ο αιώνα, όταν ο Χριστιανισμός απέκτησε νομική υπόσταση κι αργότερα έγινε θρησκεία του κράτους, οι εκκλησίες εξωραΐζονταν με εικόνες. Κατά τον 4ο και 5ο αιώνα η Εικονολατρία άρχισε να αναπτύσσεται στη χριστιανική εκκλησία. Σχετικά με το ζήτημα αυτό επικρατούσε μια ακαθόριστη κατάσταση. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός του 4ου αιώνα, Ευσέβιος Καισαρείας, αναφερόμενος στη λατρεία των εικόνων του Χριστού και των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, την χαρακτηρίζει ως συνήθεια των ειδωλολατρών. Τον 4ο αιώνα επίσης ο Επιφάνειος Κύπρου αναφέρει σ’ ένα γράμμα ότι είχε κομματιάσει ένα παραπέτασμα της εκκλησίας (velum), που είχε πάνω του την εικόνα του Χριστού ή κάποιου αγίου, επειδή «μόλυνε την εκκλησία». Τον 5ο αιώνα ένας Σύριος Επίσκοπος, πριν χειροτονηθεί, καταδίκασε τις εικόνες. Τον 6ο αιώνα ξέσπασε στην Αντιόχεια μια σοβαρή ταραχή εναντίον της λατρείας των εικόνων και στην Έδεσσα οι στασιαστές στρατιώτες πέταξαν πέτρες κατά της εικόνας του Χριστού. Τον 7ο αιώνα επίσης, υπάρχουν παραδείγματα επιθέσεων κατά των εικόνων και καταστροφή μερικών από αυτές. Στη Δυτική Ευρώπη ο Επίσκοπος της Μασσαλίας, στα τέλη του 6ου αιώνα, έδωσε εντολή να απομακρυνθούν οι εικόνες από όλες τις εκκλησίες και να καταστραφούν.
Ο Πάπας Γρηγόριος Α' ο Μεγάλος, έγραψε στον Επίσκοπο εξυμνώντας το ζήλο που έδειξε για την υποστήριξη της αρχής ότι κανένα ανθρώπινο δημιούργημα δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο λατρείας (nequid manufactum adorari posset), αλλά συγχρόνως τον επέπληττε για την καταστροφή των εικόνων, επειδή με τον τρόπο αυτόν απομάκρυνε κάθε ευκαιρία ιστορικής μόρφωσης του λαού που δεν γνώριζε γράμματα και που «μπορούσε, το λιγότερο, να διαβάσει κοιτώντας στους τοίχους, εκείνο που δεν ήταν δυνατόν να διαβάσει στα βιβλία». Σ’ ένα άλλο γράμμα, απευθυνόμενο στον ίδιο Επίσκοπο, ο Πάπας γράφει τα εξής: «Για το ό,τι απαγόρευσες τη λατρεία τους, σε επαινούμε όλοι μας, αλλά σε κατηγορούμε γιατί τις έσπασες... Να λατρεύει κανείς μια εικόνα είναι άλλο πράγμα (picturam adorare) και να διδάσκεται κανείς, μέσω της ιστορίας της εικόνας, τι πρέπει να λατρεύει, είναι άλλο». Κατά τη γνώμη του Μ. Γρηγορίου και άλλων πολλών, οι εικόνες χρησίμευαν τότε σαν μορφωτικά μέσα για το λαό.
Οι εικονοκλαστικές τάσεις των ανατολικών επαρχιών επηρεάστηκαν κατά κάποιον τρόπο από τους Ιουδαίους, των οποίων η πίστη απαγόρευε τη λατρεία των εικόνων και που μερικές φορές επιτίθονταν βίαια εναντίον κάθε μορφής λατρείας αυτού του είδους. Παρόμοια επίδραση άρχισαν να ασκούν, από τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα, οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι κάτω από την καθοδήγηση του Κορανίου που λέει ότι «οι εικόνες είναι μια σατανική βδελυγμία» (V. 92), θεωρούσαν την εικονολατρία σαν ένα είδος ειδωλολατρίας. Συχνά μάλιστα αναφέρεται από τους ιστορικούς ότι ο Άραβας Χαλίφης Ίζιντ (Yazid ΙΙ) εξέδωσε στο κράτος του ένα διάταγμα, τρία χρόνια πριν από το διάταγμα του Λέοντα, με το οποίο διέταζε να καταστραφούν οι εικόνες των εκκλησιών των Χριστιανών υπηκόων του. Η αυθεντικότητα αυτής της ιστορίας, αν και δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι που να δικαιολογούν αμφιβολίες, είναι μερικές φορές συζητήσιμη. Οπωσδήποτε η επιρροή των Μουσουλμάνων στις Ανατολικές επαρχίες θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για κάθε μελέτη της κίνησης των Εικονομάχων. Ένας χρονογράφος, όταν αναφέρεται στον αυτοκράτορα Λέοντα, χρησιμοποιεί τη λέξη «σαρακηνόφρων», αν και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα σοβαρή βάση για να στηρίξουμε την άποψη ότι ο Λέων επηρεάστηκε απευθείας από το Ισλάμ. Τελικά, μια από τις πιο γνωστές μεσαιωνικές αιρέσεις στην Ανατολή, οι Παυλικιανοί, που ζούσαν στο ανατολικό-κεντρικό τμήμα της Μ. Ασίας, ήταν επίσης πολύ αντίθετοι στη λατρεία των εικόνων. Ένας από τους Ρώσους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, ο Lebedev, γράφει ότι «μπορεί θετικά να βεβαιωθεί ότι ο αριθμός των Εικονομάχων, πριν από την Εικονοκλαστική περίοδο (8ος αιώνας) ήταν μεγάλος και ότι αποτελούσαν μια δύναμη, την οποία η ίδια η Εκκλησία είχε αρκετούς λόγους να φοβάται». Ένα από τα βασικά κέντρα της κίνησης των Εικονομάχων υπήρξε η Φρυγία, μια από τις κεντρικές επαρχίες της Μ. Ασίας.
Στο μεταξύ η Εικονολατρία είχε διαδοθεί και αναπτυχθεί πολύ. Εικόνες του Χριστού, της Παρθένου Μαρίας και διαφόρων αγίων, καθώς και σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνταν άφθονα για τη διακόσμηση των χριστιανικών εκκλησιών. Οι εικόνες που τοποθετούνταν στις διάφορες εκκλησίες της περιόδου αυτής ήταν μωσαϊκά, τοιχογραφίες ή έργα χαρακτικής σε ελεφαντόδοντο, ξύλο ή χαλκό, δηλαδή δεν υπήρχαν μόνον εικόνες αλλά και αγάλματα, ενώ πολλές μικρές εικόνες αναπαράγονταν σε «μινιατούρες». Υπήρχε κυρίως μεγάλος σεβασμός για εικόνες που ήταν γνωστές ως «αχειροποίητες», οι οποίες, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των πιστών, ήταν θαυματουργικές. Οι εικόνες μπήκαν στην οικογενειακή ζωή, ενώ κεντημένες εικόνες των αγίων στόλιζαν τα επίσημα ρούχα της αριστοκρατίας του Βυζαντίου. Η τήβεννος ενός συγκλητικού είχε κεντημένες εικόνες που έδειχναν την ιστορία όλης της ζωής του Ιησού Χριστού.
Οι Εικονολάτρες μερικές φορές δεν λάτρευαν το πρόσωπο ή την ιδέα που παρουσίαζε η εικόνα, αλλά την ίδια την εικόνα ή την ύλη από την οποία είχε γίνει. Το γεγονός αυτό σκανδάλιζε πολλούς πιστούς, στους οποίους η λατρεία αυτή των άψυχων αντικειμένων φαινόταν πολύ συγγενική με τη λατρεία των ειδωλολατρών.
«Στην πρωτεύουσα», λέει ο Kondakov, «παρουσιάστηκε, συγχρόνως, μια σημαντική αύξηση του αριθμού των μοναστηριών και των μοναστικών κοινοτήτων που πολλαπλασιάζονταν με μεγάλη ταχύτητα, φτάνοντας σε απίστευτες αναλογίες καθώς πλησίαζε ο 8ος αιώνας». Κατά τη γνώμη του Andreev, ο αριθμός των μοναχών του Βυζαντίου στην περίοδο των Εικονομάχων μπορεί να υπολογιστεί, χωρίς υπερβολή, στους 100.000. «Αν λάβουμε υπόψη», γράφει, «ότι στη Ρωσία σήμερα (το 1907), η οποία έχει πληθυσμό 120.000.000 κατοίκους, σκορπισμένους σε μια τεράστια έκταση, υπάρχουν μόνον 40.000 περίπου μοναχοί και μοναχές, είναι εύκολο να φανταστούμε πόσο πυκνό πρέπει να ήταν το δίχτυ των μοναστηριών που κάλυπτε τη σχετικά μικρή έκταση του Βυζαντινού κράτους».
Και ενώ η λατρεία των απλών και θαυματουργικών εικόνων και των λειψάνων έφεραν σε δύσκολη θέση εκείνους που είχαν μεγαλώσει κάτω από την επιρροή της περιόδου αυτής, η εκτεταμένη εξέλιξη του μοναχισμού και η γρήγορη ανάπτυξη των μοναστηριών συγκρουόταν με τα «κοσμικά» ενδιαφέροντα του Βυζαντινού κράτους. Επειδή ένας μεγάλος αριθμός υγιών νέων δέχονταν την πνευματική ζωή, η αυτοκρατορία έχανε απαραίτητες δυνάμεις για το στρατό, τη γεωργία και την βιομηχανία. Ο Μονοφυσιτισμός και τα μοναστήρια χρησίμευαν συνήθως σαν ένα καταφύγιο για όσους επιθυμούσαν να ξεφύγουν από τα καθήκοντά τους απέναντι στο κράτος και συνεπώς πολλοί καλόγηροι δεν ήταν άνθρωποι που αποσύρθηκαν από τον κόσμο με βάση την ειλικρινή επιθυμία να ακολουθήσουν ανώτερα ιδανικά. Δυο πλευρές πρέπει να ξεχωρίσουμε στην εκκλησιαστική ζωή του 8ου αιώνα: τη θρησκευτική και την κοσμική.
Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, γεννημένοι στην Ανατολή, είχαν όλοι γνώση των θρησκευτικών απόψεων που επικρατούσαν στις ανατολικές επαρχίες, μεγάλωσαν με αυτές τις απόψεις και συνδέθηκαν στενά μαζί τους. Όταν ανέβηκαν στο θρόνο, μετέφεραν τις απόψεις τους στην πρωτεύουσα και τις έκαναν βάση της εκκλησιαστικής τους πολιτικής. Οι αυτοκράτορες αυτοί δεν ήταν ούτε άπιστοι ούτε ορθολογιστές, όπως πιστεύεται. Αντίθετα, υπήρξαν άνθρωποι ειλικρινείς και εκ πεποιθήσεως πιστοί που επιθυμούσαν να ξεκαθαρίσουν τη θρησκεία από τα σφάλματα εκείνα που την χαρακτήριζαν και που την απομάκρυναν από τον πραγματικό της δρόμο. Από την άλλη μεριά, η Εικονολατρία και η λατρεία των λειψάνων ήταν υπολείμματα της ειδωλολατρίας, η οποία έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοντωθεί για να αποκατασταθεί ο Χριστιανισμός στην παλιά, αγνή του μορφή.
«Βασιλεύς και ιερεύς ειμί», έγραφε ο Λέων Γ' στον Πάπα Γρηγόριο Β'. Ξεκινώντας από αυτή την αρχή, ο Λέων Γ', θεώρησε σαν νόμιμο δικαίωμά του να κάνει τις θρησκευτικές του απόψεις υποχρεωτικές για τους υπηκόους του. Η συμπεριφορά του αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν νεωτερισμός, επειδή ήταν καρπός του Καισαροπαπισμού των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που επικρατούσε κυρίως την εποχή του Μ. Ιουστινιανού, ο οποίος επίσης θεωρούσε τον εαυτό του ως τη μόνη εξουσία τόσο για τις πνευματικές όσο και για τις πρόσκαιρες υποθέσεις. Ο Λέων υπήρξε επίσης ένας εκ πεποιθήσεως εκπρόσωπος της ιδέας του Καισαροπαπισμού.
Τα πρώτα 9 χρόνια της βασιλείας του Λέοντα, αφιερωμένα στην απόκρουση των εξωτερικών εχθρών και στην εξασφάλιση του θρόνου, δεν χαρακτηρίζονται από κανένα μέτρο σχετικό με τις εικόνες. Η όλη εκκλησιαστική δράση του αυτοκράτορα την περίοδο αυτή εκδηλώθηκε με την εντολή που έδωσε να βαπτιστούν οι Ιουδαίοι και η ανατολική αίρεση των Μοντανιστών.
Μόνο τον 10ο χρόνο της βασιλείας του (το 726), σύμφωνα με τη γνώμη του χρονογράφου Θεοφάνη, ο αυτοκράτορας «άρχισε να μιλάει για την καταστροφή των αγίων και τιμημένων εικόνων». Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους επιστήμονες πιστεύουν ότι το πρώτο διάταγμα κατά των εικόνων δημοσιεύτηκε το 726 ή το 725. Δυστυχώς όμως το κείμενο αυτού του διατάγματος είναι άγνωστο. Αμέσως μετά τη δημοσίευσή του ο Λέων διέταξε την καταστροφή του αγάλματος του Χριστού, που ήταν πάνω από μια από τις πόρτες της μεγαλόπρεπης εισόδου του αυτοκρατορικού ανακτόρου. Η καταστροφή αυτή προκάλεσε μια στάση όπου συμμετείχαν πιο πολύ οι γυναίκες. Ο εξουσιοδοτημένος από τον αυτοκράτορα υπάλληλος για την καταστροφή του αγάλματος σκοτώθηκε, αλλά το φόνο του ακολούθησε η από τη μεριά του Λέοντα σκληρή τιμωρία των υπερασπιστών του αγάλματος. Τα θύματα αυτά υπήρξαν οι πρώτοι μάρτυρες της λατρείας των εικόνων.
Η εχθρική στάση του Λέοντα εναντίον των Εικονολατρών δημιούργησε μια πολύ εχθρική αντίδραση. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Γερμανός και ο Πάπας της Ρώμης Γρηγόριος Β' αντιστάθηκαν σταθερά στην τακτική του αυτοκράτορα, ενώ στην Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους ξέσπασε επανάσταση που απέβλεπε στην υπεράσπιση των εικόνων. Αν και η επανάσταση αυτή κατεστάλη γρήγορα από τον στρατό του Λέοντα, η έντονη αντίδραση του λαού έκανε αδύνατη την περαιτέρω καθιέρωση αποτελεσματικών μέτρων.
Τελικά, το 730, ο αυτοκράτορας κάλεσε ένα είδος Συνόδου, όπου εκδόθηκε ένα άλλο διάταγμα κατά των εικόνων. Πολύ πιθανόν η Σύνοδος αυτή δεν δημιούργησε νέο διάταγμα, αλλά επανέφερε απλά το διάταγμα του 725 ή 726. Ο Γερμανός, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα αυτό, εκθρονίσθηκε και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στο κτήμα του, όπου και έμεινε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Τον πατριαρχικό θρόνο κατέλαβε ο Αναστάσιος, ο οποίος το υπέγραψε πρόθυμα. Έτσι, το διάταγμα εναντίον των εικόνων δεν εκδόθηκε πλέον μόνον εκ μέρους του αυτοκράτορα, αλλά και εξ ονόματος της Εκκλησίας, επειδή έφερε την υπογραφή του Πατριάρχη. Το γεγονός αυτό υπήρξε πολύ χρήσιμο για τον Λέοντα.
Σχετικά με την περίοδο που ακολούθησε το διάταγμα αυτό, τα τελευταία 11 χρόνια δηλαδή της βασιλείας του Λέοντα, οι πηγές δεν αναφέρουν τίποτε για το διωγμό των εικόνων. Σχεδόν δεν υπάρχουν παραδείγματα κακής μεταχείρισής τους. Οπωσδήποτε όμως ούτε καν μπορεί να συζητηθεί η ύπαρξη συστηματικού διωγμού των εικόνων, στη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα Γ'. Κυρίως παρουσιάστηκαν λίγα μόνο μεμονωμένα παραδείγματα επίσημης καταστροφής εικόνων. Κατά τη γνώμη του ιστορικού Andreev «την εποχή του Λέοντα Γ' έγινε μια προετοιμασία, μάλλον, του διωγμού των εικόνων κι εκείνων που τις λάτρευαν, παρά πραγματικός διωγμός».
Η άποψη ότι η εικονοκλαστική κίνηση του 8ου αιώνα δεν άρχισε με την καταστροφή των εικόνων, αλλά με την ανάρτησή τους ψηλότερα, με σκοπό την απομάκρυνσή τους από τους πιστούς, πρέπει να μη ληφθεί υπόψη, επειδή οι πιο πολλές εικόνες των εκκλησιών του Βυζαντίου ήταν σε τοιχογραφίες ή μωσαϊκά και δεν ήταν δυνατόν να μετακινηθούν ή να μεταφερθούν από τους τοίχους της εκκλησίας.
Η εναντίον των εικόνων πολιτική του Λέοντα παρουσιάζεται κατά κάποιο τρόπο στις τρεις περίφημες (κατά των Εικονομάχων) πραγματείες του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο οποίος έζησε στο Αραβικό Χαλιφάτο, την εποχή του Λέοντα. Δύο από αυτές τις πραγματείες γράφηκαν πολύ πιθανόν την εποχή του Λέοντα. Το πότε γράφηκε η τρίτη δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια.
Ο Πάπας Γρηγόριος Β', ο οποίος ήταν αντίθετος στην εικονοκλαστική τακτική του Λέοντα, αντικαταστάθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο Γ', ο οποίος συγκάλεσε μια Σύνοδο στη Ρώμη που αναθεμάτισε τους Εικονομάχους. Ύστερα από αυτό η μέση Ιταλία αποσπάστηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τέθηκε κάτω από τον πλήρη έλεγχο του Πάπα και των συμφερόντων της Δυτικής Ευρώπης. Η Νότια Ιταλία παρέμενε ακόμα κάτω από την εξουσία του Βυζαντίου.
Τελείως διαφορετικά ήταν τα πράγματα στη διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Λέοντα Γ', Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρώνυμου (741-775). Διαπαιδαγωγημένος από τον πατέρα του, ο Κωνσταντίνος ακολούθησε μια πολύ καθορισμένη εικονοκλαστική πολιτική και στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του άρχισε ένα διωγμό των μοναστηριών και των μοναχών. Κανείς άλλος εικονομάχος αυτοκράτορας δεν συκοφαντήθηκε τόσο πολύ από τους Εικονολάτρες συγγραφείς, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον Κωνσταντίνο «πολυκέφαλο δράκο», «σκληρό διώκτη της μοναστικής ζωής» κλπ. Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να σχηματίσουμε μια απροκατάληπτη γνώμη για τον Κωνσταντίνο. Πάντως αποτελεί κάποια υπερβολή το ότι ο Stein τον χαρακτηρίζει ως τον πλέον τολμηρό και ελεύθερο διανοούμενο όλης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Ιστορίας.
http://byzantin-history.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου