Της Ελένης Λαγουδάκη
Η αρχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εντοπίζεται τον 6ο αιώνα π.χ. στην Ιταλική χερσόνησο. Οι Λατίνοι εκτόπισαν του Ετρούσκους από τη Ρώμη και ξεκίνησαν μια επεκτατική πολιτική σε βάρος των γειτονικών τους λαών (Nicholas 1999: 25). Η ρωμαϊκή δημοκρατία, που υιοθέτησε το ελληνικό μοντέλο διακυβέρνησης, εφάρμοσε μιλιταριστική πολιτική. Με τον πόλεμο κέρδιζε εδάφη, δούλους και λάφυρα. Σ’ αυτά στηριζόταν η οικονομία της και της παρείχαν τη δυνατότητα να συνεχίζει τους επεκτατικούς της πολέμους. (Αnderson 2001: 61,71). Toν 2ο αιώνα ήταν στο απόγειό της και είχε επεκταθεί από τη Βρετανία μέχρι την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία και από τη Μαυριτανία μέχρι τον Καύκασο. Ο χώρος ανατολικά του Ρήνου, βόρεια του Δούναβη και του Εύξεινου Πόντου έμειναν εκτός συνόρων (Αρβελέρ, Αymard 2003: 86, Nicholas 1999: 25-27 και Brown 1998: 15). Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να εξηγήσουμε πώς αυτό το απέραντο κράτος παρήκμασε, κατέρρευσε κάτω από την πίεση εισβολέων και μετεξελίχθηκε σε πολυάριθμα κράτη, τα οποία ίδρυσαν οι κατακτητές. Θα παραθέσουμε επίσης τις κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν, καθώς και τους νέους θεσμούς που επιβλήθηκαν και προέρχονταν ως ένα βαθμό από τη ρωμαϊκή κληρονομιά.
Aίτια της διάλυσης του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Το αχανές αυτό κράτος, την παραμονή των εισβολών των «βαρβαρικών» φύλων, χαρακτηρίζεται από πολιτική διαφθορά. Έχει ολιγαρχική δομή με την αριστοκρατία να κυριαρχεί στην πολιτική και πολιτιστική ζωή (Αρβελέρ,Αymard 2003:91 και Brown 1998:27). Η Σύγκλητος αποτελείτο από πρώην αξιωματούχους και ήταν ισόβια. Τα ανώτατα αξιώματα εξασφάλιζαν τη διοίκηση του στρατού. Αυτές οι δύο τάξεις αναδείκνυαν τον αυτοκράτορα. (Αnderson 2001: 87). Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός τον 4ο αιώνα μ.Χ. μοίρασε τη διοικητική εξουσία σε δύο Αύγουστους και διαίρεσε τις επαρχίες σε μικρότερα τμήματα τα οποία ήταν πλέον εξαρτημένα απευθείας από τον αυτοκράτορα αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο τις επαναστάσεις. Πολλαπλασίασε τη δύναμη του στρατού και απομόνωσε τη στρατιωτική από την πολιτική εξουσία (Nicholas 1999: 34, Βασίλιεφ 1995: 90-92). Για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες αυτές, αυξήθηκε η γραφειοκρατία και κατά συνέπεια η φορολογία. (Αρβελέρ, Αymard 2003:106 και Brown 1998: 30). Ο κρατικός μηχανισμός διαβρώθηκε από την διαφθορά των νέων αξιωματούχων που διατηρούσαν πελατειακές σχέσεις και εκμεταλλεύονταν τη θέση τους, για να κερδοσκοπήσουν (Αρβελέρ, Αymard 2003: 109 και Brown 1998: 32-33). Η πρωτοφανής φορολογία ήταν άνισα κατανεμημένη, ταλαιπωρώντας τις κατώτερες τάξεις και διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και φτωχών. (Brown 1998: 39-41). Σε αυτά τα προβλήματα προστέθηκε και ο αρνητικός ρόλος της συγκλήτου και της εκκλησίας, οι οποίες υπέσκαπταν τις δυνάμεις του στρατού και της αυτοκρατορικής διοίκησης. Ιδιαίτερα ο τεράστιος κληρικός μηχανισμός εξάντλησε τη ρωμαϊκή οικονομία και με το γραφειοκρατικό του βάρος (Anderson 2001:151, Brown 1998:127-128 και Ράπτης 1999: 25). Τον 5ο αιώνα μ.Χ. πλέον η ρωμαϊκή διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και ανεπαρκής και οι περισσότεροι αυτοκράτορες ήταν υποχείρια της αυλής τους (Nicholas 1999: 43).
Μια άλλη διάσταση στους λόγους της παρακμής του ρωμαϊκού κράτους δίνει ο Αnderson αποδεικνύοντας ότι η παρακμή του οφειλόταν, εκτός των άλλων, στη συστηματική δουλεία και στις εκτεταμένες αγροτικές εξεγέρσεις των εκμεταλλευομένων μαζών που συντάρασσαν διαρκώς την αυτοκρατορία, οδηγώντας σε διαβρωτική κατάρρευση την παραδοσιακή πολιτική τάξη πραγμάτων, παρόλα τα μέτρα που λάμβαναν κατά καιρούς οι αυτοκράτορες. Γράφει λοιπόν ο Αnderson : «Έτσι η κοινωνική πόλωση της Δύσης κατέληξε σ΄ ένα σκοτεινό διπλό τέλος, όπου η αυτοκρατορία σπαρασσόταν τόσο στην κορυφή, όσο και στη βάση της από εσωτερικές δυνάμεις προτού εξωτερικές δυνάμεις δώσουν τη χαριστική βολή» (Αnderson 1998: 95, 97,119).
Η διαίρεση της αυτοκρατορίας την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού συνέτεινε στην ενίσχυση του ανατολικού τμήματός της.΄Oταν το πολίτευμα της ρωμαϊκή αυτοκρατορίας έγινε μοναρχικό, οι αυτοκράτορες αναζητούσαν νέα πρωτεύουσα ανατολικά, γιατί στη Ρώμη το δημοκρατικό πνεύμα παρέμενε ζωντανό (Βασίλιεφ 1995: 85). Όταν ανέλαβε τη διοίκησή της ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους ανατολικά, στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, ιδρύοντας την Κωνσταντινούπολη, τη «νέα Ρώμη» το 330 μ.Χ. (Nicholas 1999: 34, Ράπτης 1999: 23 και Βασίλιεφ 1995: 68). Το ανατολικό τμήμα, όπου άκμαζε ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, είχε ιδιαίτερη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη (Brown 1998: 48-50). Το ρωμαϊκό κράτος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις πλούσιες ελληνόφωνες ανατολικές επαρχίες προς τις οποίες μετατόπισε σταδιακά το ενδιαφέρον του αναβαθμίζοντάς τις. Εδώ αναπτύχθηκε ένας διαφορετικός αστικοποιημένος πολιτισμός, επηρεασμένος από ανατολικές συνήθειες, με ελληνική γλώσσα και διαφορετική θρησκεία και κατοίκους διαφόρων εθνοτήτων που απομακρυνόταν από τη δύση. Έτσι το χάσμα ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια της αυτοκρατορίας διευρυνόταν όλο και περισσότερο. (Ράπτης 1999: 23,103 και Berstein, Milsa 1997: 23).
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα διαφοροποίησης και αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν η εξάπλωση του χριστιανισμού στον ειδωλολατρικό κόσμο (Ράπτης 1999:24, Βασίλιεφ 1995: 68). Η «νέα κοινωνία» και ο τύπος του «νέου ανθρώπου» που δίδασκε ο χριστιανισμός ήλθαν σε ρήξη με τον παλιό ειδωλολατρικό κόσμο με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οξύτατες κρίσεις. Αυτός ο «νέος άνθρωπος» είναι ένα αύταρκες πνευματικά άτομο που θέλει να βρίσκεται κοντά στο Θεό (Αρβελέρ, Αymard 2003: 125). Ο Κωνσταντίνος διέβλεψε ότι αυτή η θρησκεία που διέδιδε την αγάπη, την ομόνοια και την αλληλεγγύη, θα μπορούσε να ενισχύσει την ενότητα των φυλών της αυτοκρατορίας και να αντισταθμίσει την κλονισμένη πίστη των Ρωμαίων προς τους παραδοσιακούς θεούς τους. Έτσι αναγνώρισε επίσημα το χριστιανισμό με αποτέλεσμα να διχαστεί και να διαιρεθεί ο πληθυσμός σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς (Nicholas 1999: 60-61 και Βασίλιεφ 1995:74 ). Όταν τον 4ο αιώνα μ.Χ. η αυτοκρατορία γίνεται χριστιανική, πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί, αυλικοί, αλλά και αυτοκράτορες έγιναν χριστιανοί. Ο χριστιανισμός λοιπόν κέρδισε και τον έλεγχο μέρους των ανώτερων τάξεων, γιατί αυτοί οι «νέοι» άνδρες δεν δυσκολεύτηκαν να εγκαταλείψουν τις συντηρητικές πεποιθήσεις τους προς όφελος της νέας πίστης (Brown 1998: 33). Επιπλέον ο χριστιανισμός ήταν αποδεκτός και από τους μειονεκτούντες πληθυσμούς, τους αγρότες, τους δούλους και τους βάρβαρους, γιατί εξέφραζε την τάση για ισότητα και ένωση με αποτέλεσμα να υπάρχουν έντονες αμφισβητήσεις, αντιδράσεις και εξεγέρσεις. (Αρβελέρ, Αymard 2003: 132).
Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όταν άρχισαν οι εισβολές των διαφόρων «βαρβαρικών» φύλων . Τα περισσότερα φύλα από αυτά ήταν «γερμανικά» και δεν ήταν εντελώς άγνωστα στους Ρωμαίους. Τα σύνορα του Ρήνου και του Δούναβη ήταν ζώνες επαφής ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους άλλους λαούς, που έρχονταν σε επαφή, είτε με το εμπόριο είτε με την καλλιέργεια της γης, είτε με την παρουσία μεικτών στρατευμάτων που σκοπό είχαν τη φύλαξή τους. Επίσης η ρωμαϊκή διοίκηση είχε καθιερώσει το θεσμό του συμμάχου (ομόσπονδοι, φοιδεράτοι) τη στράτευση «βαρβάρων» και τη χρησιμοποίηση αξιωματικών και στρατηγών γερμανικής προέλευσης. Έτσι υπήρχε ένα γερμανικό υπόστρωμα μέσα στον ίδιο τον ρωμαϊκό κρατικό μηχανισμό και μία ανάμιξη γερμανικών και ρωμαϊκών στοιχείων (Ράπτης 1999: 27, Anderson 2001: 126-127 και Αρβελέρ, Αymard 2003: 113). Αίτιοι για τη μετανάστευση των βαρβαρικών φύλων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, ήταν νομάδες της ευρασιατικής στέπας. Οι φυλές αυτές βρίσκονταν σε μία διαρκή κίνηση προς αναζήτηση καλύτερης γης. Οι λόγοι που τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη γη τους και να κινηθούν ανατολικά ήταν δημογραφικοί, οικονομικοί, ίσως και κλιματολογικοί. Η μετατόπισή τους προς τα ανατολικά και νότια στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ., δημιούργησε αλυσιδωτές μετακινήσεις γερμανικών φύλων, τα οποία περνούσαν τα σύνορα της αυτοκρατορίας αναζητώντας προστασία και νέα εδάφη για εγκατάσταση (Ράπτης 1999: 26, Αρβελέρ, Aymard 2003: 138 και Berstein, Milsa 1997: 34 ).
Kοινωνικές συνθήκες και θεσμοί - η ίδρυση «βαρβαρικών» βασιλείων
Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει αυτές τις εισβολές. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες ήταν επιφορτισμένες κυρίως με την αντιμετώπιση των αγροτικών εξεγέρσεων στην Γαλατία, την Ισπανία και την Ιταλία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξασθενήσει η άμυνα των ρωμαϊκών συνόρων και το 406 μ.Χ. καταρρέει η μεθόριος του Ρήνου με τις εισβολές του πρώτου κύματος. Αλλά και η ρωμαϊκή κοινωνία δεν ήταν αρκετά ισχυρή, ώστε να κρατήσει σε απόσταση τους εισβολείς ούτε ευέλικτη, ώστε να τους ενσωματώσει στο ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Η χριστιανική εκκλησία δεν είχε φροντίσει για τον εκχριστιανισμό τους. Ο χριστιανισμός είχε εξαπλωθεί, είχε ωθήσει τους ανθρώπους σ΄ ένα αστικό τρόπο ζωής και η ηθική του δεν ήταν φιλοπόλεμη. «Τι θέση θα είχε ο Θεός σε ένα βάρβαρο κόσμο» διερωτάται ο Brown. Οι βάρβαροι αντιμετωπίζονταν με αντιπάθεια και έχθρα. Αν και ολιγάριθμοι, δεν αφομοιώθηκαν με αποτέλεσμα το σχηματισμό βαρβαρικών βασιλείων στα εδάφη του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Αnderson 2001: 73 σημ.14, Ράπτης 1999: 28, Brown 1998: 119,130,132, Αρβελέρ, Αymard, 2003: 140).
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο ειδών βαρβαρικά βασίλεια: α) Αυτά που δημιουργήθηκαν από φύλα που είχαν έλθει σε επαφή με το ρωμαϊκό πολιτισμό και ήταν προφανής η επιθυμία τους να ενσωματωθούν σ΄ αυτόν και β) αυτά που δεν είχαν προηγουμένως επαφή με το ρωμαϊκό πολιτισμό και αντιμετώπισαν εχθρικά το γηγενή πληθυσμό. Στα πρώτα η μετάβαση από τη μία κατάσταση στη νέα έγινε ομαλά. Οι βαρβαρικοί πληθυσμοί δεν προκάλεσαν ουσιαστικές καταστροφές, ασπάσθηκαν το χριστιανισμό και οι επίσκοποι και οι συγκλητικοί είχαν λιγότερες δυσκολίες να τους αποδεχθούν. Δεν προκλήθηκε έξοδος ρωμαϊκών πληθυσμών ούτε ιδιαίτερη απορύθμιση της οικονομικής ζωής και οι μεικτοί γάμοι ευνόησαν την προοδευτική συγχώνευση. Το ρωμαϊκό δίκαιο ίσχυε για τους Ρωμαίους, ενώ οι Βάρβαροι είχαν δικούς τους εθιμικούς κανόνες. Ο αρχαίος πολιτισμός μετασχηματίσθηκε σε μεσαιωνικό. Διατηρείται η αστική ζωή με τις βιοτεχνικές, εμπορικές και αγροτικές δραστηριότητες (Brown 1998: 145-147, Αρβελέρ, Αymard, 2003: 133). Σημαντική θέση κατέχει η εκκλησία, η οποία ανενόχλητη συνεχίζει το έργο της υπό την καθοδήγηση των επισκόπων της. Η πολιτική ζωή στηρίζεται στην απόλυτη δικαιοδοσία του βασιλιά – πολέμαρχου (Nicholas 1999: 40-41). Στη δεύτερη περίπτωση οι εισβολές ήταν βίαιες με αποτέλεσμα να σφαγιασθεί ή να φύγει η πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού. Αυτοί οι λαοί θεώρησαν τους ρωμαίους κατακτημένο πληθυσμό. Δεν αφομοιώθηκαν ποτέ και επέζησαν σαν ξένα σώματα ερχόμενοι σε ρήξη με την αρχαία πολιτιστική παράδοση (Brown 1998: 133 , Αρβελέρ, Αymard, 2003: 146).
Το μεγαλύτερο μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία σε Ευρώπη των γερμανικών διάδοχων βασιλείων (Nicholas 1999: 44). Άρχισε λοιπόν μια διαδικασία συγχώνευσης και ενσωμάτωσης γερμανικών και ρωμαϊκών στοιχείων σε μια καινούργια σύνθεση που παραγκώνισε και τα δύο (Anderson 2003:139). Πρώτα απ’ όλα δημιουργήθηκε ένα σύνθετο μείγμα πληθυσμών. Η ρωμαϊκή επίδραση φάνηκε καθαρά με τη διάδοση του χριστιανισμού. Η μετάβαση των γερμανικών φύλων από τη μία θρησκεία στην άλλη έγινε ομαλά, προσηλυτίζοντας πρώτα τον ηγεμόνα και στη συνέχεια τους υπηκόους. Οι επιγαμίες που ακολούθησαν μεταξύ Γερμανών αριστοκρατών και ρωμαϊκών συγκλητικών οικογενειών συνέτεινε στην αφομοίωσή των δύο τάξεων (Νicholas 1999:45,123, Anderson 2001:143 και Ράπτης 1999: 31,33). Γενικά η εκκλησία επιβεβαίωσε την ενότητά της και ισχυροποίησε τους τοπικούς δεσμούς με τη θρησκευτική αλληλεγγύη σε όλες τις επαρχίες (Brown 1998: 134,139). Οι Ρωμαίοι επίσκοποι ασκούσαν και κοσμική εξουσία στην περιοχή της δικαιοδοσίας τους και φρόντισαν για τη διατήρηση της πνευματικής κληρονομιάς στις επισκοπικές και μοναστικές σχολές που διατηρούσαν (Νicholas 1999: 127 και Ράπτης 1999:33 ).
Τα λατινικά και οι λατινογενείς γλώσσες επιβλήθηκαν σε πολλές περιοχές και είναι άλλο ένα σημαντικό κληροδότημα των Ρωμαίων (Νicholas 1999: 46, Ράπτης 1999: 35 και Berstein, Milsa 1997: 51). To ρωμαϊκό δίκαιο εξακολούθησε να επικρατεί στο ρωμαϊκό πληθυσμό, ενώ οι Γερμανοί συμμορφώνονταν με τους δικούς τους εθιμικούς κανόνες, ανεξάρτητα από την περιοχή που εκδικαζόταν η υπόθεση. Υπήρχαν διαβαθμίσεις ποινών ανάλογα με την κοινωνική θέση του θύτη και του θύματος. Αργότερα δημιουργήθηκε ένας καινούριος νομικός κώδικας στηριγμένος σε παραδοσιακούς γερμανικούς κανόνες αλλά συνταγμένος στα λατινικά που γρήγορα κυριάρχησε στις νομικές συνήθεις της Ευρώπης (Anderson 2001: 142, Aρβελέρ, Αymard 2003: 145, Nicholas 1999: 47-50 και 115).
Η θέση του βασιλιά στη γερμανική κοινωνία ήταν ανώτερη σε όλες τις φυλές και το δικαίωμά του απόλυτα κληρονομικό και πατρογονικό. Τα κοινωνικά αξιώματα παρέχονταν στους προστατευόμενούς του από τον ίδιο. Οι Γερμανοί βασιλείς, για να μπορέσουν να κυβερνήσουν στηρίχθηκαν στην τοπική αριστοκρατία, η οποία διέθετε πλούτο και μόρφωση και κατείχε τα αξιώματα του κόμη και του επισκόπου. Αργότερα αυτές οι τάξεις συγχωνεύθηκαν και απετέλεσαν μια νέα τάξη αξιωματούχων ευγενών (Berstein, Milsa 1997:47, Nicholas 1999:119 και Ράπτης 32). Στις περιοχές όπου κυριαρχούσε κάποιος άρχοντας αναπτύχθηκαν οργανωμένοι αγροτικοί οικισμοί. Οι αγρότες είχαν κλήρο σε κάθε αγρό. Οι μεταναστεύσεις όμως αναβίωσαν τη δουλεία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι δούλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμων, τους οποίους κρατούσαν ως λάφυρα, κυρίως για αγροτικές εργασίες (Nicholas 1999:232,238-239, Anderson 2001:142 και Berstein, Milsa 1997:47). Γενικά φαίνεται ότι σ΄ αυτό το μεταβατικό στάδιο, υπήρξε μια οπισθοδρόμηση. Οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το ρωμαϊκό σύστημα φορολογίας, το οποίο προοδευτικά καταργήθηκε στερώντας τα κράτη τους από φορολογικά έσοδα (Ράπτης 1999: 32, Anderson 2001: 142 και Nicholas 1999: 50). Το εμπόριο παρήκμασε σε περιοχές που επικρατεί ανασφάλεια εξ αιτίας των επιδρομών, στις περιοχές που έχουν αποκλειστικά αγροτική παραγωγή και όπου το οδικό δίκτυο είναι ανεπαρκές. Διατηρείται κυρίως σε παραποτάμιες περιοχές και σε λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας (Ράπτης 1999: 32, Nicholas 1999:248-250 και Berstein ,Milsa 1997:46). H εξασθένηση του εμπορίου είχε σαν συνέπεια την παρακμή των πόλεων. Αλλού εξαφανίσθηκαν εντελώς, αλλού συρρικνώθηκαν και αλλού μειώθηκαν οι δραστηριότητές τους. Όσες όμως επιλέγονται ως πρωτεύουσες γερμανικών κρατών αναπτύσσονται και ακμάζουν (Ράπτης 1999: 32, Nicholas 1999: 246, Berstein ,Milsa 1997: 46).
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω οι Γερμανοί βασιλείς, για να κυβερνήσουν, στηρίχθηκαν, εκτός από την τοπική αριστοκρατία, και στα μέλη της βασιλικής συνοδείας τους (Καραγεώργος 1987: 48). Η υπηρεσία των ευγενών θεωρείτο υπηρεσία στο πρόσωπο του βασιλιά, ο οποίος, για να δηλώσει την ευχαρίστηση και τη γενναιοδωρία του, τους παραχωρούσε ως ανταμοιβή ένα “beneficium” (αργότερα ονομάσθηκε φέουδο) δηλαδή μία δωρεά που συνήθως ήταν μια έκταση γης με τους καλλιεργητές της, αξιώματα ή δικαιώματα (Καραγεώργος 1987: 49, Anderson 2001:158-159 και Ράπτης 1999 72) . Με τον ίδιο τρόπο έδειχναν τη γενναιοδωρία τους και στις εκκλησίες, ώστε να εξασφαλίζουν τη νομιμοφροσύνη τους (Nicholas 1999:220). Αργότερα οι δωρεές αυτές έγιναν εξαρτημένα τιμάρια με αντάλλαγμα την καταβολή φόρων, ορκωτές υπηρεσίες και κυρίως παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας στο μονάρχη (Anderson 2001:159, Ράπτης 1999:72). Αυτός ο θεσμός της υποτέλειας επεκτάθηκε και πέρα από την άμεση πίστη στον άρχοντα και έφτασε μέχρι τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας (Ράπτης 1999:72, Nicholas 1999:224, Καραγεώργος 1987: 51). Ευνοήθηκε δε από την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια που επικρατούσε λόγω εχθρικών επιδρομών με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να αναζητά προστασία κοντά σε ισχυρούς άρχοντες (Ράπτης 1999:80). Έτσι ο υποτελής προσφέρει υπηρεσίες, ενώ ο χωροδεσπότης τον προστατεύει τον συντηρεί ή του παραχωρεί ένα φέουδο (Berstein, Milsa 1997: 111). Το τελικό αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση των φεουδαρχικών σχέσεων, ή «φεουδαρχία», όπως ονομάσθηκε αργότερα (Nicholas 1999:216-217). Ο θεσμός της υποτέλειας δεν ήταν υποτιμητικός, γιατί ο υποτελής παρέμενε ελεύθερος άνθρωπος (Ράπτης 1999:72, Nicholas 1999:217). Πόσο ελεύθερος όμως μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που έχει συνάψει σχέση εξάρτησης; Όταν αργότερα ο θεσμός αυτός έγινε κληρονομικός, σχηματίσθηκαν διάφορες ομάδες ευγενών (κόμητες, ιππότες, δούκες κλπ) και η φεουδαρχική σχέση συσχετίστηκε με το σύστημα διακυβέρνησης, γιατί η φύση του φέουδου συνεπαγόταν και διοικητικές αρμοδιότητες (Nicholas 1999:223-225 , Anderson 2001:162).
Η φεουδαρχική πυραμίδα κορυφωνόταν στον βασιλιά (Καραγεώργος 1987: 51, Ράπτης 1999:72). Ήταν και ο ίδιος μεγάλος γαιοκτήμονας και φεουδάρχης και η εξουσία του στηριζόταν στους ευγενείς και στους αριστοκράτες. Συχνά όμως η εξουσία τους ήταν μεγαλύτερη από τη δική του και μπορούσαν να παρεμβαίνουν και να διαμορφώνουν την πολιτική του βασιλιά (Καραγεώργος 1987: 68 , Berstein, Milsa 1997:135 και 176 , Ράπτης 1999:80). Για να επιβληθούν οι βασιλείς, φροντίζουν να εκμεταλλευτούν κάποια πλεονεκτήματα: Tο κληρονομικό δικαίωμα της βασιλείας παραχωρείται από τον ίδιο τον βασιλιά στον πρωτότοκο γιο, προκειμένου να αποφευχθεί ο διαμοιρασμός των βασιλικών εδαφών καθώς και οι εμφύλιες συγκρούσεις και οι αδελφοκτονίες (Nicholas 1999: 268, Καραγεώργος 1987: 91, Ράπτης 1999:65). Περιβάλλουν το θεσμό της βασιλείας με την ιερότητα που παρέχει η τελετή στέψης από αρχιεπισκόπους και υπάρχει η πεποίθηση ότι ο βασιλιάς είναι ο εκπρόσωπος του Θεού στη γη (Καραγεώργος 1987: 76-87 , Ράπτης 1999:81, Nicholas 1999: 273). Φροντίζουν για το διαχωρισμό της προσωπικής τους περιουσίας από την κρατική και μεριμνούν για την αύξηση της δεύτερης, διευρύνοντας την έκταση των βασιλικών εδαφών, ώστε στη συνέχεια να τα παραχωρούν στους δικούς τους ανθρώπους (Nicholas 1999: 267και273). Δημιουργούν σώματα ικανών και πιστών μόνιμων υπαλλήλων που επιφορτίζονται με την είσπραξη των φόρων και την απόδοση δικαιοσύνης (Berstein, Milsa 1997:139 και 173 , Ράπτης 1999:83). Έτσι διαμορφώθηκαν θεσμοί διακυβέρνησης που απετέλεσαν τα θεσμικά θεμέλια του κράτους όπως το γνωρίζουμε σήμερα (Nicholas 1999: 265).
Επίλογος
Aίτια της διάλυσης του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Το αχανές αυτό κράτος, την παραμονή των εισβολών των «βαρβαρικών» φύλων, χαρακτηρίζεται από πολιτική διαφθορά. Έχει ολιγαρχική δομή με την αριστοκρατία να κυριαρχεί στην πολιτική και πολιτιστική ζωή (Αρβελέρ,Αymard 2003:91 και Brown 1998:27). Η Σύγκλητος αποτελείτο από πρώην αξιωματούχους και ήταν ισόβια. Τα ανώτατα αξιώματα εξασφάλιζαν τη διοίκηση του στρατού. Αυτές οι δύο τάξεις αναδείκνυαν τον αυτοκράτορα. (Αnderson 2001: 87). Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός τον 4ο αιώνα μ.Χ. μοίρασε τη διοικητική εξουσία σε δύο Αύγουστους και διαίρεσε τις επαρχίες σε μικρότερα τμήματα τα οποία ήταν πλέον εξαρτημένα απευθείας από τον αυτοκράτορα αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο τις επαναστάσεις. Πολλαπλασίασε τη δύναμη του στρατού και απομόνωσε τη στρατιωτική από την πολιτική εξουσία (Nicholas 1999: 34, Βασίλιεφ 1995: 90-92). Για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες αυτές, αυξήθηκε η γραφειοκρατία και κατά συνέπεια η φορολογία. (Αρβελέρ, Αymard 2003:106 και Brown 1998: 30). Ο κρατικός μηχανισμός διαβρώθηκε από την διαφθορά των νέων αξιωματούχων που διατηρούσαν πελατειακές σχέσεις και εκμεταλλεύονταν τη θέση τους, για να κερδοσκοπήσουν (Αρβελέρ, Αymard 2003: 109 και Brown 1998: 32-33). Η πρωτοφανής φορολογία ήταν άνισα κατανεμημένη, ταλαιπωρώντας τις κατώτερες τάξεις και διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και φτωχών. (Brown 1998: 39-41). Σε αυτά τα προβλήματα προστέθηκε και ο αρνητικός ρόλος της συγκλήτου και της εκκλησίας, οι οποίες υπέσκαπταν τις δυνάμεις του στρατού και της αυτοκρατορικής διοίκησης. Ιδιαίτερα ο τεράστιος κληρικός μηχανισμός εξάντλησε τη ρωμαϊκή οικονομία και με το γραφειοκρατικό του βάρος (Anderson 2001:151, Brown 1998:127-128 και Ράπτης 1999: 25). Τον 5ο αιώνα μ.Χ. πλέον η ρωμαϊκή διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και ανεπαρκής και οι περισσότεροι αυτοκράτορες ήταν υποχείρια της αυλής τους (Nicholas 1999: 43).
Μια άλλη διάσταση στους λόγους της παρακμής του ρωμαϊκού κράτους δίνει ο Αnderson αποδεικνύοντας ότι η παρακμή του οφειλόταν, εκτός των άλλων, στη συστηματική δουλεία και στις εκτεταμένες αγροτικές εξεγέρσεις των εκμεταλλευομένων μαζών που συντάρασσαν διαρκώς την αυτοκρατορία, οδηγώντας σε διαβρωτική κατάρρευση την παραδοσιακή πολιτική τάξη πραγμάτων, παρόλα τα μέτρα που λάμβαναν κατά καιρούς οι αυτοκράτορες. Γράφει λοιπόν ο Αnderson : «Έτσι η κοινωνική πόλωση της Δύσης κατέληξε σ΄ ένα σκοτεινό διπλό τέλος, όπου η αυτοκρατορία σπαρασσόταν τόσο στην κορυφή, όσο και στη βάση της από εσωτερικές δυνάμεις προτού εξωτερικές δυνάμεις δώσουν τη χαριστική βολή» (Αnderson 1998: 95, 97,119).
Η διαίρεση της αυτοκρατορίας την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού συνέτεινε στην ενίσχυση του ανατολικού τμήματός της.΄Oταν το πολίτευμα της ρωμαϊκή αυτοκρατορίας έγινε μοναρχικό, οι αυτοκράτορες αναζητούσαν νέα πρωτεύουσα ανατολικά, γιατί στη Ρώμη το δημοκρατικό πνεύμα παρέμενε ζωντανό (Βασίλιεφ 1995: 85). Όταν ανέλαβε τη διοίκησή της ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους ανατολικά, στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, ιδρύοντας την Κωνσταντινούπολη, τη «νέα Ρώμη» το 330 μ.Χ. (Nicholas 1999: 34, Ράπτης 1999: 23 και Βασίλιεφ 1995: 68). Το ανατολικό τμήμα, όπου άκμαζε ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, είχε ιδιαίτερη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη (Brown 1998: 48-50). Το ρωμαϊκό κράτος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις πλούσιες ελληνόφωνες ανατολικές επαρχίες προς τις οποίες μετατόπισε σταδιακά το ενδιαφέρον του αναβαθμίζοντάς τις. Εδώ αναπτύχθηκε ένας διαφορετικός αστικοποιημένος πολιτισμός, επηρεασμένος από ανατολικές συνήθειες, με ελληνική γλώσσα και διαφορετική θρησκεία και κατοίκους διαφόρων εθνοτήτων που απομακρυνόταν από τη δύση. Έτσι το χάσμα ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια της αυτοκρατορίας διευρυνόταν όλο και περισσότερο. (Ράπτης 1999: 23,103 και Berstein, Milsa 1997: 23).
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα διαφοροποίησης και αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν η εξάπλωση του χριστιανισμού στον ειδωλολατρικό κόσμο (Ράπτης 1999:24, Βασίλιεφ 1995: 68). Η «νέα κοινωνία» και ο τύπος του «νέου ανθρώπου» που δίδασκε ο χριστιανισμός ήλθαν σε ρήξη με τον παλιό ειδωλολατρικό κόσμο με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οξύτατες κρίσεις. Αυτός ο «νέος άνθρωπος» είναι ένα αύταρκες πνευματικά άτομο που θέλει να βρίσκεται κοντά στο Θεό (Αρβελέρ, Αymard 2003: 125). Ο Κωνσταντίνος διέβλεψε ότι αυτή η θρησκεία που διέδιδε την αγάπη, την ομόνοια και την αλληλεγγύη, θα μπορούσε να ενισχύσει την ενότητα των φυλών της αυτοκρατορίας και να αντισταθμίσει την κλονισμένη πίστη των Ρωμαίων προς τους παραδοσιακούς θεούς τους. Έτσι αναγνώρισε επίσημα το χριστιανισμό με αποτέλεσμα να διχαστεί και να διαιρεθεί ο πληθυσμός σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς (Nicholas 1999: 60-61 και Βασίλιεφ 1995:74 ). Όταν τον 4ο αιώνα μ.Χ. η αυτοκρατορία γίνεται χριστιανική, πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί, αυλικοί, αλλά και αυτοκράτορες έγιναν χριστιανοί. Ο χριστιανισμός λοιπόν κέρδισε και τον έλεγχο μέρους των ανώτερων τάξεων, γιατί αυτοί οι «νέοι» άνδρες δεν δυσκολεύτηκαν να εγκαταλείψουν τις συντηρητικές πεποιθήσεις τους προς όφελος της νέας πίστης (Brown 1998: 33). Επιπλέον ο χριστιανισμός ήταν αποδεκτός και από τους μειονεκτούντες πληθυσμούς, τους αγρότες, τους δούλους και τους βάρβαρους, γιατί εξέφραζε την τάση για ισότητα και ένωση με αποτέλεσμα να υπάρχουν έντονες αμφισβητήσεις, αντιδράσεις και εξεγέρσεις. (Αρβελέρ, Αymard 2003: 132).
Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όταν άρχισαν οι εισβολές των διαφόρων «βαρβαρικών» φύλων . Τα περισσότερα φύλα από αυτά ήταν «γερμανικά» και δεν ήταν εντελώς άγνωστα στους Ρωμαίους. Τα σύνορα του Ρήνου και του Δούναβη ήταν ζώνες επαφής ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους άλλους λαούς, που έρχονταν σε επαφή, είτε με το εμπόριο είτε με την καλλιέργεια της γης, είτε με την παρουσία μεικτών στρατευμάτων που σκοπό είχαν τη φύλαξή τους. Επίσης η ρωμαϊκή διοίκηση είχε καθιερώσει το θεσμό του συμμάχου (ομόσπονδοι, φοιδεράτοι) τη στράτευση «βαρβάρων» και τη χρησιμοποίηση αξιωματικών και στρατηγών γερμανικής προέλευσης. Έτσι υπήρχε ένα γερμανικό υπόστρωμα μέσα στον ίδιο τον ρωμαϊκό κρατικό μηχανισμό και μία ανάμιξη γερμανικών και ρωμαϊκών στοιχείων (Ράπτης 1999: 27, Anderson 2001: 126-127 και Αρβελέρ, Αymard 2003: 113). Αίτιοι για τη μετανάστευση των βαρβαρικών φύλων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, ήταν νομάδες της ευρασιατικής στέπας. Οι φυλές αυτές βρίσκονταν σε μία διαρκή κίνηση προς αναζήτηση καλύτερης γης. Οι λόγοι που τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη γη τους και να κινηθούν ανατολικά ήταν δημογραφικοί, οικονομικοί, ίσως και κλιματολογικοί. Η μετατόπισή τους προς τα ανατολικά και νότια στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ., δημιούργησε αλυσιδωτές μετακινήσεις γερμανικών φύλων, τα οποία περνούσαν τα σύνορα της αυτοκρατορίας αναζητώντας προστασία και νέα εδάφη για εγκατάσταση (Ράπτης 1999: 26, Αρβελέρ, Aymard 2003: 138 και Berstein, Milsa 1997: 34 ).
Kοινωνικές συνθήκες και θεσμοί - η ίδρυση «βαρβαρικών» βασιλείων
Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει αυτές τις εισβολές. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες ήταν επιφορτισμένες κυρίως με την αντιμετώπιση των αγροτικών εξεγέρσεων στην Γαλατία, την Ισπανία και την Ιταλία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξασθενήσει η άμυνα των ρωμαϊκών συνόρων και το 406 μ.Χ. καταρρέει η μεθόριος του Ρήνου με τις εισβολές του πρώτου κύματος. Αλλά και η ρωμαϊκή κοινωνία δεν ήταν αρκετά ισχυρή, ώστε να κρατήσει σε απόσταση τους εισβολείς ούτε ευέλικτη, ώστε να τους ενσωματώσει στο ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Η χριστιανική εκκλησία δεν είχε φροντίσει για τον εκχριστιανισμό τους. Ο χριστιανισμός είχε εξαπλωθεί, είχε ωθήσει τους ανθρώπους σ΄ ένα αστικό τρόπο ζωής και η ηθική του δεν ήταν φιλοπόλεμη. «Τι θέση θα είχε ο Θεός σε ένα βάρβαρο κόσμο» διερωτάται ο Brown. Οι βάρβαροι αντιμετωπίζονταν με αντιπάθεια και έχθρα. Αν και ολιγάριθμοι, δεν αφομοιώθηκαν με αποτέλεσμα το σχηματισμό βαρβαρικών βασιλείων στα εδάφη του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Αnderson 2001: 73 σημ.14, Ράπτης 1999: 28, Brown 1998: 119,130,132, Αρβελέρ, Αymard, 2003: 140).
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο ειδών βαρβαρικά βασίλεια: α) Αυτά που δημιουργήθηκαν από φύλα που είχαν έλθει σε επαφή με το ρωμαϊκό πολιτισμό και ήταν προφανής η επιθυμία τους να ενσωματωθούν σ΄ αυτόν και β) αυτά που δεν είχαν προηγουμένως επαφή με το ρωμαϊκό πολιτισμό και αντιμετώπισαν εχθρικά το γηγενή πληθυσμό. Στα πρώτα η μετάβαση από τη μία κατάσταση στη νέα έγινε ομαλά. Οι βαρβαρικοί πληθυσμοί δεν προκάλεσαν ουσιαστικές καταστροφές, ασπάσθηκαν το χριστιανισμό και οι επίσκοποι και οι συγκλητικοί είχαν λιγότερες δυσκολίες να τους αποδεχθούν. Δεν προκλήθηκε έξοδος ρωμαϊκών πληθυσμών ούτε ιδιαίτερη απορύθμιση της οικονομικής ζωής και οι μεικτοί γάμοι ευνόησαν την προοδευτική συγχώνευση. Το ρωμαϊκό δίκαιο ίσχυε για τους Ρωμαίους, ενώ οι Βάρβαροι είχαν δικούς τους εθιμικούς κανόνες. Ο αρχαίος πολιτισμός μετασχηματίσθηκε σε μεσαιωνικό. Διατηρείται η αστική ζωή με τις βιοτεχνικές, εμπορικές και αγροτικές δραστηριότητες (Brown 1998: 145-147, Αρβελέρ, Αymard, 2003: 133). Σημαντική θέση κατέχει η εκκλησία, η οποία ανενόχλητη συνεχίζει το έργο της υπό την καθοδήγηση των επισκόπων της. Η πολιτική ζωή στηρίζεται στην απόλυτη δικαιοδοσία του βασιλιά – πολέμαρχου (Nicholas 1999: 40-41). Στη δεύτερη περίπτωση οι εισβολές ήταν βίαιες με αποτέλεσμα να σφαγιασθεί ή να φύγει η πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού. Αυτοί οι λαοί θεώρησαν τους ρωμαίους κατακτημένο πληθυσμό. Δεν αφομοιώθηκαν ποτέ και επέζησαν σαν ξένα σώματα ερχόμενοι σε ρήξη με την αρχαία πολιτιστική παράδοση (Brown 1998: 133 , Αρβελέρ, Αymard, 2003: 146).
Το μεγαλύτερο μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία σε Ευρώπη των γερμανικών διάδοχων βασιλείων (Nicholas 1999: 44). Άρχισε λοιπόν μια διαδικασία συγχώνευσης και ενσωμάτωσης γερμανικών και ρωμαϊκών στοιχείων σε μια καινούργια σύνθεση που παραγκώνισε και τα δύο (Anderson 2003:139). Πρώτα απ’ όλα δημιουργήθηκε ένα σύνθετο μείγμα πληθυσμών. Η ρωμαϊκή επίδραση φάνηκε καθαρά με τη διάδοση του χριστιανισμού. Η μετάβαση των γερμανικών φύλων από τη μία θρησκεία στην άλλη έγινε ομαλά, προσηλυτίζοντας πρώτα τον ηγεμόνα και στη συνέχεια τους υπηκόους. Οι επιγαμίες που ακολούθησαν μεταξύ Γερμανών αριστοκρατών και ρωμαϊκών συγκλητικών οικογενειών συνέτεινε στην αφομοίωσή των δύο τάξεων (Νicholas 1999:45,123, Anderson 2001:143 και Ράπτης 1999: 31,33). Γενικά η εκκλησία επιβεβαίωσε την ενότητά της και ισχυροποίησε τους τοπικούς δεσμούς με τη θρησκευτική αλληλεγγύη σε όλες τις επαρχίες (Brown 1998: 134,139). Οι Ρωμαίοι επίσκοποι ασκούσαν και κοσμική εξουσία στην περιοχή της δικαιοδοσίας τους και φρόντισαν για τη διατήρηση της πνευματικής κληρονομιάς στις επισκοπικές και μοναστικές σχολές που διατηρούσαν (Νicholas 1999: 127 και Ράπτης 1999:33 ).
Τα λατινικά και οι λατινογενείς γλώσσες επιβλήθηκαν σε πολλές περιοχές και είναι άλλο ένα σημαντικό κληροδότημα των Ρωμαίων (Νicholas 1999: 46, Ράπτης 1999: 35 και Berstein, Milsa 1997: 51). To ρωμαϊκό δίκαιο εξακολούθησε να επικρατεί στο ρωμαϊκό πληθυσμό, ενώ οι Γερμανοί συμμορφώνονταν με τους δικούς τους εθιμικούς κανόνες, ανεξάρτητα από την περιοχή που εκδικαζόταν η υπόθεση. Υπήρχαν διαβαθμίσεις ποινών ανάλογα με την κοινωνική θέση του θύτη και του θύματος. Αργότερα δημιουργήθηκε ένας καινούριος νομικός κώδικας στηριγμένος σε παραδοσιακούς γερμανικούς κανόνες αλλά συνταγμένος στα λατινικά που γρήγορα κυριάρχησε στις νομικές συνήθεις της Ευρώπης (Anderson 2001: 142, Aρβελέρ, Αymard 2003: 145, Nicholas 1999: 47-50 και 115).
Η θέση του βασιλιά στη γερμανική κοινωνία ήταν ανώτερη σε όλες τις φυλές και το δικαίωμά του απόλυτα κληρονομικό και πατρογονικό. Τα κοινωνικά αξιώματα παρέχονταν στους προστατευόμενούς του από τον ίδιο. Οι Γερμανοί βασιλείς, για να μπορέσουν να κυβερνήσουν στηρίχθηκαν στην τοπική αριστοκρατία, η οποία διέθετε πλούτο και μόρφωση και κατείχε τα αξιώματα του κόμη και του επισκόπου. Αργότερα αυτές οι τάξεις συγχωνεύθηκαν και απετέλεσαν μια νέα τάξη αξιωματούχων ευγενών (Berstein, Milsa 1997:47, Nicholas 1999:119 και Ράπτης 32). Στις περιοχές όπου κυριαρχούσε κάποιος άρχοντας αναπτύχθηκαν οργανωμένοι αγροτικοί οικισμοί. Οι αγρότες είχαν κλήρο σε κάθε αγρό. Οι μεταναστεύσεις όμως αναβίωσαν τη δουλεία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι δούλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμων, τους οποίους κρατούσαν ως λάφυρα, κυρίως για αγροτικές εργασίες (Nicholas 1999:232,238-239, Anderson 2001:142 και Berstein, Milsa 1997:47). Γενικά φαίνεται ότι σ΄ αυτό το μεταβατικό στάδιο, υπήρξε μια οπισθοδρόμηση. Οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το ρωμαϊκό σύστημα φορολογίας, το οποίο προοδευτικά καταργήθηκε στερώντας τα κράτη τους από φορολογικά έσοδα (Ράπτης 1999: 32, Anderson 2001: 142 και Nicholas 1999: 50). Το εμπόριο παρήκμασε σε περιοχές που επικρατεί ανασφάλεια εξ αιτίας των επιδρομών, στις περιοχές που έχουν αποκλειστικά αγροτική παραγωγή και όπου το οδικό δίκτυο είναι ανεπαρκές. Διατηρείται κυρίως σε παραποτάμιες περιοχές και σε λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας (Ράπτης 1999: 32, Nicholas 1999:248-250 και Berstein ,Milsa 1997:46). H εξασθένηση του εμπορίου είχε σαν συνέπεια την παρακμή των πόλεων. Αλλού εξαφανίσθηκαν εντελώς, αλλού συρρικνώθηκαν και αλλού μειώθηκαν οι δραστηριότητές τους. Όσες όμως επιλέγονται ως πρωτεύουσες γερμανικών κρατών αναπτύσσονται και ακμάζουν (Ράπτης 1999: 32, Nicholas 1999: 246, Berstein ,Milsa 1997: 46).
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω οι Γερμανοί βασιλείς, για να κυβερνήσουν, στηρίχθηκαν, εκτός από την τοπική αριστοκρατία, και στα μέλη της βασιλικής συνοδείας τους (Καραγεώργος 1987: 48). Η υπηρεσία των ευγενών θεωρείτο υπηρεσία στο πρόσωπο του βασιλιά, ο οποίος, για να δηλώσει την ευχαρίστηση και τη γενναιοδωρία του, τους παραχωρούσε ως ανταμοιβή ένα “beneficium” (αργότερα ονομάσθηκε φέουδο) δηλαδή μία δωρεά που συνήθως ήταν μια έκταση γης με τους καλλιεργητές της, αξιώματα ή δικαιώματα (Καραγεώργος 1987: 49, Anderson 2001:158-159 και Ράπτης 1999 72) . Με τον ίδιο τρόπο έδειχναν τη γενναιοδωρία τους και στις εκκλησίες, ώστε να εξασφαλίζουν τη νομιμοφροσύνη τους (Nicholas 1999:220). Αργότερα οι δωρεές αυτές έγιναν εξαρτημένα τιμάρια με αντάλλαγμα την καταβολή φόρων, ορκωτές υπηρεσίες και κυρίως παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας στο μονάρχη (Anderson 2001:159, Ράπτης 1999:72). Αυτός ο θεσμός της υποτέλειας επεκτάθηκε και πέρα από την άμεση πίστη στον άρχοντα και έφτασε μέχρι τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας (Ράπτης 1999:72, Nicholas 1999:224, Καραγεώργος 1987: 51). Ευνοήθηκε δε από την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια που επικρατούσε λόγω εχθρικών επιδρομών με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να αναζητά προστασία κοντά σε ισχυρούς άρχοντες (Ράπτης 1999:80). Έτσι ο υποτελής προσφέρει υπηρεσίες, ενώ ο χωροδεσπότης τον προστατεύει τον συντηρεί ή του παραχωρεί ένα φέουδο (Berstein, Milsa 1997: 111). Το τελικό αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση των φεουδαρχικών σχέσεων, ή «φεουδαρχία», όπως ονομάσθηκε αργότερα (Nicholas 1999:216-217). Ο θεσμός της υποτέλειας δεν ήταν υποτιμητικός, γιατί ο υποτελής παρέμενε ελεύθερος άνθρωπος (Ράπτης 1999:72, Nicholas 1999:217). Πόσο ελεύθερος όμως μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που έχει συνάψει σχέση εξάρτησης; Όταν αργότερα ο θεσμός αυτός έγινε κληρονομικός, σχηματίσθηκαν διάφορες ομάδες ευγενών (κόμητες, ιππότες, δούκες κλπ) και η φεουδαρχική σχέση συσχετίστηκε με το σύστημα διακυβέρνησης, γιατί η φύση του φέουδου συνεπαγόταν και διοικητικές αρμοδιότητες (Nicholas 1999:223-225 , Anderson 2001:162).
Η φεουδαρχική πυραμίδα κορυφωνόταν στον βασιλιά (Καραγεώργος 1987: 51, Ράπτης 1999:72). Ήταν και ο ίδιος μεγάλος γαιοκτήμονας και φεουδάρχης και η εξουσία του στηριζόταν στους ευγενείς και στους αριστοκράτες. Συχνά όμως η εξουσία τους ήταν μεγαλύτερη από τη δική του και μπορούσαν να παρεμβαίνουν και να διαμορφώνουν την πολιτική του βασιλιά (Καραγεώργος 1987: 68 , Berstein, Milsa 1997:135 και 176 , Ράπτης 1999:80). Για να επιβληθούν οι βασιλείς, φροντίζουν να εκμεταλλευτούν κάποια πλεονεκτήματα: Tο κληρονομικό δικαίωμα της βασιλείας παραχωρείται από τον ίδιο τον βασιλιά στον πρωτότοκο γιο, προκειμένου να αποφευχθεί ο διαμοιρασμός των βασιλικών εδαφών καθώς και οι εμφύλιες συγκρούσεις και οι αδελφοκτονίες (Nicholas 1999: 268, Καραγεώργος 1987: 91, Ράπτης 1999:65). Περιβάλλουν το θεσμό της βασιλείας με την ιερότητα που παρέχει η τελετή στέψης από αρχιεπισκόπους και υπάρχει η πεποίθηση ότι ο βασιλιάς είναι ο εκπρόσωπος του Θεού στη γη (Καραγεώργος 1987: 76-87 , Ράπτης 1999:81, Nicholas 1999: 273). Φροντίζουν για το διαχωρισμό της προσωπικής τους περιουσίας από την κρατική και μεριμνούν για την αύξηση της δεύτερης, διευρύνοντας την έκταση των βασιλικών εδαφών, ώστε στη συνέχεια να τα παραχωρούν στους δικούς τους ανθρώπους (Nicholas 1999: 267και273). Δημιουργούν σώματα ικανών και πιστών μόνιμων υπαλλήλων που επιφορτίζονται με την είσπραξη των φόρων και την απόδοση δικαιοσύνης (Berstein, Milsa 1997:139 και 173 , Ράπτης 1999:83). Έτσι διαμορφώθηκαν θεσμοί διακυβέρνησης που απετέλεσαν τα θεσμικά θεμέλια του κράτους όπως το γνωρίζουμε σήμερα (Nicholas 1999: 265).
Επίλογος
Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο δημογραφικός και ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης άλλαξε ριζικά μετά την κάθοδο των «βαρβαρικών» φύλων. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κληροδότησε δομές, θεσμούς, στοιχεία και παραδόσεις που επέδρασαν καθοριστικά στη διαμόρφωση του νέου κόσμου. Τα «βαρβαρικά» βασίλεια που εγκαθιδρύθηκαν συνδέθηκαν με μια οπισθοχώρηση και μια συρρίκνωση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών. Τέλος, εκτός από τα προαναφερθέντα, όπως παρατηρεί και ο Anderson «…ένας μονάχα θεσμός διήνυσε ολόκληρη τη μετάβαση από την αρχαιότητα στο Μεσαίωνα σε ουσιαστική συνέχεια: η χριστιανική εκκλησία» (Anderson 2001:150). Αυτή απετέλεσε το συνδετικό κρίκο και τη γέφυρα όλων των ιστορικών γεγονότων. Oι συνέπειες και οι εξελίξεις θα ήταν εντελώς διαφορετικές για το μέλλον της Ευρώπης χωρίς την παρουσία της.
Anderson Perry, Aπό την Αρχαιότητα στον Φεουδαλισμό, Oδυσσέας, Αθήνα 2001.
Αρβελέρ Ελένη - Aymard Maurice, Οι Ευρωπαίοι: Αρχαιότητα , Μεσαίωνας, Αναγέννηση , Σαββάλας , Αθήνα 2003.
Βασίλιεφ Α.Α. , Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324 -1453), Τόμος 1ος, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος , Αθήνα 1995.
Berstein S., Milza P., Ιστορία της Ευρώπης , Τόμος 1ος , Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη , 5ος – 18ος αιώνας , Αλεξάνδρεια , Αθήνα, 1997.
Brown Peter, O Κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας, 150 – 750 μ.Χ., Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998.
Καραγεώργος Στυλ. Βασίλειος, Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία , Τόμος 1ος, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 1987.
Nicholas David, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη, 312 – 1500, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999.
Ράπτης Κώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης , Τόμος 1ος , ΕΑΠ , Πάτρα 1999.
http://www.archive.gr