Χρυσούν Υπέρπυρον Αλεξίου Α’ Κομνηνού
Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου,
εντός του οποίου εξεδόθη
«Έτερον δε σημείον δυναστείας των Ρωμαίων
ο αυτοίς κεχάρισται ο Θεός, λέγω δη ότι εν τω νομίσματι
αιτών εμπορεύονται πάντα τα έθνη και εν παντί τόπω
απ' άκρου γης έως άκρου γης δεκτόν εστι, θαυμαζόμενον
παρά παντός ανθρώπου και πάσης βασιλείας,
όπερ ετέρα βασιλεία ουχ υπάρχει το τοιούτο»
Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης 6ος αιών (για το βυζαντινό νόμισμα)
Ι. Εισαγωγή
Τα βυζαντινά νομίσματα κυριάρχησαν κατά την διάρκεια του Μεσαίωνος. Είχαν τέτοια επιρροή που όλα τα βασίλεια στην Δύση εκείνη την εποχή επιχείρησαν να κόψουν παρόμοια νομίσματα. Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, Λογγοβάρδοι, Νορμανδοί, Βενετοί, Δανοί, άλλοι λιγότερο, και άλλοι περισσότερο, μιμήθηκαν το βυζαντινό νομισματικό πρότυπο. Με το παρόν θα εξετάσουμε το χρυσό Υπέρπυρον νόμισμα του Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1081-1118). Αρχικά θα το περιγράψουμε ενώ θα ακολουθήσει η παράθεση του ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη.
ΙΙ. Περιγραφή Νομίσματος
Το χρυσό Υπέρπυρον, που θα μελετήσουμε, έχει εκδοθεί μετά την μεταρρύθμιση του Αλεξίου του Α’ το 1092 είναι είκοσι ενός (21) καρατίων και ζυγίζει, περίπου, 4,34 gr. Στην εμπρόσθιά του όψη έχει την μορφή του Ιησού Χριστού (όταν στα νομίσματα απεικονίζονταν η όψη του Χριστού τότε εκείνη ετοποθετείτο πάντοτε στην εμπρόσθια όψη) ένθρονου, να κοιτάζει κατά πρόσωπο με το κεφάλι του να στεφανώνεται με φωτοστέφανο σταυρού. Με το αριστερό του χέρι κρατά το Ευαγγέλιο ενώ το δεξιό το έχει ανασηκωμένο σε στάση ευλογίας. Τα αρχικά IC – XC που δηλώνουν την ταυτότητα του εικονιζόμενου προσώπου, δηλαδή ΙΗΣΟΥC – ΧΡΙΣΤΟC, βρίσκονται δεξιά και αριστερά του σταυρικού φωτοστεφάνου. Σε κυκλοτερή μορφή από τα αριστερά προς τα δεξιά, όπως βλέπουμε το νόμισμα διακρίνεται η επιγραφή: +ΚΕΠ στα αριστερά και ΗΘΕΙ στα δεξιά. Εννοεί: «Κύριε Βοήθει».
Στην οπίσθια όψη απεικονίζεται ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, εστεμμένος από το χέρι του Θεού, όπως φαίνεται πάνω δεξιά, όπως παρατηρούμε το χρυσό Υπέρπυρον. Η όψη του είναι κατά πρόσωπο. Είναι ενδεδυμένος με το αυτοκρατορικό χρυσοποίκιλτο ένδυμα στολισμένο με κοσμήματα. Στο δεξί του χέρι κρατά το αυτοκρατορικό λάβαρο ενώ με το αριστερό κρατά την ένσταυρη χρυσή σφαίρα που συμβολίζει την οικουμένη καθόσον ο αυτοκράτορας ήταν ο αντιπρόσωπος του Θεού στην γη. Κάτω από την ένσταυρη σφαίρα διακρίνονται 6 χρυσές σφαίρες. Η επιγραφή είναι χαραγμένη δεξιά και αριστερά της μορφής του αυτοκράτορος, χωρισμένη, δίχως να ακολουθεί κυκλική τροχιά όπως στο εμπρόσθιο τμήμα. Αριστερά, όπως βλέπουμε το νόμισμα, και από επάνω προς τα κάτω, αναγράφεται: Α ΛΕ ΞΙW ΔΕC ΠΟ ΤΗ. Από τα Δεξιά, όπως παρατηρούμε, διαβάζουμε πάλι από τα πάνω προς τα κάτω: ΤW ΚΟ ΜΝΗ ΝW. Δηλαδή: «Αλέξιω Δεσπότη τω Κομνηνώ».
ΙΙΙ. Ιστορικό Πλαίσιο
Το 1081, έτος κατά το οποίο ανήλθε στον βυζαντινό θρόνο ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, ιδρυτής της ομώνυμης Δυναστείας η κατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν οικτρή, απότοκο των τραγικών διακυβερνήσεων που ακολούθησαν την επαύριο του θανάτου του Βασιλείου του Β’ το 1025. Η αυτοκρατορία έχει απολέσει το σύνολο, σχεδόν, της Μικράς Ασίας που αποτελούσε τον κύριο πνεύμονά της. Από την μικρασιατική χερσόνησο αντλούσε στρατεύματα, γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και φόρους ενώ η περιοχή ήταν καίριας στρατηγικής σημασίας. Τα πρώτα τουρκικά φύλα, οι Σελτζούκοι, μετά την επιτυχή για αυτούς έκβαση της μάχης του Μαντζικέρτ κατά των Βυζαντινών, και εκμεταλλευόμενοι άριστα τις ενδοβυζαντινές διαμάχες με τις αδιάκοπες στάσεις των στρατηγών, εγκαθίστανται στο οροπέδιο της Ανατολίας καθιστώντας την περιοχή ζωτικό τους χώρο. Μέσα σε 10 χρόνια ο διάδοχος του Αρλπ Ασλάν (νικητή του Μάντζικερτ) Σουλεϊμάν γίνεται κύριος της Μικράς Ασίας και ιδρύει το Σουλτανάτο του Ρουμ με αρχική πρωτεύουσα την Νίκαια της Βιθυνίας, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.
Βλέποντας αυτή την κατάσταση ο Αλέξιος αποφασίζει και τελικά κατορθώνει να ανατρέψει το 1081 τον γηραιό αυτοκράτορα Νικηφόρο Βοτανειάτη (1078-1081) και από στρατηγός του να αναγορευτεί αυτοκράτωρ. Σε αυτό είχε και την βοήθεια της οικογένειας των Δουκών μετά την περιβόητη συνάντηση των δύο οικογενειών στην πόλη Τζούρουλο (Ostrogorsky: σ.240) της Θράκης. Μετά την άνοδό του στον θρόνο είχε να παλέψει σε δύο κύρια μέτωπα και ένα δευτερεύον. Στην Ανατολή αντιμετώπιζε τους Σελτζούκους, στην Δύση τους Νορμανδούς οι οποίοι είχαν καταλάβει το τελευταίο βυζαντινό προπύργιο στην Ιταλία το Μπάρι την ίδια μοιραία χρονιά 1071 ενώ από τον Βορρά επικρέμονταν η απειλή των Πετσενέγκων. Να σημειώσουμε, δε, ότι από το 1096 θα είχε να αντιμετωπίσει και τους Σταυροφόρους από την δυτική Ευρώπη. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση ο Αλέξιος αξιολόγησε τους κινδύνους και έθεσε ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση των Νορμανδών. Το 1082 με χρυσόβουλο του το οποίο παραχωρούσε υπερβολικά προνόμια στους Βενετούς (οι επιπτώσεις των οποίων θα φανούν αργότερα) εξασφάλισε την αρωγή του στόλου τους ώστε να νικήσει τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γυισκάρδου. Το 1091 πετυχαίνει να εκμηδενίσει τους Πετσενέγκους στην μάχη του Λεβουνίου και ετοιμάζεται να λάβει δράση στην Μικρά Ασία με σκοπό την ανακατάληψή της από τους Σελτζούκους.
Το επόμενο έτος (1092) προβαίνει σε νομισματική μεταρρύθμιση, έτσι ώστε να επανακαθοριστεί η αξία των βυζαντινών νομισμάτων. Η μεταρρύθμιση αυτή κρίνονταν απαραίτητη καθόσον το χρυσό βυζαντινό νόμισμα, το δολάριο του Μεσαίωνα (Ahrweiler) είχε χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξία του.
Εάν προβούμε σε μία ιστορική αναδρομή από τον 10ο αιώνα θα παρατηρήσουμε ότι ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογεννήτου (945-959) έως το τέλος της βασιλείας του Μιχαήλ Δ' του Παφλαγόνα (1034-1041), παρατηρείται μία πολύ μικρή νόθευση του χρυσού νομίσματος με άργυρο της τάξεως του 0,04% ανά έτος.
Από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου (1042-1055) έως το τέλος της βασιλείας του Ρωμανού Δ' (1068-1071), σε μία δεύτερη φάση, η νόθευση μεγαλώνει σε 0,4% ανά έτος ή και περισσότερο.
Σε μία τρίτη φάση από το 1071 έως το 1092 η περιεκτικότητα σε χρυσό του "χρυσού" νομίσματος περιορίζεται έως και το 10%. Ήταν εκείνη την χρονιά (1092) όπου ο Αλέξιος προέβει στον επανακαθορισμό της αξίας των βυζαντινών νομισμάτων και εκδίδει το Υπέρπυρον χρυσό νόμισμα με περιεκτικότητα σε χρυσό περί τα 21 καράτια, αντί των 24 που είχε το παλαιό Σόλιδο (Laiou, σ.333).
IV. Συμπεράσματα
Είδαμε ότι ο Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός ανέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο σε μία εποχή που το Βυζάντιο βρίσκονταν στα πρόθυρα διαλύσεως. Ο ίδιος, ιδιαίτερα οξυδερκής ων, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να ανατρέψει την δυσμενή αυτή κατάσταση. Εκτός των εξωτερικών χειρισμών του προέβη και στις απαραίτητες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό να ορθοποδήσει το κράτος. Από τις πιο σημαντικές του ήταν η έκδοση νέας σειράς νομισμάτων με αρχή το νέο χρυσό νόμισμα που εξέδωσε, το Υπέρπυρον (παράλληλα κόπηκαν αργυρά Ιστάμενα και Μηλιαρήσια). Πρόκειται για καίρια οικονομική τομή η οποία διήρκησε μέχρι και το 1261, έτος επανάκτησης της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους, οι οποίοι την κατέλαβαν το 1204 στα πλαίσια της 4ης Σταυροφορίας.
V. Βιβλιογραφία
1. Ostrogorsky Georg, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Τόμος 2, Μετάφραση: Παναγόπουλος Ιωάννης, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήναι, 2002.
2. Ahrweiler Helene, ΧΡΥΣΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ το δολάριο του μεσαίωνα, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τεύχος 1, Νοέμβριος 1981.
3. Laiou E. Angeliki, The Economic History of Byzantium From the Seventh through the Fifteenth century, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington D.C, 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου