Εκτός από τα "Ακριτικά" και τις "Παραλογές", στο σώμα του κυπριακού λαϊκού παραδοσιακού τραγουδιού ανήκουν και ορισμένα επεισόδια από τη ζωή της φραγκικής άρχουσας τάξης, που προσέφεραν και αυτά θέματα στην κυπριακή ποίηση. Η ιπποτική ζώη με τις περιπέτειές της δεν ήταν δυνατό να μην επηρεάσει τη λαϊκή φαντασία. Το επικό τραγούδι της"Αροδαφνούσας", που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στο στόμα του κυπριακού ελληνισμού, αναφέρεται στις ερωτικές περιπέτειες του βασιλιά Πέτρου του Α', του ενδοξοτέρου για τα στρατιωτικά κατορθώματά του εκπροσώπου της δυναστείας των Λουζινιάν.
Κάπου στραφτεί κάπου βροντά, κάπου χαλάζιν ρίβκει,
κάπου Θεός εθέλησεν μιάν χώραν ν’αναύρη.
Μήτε στραφτεί μήτε βροντά, μήτε χαλάζιν ρίβκει,
μήτε Θεός εθέλησεν μιάν χώραν ν’αναύρη,
μονόντας εν η ρήαινα τες σκλάβες της τζαι δέρνει,
τζαί δέρνει τζαί σκοτώνει τες, γιά να της μολοήσουν,
πκοιάν αγαπά ο ρήας της τζαί πκοιάν εν π’αγκαλίζει.
τζαί πκοιάν βαλεί στ’αγκάλια του την νύκταν τζαί τζοιμίζει.
Τζαί πολοάται η σκλάβα της, της ρήαινας τζαί λέει:
-Αν σου το πώ τζυράκκα μου, έσσιεις με σκοτωμένην,
τζ’αν σου το φήκω στο κρυφόν, είμαι θανατισμένη.
Τζαί πολοάται η ρήαινα της σκλάβας της τζαί λέει:
-Μα το σπαθίν που ζώννουμαι, που πα ομπρός τζαί πίσω,
τζείνον να ένει ο χάρος μου, σκλάβα μου αν σου τζίσω.
Τζαί πολοάται η σκλάβα της, της ρήαινας τζαί λέει:
-Πάνω στην πάνω γειτονιάν έσσιει τρείς αερφάες,
την μιάν λαλούν την η Ροδού, την άλλην Αδορούσαν
η τρίτη η καλλύττερη εν η Αροδαφνούσα,
τον μήναν που γεννήθητζεν ούλλα τα δέντρ’ανθθούσαν,
εππέφταν τ' άνθθη πάνω της τζαί μυρωδκιοκοπούσαν.
Ροδόστεμμαν εν η Ροδού, γλυκόν εν η Αδορούσα,
μα το φιλίν του βασιλιά εν γιά την Αροδαφνούσαν.
Τζείνην εν π’αγαπά ο αφέντης μου, τζείνην εν π’αγκαλίζει
τζείνην βάλει στ’αγκάλια του, την νύκταν τζαί πλαγίζει,
που το μάθεν ο Βασιλιάς τζεί πάει τζαί κονεύκει
Που το μάθεν η ρήαινα, αρκώθην τζαί θυμώθην,
Κάθεται γράφ’ έναν χαρτίν, γλήορις το βουλλώνει
τζαί διά το της, της σκλάβας της, στ’Αροδαφνούν να πάρει
χαπάρκα τζαί μυνύνατα πεμπεί της γιά να πάει.
Τζ’έπηρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την στ’Αροδαφνούς τα σπίδκια,
τζαί πολοάται η σκλάβα της Αροδαφνούς τζαί λέει:
-Άνου να πάς Αροδαφνού, τζ’ωσγοιάν αν θέλεις πάμεν
Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’η ρήαινα σε θέλει
-Τζαί μέναν σκλάβα η ρήαινα που μέ’ δεν, που με ξέρει !
Ίντα με θέλει ρήαινα, ίντα’ν το μήνιμαν της;
τζαί αν με θέλει γιά χορόν, να πκιάσω τα μαντήλια,
αν ένι γιά το γέμωσμα, να πκιάσω τα λαήνια,
αν ένι γιά το ζύμωμαν, να πάρω τες σανίες,
τζ’αν ένι γιά μαείρεμαν, να πάρω τες κουτάλες.
Τζαί πολοάται η σκλάβα της Αροδαφνούς τζαί λέει:
-Άνου να πάμε Ροδαφνού, τζ’ότι αν θέλης πκιάσε.
Τζ’επκιάσεν τ’ανικτάριν της, τζαί στο σεντούτζιν πάει,
τζ’έβκαλεν τα παλλιά ρούχα, φόρησεν τα καλά της
π’αππέσσω βάλλει πλουμιστά, π’αππέξω γρουσαφένα,
τέλεια που πάνω έβαλεν τα μαρκαριταρένα,
καζάκκαν ολόγρουσην φορεί, γρουσήν μαλαματένα,
ποδά κομμάτιν λασμαρίν, να μεν την πκιάνει ο ήλιος,
ποζιεί γρουσόν μήλον κρατεί, τζαι παίζει το τζαί πάει,
Τζαί βάλλει βάγιες που τ’ομπρός, τζαί βάγιες που τα πίσω,
τζαί βάγιες που τα δκυό πλευρά τζαί πέρνουν την τζαί πάει,
τζ’επολοήθην τζ’είπεν τους, των βάγιων της,τζαί λέει:
-Έλατε, βάγιες μου καλές στης ρήαινας να πάμεν,
γιατί εν ενί θέλημαν θεού,
πόψε εις την εκκλησσιάν αντίερον να φάμεν.
Επίραν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλει τες στης ρήαινας τον πύρκον.
εβκέην έναν το σκαλίν, τζαί σούστην τζ’ελυίστην,
εβκέην τζ’ άλλον το σκαλίν τζ’ ενιφτοκανατζίστην,
τέλεια στο πάνω το σκάλιν τζ’ η ρήαινα την νώθη,
φωνάζει τζαί της σκλάβας της, τσαέραν γιά να φέρη.
Που την θωρεί η ρήαινα έμεινεν σπαγιασμένη,
-Είδα την τζαί σπαγιάστηκα, τζ’ άντρας μου πως να μείνει!
-Τζ’ ώρα καλή σου ρήαινα.
-Καλός την πέρτικαν μου!
καλός ήρτες Αροδαφνού, να φας να πκιής μετά μας
-Εγιώ έν ήρτα ρήαινα, να φά να ξεφαντώσω,
παρά βουλήν μου έπεψες τζαί ήρτεν να με πάρη.
Ρωτά την τζαί ξαννοίει την πκιάν αγαπά ο ρήας.
-Εγιώ τζυρά μου ρήαινα, χαπάριν εν το έχω.
Τζαί τζιεί χαμαί η ρήαινα έκαμεν τζιεί να πάει
τζαί πολοάτ’Αροδαφνού τζαί λέει τζαί λαλεί της:
-Άδε την αναρκοδοντούν, την τουμπομετοπούσαν,
το πετινάριν το τσιφνόν, καλά μου το λαλούσαν!
Η ρήαινα εν άκουσεν,
οι σκλάβες της πού τουν τζιεί χαμαί, τζείνες εν που τ' ακούσαν
τζ' επήαν εις την ρήαιναν τζαί λέουν τζαί λαλούν της:
-Tζαί νά’ξερες τζυράκκα μου, Αροδαφνού ιντά πεν!
Άδε την αναρκοδοντούν, την τουμπομετοπούσαν,
το πετινάριν το τσιφνόν, καλά μου το λαλούσαν!
Κάθεται γράφ’ έναν χαρτίν, γλήορις το βουλλώνη
τζαί διά το εις στην σκλάβα της, Αροδαφνούς να πάρη
Χαπάρκα τζαί μηνύματα πάλε στην Ροδαφνούσαν
-Άνου να παμεν Ροδαφνού, τζ’η ρήαινα σε θέλει.
Τζαί πολοάται η Αροδαφνού της σκλάβας της τζαί λέει:
-Τωρά μουν εις την ρήαιναν, πάλε ίντα με θέλει!
-Άνου να πάμεν Ροδαφνού τωρά εν που σε θέλει.
'Εμπην έσσω τζαί έφκαλεν τα ρούχα τα καλά της
τζαί φόρισεν τα μαύρα της τα ρούχα τα παλιά της,
μαυρίζει τζαί το μήλον της, τζαί πέζει το τζαί πάει
τζαί πολοήθην τζ’είπεν τους τζαί λέει τζαί λαλεί τους
-τζ’ελάτε βάγιες δαχαμέ να ποσσιαιρετιστούμεν,
γιατ’ εν ηξέρω βάγιες μου αν ενά ξαναβρεθούμεν
τζαί πού σα πάω βάγιες μου, πού σ’αποσσιαιρετώ σας
γιατ’εν ηξέρω βάγιες μου, πκιόν αν τζαί ξαναδώ σας
Έσσιετε γειάν ψηλά βουνά, τζαί κλίνη που τζοιμούμουν,
τζ’αυλή που δκιατζενεύκουμουν, τόποι που δκιατζενούμουν
Τζ’επήρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλει την στης ρήαινας το πύρκον
-Ίντα με θέλεις ρήαινα, τζ’ίνταν το θελημάν σου;
Πού την θωρεί η ρήαινα που τα μαλιά την πκιάννει
-Ελα να πάμεν Ροδαφνού, τζ’ ο κάμινος αφταίννει.
Τζαί πολοάτε η Αροδαφνού της ρήαινας τζαί λέει:
-Tζαί χάμνα με που τα μαλλιά, τζαί πκιάσ’με που το σσιέριν.
Χαμνά την απού τα μαλλιά, πκιάννει την που το σσιέριν.
Τζαί βάλλει μιάν φωνήν μιτσσιάν τζαί μιάν φωνήν μεάλη
ντζ’ο ρήας εις την περασσιάν, εσείστην η πιννιά του,
πάνω στο φάν πάνω στο πιείν ο ρήας την ακούει.
-Μουλλώστε ούλλα τα βκιολιά τζαί ούλλα τα λαούτα,
τουτ’ η φωνή, που ξέβικεν, εν της Αροδαφνούσας,
Τζαί φέρτε μου τον μαύρον μου, σελλοχαλινωμένον.
Ππηά, καβαλλιτζεύκει τον, σαν ήτουν μαθημένος
τζ’ώστι να πεί έσσιετε γειάν, έκοψεν σσίλια μίλια,
τζ’ώστι να πούν εις το καλόν, στης ρήαινας τον πύρκον.
Βρίσκει την πόρταν βαωτήν, βάλλει φωνήν μεάλην
Έλ’ άννοιξε μου, ρήαινα Σαρατζηνοί με τρέχουν,
Σαρατζηνοί με τα σπαθκιά, Φράντζοι με τες κουρτέλλες
Τζαί πολοάται η ρήαινα τζαι λέει τζαί λαλεί του:
-Έπαρ’μου λλίην πομονήν, λλίην καρτερωσύνην,
γεναίκαν έχω στο τζελλίν, πέρκιμον την γεννήσω.
Κλοτσσιάν της πόρτας έδωκεν, όξω’τουν τζ’ έσσω βρέθην,
θωρεί τζαι την Αροδαφνούν χαμαί στην γην σφαμένην,
τζαί πκιάννει τζαί την ρήαιναν, στον κάμινον την βάλλει.
Αγκάδκιασεν στην κόξαν του, τζ’ηύρεν χρυσόν φηκάριν,
μέσα στο χρυσοφήκαρον, βρισκ’ αρκυρόν μασσιέριν,
στους ουρανούς το πάταξεν, στο σσιέριν του ευρέθην,
τζαί πάλε ξανασύρνει το, εις την καρκιάν του έμπην.
Τζ’επκιάσαν τους τζ’εθάψαν τους τζεί πάνω πόν τα τζιόνια.
Τζαί τζείνος που το έβκαλεν, σαν ποιητής, λοάται,
τζείνου πρέπει μακάρισι τζ’εμέναν ως παλλά τε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου