Συχνά αναφέρονται οι όροι "μουσική του Βυζαντίου" και "Βυζαντινή μουσική". Οι δύο αυτοί όροι, κάθε άλλο, παρά ταυτίζονται.
Εννοιολογικά, ο όρος "μουσική του Βυζαντίου" καλύπτει όλες τις μουσικές, λόγιες, και λαϊκές, θεωρητικές και προφορικές, θρησκευτικές και κοσμικές, που εμφανίστηκαν και λειτούργησαν μέσα στα όρια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ρευστά κι αυτά στη διαχρονία τους, ανεξάρτητα από προελεύσεις και γεωγραφικούς εστιασμούς. Πρόκειται για ένα τεράστιο ανοιχτό πολιτισμικό πεδίο που κληρονομήθηκε από και κληροδοτήθκε προς κάθε κατεύθυνση στο ευρύτερο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου ήδη από την ύστερη Αρχαιότητα, δηλαδή τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, όπως άλλωστε μαρτυρούν, καθαρά και εύγλωττα, τα γραπτά του Κλαυδίου Πτολεμαίου.
Με τον στενότερο όρο "Βυζαντινή μουσική" εννοούμε την κυρίαρχη και επίσημη μουσική έκφραση της Αυτοκρατορίας, που εστιαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και κατευθυνόταν από την Εκκλησία. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι στην πλειονότητα των χώρων και περιόδων έξω από την Αρχαία Ελλάδα, όσων προηγήθηκαν και όσων ακολούθησαν, η θεωρητική και λόγια καλλιέργεια της μουσικής βρισκόταν στα χέρια των ιερατείων και των εκκλησιών, και κατευθυνόταν ώστε να εξυπηρετεί σκοπούς θρησκευτικούς και λατρευτικούς. Αυτό συνέβη και στη Δύση μέχρι τον Μεσαίωνα.
Σχετικά με τους Μέσους Χρόνους του ελληνικού μουσικού πολιτισμού, ο κεντρικός χρονικός ορίζοντας συμβατικά ορίζεται μεταξύ των ετών 330 και 1453 μ.Χ, δηλαδή των χρονολογιών από την εγκαθίδρυση της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο και τη μετονομασία του σε Κωνσταντινούπολη μέχρι την άλωσή της από τους Οθωμανούς. Ο άξονας αυτός επεκτείνεται όμως μέχρι τις ημέρες μας για τις μεταβυζαντινές και νεοβυζαντινές συνέχειες και εξελίξεις των συγκεκριμένων μουσικών ειδών που συνδέονται με τους ελληνικούς Μέσους Χρόνους, κατά την Οθωμανική δηλαδή και τη νεώτερη περίοδο.
Καταγωγή της Βυζαντινής μουσικής
Κατά την προϊστορία, τα δυτικά Βαλκάνια και οι βόρειες προεκτάσεις τους ασκούσαν την πεντατονία, ενώ μεγάλα μέρη της βόρειας και η ανατολική Ευρώπη, η Μέση Ανατολή, και η κεντρική Ασία εκφράζονταν μέσω της διατονικής επτατονίας και των παραλλαγών και εξελίξεών της. Στον ελλαδικό χώρο, τα δύο αυτά ρεύματα συναντήθηκαν και ζυμώθηκαν, οδηγώντας στο αρχαίο μουσικό σύστημα. Από την άλλη μεριά η "Ανατολή" -όρος γενικός που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Μικρά Ασία, τον θρακοφρυγικό χώρο και την "προεβραϊκή" και "προϊσλαμική" Ασία (Μέση Ανατολή, Ιράν, Τουρκεστάν)- συνέχισε να ανατρέχει και να αναβαπτίζεται διαρκώς και πιστά μόνο στην επτατονία. Η αρχετυπική επτατονική κλίμακα είναι η αυλητική, δηλαδή εκείνη που παράγεται από την ισομήκη και ισοδιάμετρο τρήση των αυλών.
Η Βυζαντινή μουσική είναι Επτατονική. Η βυζαντινή επτατονία είναι σπονδειακή, Στηρίζεται, κυρίως, στη συστημική σπουδή της ιστορικής εξέλιξης των μουσικών ειδών και συστημάτων, ενώ, παράλληλα, αιτιολογεί και ερμηνεύει την όλη συμπεριφορά της εν λόγωι μουσικής. Επίσης, θεωρείται μονοφωνική, διότι μονοφωνικά είναι τα μέλη της και ως τέτοια γράφονται. Είθισται, όμως, να αποδίδεται από ιεροψάλτη ή χορό ιεροψαλτών και από ισοκράτες. Αυτό μας υποχρεώνει να την κατατάξουμε ως δίφωνη, επισημαίνοντας την κεφαλαιώδη σημασία των συνηχήσεων ως ουσιώδη παράγοντα, όχι μόνον για την ακουστική τελειότητα της εκτέλεσής της, αλλά και για τη συνολική συγκρότηση και εξέλιξή της. Εδώ να επισημάνουμε ότι η βυζαντινή μουσική είναι κατ' εξοχήν φωνητική, ενώ, κατά κανόνα, αποκλείεται η χρήση των μουσικών οργάνων.
Σχέση αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής
Δ. Λέκκας: Μουσικά θεωρητικά των Μέσων Χρόνων
Εννοιολογικά, ο όρος "μουσική του Βυζαντίου" καλύπτει όλες τις μουσικές, λόγιες, και λαϊκές, θεωρητικές και προφορικές, θρησκευτικές και κοσμικές, που εμφανίστηκαν και λειτούργησαν μέσα στα όρια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ρευστά κι αυτά στη διαχρονία τους, ανεξάρτητα από προελεύσεις και γεωγραφικούς εστιασμούς. Πρόκειται για ένα τεράστιο ανοιχτό πολιτισμικό πεδίο που κληρονομήθηκε από και κληροδοτήθκε προς κάθε κατεύθυνση στο ευρύτερο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου ήδη από την ύστερη Αρχαιότητα, δηλαδή τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, όπως άλλωστε μαρτυρούν, καθαρά και εύγλωττα, τα γραπτά του Κλαυδίου Πτολεμαίου.
Με τον στενότερο όρο "Βυζαντινή μουσική" εννοούμε την κυρίαρχη και επίσημη μουσική έκφραση της Αυτοκρατορίας, που εστιαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και κατευθυνόταν από την Εκκλησία. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι στην πλειονότητα των χώρων και περιόδων έξω από την Αρχαία Ελλάδα, όσων προηγήθηκαν και όσων ακολούθησαν, η θεωρητική και λόγια καλλιέργεια της μουσικής βρισκόταν στα χέρια των ιερατείων και των εκκλησιών, και κατευθυνόταν ώστε να εξυπηρετεί σκοπούς θρησκευτικούς και λατρευτικούς. Αυτό συνέβη και στη Δύση μέχρι τον Μεσαίωνα.
Σχετικά με τους Μέσους Χρόνους του ελληνικού μουσικού πολιτισμού, ο κεντρικός χρονικός ορίζοντας συμβατικά ορίζεται μεταξύ των ετών 330 και 1453 μ.Χ, δηλαδή των χρονολογιών από την εγκαθίδρυση της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο και τη μετονομασία του σε Κωνσταντινούπολη μέχρι την άλωσή της από τους Οθωμανούς. Ο άξονας αυτός επεκτείνεται όμως μέχρι τις ημέρες μας για τις μεταβυζαντινές και νεοβυζαντινές συνέχειες και εξελίξεις των συγκεκριμένων μουσικών ειδών που συνδέονται με τους ελληνικούς Μέσους Χρόνους, κατά την Οθωμανική δηλαδή και τη νεώτερη περίοδο.
Καταγωγή της Βυζαντινής μουσικής
Κατά την προϊστορία, τα δυτικά Βαλκάνια και οι βόρειες προεκτάσεις τους ασκούσαν την πεντατονία, ενώ μεγάλα μέρη της βόρειας και η ανατολική Ευρώπη, η Μέση Ανατολή, και η κεντρική Ασία εκφράζονταν μέσω της διατονικής επτατονίας και των παραλλαγών και εξελίξεών της. Στον ελλαδικό χώρο, τα δύο αυτά ρεύματα συναντήθηκαν και ζυμώθηκαν, οδηγώντας στο αρχαίο μουσικό σύστημα. Από την άλλη μεριά η "Ανατολή" -όρος γενικός που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Μικρά Ασία, τον θρακοφρυγικό χώρο και την "προεβραϊκή" και "προϊσλαμική" Ασία (Μέση Ανατολή, Ιράν, Τουρκεστάν)- συνέχισε να ανατρέχει και να αναβαπτίζεται διαρκώς και πιστά μόνο στην επτατονία. Η αρχετυπική επτατονική κλίμακα είναι η αυλητική, δηλαδή εκείνη που παράγεται από την ισομήκη και ισοδιάμετρο τρήση των αυλών.
Η Βυζαντινή μουσική είναι Επτατονική. Η βυζαντινή επτατονία είναι σπονδειακή, Στηρίζεται, κυρίως, στη συστημική σπουδή της ιστορικής εξέλιξης των μουσικών ειδών και συστημάτων, ενώ, παράλληλα, αιτιολογεί και ερμηνεύει την όλη συμπεριφορά της εν λόγωι μουσικής. Επίσης, θεωρείται μονοφωνική, διότι μονοφωνικά είναι τα μέλη της και ως τέτοια γράφονται. Είθισται, όμως, να αποδίδεται από ιεροψάλτη ή χορό ιεροψαλτών και από ισοκράτες. Αυτό μας υποχρεώνει να την κατατάξουμε ως δίφωνη, επισημαίνοντας την κεφαλαιώδη σημασία των συνηχήσεων ως ουσιώδη παράγοντα, όχι μόνον για την ακουστική τελειότητα της εκτέλεσής της, αλλά και για τη συνολική συγκρότηση και εξέλιξή της. Εδώ να επισημάνουμε ότι η βυζαντινή μουσική είναι κατ' εξοχήν φωνητική, ενώ, κατά κανόνα, αποκλείεται η χρήση των μουσικών οργάνων.
Σχέση αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής
Η αρχαία ελληνική μουσική αποτελεί διασταύρωση της ευρωπαϊκής Πεντατονίας και της ανατολικής Επτατονίας. Η Βυζαντινή μουσική, ως επτατονική, έχει εξελίξει την επτατονία της Ανατολής. Από αυτήν άποψη, η βυζαντινή μουσική θεωρείται πρόγονος της αρχαίας.
Δ. Λέκκας: Μουσικά θεωρητικά των Μέσων Χρόνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου