"Ηροδότου Αλικαρνησσέως ιστορίης απόδεξις ήδε, ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τωι χρόνωι εξίτηλα γενηται, μήτε μεγάλα τε και θωμαστά, τα μεν Έλλησι, τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα, ακλεά γένηται, τα τε άλλα και δι ην αιτίην επολέμησαν αλλήλοισι"."Περσέων μεν νυν οι λόγιοι Φοίνικας αιτίους φασί γενέσθαι της διαφορής".
Το Προοίμιο του Ηροδότου μας δίνει το έναυσμα για το παρόν πόνημα. Με βάση, λοιπόν, το απόσπασμα αυτό, θα κινηθούμε σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη, θα εξετάσουμε τους λόγους που οδήγησαν στην εμφάνιση των διαφόρων διαλέκτων1 της Αρχαίας Ελληνικής, εντάσσοντας παράλληλα το κείμενο σε μία από αυτές. Αυτό θα γίνει, αφού πρώτα εντοπιστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Στην συνέχεια θα προσδιορίσουμε τους λόγους της συγκεκριμένης επιλογής από τον Ηρόδοτο. Στην δεύτερη ενότητα, θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τον ή τους σκοπούς που ώθησαν τον Πατέρα2 της Ιστορίας στην συγγραφή του έργου του, ρίχνοντας φως στην ιδεολογική χρήση του λόγου του και θα επιχειρήσουμε την σύγκρισή του με το αντίστοιχο έργο του Θουκυδίδη. Τέλος στην τρίτη, θα καταδείξουμε με συγκεκριμένα επιχειρήματα την αδιάλειπτη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας από την εποχή του Ηροδότου έως σήμερα.
I. ΟΙ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Θα ξεκινήσουμε με την διερεύνηση των αιτίων για αυτόν τον διαλεκτικό κατακερματισμό. Καταρχήν, η Ελλάδα είναι μία χώρα που περιβάλλεται από εκτεταμένους ορεινούς όγκους. Επομένως, η επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων πληθυσμών που κατοικούσαν τον τότε ελλαδικό χώρο και δεδομένων των πρωτόγονων μέσων μεταφοράς, καθίστατο ιδιαίτερα δυσχερής. Αυτό συνετέλεσε σε μια κατά κάποιο τρόπο ιδιότυπη απομόνωση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αυτοτελείς τοπικές και πολιτικές κοινότητες.
Παράλληλα, παρατηρείται το φαινόμενο της διαδοχικής εμφάνισης των ελληνικών φύλων. Πρώτοι αφίχθησαν οι Ίωνες περί το 2000 π.Χ με κύριους τόπους εγκατάστασης την Αττική, την Εύβοια και την Πελοπόννησο. Στην συνέχεια εμφανίστηκαν οι Αχαιοί περί το 1600 π.Χ, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλία, Βοιωτία και Πελοπόννησο. Οι Ίωνες τότε εξεδιώχθησαν από αυτούς και αναγκάστηκαν να πορευτούν προς τις Κυκλάδες και τα κεντρικά παράλια της Μικράς Ασίας. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι Αρκάδες, ένα πανάρχαιο φύλο. Η διάλεκτός τους σώζεται μέσα από την Κυπριακή, διότι μετανάστευσαν στην Κύπρο, και ονομάζεται αρκαδοκυπριακή.3 Τέλος, εμφανίζονται οι Δωριείς, οι οποίοι με την σειρά τους εκτοπίζουν τους Αχαιούς και εγκαθίστανται στην Ήπειρο, Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα, Λοκρίδα, Πελοπόννησο, Κρήτη, Ρόδο, Μήλο και στα νοτιοδυτικά της Μικράς Ασίας.
Όλες αυτές οι μετακινήσεις, λοιπόν, ήταν αναμενόμενο να έχουν και τον αντίστοιχο γλωσσικό τους αντίκτυπο. Κάθε φύλο, λόγω και της ιδιαίτερης ψυχικής ιδιομορφίας του, όπως και των εν γένει κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών του βιωμάτων, γέννησε και ανέπτυξε κάποια συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη. Τα λογοτεχνικά αυτά είδη πιστοποιούσαν την γλωσσική ιδιαιτερότητα κάθε φύλου για τον λόγο του ότι πλάστηκαν για να αποδώσουν και να τονίσουν, ακριβώς, τα ιδιαίτερα γλωσσικά χαρακτηριστικά του. Έτσι, παρατηρούμε ότι, οι Ίωνες διακρίθηκαν στο Έπος, σε μερικά είδη λυρικών ποιημάτων και στην ιστοριογραφία. Οι Δωριείς στην Χορική Λυρική Ποίηση και στο Ειδύλλιο. Οι Αιολείς στη Μονωδιακή Λυρική Ποίηση4. Για να φθάσουμε στην κορύφωση του Ελληνικού Λόγου τον 5ο π.Χ αιώνα, στην Αθήνα, με την δημιουργία του Δράματος, την Ρητορεία και την Φιλοσοφία5.
Ερχόμενοι, τώρα, στο συγκεκριμένο απόσπασμα του Ηροδότου, παρατηρούμε ότι γράφει σε Ιωνική διάλεκτο. Παράδειγμα το Αλικαρνησσέος, αντί για Αλικαρνασσέος, τρέπεται το μακρό α σε η, το ίδιο συμβαίνει με τα ιστορίη(α)ς, αιτίη(α)ν, διαφορή(α)ς. Μετά έχουμε τροπή του ει σε ε στα συγκριτικά π.χ απόδε(ει)ξης. Ακολούθως, δοτική σε οισι π.χ βαρβάρ-οισι, αλλήλ-οισι αντί βαρβάροις, αλλήλοις. Επίσης δεν συναιρεί Περσέων αντί Περσών. Τέλος ο δίφθογγος αυ αντικαθίστανται με ω π.χ θω(αυ)μαστά.
Η επιλογή, όμως, της Ιωνικής από τον Ηρόδοτο, δικαιολογείται για έναν βασικότατο λόγο. Το γεγονός ότι, αν και γεννημένος στην δωρική Αλικαρνασσό6, δοκίμασε τις δυνάμεις του στην συγγραφή ενός πεζού έργου. Ο πεζός λόγος, όμως, και μάλιστα η Ιστοριογραφία, ευδοκιμούσε μόνο στην Ιωνική διάλεκτο. Κατά συνέπεια αν και Δωριεύς, δεν είχε την δυνατότητα συγγραφής ενός τέτοιου έργου υπό τύπον χορικής ποίησης. Εκείνη την εποχή ήταν κανόνας η συγγραφή οποιουδήποτε λογοτεχνικού είδους στην διάλεκτο που ανήκε και όχι στην μητρική γλώσσα του συγγραφέως.
II. Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΠΤΗΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ
Ο Ηρόδοτος, με την συγγραφή της Ιστορίας του, στόχευε αφενός μεν στην υστεροφημία και την διατήρηση της μνήμης για τους επιγιγνομένους, επενδύοντας στην μονιμότητα του γραπτού λόγου αντί για τα Έπεα πτερόντα7, τον προφορικό λόγο δηλαδή, αφετέρου δε σε μία κριτική έρευνα των γεγονότων με ταυτόχρονη αναζήτηση της αιτίας αυτών. Κύριο θέμα του ήταν η αφήγηση των αγώνων υπέρ της ελληνικής ελευθερίας και εναντίων των βαρβάρων εισβολέων, των Περσών, που επιβουλεύοντο τον τότε ελλαδικό χώρο, αλλά και την εν γένει σφαίρα επιρροής των Ελλήνων στη Μεσόγειο.
Η μέθοδός του αποτελεί επεξεργασία της μεθόδου που ακολουθεί ο Όμηρος. Για τον λόγο αυτό ονομάσθηκε ομηρικώτατος. Θα μπορούσαμε να τον θεωρήσουμε ως ένα ποιητή που εκφράστηκε στον πεζό λόγο. Όπως ακριβώς και ο μεγάλος επικός ποιητής, έτσι και ο Ηρόδοτος θέτει ως έναν από τους δύο πρωταρχικούς του στόχους την ανάγκη διατήρησης και διαιώνισης της ιστορικής μνήμης, μέσα από τα θαυμαστά επιτεύγματα των Ελλήνων την περίοδο του πολέμου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί την λέξη ακλεά για να περιγράψει τα έργα των βαρβάρων, σε αντίθεση με την λέξη θωμαστά, όταν αναφέρεται στους συμπατριώτες του. Το κλέος αποτελούσε την υπέρτατη αρετή για τον ομηρικό κόσμο. Η κοσμοαντίληψη της εποχής εκείνης θεωρούσε την δόξα και την ανδρεία στον πόλεμο ως τις απόλυτες αξίες. Ήταν, εξάλλου, απόλυτα ταυτισμένες με το ιδεώδες του μοναρχικού πολιτεύματος που επικρατούσε τότε. Αντίθετα, ο ακλεής ταυτίζονταν με τον άσημο, τον χωρίς δόξα κοινό θνητό, κάτι ανάλογο με τον ιδιώτη επί των ημερών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Εκτός αυτών, όμως, ο Ηρόδοτος ομοιάζει με τον Όμηρο και ως προς τη δομή, αλλά και ως προς τις τεχνικές που χρησιμοποιεί στη ροή της αφηγήσεως του. Η αλήθεια, βέβαια, ήταν πως γενικότερα ο Όμηρος αποτελούσε το υπόδειγμα, το πρότυπο8, θα λέγαμε, για όλους τους μεταγενέστερους αυτού συγγραφείς. Ακολουθώντας, λοιπόν, τα ομηρικά πρότυπα, κάνει χρήση των λόγων9, χαρακτηριστικό παράδειγμα ο λόγος του Μαρδονίου, αμέσως μετά το τέλος της αφήγησης για την ναυμαχία της Σαλαμίνος, καθώς και διαφόρων παρεκβάσεων, για να πλουτίσει, με αυτόν τον τρόπο, την αφήγησή του. Ένα τέτοιο παράδειγμα παρέκβασης παρατηρούμε στην φράση τα τε άλλα, όπου σαφώς, ο συγγραφέας υπαινίσσεται και άλλους λόγους, για τους οποίους θα αναφερθεί εν καιρώ. Παράλληλα, ακολουθώντας πάντα την ομηρική τακτική, φροντίζει να στήνει τα σκηνικά της δράσης ταυτόχρονα και σε διαφορετικές τοποθεσίες, φροντίζοντας επιμελημένα να μην παραλείψει καμμία σκηνή.
Πέραν όλων αυτών, όμως, ο Ηρόδοτος φροντίζει για την συστηματική ιστορική καταγραφή των γεγονότων και για την ανάγκη διατήρησης του έργου του μέσα από τον γραπτό λόγο. Είναι γεγονός, πως στην Αρχαία Ελλάδα ο προφορικός λόγος υπερείχε του γραπτού, ο οποίος περιορίζονταν σε δεύτερη μοίρα. Ας μην ξεχνούμε πως και τα ομηρικά έπη απαγγέλλονταν, ως ξεχωριστές ραψωδίες, για μερικούς αιώνες, μέχρι να έρθει ο Πεισίστρατος τον 6ο π.Χ αιώνα για να τις ταξινομήσει και στην συνέχεια να καταγράψει την Ηλιάδα και την Οδύσσεια. Ο βασικότερος λόγος αυτής της διάκρισης έγκειται στην αντίληψη των Αρχαίων Ελλήνων, η οποία ευνοούσε την τέρψη της ακοής, μέσω της ακρόασης και την έξαψη των παθών μέσα από τον ποιητικό στίχο που συνάρπαζε, με την κατάλληλη, πάντοτε, φωνητική χροιά. Δεν αποτελεί υπερβολή το γεγονός, ότι, η συνήθεια μετάδοσης των ιδεών μέσω του προφορικού λόγου, συνεχίστηκε έως και τον 2ο μ.Χ αιώνα. Να μην ξεχνάμε, φυσικά και τους προσωκρατικούς, Θαλή, Αναξίμανδρο, Αναξιμένη, τον Πυθαγόρα, όπως και τον Σωκράτη, οι οποίοι ουδέποτε εκφράστηκαν γραπτώς. Η γνώση μας για αυτούς προέρχεται από μεταγενέστερους συγγραφείς που διέσωσαν τις ιδέες τους.
Για να γυρίσουμε, όμως, στον Ηρόδοτο, είναι αληθές ότι και ο ίδιος στη αρχή έκανε δημόσια απαγγελία των Ιστοριών του, κάτι που συνηθίζονταν, άλλωστε, από τους ιστορικούς. Βρισκόμαστε, εξάλλου, σε μια εποχή όπου η διάκριση μεταξύ του προφορικού και του γραπτού λόγου καθίστατο ιδιαιτέρως δυσχερής. Να μην λησμονούμε, φυσικά και την προκατάληψη που υπήρχε έναντι του γραπτού λόγου, με κορυφαίο παράδειγμα τον Πλάτωνα, ο οποίος με συνεχείς αναφορές στο έργο του Φαίδρος τόνιζε τα περί ανεπαρκείας και αδυναμίας του προφορικού λόγου ως προς την αληθή απόδοση των γεγονότων και των υψηλών νοημάτων και ιδεών.
Εξετάζοντας, τώρα, τον δεύτερο σκοπό του Ηροδότου, ο οποίος αφορά την κριτική έρευνα των γεγονότων και την παράλληλη αναζήτηση της αιτίας που προκάλεσε τα γεγονότα, παρατηρούμε τα εξής. Αναλύοντας την φράση ιστορίης απόδεξις ήδε, επισημαίνουμε την προσπάθειά του να αποδώσει τον χαρακτήρα της κριτικής έρευνας, ως μεθόδου που σκοπεύει να ακολουθήσει για την διερεύνηση των γεγονότων. Εδώ, βλέπουμε την διάθεση του να προχωρήσει μερικά βήματα πιο πέρα από τον Όμηρο. Προχωρώντας περαιτέρω παρατηρούμε τη φράση δι’ ην αιτίην επολέμησαν αλλήλοισι, όπου εκεί με σαφήνεια δίνει το στίγμα του. Η λέξη αιτίην αποδίδει με τον καλλίτερο τρόπο την πρόθεσή του να ψάξει το θέμα σε βάθος, ξεφεύγοντας παράλληλα από την επιφανειακή αφήγηση. Η αιτία της πολεμικής σύγκρουσης των δύο κόσμων χρήζει μιας πιο προσεκτικής διερεύνησης υπό το βλέμμα ενός ιστορικού, πλέον, παρατηρητή. Η έρευνα, τώρα, αποκτά για πρώτη φορά την επιστημονική της διάσταση, η οποία, βέβαια, θα φθάσει στην κορύφωσή της επί των ημερών του Θουκυδίδη, όπως θα δούμε πιο κάτω. Ένα μέρος αυτού του σκοπού εξυπηρετεί, άλλωστε, η ανασύνθεση της ιστορίας, τόσο των ελληνικών πολέμων, δύο περίπου γενιές πριν από τα Μηδικά, όσο και η αντίστοιχη της Περσικής αυτοκρατορίας. Επίσης, ξεφεύγει και από την αφήγηση των λογογράφων του 6ου π.Χ αιώνος, μη περιοριζόμενος σε απλές ταξιδιωτικές αναφορές. Όχι άδικα, λοιπόν, ο Κικέρωνας του απέδωσε τον χαρακτήρα του Πατέρα της Ιστορίας.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να κάνουμε μνεία και στην σχέση του Ηροδότου με τους προγενεστέρους του χρήστες του πεζού λόγου, τους λογογράφους, όπως ο Εκαταίος ο Μιλήσιος. Καταρχήν να τονίσουμε ότι οι περισσότεροι κατήγοντο από τις Ιωνικές πόλεις των αιγιακών παραλίων της Μικράς Ασίας. Η διάλεκτος που χρησιμοποιούσαν, μιας και αναφερόμαστε σε πεζό λόγο, δεν ήταν άλλη από τη Ιωνική. Αυτή που χρησιμοποίησε αργότερα και ο Ηρόδοτος. Η κοινή συνισταμένη, όμως, του εξ Αλικαρνασσού Ιστορικού, με τους Ίωνες λογογράφους επικεντρώνεται στα παρακάτω σημεία. Πρώτον, ταξιδεύει σε πολλές χώρες για να γνωρίσει όσο το δυνατόν περισσότερους λαούς και πολιτισμούς. Του δίδεται, έτσι, η ευκαιρία να καταγράψει, πράγμα που κάνει στο έργο του, διάφορες γεωγραφικές και εθνογραφικές πληροφορίες. Στην συνέχεια εμπλουτίζει τα κείμενά του με την παράθεση διαφόρων λόγων από τα σημαντικότερα πρόσωπα, όπως και με διάφορα σχόλια, ανέκδοτες ιστορίες, μύθους και γενικότερα διάφορα άσχετα στοιχεία. Όλα αυτά επενδεδυμένα με το κατάλληλο λογογραφικό ύφος, που συνιστά μια λαϊκή και ευχάριστη διήγηση.
Βέβαια, κάποια καινούργια στοιχεία που προσθέτει, τον καθιστούν, σαφέστατα, ξεχωριστό από τους λογογράφους. Ένα από αυτά είναι η επικέντρωση του στην ανθρώπινη φύση και στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν των δύο αντιμαχομένων, όπως ανεφέρθη και πιο πάνω. Αλλά, το κυριότερο σημείο που τον καθιστά ιδιαίτερο και τον κάνει να ξεχωρίσει, είναι αυτό το βήμα παραπάνω που πραγματοποιεί με την διερεύνηση των αιτίων του ιστορικού γίγνεσθαι. Αυτή η έστω και επιφανειακή προσπάθεια αναζήτησης των πραγματικών αιτίων, τον θέτει ως πρωτοπόρο στην Ιστορική Έρευνα.
Αν, όμως, ο Ηρόδοτος θεωρείται ως πρωτοπόρος στη ιστορική έρευνα και απεκλήθη ο πατέρας της ιστορίας, ο Θουκυδίδης υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγάλος καινοτόμος στην επιστήμη της ιστορίας. Ήταν ο πρώτος καθαρόαιμος ιστορικός. Εν αντιθέσει με το ομηρικό ιδεώδες, το οποίο εμφανίζεται εν πολλοίς και στον Ηρόδοτο, ο Θουκυδίδης εκφράζει το ιδεώδες της εποχής του, που δεν είναι άλλο από την πόλη-κράτος. Τα γραπτά του, δεν χρησιμοποιούνται από τον ίδιο για την επίτευξη της υστεροφημίας. Αποτελεί θεμέλιο για αυτόν, το να καταστεί η ιστορία που συνέγραψε ως κτήμα ες αεί για τις μελλοντικές γενιές. Καθιστά από την πρώτη στιγμή σαφέστατο τον προσανατολισμό του, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ανακάλυψη της αλήθειας10 που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα. Είναι αυστηρός και λεπτολόγος. Ο τρόπος γραφής του επικεντρώνεται πιο πολύ στην ερμηνεία, παρά στην απλή περιγραφή. Το ύφος του παράγει μια συλλογιστική αυστηρότητα, καθώς παίρνει απόσταση από το αντικείμενο της μελέτης του. Χρησιμοποιεί την κριτική έρευνα περισσότερο μεθοδικά και επιστημονικά για την διεξαγωγή πολυτίμων συμπερασμάτων και χρησίμων διδαγμάτων.
Σε αντίθεση, ο Ηρόδοτος αρέσκεται στον εμπλουτισμό του έργου του με εκτενείς αναφορές στην δημιουργία της Περσικής ισχύος και αυτοκρατορίας. Παράλληλα, φυσικά, ασχολείται και με την παρελθούσα ιστορία των ελληνικών πόλεων-κρατών. Τα κείμενά του, επίσης, βρίθουν με τις υπόλοιπες εθνολογικές, κοινωνικοοικονομικές και γεωγραφικές πληροφορίες που απεκόμισε από τα πολλά ταξίδια που πραγματοποίησε. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα αμέτρητα κουτσομπολιά, τους λαογραφικούς λόγους και τα μυθεύματα που μεταφέρει, τότε συμπεραίνουμε αβίαστα ότι έχουμε να κάνουμε με μια μορφή Ιστορίας του πολιτισμού. Εδώ και η διαφορά του Θουκυδίδη, ο οποίος στηλιτεύοντας την έλλειψη ουσιαστικής κριτικής αντίληψης, από μέρους του Ηροδότου, προσανατολίστηκε στην εξιστόρηση μιας καθαρά πολιτικής και στρατιωτικής ιστορίας, αναζητώντας την ανάλυση των βαθύτερων μηχανισμών, οι οποίοι κινούν τα νήματα της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας.
III. Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ
Παρατηρώντας το απόσπασμα, αυτό του Ηροδότου επισημαίνουμε αρκετές λεξιλογικές και συντακτικές ομοιότητες της Ιωνικής διαλέκτου, που χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος, με την Νέα Ελληνική. Αυτό αποδεικνύει, σαφέστατα, την συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, μέσα από το πέρασμα των αιώνων. Αντιστοίχως, όπως είναι φυσικό, παρατηρούμε και αρκετές διαφορές, ως απόρροια της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, με αποκορύφωμα την διαμόρφωση της στο σημερινό νεοελληνικό μόρφωμα.
Ξεκινάμε από τις λεξιλογικές ομοιότητες:
Ιστορίη (Ιστορία), απόδεξις (απόδειξη), γενόμενα (γινόμενα), ανθρώπων (ανθρώπων) πανομοιότυπο, χρόνω (χρόνος), εξίτηλος (χρησιμοποιείται ως ανεξίτηλος), γένηται (γεννώνται), μήτε (μήτε, ούτε), έργα (έργα) το ίδιο, μεγάλα (μεγάλα) το ίδιο, θωμαστά (θαυμαστά), Έλλησι (Έλληνες), βαρβάροισι (βαρβάρους), αποδεχθέντα (αποδεδειγμένα), αιτίην (αιτία), επολέμησαν (πολέμησαν), Περσέων (Περσών), λόγιοι (λόγοι, αλλά υπάρχει και το ουσιαστικό λόγιος πληθ. λόγιοι), Φοίνικας (Φοίνικες), αιτίους (υπαίτιους, με πρόθεση υπό), διαφορής (διαφοράς).
Συνεχίζουμε με τις συντακτικές ομοιότητες:
Στην σύνταξη του κειμένου παρατηρούμε ομοιότητα στην σύνταξη του συμπλεκτικού καταφατικού και μεγάλα τε και θωμαστά, τα τε άλλα και δι’ ήν αιτίην.
Το συμπλεκτικό αντιφατικό μήτε μήτε τα γενόμενα, μήτε έργα μεγάλα.
Οι αντιθετικοί μεν, δε τα μεν Έλλησι, τα δε βαρβάροισι.
Οι τελικοί ως ως μήτε τα γενόμενα.
Η χρήση της πρόθεσης δια δι’ ην αιτίην.
Οι διαφορές, τώρα, εντοπίζονται στις ακόλουθες.
Μορφολογικές, αλλαγές στη γραμματική. Χρησιμοποίηση δοτικής, η οποία στην νέα ελληνική έχει καταργηθεί. Χρόνω, Έλλησι, βαρβάροισι, αλλήλοισι.
Το απαρέμφατο γενέσθαι.
Χρονική αύξηση που δεν συναντάται στην νεοελληνική ε-πολέμησαν.
Ταύτιση υποτακτικής μετά της οριστικής και περιφραστική δήλωσή της. γένηται = να γίνεται.
Συντακτικές αλλαγές:
Συμπλεκτικός καταφατικός τε = και. Τελικός ως = για να. Αντωνυμίες δεικτικές ήδε = αυτή, αναφορικές ός, ή,ό (δι’ ήν αιτίην) = οποίος, οποία, οποίο
Λεξιλογικές αλλαγές. Άκλεα = άδοξα, άσημα φημί = διακηρύσσω, γνωστοποιώ, φανερώνω, βεβαιώνω, ισχυρίζομαι, λέγω, νομίζω, πιστεύω, φαντάζομαι, υποθέτω11.
IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Με την παρούσα μελέτη ολοκληρώσαμε μια εκτενή ανάλυση του κειμένου στο Προοίμιο των ιστοριών του Ηροδότου. Ξεκινήσαμε την αναφορά μας, εξετάζοντας σε πρώτη φάση τις αιτίες που οδήγησαν στον εκτεταμένο διαλεκτικό κατακερματισμό της Αρχαίας Ελληνικής. Επισημάναμε με χαρακτηριστικά παραδείγματα το είδος της διαλέκτου που χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος, αιτιολογώντας αυτή του την επιλογή. Στη συνέχεια, σε μία δεύτερη ενότητα επεκταθήκαμε περισσότερο, επιχειρώντας να αποκωδικοποιήσουμε την ιδεολογική χρήση της γραπτής αποτύπωσης του λόγου του, συγκρίνοντας τον, παράλληλα, με εκείνον του Θουκυδίδη. Ώσπου, τελικά καταλήξαμε στην απόδειξη της διαχρονικότητας και της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, μέσω απτών λεξιλογικών και συντακτικών ομοιοτήτων, αλλά και διαφορών με την νέα ελληνική.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ι. Βούρτσης, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α’, Εξέλιξη και Διάλεκτοι της Ελληνικής Γλώσσας, Εκδόσεις ΕΑΠ
2. Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Β’, Λογοτεχνία και Αρχαίο Θεάτρο, Εκδόσεις ΕΑΠ
3. Γεράσιμος Αν. Μαρκαντωνάτος-Θ. Μοσχόπουλος-Ε. Χωραφάς, Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής, Εκδόσεις GUTENBERG
1 Ι. Βούρτσης, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α’, Εξέλιξη και Διάλεκτοι της Ελληνικής Γλώσσας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 270
2 Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Β’,Λογοτεχνία και Αρχαίο Θέατρο, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 227
3 Ι. Βούρτσης, ό.π: 271
4 Στο ίδιο: 275
5 Στο ίδιο: 275
6 Στο ίδιο: 275
7 Ι. Βούρτσης, ό.π: 250
8 Α. Κουκουζέλη, ό.π: 227
9 Α. Κουκουζέλη, ό.π: 227
10 Α. Κουκουζέλη, ό.π: 227
11 Γεράσιμος Αν. Μαρκαντωνάτος-Θ. Μοσχόπουλος-Ε. Χωραφάς, Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής, Εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα 1995, σελ. 390
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου