Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Η ιστορική διαμόρφωση του γνωστικού αντικειμένου της ελληνικής λαογραφίας (έννοιες: λαός, έθνος, παράδοση) υπό την επίδραση των πολιτικών και θεωρητικών ρευμάτων του 19ου αι. (εξελικτισμός, διαφωτισμός, ρομαντισμός) και των κοινωνικών εξελίξεων του β’ μισού του 20ού




I. Εισαγωγή

            Η επιστήμη της Λαογραφίας έχει ως αντικείμενό της όλα όσα έχουν να κάνουν με τον παραδοσιακό πολιτισμό. Σκοπός της είναι να εντοπίσει, να καταγράψει και στη συνέχεια, μέσω συστηματικής μελέτης, να προχωρήσει στην ερμηνεία των ποικίλλων εκδηλώσεων αυτού του παραδοσιακού ή αλλιώς λαϊκού πολιτισμού. Ορίζεται διεθνώς με την αγγλική λέξη folklore[1]. Με την παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί μια αναδρομή στην ιστορική διαμόρφωση του γνωστικού αντικειμένου της ελληνικής λαογραφίας υπό την επίδραση των πολιτικών και θεωρητικών ρευμάτων του 19ου αιώνα και των κοινωνικών εξελίξεων του δευτέρου μισού του 20ου. Θα κινηθούμε σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη θα εξετάσουμε τη σύνδεση της ελληνικής λαογραφίας με την ιστορική συγκυρία της δημιουργίας των εθνών-κρατών με αποτέλεσμα τον εθνοκεντρικό προσανατολισμό της. Στη δεύτερη θα ορίσουμε τα τρία θεωρητικά ρεύματα (του εξελικτισμού, του διαφωτισμού και του ρομαντισμού), σε συνάρτηση με το ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση της ελληνικής λαογραφίας. Τέλος, στην τρίτη ενότητα θα αναφερθούμε στη μετάβαση του ενδιαφέροντος της ελληνικής λαογραφίας από τη μελέτη του αγροτικού χώρου στον αστικό.

ΙΙ. Ο Εθνοκεντρικός προσανατολισμός της ελληνικής λαογραφίας. Οι έννοιες: Λαός, Έθνος, Παράδοση

            Προτού εξετάσουμε τον προσανατολισμό της ελληνικής λαογραφίας προς τον εθνοκεντρισμό, θα επιχειρήσουμε την αποσαφήνιση των όρων λαός, έθνος και παραδοσιακός πολιτισμός. Είναι γεγονός ότι η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους συνέπεσε με την ιστορική συγκυρία της ανάδειξης των εθνών-κρατών. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η έννοια του λαού, αρχικά, συνδεόταν με την έννοια του έθνους. Με τον όρο «λαός» χαρακτηρίζουμε ένα σύνολο ανθρώπων που είναι φορείς ενός κοινά αποδεκτού συνόλου αξιών. Η σύσταση του λαού νοείται ως κατά βάση αγροτική. Αυτό εξηγείται λόγω του γεγονότος ότι ο αγροτικός πληθυσμός χαρακτηρίζεται από γνησιότητα και καθαρότητα. Επομένως, η λαογραφική μελέτη, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, αφορούσε αποκλειστικά τα όρια των εκδηλώσεων αυτού του ανθρώπινου συνόλου. Ο ίδιος ο Νικόλαος Πολίτης[2], άλλωστε, (ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας) όρισε το αντικείμενο της σε συνάρτηση με τις κατά παράδοση δια λόγων, πράξεων ή ενεργειών εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου του λαού.

            Το έθνος από την άλλη, οριοθετεί έναν λαό, του οποίου τα μέλη έχουν μεταξύ τους συγκεκριμένους δεσμούς. Οι δεσμοί αυτοί αναφέρονται στην κοινή γλώσσα, την κοινή καταγωγή, τις κοινές παραδόσεις, την ίδια θρησκεία. Το έθνος, λόγω κυρίως αυτής του της υφής, αισθάνεται ότι έχει μια ορισμένη αποστολή, έναν ορισμένο προορισμό. Πηγή της έννοιας του έθνους αποτέλεσε από την μία η Γαλλική Επανάσταση, ενώ από την άλλη ο συνδυασμός του γερμανικού εθνικισμού με το κίνημα του ρομαντισμού.

            Αναφορικά με τον παραδοσιακό πολιτισμό τώρα, αυτός αποτελεί το αντικείμενο της λαογραφικής μελέτης, όπως το ορίσαμε στην αρχή. Τις πρώτες δεκαετίες που η λαογραφία συγκροτούνταν σε επιστήμη, ο παραδοσιακός πολιτισμός θεωρούταν ως μία στατική και αμετάβλητη κατάσταση του πληθυσμού της ελληνικής υπαίθρου. Τα κύρια στοιχεία του ανάγονταν στο παρελθόν, εξακολουθούσαν όμως να επιβιώνουν και στο παρόν. Ακριβώς επειδή ο λαός της υπαίθρου διατηρούσε ατόφια τη γνησιότητά του, όπως ήδη γράψαμε λίγο πιο πάνω, με συνέπεια όλες οι συνήθειες-κατάλοιπα του παρελθόντος να μείνουν ανέπαφες και ανεπηρέαστες, αποτελούσε το σημείο αναφοράς της επιστήμης της λαογραφίας.. Άρα, ήταν ο μοναδικός χώρος ο αγροτικός, όπου οι λαογράφοι θα αναζητούσαν τα επιβιώματα περασμένων εποχών, τα οποία διαμόρφωναν τον πολιτισμικό χαρακτήρα του λαού.

            Γνωρίζοντας τις παραπάνω έννοιες, και με βάση την ιστορική συγκυρία της εποχής, θα λέγαμε ότι ήταν αναπόφευκτη η εθνοκεντρική χροιά της λαογραφίας στην Ελλάδα. Υπήρξε όμως και ένα ακόμη γεγονός, το οποίο στην ουσία αποτέλεσε την ίδια την αφορμή  για την δημιουργία της ελληνικής λαογραφίας. Επρόκειτο για τις θεωρίες που ανέπτυξε ο Γερμανός ιστορικός Φαλμεράιερ[3]. Ο ίδιος διατείνονταν ότι οι αρχαίοι Έλληνες ως έθνος είχαν εκλείψει από τα μέσα της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. Συνεπώς, οι κάτοικοι του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους δεν είχαν ουδεμία φυλετική σχέση με τους αρχαίους. Οι  κάτοικοι της απελευθερωμένης Ελλάδας λογίζονταν, σύμφωνα με τις μελέτες του Φαλμεράιερ ως απόγονοι Σλάβων και Αλβανών. Το αντίκτυπο αυτής της ιστορικής θεώρησης επεκτείνονταν και στο πεδίο του πολιτισμού. Ήταν ευνόητο, επομένως, ο πολιτισμός των νεοελλήνων να θεωρηθεί εκσλαβισμένος και εξαλβανισμένος. Επιπρόσθετα, ο ελληνισμός ως πολιτισμός έχασε την συνέχειά του κατά την βυζαντινή περίοδο. Με οδηγό την προσπάθεια αναχαίτισης της θεωρίας του Φαλμεράιερ, επιστρατεύθηκε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος από την πλευρά της ιστορίας και ο Νικόλαος Πολίτης από την πλευρά της λαογραφίας. Η ελληνική λαογραφία, λοιπόν, επιχείρησε να αξιοποιήσει τα επιβιώματα από τους αρχαίους χρόνους, προκειμένου να αποκαταστήσει την εθνική συνέχεια. Ταυτόχρονα, άρχισε να διαμορφώνεται σε πολιτικό επίπεδο η κυρίαρχη εθνική ιδεολογία, επηρεασμένη και αυτή από τη μεσσιανικού τύπου ιδεολογία του γερμανικού ιδεαλισμού[4], που δεν ήταν άλλη από τη Μεγάλη Ιδέα[5]. Το ιδεολόγημα της μεγάλης Ιδέας ήταν απότοκο του ελληνικού εθνικισμού, το οποίο συμπορεύτηκε με το πνεύμα του ευρωπαϊκού εθνικισμού και εμφανιζόταν ως μια προσπάθεια για τον εκπολιτισμό των βαρβάρων. Το ίδιο εθνοκεντρικό πλαίσιο, εξάλλου, όπως σημειώσαμε, επέδρασε στην ανάπτυξη της ελληνικής λαογραφίας, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι των γραμμάτων υπηρέτησαν τελικά τις εθνικές ανησυχίες διεκδικήσεις και αναζητήσεις.

ΙΙΙ. Ο ρόλος των θεωρητικών ρευμάτων του Εξελικτισμού, του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού

            Βασικό ρόλο για τη διαμόρφωση της ελληνικής λαογραφίας έπαιξαν τα ρεύματα του εξελικτισμού[6], του διαφωτισμού[7] και του ρομαντισμού[8]. Είναι γεγονός ότι η θεώρηση του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών επέδρασε στην διαμόρφωση των κοινωνικών επιστημών. Ο εξελικτισμός, βασισμένος στη Δαρβινική θεώρηση, θεωρούσε ότι, όπως οι βιολογικοί οργανισμοί εξελίσσονται, κατά τον ίδιο τρόπο ακριβώς εξελίσσεται και η ανθρώπινη κοινωνία και κατά συνέπεια κάθε πολιτισμική της έκφραση. Οι διάφοροι πολιτισμοί εντάσσονται σε μία συγκεκριμένη εξελικτική κλίμακα τριών βαθμίδων με βάση τον Ευρωπαϊκό, ο οποίος θεωρείται ότι βρίσκεται στην κορυφή αυτής της κλίμακας. Θεμελιωτής της εξελικτικής θεωρίας και της Αγγλικής ανθρωπολογίας ήταν ο Tylor, ο οποίος εισηγήθηκε μια θεωρητική αρχή διατυπωμένη στο πλαίσιο του εξελικτισμού. Πρόκειται για τη θεωρία των πολιτισμικών επιβιωμάτων[9]. Eπιβιώματα είναι οι διάφορες εκδηλώσεις του λαού όπως αντιλήψεις, πεποιθήσεις κ.ά. που δεν χάθηκαν στο πέρασμα των χρόνων εξαιτίας της δύναμης της συνήθειας. Τα στοιχεία αυτά αφορούν το παρελθόν, πολλές φορές φαίνονται ασύνδετα με το παρόν και μοιάζουν με απολιθώματα. Πρόκειται όμως για υπολείμματα από προηγούμενα στάδια εξέλιξης του πολιτισμού.

            Ο Διαφωτισμός, τώρα, από την πλευρά του αποτελεί το κατεξοχήν θεωρητικό ρεύμα του 18ου αιώνα. Στην ιστορική αντίληψη του Διαφωτισμού δεν έχουν θέση τα έθνη, αλλά ο άνθρωπος καθαυτός ως μία ενιαία και αδιάσπαστη οντότητα. Ο Ορθός Λόγος που προτείνεται στα πλαίσια του Διαφωτισμού προτάσσει την αντικειμενική λογική. Η  λογική αυτή νοείται ως η γενικότερη εκείνη έννοια η οποία ρυθμίζει τον ανθρώπινο βίο, η οποία κινείται εντός ενός αφαιρετικού πλαισίου. Με αυτόν τον τρόπο απομακρύνεται από τις ιδιαιτερότητες που ορίζουν το συγκεκριμένο. Έτσι, με τη βοήθεια των εργαλείων της λογικής και του Ορθού Λόγου, ο ανθρώπινος νους τείνει προς τη φώτιση και συνακόλουθα στην εξελικτική άνοδο, ενώ παράλληλα απομακρύνεται από το σκοτάδι της αγνωσίας.

            Τέλος, το ρεύμα του Ρομαντισμού ήρθε στο προσκήνιο όταν τα νέα εθνικά ευρωπαϊκά κράτη θέλησαν να προσδιορίσουν την εθνική τους ταυτότητα. Αυτό είχε ως συνέπεια στις αρχές του 19ου αιώνα οι λόγιοι να στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς τον λαό και κυρίως προς τον αγροτικό πληθυσμό γιατί αυτός χάριν στην απομόνωση του είχε διατηρήσει ανόθευτη τη λαϊκή παράδοση. Το επόμενο βήμα ήταν να ταυτιστούν οι αγροτικοί πληθυσμοί με την ρομαντική αντίληψη για το έθνος. Οι απαρχές του ρομαντισμού εντοπίζονται στα γερμανικά κράτη των αρχών του 19ου αιώνα. Οι Γερμανοί θεωρούσαν το έθνος ως μια αδιάρρηκτη ενότητα μιας ιδιαίτερης περιοχής με μια συγκεκριμένη κουλτούρα. Κατά συνέπεια, το εθνοτικό δόγμα, όπως διατυπώθηκε τότε, όριζε πως κάθε πολιτισμικά διακριτή κοινότητα έχει το δικαίωμα να συσταθεί σε μια διακριτή αυτόνομη πολιτική οντότητα, που δεν είναι άλλη από το εθνικό κράτος. Χαρακτηριστικά αυτού του εθνικού κράτους υπήρξαν τα κοινά έθιμα, οι θεσμοί, οι δοξασίες, οι θρησκευτικές παραδόσεις, καθώς και η γλώσσα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι Γερμανοί μελέτησαν τα φαινόμενα του λαϊκού πολιτισμού υπό το πρίσμα της λαογραφίας η οποία εμπνεύσθηκε από την έννοια του έθνους. Σύμφωνα με τον ρομαντισμό, η πολιτισμική έκφραση του λαϊκού και του αγροτικού πληθυσμού, εξαιρουμένου του αστικού, αποτελεί την ψυχή του λαού[10]. Η ψυχή αυτή αποτελεί μια υπερβατική οντότητα, πρόκειται για μια ανόθευτη και αναλλοίωτη ψυχή, η οποία συνιστά την ουσία του έθνους. Στην συνέχεια εξιδανικεύτηκε τόσο η λαϊκή ψυχή όσο και το Γερμανικό παρελθόν. Να σημειώσουμε εδώ ότι το ρομαντικό ρεύμα αναπτύχθηκε και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως στην Αγγλία και τη Γαλλία, έχοντας όμως διαφορετικό στόχο. Για την ακρίβεια, σε αυτές τις χώρες εμφανίσθηκε περισσότερο ως μια αντίδραση στον ορθολογισμό του διαφωτισμού.

            Η περίπτωση της Ελλάδας, από την άλλη, είναι ιδιάζουσα. Οι Έλληνες Λόγιοι επιτυγχάνουν να συσχετίσουν τα δύο αντίθετα ρεύματα του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού για την ανάδειξη της ελληνικής ταυτότητας. Ο πρώτος χρησίμευσε στην προσπάθεια των νεοελλήνων να επιστρέψουν στις ρίζες του αρχαίου παρελθόντος, ενώ ο δεύτερος στην κατανόηση της κρατικής οργάνωσης στη βάση του έθνους. Η επιτυχία του ελληνικού εγχειρήματος συνίστατο στο γεγονός ότι πρόβαλλε τα επί μέρους συστατικά αυτών των δύο κοσμοθεωριών, δίχως να υπεισέλθει στα βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα που αναφύονταν με την εμβάθυνση της μελέτης τους.

            Αυτή η προβολή των επί μέρους στοιχείων προσέφερε άφθονο υλικό στην λαογραφία, η οποία με τη σειρά της συνέβαλλε τα μέγιστα για την δημιουργία της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας. Πολύτιμη συνδρομή, επίσης, για την κατασκευή της ελληνικής συνείδησης είχε ο εξελικτισμός που πρόσφερε το πρότυπο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, πάνω στη βάση του οποίου είναι οικοδομημένος ο κορυφαίος πολιτισμός της εποχής, ο Ευρωπαϊκός. Φυσικά, μιλάμε για την περίοδο εκείνη κατά την οποία πλαθόταν η φύση και ο χαρακτήρας του νεοελληνικού κράτους, όπου πήγαζε η πρωταρχική ανάγκη του εθνικού αυτοπροσδιορισμού στη βάση του εμείς και οι αρχαίοι. Αυτή η ανάγκη απέκλειε τις κάθε είδους ετερότητες, επειδή ακριβώς στηριζόταν  στη λογική της ενιαίας και ομοιογενούς εθνικής συγκρότησης, η οποία με τη σειρά της, έβρισκε την απόλυτη έκφρασή της στον αγνό και ανόθευτο πολιτισμό των αγροτικών περιοχών. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η εμμονή στα δημιουργήματα του πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων, για τον λόγο του ότι εξυπηρετούσε συγκεκριμένη σκοπιμότητα, έριξε ένα πέπλο σιωπής σε ορισμένες πτυχές του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού. Η αιτία εστιαζόταν στο ότι οι συγκεκριμένες πτυχές δεν εξυπηρετούσαν το κυρίαρχο ιδεολόγημα.

            Με την ίδια λογική, η ελληνική λαογραφία συνέχισε να διαμορφώνει το γνωστικό της αντικείμενο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου. Τη σκυτάλη από τον Νικόλαο Πολίτη πήραν οι μαθητές του Στίλπων Κυριακίδης[11] και Γεώργιος Μέγας[12] οι οποίοι συνέβαλλαν με τη σειρά τους στον καθορισμό της φυσιογνωμίας της ελληνικής λαογραφίας. Ο Κυριακίδης εστίασε στην αντιπαραβολή των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού, στο κατά παράδοσιν δηλαδή, στο ομαδικόν, και το αυθόρμητον, με εκείνα του μοντέρνου όπως το νεωτεροποιόν, το ατομικόν και το ορθολογικόν. Από την άλλη ο Μέγας προχωρεί στη διάκριση των λαογραφικών δεδομένων σε υλικό, πνευματικό και κοινωνικό βίο. Η διάκριση αυτή θεωρείται αποδεκτή έως τις μέρες μας.

IV. Η αλλαγή προσανατολισμού της ελληνικής λαογραφίας από την μελέτη του αγροτικού χώρου στον αστικό χώρο

            Η προσκόλληση της ελληνικής λαογραφίας στο πνεύμα της αναζήτησης της συνέχειας του αρχαίου παρελθόντος, υποχώρησε αισθητά μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Τόσο η μεθοδολογία όσο και οι θεωρητικές κατευθύνσεις σε σχέση με το αντικείμενο της αλλάζουν άρδην. Η ανάπτυξη των αστικών κέντρων, με την παράλληλη πληθυσμιακή έκρηξη  που παρατηρείται σε  αυτά, κεντρίζει το ενδιαφέρον της νεότερης γενιάς των λαογράφων οι οποίοι προσανατολίζονται στη μελέτη του αστικού πληθυσμού, ενώ μειώνεται το ενδιαφέρον τους για τους κατοίκους της υπαίθρου. Επιπρόσθετα, η άποψη που επικρατούσε μέχρι τότε στους διεθνείς κύκλους της λαογραφίας, περί του ανεπηρέαστου και στατικού χαρακτήρα του παραδοσιακού πολιτισμού, αναθεωρείται. Υιοθετείται ο δυναμικός χαρακτήρας στον λαϊκό πολιτισμό, ο οποίος συνίσταται στην επικοινωνία, την όσμωση και τη μεταλλαγή των διαφόρων πολιτισμικών στοιχείων που συμπλέκονται στο ευρύτερο κοινωνικό φάσμα. Οι λαογράφοι που ξεχωρίζουν είναι ο Δημήτριος Λουκάτος[13], ο Στέφανος Ήμελλος[14], η Άλκη Κυριακίδου Νέστορος[15] και ο Μιχάλης Μερακλής[16].

            Πρώτος απ’ όλους ο Λουκάτος επιχείρησε να εξετάσει την πολιτισμική δραστηριότητα που παρατηρείται στις πόλεις. Εισάγει τον «εθνογραφικό τρόπο μελέτης»[17] με τη διεξαγωγή επιτόπιων ερευνών, βάσει του οποίου επαναπροσδιορίζονται οι έννοιες λαός και παραδοσιακός πολιτισμός. Οι διαφοροποίηση του, είχε να κάνει επίσης με τον ερασιτεχνικό τρόπο αντιμετώπισης των λαογραφικών δεδομένων που επιδίωκε τη χειραγώγηση με την κατασκευή θεωριών, οι οποίες έθεταν σε δεύτερη μοίρα την επιστημονική έρευνα.

            Ο Ήμελλος επινοεί τη «χαρτογραφική μέθοδο»[18] με σκοπό την καταγραφή του τόπου εμφάνισης των λαογραφικών φαινομένων, ενώ η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος έστρεψε το ενδιαφέρον της στη δομή των παραδοσιακών κοινωνιών. Ταυτόχρονα, επικεντρώθηκε με τη μελέτη των λειτουργιών του λαϊκού πολιτισμού. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δεν ασχολήθηκε με την έρευνα των αστικών πολιτισμικών φαινομένων. Ενδιαφέρθηκε όμως να καταγράψει τις προφορικές μαρτυρίες των προσφύγων από τη Μικρασία, προκειμένου να τις συνδέσει με την προφορική ιστορία του τόπου.

            Τέλος, ο Μερακλής επικεντρώνει τη μελέτη του, σχεδόν αποκλειστικά, στο αστικό πεδίο, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο τις βάσεις για τη δημιουργία της «κοινωνικής λαογραφίας»[19]. Εκείνο που τον ενδιαφέρει, πρώτιστα, είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας του πολιτισμικού γίγνεσθαι. Ο ίδιος εισηγείται μια νέα κατανομή των λαογραφικών στοιχείων, έχοντας οδηγό τα νεότερα πορίσματά του από τη έρευνα του αστικού χώρου. Ο χωρισμός  του λαογραφικού υλικού που προτείνει ο Μερακλής είναι ο ακόλουθος: 1) κοινωνική συγκρότηση, 2) ήθη και έθιμα και 3) λαϊκή τέχνη.

V. Συμπεράσματα

            Με την εξέταση των νέων κατευθύνσεων της ελληνικής λαογραφίας στα μεταπολεμικά χρόνια, ολοκληρώνεται η σκιαγράφηση της εξελικτικής πορείας της από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους έως τις μέρες μας. Συνοψίζοντας την ουσία των όσων παραθέσαμε, θα λέγαμε ότι η ελληνική λαογραφία χρησιμοποιήθηκε τον πρώτο καιρό από το νεοσύστατο κράτος ως θεωρητικό όργανο χειραγώγησης της νεότευκτης εθνικής ταυτότητας, παράλληλα με την κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας. Ο λόγος ήταν, εκτός του ήδη διαμορφωμένου διεθνούς κλίματος, οι θεωρίες του Γερμανού ιστορικού Φαλμεράιερ, που αποσυνέδεαν φυλετικά τους νεοέλληνες από το ένδοξο αρχαίο παρελθόν τους. Το περιβάλλον, άλλωστε, εκείνης της εποχής που γεννήθηκαν τα έθνη-κράτη ευνοούσε τέτοιες πρακτικές. Μην λησμονούμε, εξάλλου, το αδιαμφισβήτητο γεγονός του κυρίαρχου ρεύματος του ρομαντισμού, ο οποίος σε συνάρτηση με τον αφυπνιζόμενο γερμανικό εθνικισμό παρείχε τα εχέγγυα για την μονόπλευρη ανάπτυξη της λαογραφίας. Η αναζήτηση της λαϊκής ψυχής περνούσε μέσα από τον αγροτικό χώρο, για τον οποίο πίστευαν ότι τη διατηρούσε καθαρή και ανόθευτη. Στην Ελλάδα όμως, τον βασικότερο ρόλο για τον εθνικό προσδιορισμό με αναφορά στην κλασική αρχαιότητα τον έπαιξε ο Διαφωτισμός, ο οποίος σε συνδυασμό, κυρίως με τον ρομαντισμό διαμόρφωσαν το εθνικό πνεύμα. Ρόλο σε αυτό έπαιξε και το ρεύμα του εξελικτισμού. Έτσι διαμορφώθηκε το κλίμα στην ελληνική λαογραφία από τον Πολίτη και τους μαθητές του μέχρι τις αρχές του δευτέρου μισού του 20ου, όπου οι μεταγενέστεροι λαογράφοι θεώρησαν τον λαό ως κοινωνική-πολιτισμική οντότητα και τον αποσύνδεσαν από την υπεριστορική οντότητα του έθνους. Αναγνωρίζουν την ετερότητα αγροτικού και αστικού χώρου και ασχολούνται κυρίως με τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που συρρέουν στις μεγαλουπόλεις. Έχει φθάσει η ώρα της κοινωνικής λαογραφίας.

 Βιβλιογραφία

  1. Δ. Τζάκης, «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας», στο Γ. Αικατερινίδης κ.ά, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα 2002
  2. Άλκη Κυριακίδου- Νέστωρος, «Η ρομαντική έννοια του έθνους και η Λαογραφία», Η θεωρία της Ελληικής Λαογραφίας, Εκδόσεις Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1978

[1] Δ. Τζάκης, «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας», στο Γ. Αικατερινίδης κ.ά, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, (Πάτρα 2002): 23
[2] Στο ίδιο: 23
[3] Δ. Τζάκης, ό.π: 35
[4] Άλκη Κυριακίδου- Νέστωρος, «Η ρομαντική έννοια του έθνους και η Λαογραφία», Η θεωρία της Ελληικής Λαογραφίας, (Αθήνα 1978): 25
[5] Στο ίδιο: 36
[6]Στο ίδιο: 18
[7] Στο ίδιο: 22
[8] Στο ίδιο: 22
[9] Δ. Τζάκης, ό.π: 33
[10] Άλκη Κυριακίδου- Νέστωρος, ό.π: 25
[11] Δ. Τζάκης, ό.π: 36
[12] Στο ίδιο: 36
[13] Δ. Τζάκης, ό.π: 39
[14] Στο ίδιο: 39
[15] Στο ίδιο: 39
[16] Στο ίδιο: 39
[17] Στο ίδιο: 39
[18] Στο ίδιο: 39
[19] Στο ίδο: 40

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου