Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος




Έζησε τον 5ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο (DK Α1) και τον Σιμπλίκιο (DK Α7), θα πρέπει να γεννήθηκε περίπου το 495 π.Χ. στον Ακράγαντα της Σικελίας. Ως γόνος αριστοκρατικής οικογένειας έλαβε σημαντική μόρφωση και εξάσκησε, κυρίως, τη ρητορική τέχνη. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης τον θεωρεί ως θεμελιωτή της ρητορικής και ο Γοργίας θεωρείται μαθητής του.

Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της πατρίδας του και υπήρξε υποστηρικτής της δημοκρατικής παράταξης στον αγώνα για την ανατροπή του τυραννικού καθεστώτος. Λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων αρνήθηκε την πρόταση που του έγινε να αναλάβει το βασιλικό θρόνο της πατρίδας του. Αργότερα, πολιτικές αναταραχές οδήγησαν στην αλλαγή του καθεστώτος και στην εξορία του κατά τη διάρκεια της οποίας περιόδευσε στη Σικελία. Εκεί άσκησε σημαντική επίδραση ως ρήτορας, φιλόσοφος, ιατρός, ρήτορας, ερευνητής της φύσης. Ωστόσο, δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι επέστρεψε από την τελευταία του περιοδεία στην Πελοπόννησο. Ο θάνατός του χρονολογείται μεταξύ του 435 και 430 π.Χ.

Η έλλειψη σαφών βιογραφικών πληροφοριών οδήγησε στην ανάπτυξη ενός μεγάλου αριθμού θρύλων γύρω από τη ζωή του Εμπεδοκλή, όπως αυτόν που φέρει τον φιλόσοφο να πεθαίνει μετά από πήδημα στο ηφαίστειο της Αίτνας προκειμένου να αποδείξει την θεϊκή του προέλευση. Ωστόσο, από τα ίδια τα λεγόμενά του και από μαρτυρίες αποκομίζουμε την εικόνα ενός αποτελεσματικού θαυματοποιού, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του επικεφαλής ενός λατρευτικού θιάσου με εξουσία πάνω στα φυσικά φαινόμενα και απόλυτη γνώση της αλήθειας. Έτσι, οι κάτοικοι του Σελινούντα τον λάτρευαν ως θεό γιατί τους είχε απαλλάξει από μια μεγάλης διάρκειας επιδημία. Στην πραγματικότητα, ο Εμπεδοκλής είχε απολυμάνει έναν μολυσμένο ποταμό ρίχνοντας την κοίτη του σε έναν άλλο καθαρό ποταμό.

Η Σικελία του 5ου αιώνα κλυδωνίζεται από βίαιες κοινωνικές αναταραχές και επίκειται η εξωτερική απειλή από την Καρχηδόνα. Ο Εμπεδοκλής, ως νοσταλγός ενός ειρηνικού παρελθόντος, αναζητά με την φιλοσοφία του μια αιτιολογημένη ερμηνεία της πραγματικότητας, της φύσης, της ύλης. Ανατρέχει στους προκατόχους του και τελικά στον στοχασμό του επιχειρείται μια σύνθεση των απόψεων παλαιότερων φυσικών φιλοσόφων: η στατική θεώρηση ενός αμετάβλητου, παρμενίδειου, όντος και η αναγωγή των πάντων σε ένα αέναο γίγνεσθαι συμπληρώνονται με την εισαγωγή δύο κινητήριων δυνάμεων, της Φιλίας και του Νείκους.

Ωστόσο, αν οι φυσικές του απόψεις εξεταστούν συγκριτικά με εκείνες τις θέσεις που διατυπώνονται στους Καθαρμούς, προκύπτουν πολλές αντιφάσεις. Ο μυστικιστικός χαρακτήρας των Καθαρμών παραπέμπει σε πυθαγορικές μεθόδους και ορφικές αντιλήψεις και απομακρύνεται από την ορθολογική θεώρηση του φυσικού γίγνεσθαι, στο Περί Φύσεως. Η ποιητική γλώσσα προσπαθεί να συμβιβάσει την ορθολογικότητα της φυσικής φιλοσοφίας με το μη ορθολογικό-μυστικιστικό στοιχείο.

Από τους μεταγενέστερους στοχαστές, ο Αριστοτέλης δέχεται την εμπεδόκλεια θεωρία περί των τεσσάρων στοιχείων, ενώ στον Πλάτωνα, τον Επίκουρο, τον Στωικισμό διακρίνουμε σπέρματα της φιλοσοφίας του, από την οποία επηρεάζεται και ο λατίνος Λουκρήτιος στο De Rerum Natura. Τον 1ο αιώνα π.Χ. κάποιος Σαλούστιος μετέφρασε στα λατινικά το έργο του και ο Πλούταρχος έγραψε 10 βιβλία γι αυτόν.

Η εμπεδόκλεια σκέψη αποτελεί μια προσπάθεια συνένωσης στοιχείων από το στοχασμό προγενεστέρων στοχαστών και εναρμόνισής τους με θρησκευτικές, μυστικιστικές πρακτικές. Έτσι, διατηρείται η παρμενίδεια θέση περί ύπαρξης ενός αιωνίου όντος, το οποίο δεν μεταβάλλεται γιατί από το μη ον είναι αδύνατον να γεννηθεί κάτι, να προέλθει το όν (DK Β12). Ωστόσο, αυτό το αιώνιο και αμετάβλητο όν λαμβάνει τέσσερις διαφορετικές μορφές και παρουσιάζονται τα τέσσερα στοιχεία: το νερό, η φωτιά, η γη, ο αέρας (DK Α37). Η εισαγωγή αυτών των τεσσάρων διαφορετικών στοιχείων δεν αποτελεί καινοτομία του Εμπεδοκλή· τα υιοθετεί από τις κρατούσες θρησκευτικές, μυθολογικές αντιλήψεις της εποχής του και μάλιστα τα ταυτίζει με τέσσερις αντίστοιχες θεότητες (DK 6). Τα τέσσερα αυτά στοιχεία επιτυχώς ονομάστηκαν ριζώματα, καθώς αποτελούν τα βασικά συστατικά της πραγματικότητας: από τον τρόπο συνένωσής τους, ανάλογα με το ποιο στοιχείο πλεονάζει ή ελλείπει, δημιουργούνται τα σύνθετα πράγματα και προκύπτουν όπως ακριβώς προκύπτει το δέντρο από τις ρίζες του.

Εφ’ όσον τα πάντα θεωρούνται ως αποτέλεσμα μίξης και αποχωρισμού αυτών των τεσσάρων ριζωμάτων, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η χρήση των όρων της γέννησης και του θανάτου είναι συμβατική (DK 8 και 9). Και αυτό προκύπτει από το ότι είναι αδύνατον να δημιουργηθεί ζωή από το μη ον, αλλά και το ον να μετατραπεί σε μη όν. Η συνεχής ύπαρξη του όντος και η αδυναμία αναγωγής του στο μη όν φαίνεται να τεκμηριώνεται και μέσα από τους Καθαρμούς με την εισαγωγή του δόγματος της μετενσάρκωσης.

Προκειμένου να απαντηθεί το ενδεχόμενο ερώτημα που προκύπτει σχετικά με τον τρόπο συνένωσης και διάσπασης των ριζωμάτων για τη δημιουργία και διάλυση των πραγμάτων, εισάγονται δύο δυνάμεις: η Φιλότης και το Νείκος (DK 17). Όπως και τα τέσσερα ριζώματα, έτσι και αυτές οι δυνάμεις είναι αιώνιες και εναλλάσσονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται ένας κοσμικός κύκλος (DK 26). Πιο συγκεκριμένα, όταν επικρατεί η Φιλότητα τα τέσσερα στοιχεία συνέρχονται σε ένα, ενώ όταν επικρατεί το Νείκος αποχωρίζονται λόγω της έχθρας που προκύπτει από αυτό (DK 17).

O Εμπεδοκλής περιγράφει με λεπτομέρεια αυτήν τη διαδικασία: κατά την διάρκεια της απόλυτης επικράτησης της φιλότητος τα στοιχεία αυτά βρίσκονται σε απόλυτη ηρεμία και αποτελούν μια ολοστρόγγυλη σφαίρα, η οποία λαμβάνει χαρακτηριστικά θεότητας (DK 27 και 29). Tα τέσσερα ριζώματα δεν ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο και κυριαρχεί η γαλήνη, η οποία απορρέει από την αρμονική συνύπαρξη. Ωστόσο, η γαλήνη αυτή δεν διαρκεί, καθώς σταδιακά εισέρχεται στον Σφαίρο το Νείκος. Η δύναμη αυτή οδηγεί στην αποσύνδεση των μερών, στη διάσπασή τους, και αποτελεί την αρχή μιας στροβιλικής κίνησης, μιας δίνης. Εξαιτίας αυτής της δίνης ορισμένα στοιχεία συνενώνονται σε διαφορετικές αναλογίες, άλλα διασπώνται μέχρι να επέλθει η ολοκληρωτική επικράτηση του Νείκους και η δημιουργία μιας πλήρως χαοτικής κατάστασης. Τέλος, σε αυτή την κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης εισέρχεται η Φιλότητα και ξαναρχίζει η διαδικασία προς την απόλυτη επικράτηση της σφαιρώδους ηρεμίας (DK 35).

Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται επ’ αόριστον και εισάγεται για να ερμηνεύσει το κοσμικό γίγνεσθαι και να αποδείξει την ανυπαρξία αυτού που οι άνθρωποι αποκαλούν γένεση και θάνατο. Για να επιτευχθεί όμως αυτός ο σκοπός, ο Εμπεδοκλής έπρεπε, αφού υιοθετήσει την παρμενίδεια άποψη περί ενός αιώνιου και αμετάβλητου όντος και αφού ασπασθεί την ηρακλείτεια θέση περί ενός αιώνιου γίγνεσθαι, να τις συμπληρώσει εισάγοντας δύο κινητήριες δυνάμεις. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η συμβολή του Εμπεδοκλή.

Τα τέσσερα ριζώματα και οι δύο κινητήριες δυνάμεις εξηγούν όλα τα φυσικά φαινόμενα αλλά και την παραγωγή του εμπειρικού κόσμου. Με την εισβολή του Νείκους στον θεϊκά ειρηνικό και γαλήνιο Σφαίρο, τα στοιχεία διασκορπίζονται, συνενώνονται μεταξύ τους και μπαίνουν σε έναν διαρκή αγώνα επικράτησης του ενός στο άλλο κατά τη διάρκεια της δίνης (DK Α49) Ωστόσο, σε αυτή τη φάση της κοσμογονίας δεν υπάρχει ο ήλιος (DK 27) ούτε διάκριση μεταξύ ξηράς και θάλασσας. Ο κόσμος με τη μορφή που μας είναι γνωστός μέσω των αισθήσεων προκύπτει στη συνέχεια (DK 38): καθώς η δίνη συνεχίζεται, το υγρό στοιχείο εισβάλει στην περιοχή που μέχρι τότε επικρατούσε η φωτιά, και σχηματίζεται το νυκτερινό και ημερήσιο ημισφαίριο (DK Α30). Στη συνέχεια προκύπτει ο ήλιος ως αντανάκλαση της φωτιάς και ακολουθεί ο σχηματισμός της ξηράς και της θάλασσας.

Μετά την κοσμογονία έπεται η ζωογονία, η οποία αποδίδεται με μια αξιοσημείωτη εξελικτική θεωρία: αρχικά από τη σύμμειξη της γης με τα υπόλοιπα στοιχεία προκύπτει το αίμα, τα κόκαλα και η σάρκα (DK 98, 96), ενώ στη δεύτερη φάση της ζωογονίας σχηματίζονται μεμονωμένα μέλη, τα οποία περιπλανώνται και όταν συναντήσουν άλλα ομοιογενή με αυτά, συνενώνονται τυχαία και, έτσι, προκύπτουν τερατόμορφα όντα (DK Α72, 57, 59, 60, 61). Οι ολοφυείς μορφές, τα οργανικά αυτά σύνολα που προκύπτουν από αρμονική συνένωση των στοιχείων με τη συνδρομή της φιλότητος, προκύπτουν σε ένα τρίτο στάδιο ζωογονίας (DK 62, Α75).

Στη ζωογονία του Εμπεδοκλή, σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει ο παράγοντας της Τύχης, καθώς συντελεί στην δημιουργία και εξέλιξη διαφόρων βιολογικών χαρακτηριστικών ορισμένων εμβίων όντων (DK 82, 83, 79).

O Εμπεδοκλής φαίνεται να αποδέχεται την αισθητηριακή λειτουργία ως το μοναδικό μέσον που διαθέτει ο άνθρωπος για την προσέγγιση της πραγματικής γνώσης και την κατανόηση και ερμηνεία του αέναου γίγνεσθαι. Αποδέχεται ότι η αισθητηριακή αντίληψη παρέχει μια περιορισμένη αντίληψη των πραγμάτων (DK 2), η οποία όμως είναι απαραίτητη και -αν χρησιμοποιηθεί σωστά- θα οδηγήσει στην πραγματική γνώση (DK 3). Ακόμα και στην περίπτωση του θεού ή του Σφαίρου, η αντίληψη των οποίων δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί σε αισθητηριακά δεδομένα, ωστόσο τονίζεται ότι οι αισθήσεις είναι «ο κύριος δρόμος της πειθούς, που μπαίνει στον νου των ανθρώπων (DK 133).

Έτσι, ο ίδιος προβαίνει σε μια λεπτομερή περιγραφή της αισθητηριακής αντίληψης κυρίως της όρασης και της ακοής: Κατ’ αρχάς δέχεται ότι μόνο τα όμοια πράγματα μπορούν να έχουν συμμετρικούς πόρους και απορροές και για τον λόγο αυτό μπορούμε να αισθανθούμε κάτι μόνο όταν αυτό ταιριάζει απόλυτα στους πόρους κάθε αίσθησης (DK Α86). Έτσι, κάθε αίσθηση μπορεί να κρίνει μόνο τα αντικείμενα που απευθύνονται σε αυτήν, που ταιριάζουν με τους πόρους της, ενώ της διαφεύγουν αντικείμενα που δεν μπορούν να εισχωρήσουν στους πόρους της ή αντικείμενα που είναι κατά πολύ μικρότερα από αυτούς και τους περνούν ανεπαίσθητα.

Στη συνέχεια, τα αισθητηριακά δεδομένα μετατρέπονται σε αντικείμενα της νόησης. Σε αυτή την περίπτωση, η νόηση λειτουργεί όπως οι αισθήσεις και μπορεί να αντιληφθεί μόνο ό,τι αντιστοιχεί σε αυτήν. Η διαφορά σε σχέση με τις αισθήσεις έγκειται στο ότι η νόηση συντελείται στο αίμα, το οποίο απαρτίζεται από ανάμειξη όλων των επιμέρους στοιχείων που αποτελούν τις αισθήσεις (DK Α86) και συνεπώς απευθύνεται σε μεγαλύτερο φάσμα δεδομένων.

Το δόγμα περί διαδοχικών ενσαρκώσεων της ψυχής ανταποκρίνεται πλήρως στην διαδικασία του κοσμικού κύκλου και περιγράφεται με τους ίδιους όρους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην ερμηνεία της σταδιακής αντικατάστασης της Φιλότητος από το Νείκος. Έτσι, οι ψυχές εγκαταλείπουν έναν απόλυτα γαλήνιο και ήρεμο κόσμο (DK 119) επειδή παραβιάζουν τους θεϊκούς νόμους (DK 115) με τις θυσίες, αιματηρές ή αναίμακτες που διεξάγουν και κατέρχονται σε έναν κόσμο δυστυχίας, μια σκεπαστή σπηλιά (DK 120), όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι και άλλοι δαίμονες ενδεδυμένοι με σαρκικούς χιτώνες (DK 126) και υποκείμενοι πλέον στους νόμους των θνητών, της αλλοίωσης και της φθοράς.

Στη συνέχεια, περνά από πολλά στάδια ενσαρκώσεων ανάλογα με το ποιο από τα τέσσερα στοιχεία κυριαρχεί: πρόκειται για μια περιπλάνηση-τιμωρία για το αμάρτημα που ο δαίμονας έχει διαπράξει· για το λόγο αυτό καταδικάζεται να είναι μισητός και αξιοθρήνητος καθώς «ο αέρας τον αποδιώχνει, η θάλασσα τον φτύνει» (DK 115). Μετά από αναρίθμητες διαδοχικές ενσαρκώσεις ο δαίμονας ενδύεται τους ανώτερους αξιολογικά σαρκικούς χιτώνες κάθε είδους. Έτσι, γίνεται λιοντάρι, δάφνη (DK 127) και τέλος λαμβάνει την ύψιστη μορφή του ανθρώπου (DK 146) και μάλιστα επιφανών ανθρώπων: προφητών, ραψωδών, ηγεμόνων, γιατρών.

Πρόκειται για το τελευταίο στάδιο της τιμωρίας και αν ο ενσαρκωμένος δαίμων ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής (καθαρτικές διαδικασίες με νερό από πέντε πηγές και συγκεκριμένη διατροφική δίαιτα) θα έρθει η αποκατάσταση της θεϊκής του φύσης, καθώς ο δαίμων ανεβαίνει και πάλι στον γαλήνιο τόπο, από όπου εξέπεσε, «στην ίδια εστία με τους θεούς, στο ίδιο τραπέζι, μακριά από των ανθρώπων τις έγνοιες και τα βάσανα» (DK 147).

Ο Εμπεδοκλής δεν απορρίπτει την ύπαρξη των θεών, αν και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να εναρμονίζεται με την βασική του θέση περί θεώρησης των αισθήσεων ως πρωταρχικής και απαραίτητης πηγής γνώσης. Οι θεοί δεν υπόκεινται στην αισθητηριακή αντίληψη αλλά υπάρχουν (DK 133 και 134). Εξάλλου, την ύπαρξή τους μαρτυρούν τόσο τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στη Φιλότητα ή στο Νείκος όσο και η τάση του ανθρώπου να κάνει θυσίες, αναίμακτες και αιματηρές (DK 135-139).  Ωστόσο, οποιαδήποτε θυσία καταδικάζεται λόγω της συνεχούς ενσάρκωσης στην οποία υπόκειται ο δαίμων: ποτέ δεν μπορεί να είμαστε σίγουροι ότι το θύμα δεν αποτελεί ενσάρκωση κάποιου δαίμονος (DK 140, 117, 136, 141). Η θυσία δεν είναι τρόπος εξευμενισμού των θεών αλλά λόγος έκπτωσης του δαίμονος: εξάλλου, οι θεοί του Εμπεδοκλή εμφανίζονται παντελώς αδιάφοροι για τη δημιουργία και την εξέλιξη του κόσμου, των ζώων ή των ανθρώπων.

Εκτός από τους θεούς, ο Εμπεδοκλής δέχεται και την ύπαρξη δαιμόνων και κατά πάσα πιθανότητα με τον όρο δαίμων αποκαλεί την ψυχή (ενδεχομένως να είναι «η δαίμων»). Ο άνθρωπος αποτελεί ένα ανώτερο είδος δαίμονος, διότι έχει διέλθει όλα τα κατώτερα στάδια ενσαρκώσεων και βρίσκεται στην τελική φάση της πορείας προς την επάνοδο στους ομοτράπεζους θεούς.

Ο ίδιος ο Εμπεδοκλής φαίνεται να θεωρούσε τον εαυτό του δαίμονα στο τελευταίο επίπεδο ενσάρκωσης, λόγω των θεραπευτικών του ικανοτήτων (DK A1), των δυνατοτήτων του να άρχει των φυσικών φαινομένων (DK 111) κ.ά. Προτείνει έναν συγκεκριμένο τρόπο διατροφής και εξαγνισμού σε όσους επιθυμούν την επάνοδο στον τόπο των Μακάρων, και έχοντας επιτελέσει τον ρόλο του, σύμφωνα με την παράδοση, πηδά στον κρατήρα του ηφαιστείου της Αίτνας, ώστε να θέσει τέλος στο τελευταίο στάδιο της ενσάρκωσής του και να επιστρέψει στη γαλήνια συντροφιά των ομοτράπεζων θεών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου