Σημείωση istorias-alitheia: Ο Ιωάννης Καμινιάτης εξιστορεί το χρονικό της πρώτης, εκ των τριών, αλώσεως της συμβασιλευούσης Θεσσαλονίκης το 904 από τον εξωμότη αρχηγό του Αραβικού στόλου Λέοντα τον Τριπολίτη. Η δεύτερη άλωση ήταν από τους Νορμανδούς το 1185 και η τρίτη από τους Οθωμανούς το 1430. Η δεύτερη άλωση περιγράφεται από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο και η τρίτη από τον Ιωάννη Αναγνώστη.
Το σύντομο ιστορικό το περιγράφει η Αλκμήνη Σταυρίδου Ζαφράκα:
Την άνοιξη του 904 ο εξωμότης Λέων ο Τριπολίτης με ισχυρή ναυτική μοίρα κατευθύνθηκε προς τα Στενά του Ελλησπόντου. Διατάχθηκε ο δρουγγάριος των πλωΐμων Ευστάθιος να τον αναχαιτίσει, ο οποίος όμως αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει. Ο Λέων σε μια επίδειξη δυνάμεως έφθασε ως το Πάριον στην Προποντίδα, στη συνέχεια όμως εξήλθε από τα Στενά και κατευθύνθηκε προς τα δυτικά. Ο νέος αρχηγός του στόλου, ο πρωτοασηκρήτις Ιμέριος έπλευσε εναντίον του, τον πρόλαβε στη Θάσο, δεν τόλμησε όμως να συγκρουστεί μαζί του εξαιτίας των υπέρμετρων ναυτικών δυνάμεων του Τριπολίτη, «πλήθει καὶ προθυμίᾳ ὑπερέχοντας αὐτοὺς ἰδών»
Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης είχαν ειδοποιηθεί για τον επερχόμενο κίνδυνο. Όπως αναφέρει ο Ιωάννης Καμινιάτης, που έζησε και περιέγραψε τα τραγικά γεγονότα της πολιορκίας και της άλωσης της Θεσσαλονίκης, ο αυτοκράτορας έστειλε τον πρωτοσπαθάριο Πετρωνά, ο οποίος, όταν είδε την κατάσταση των παραλίων τειχών, συνέστησε να ρίξουν σαρκοφάγους μπροστά από τα θαλάσσια τείχη, για να μη μπορούν να πλησιάσουν τα εχθρικά πλοία. Η προσπάθεια όμως αυτή εγκαταλείφθηκε, όταν ανακλήθηκε ο Πετρωνάς και ο στρατηγός του θέματος Θεσσαλονίκης Λέων Χατζιλάκιος διέταξε την ανύψωση των τειχών. ΄Ηταν φανερό όμως πως δεν προλάβαιναν να ολοκληρώσουν το έργο. Τα πράγματα πήγαν προς το χειρότερο, όταν έφθασε και τρίτος απεσταλμένος του αυτοκράτορα, ο στρατηγός Νικήτας που ανέλαβε την άμυνα της πόλης, ενώ κατά την υποδοχή του ο Χατζιλάκιος τραυματίστηκε πέφτοντας από το άλογο. Η μαρτυρία του Καμινιάτη και των άλλων αφηγηματικών πηγών επιβεβαιώνεται από επιγραφή στο υπέρθυρο πύλης του θαλάσσιου τείχους, που βρέθηκε το 1879 μετά την κατασκαφή του παραλιακού τείχους της Θεσσαλονίκης, στη διασταύρωση των οδών Λέοντος Σοφού και Φράγκων, και εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης:
Ἀνεκεν(ίσ)θη ἐπὶ Λέον(τος) κ(αὶ) Ἀλεξάνδρου τῶ(ν) αὐταδέλφω(ν) κ(αὶ)αὐτοκρατόρω(ν) κ(αὶ) φιλοχρίστω(ν) ἡμῶ(ν) βασιλέω(ν) κ(αὶ) ἐ[πὶ Νικολάουτοῦ] οἰκουμενικοῦ ἡμῶν πατριάρχου. / Ἀνεκενίσθ(η) ἐπὶ Λέοντ(ος) βασ(ι)-λ(ικοῦ) (πρωτο)σπαθ(αρίου) κ(αί) στρατιγῷ Θεσσαλ(ονίκης) τοῦ Χιτζιλάκηκ(αὶ) ἐπὶ Ἰω(άννου) ἀρχ(ι)[ε]πισκόπ(ου) Θεσσαλονίκης τοῦ ἐντοπίου.
Το πρωί της Κυριακής της 29ης Ιουλίου εμφανίστηκε ο αραβικός στόλος και πλησίασε την πόλη. Ο αρχηγός των Σαρακηνών επιθεώρησε τα τείχη, για να επισημάνει τα αδύνατα σημεία. Ο Καμινιάτης περιγράφει τις επιθέσεις των εχθρών και τον ηρωισμό των υπερασπιστών της πόλης, την αλλοφροσύνη του λαού και την καταφυγή του στον ναό του Αγίου Δημητρίου και στους άλλους ναούς, αλλά και τον τρόπο, με τον οποίο κατάφεραν οι Σαρακηνοί να υπερκεράσουν το θαλάσσιο τείχος. Ένωσαν ανά δύο τα καράβια τους και με αυτοσχέδιους ξυλόπυργους που ήταν ψηλότεροι από το τείχος εισέβαλαν στην πόλη τα ξημερώματα της Τρίτης 31 Ιουλίου. Δέκα μερόνυχτα κράτησαν οι σφαγές και οι λεηλασίες, και όσοι επέζησαν, όπως ο Καμινιάτης ο πατέρας και τα αδέλφια του, φορτώθηκαν σε καράβια για τα σκλαβοπάζαρα της Κρήτης και της Συρίας. Ο Καμινιάτης μαζί με άλλους Θεσσαλονικείς κατέληξε στην Ταρσό, όπου πιθανότατα έγραψε την αφήγησή του, και εκεί έγινε η ανταλλαγή τους με Σαρακηνούς αιχμαλώτους.
Όπως αναφέρει ο Καμινιάτης, ο Λέων ο Τριπολίτης είχε σκοπό να κάψει την πόλη, μεταπείστηκε όμως, όταν Βυζαντινός αξιωματούχος που έτυχε να βρίσκεται στην πόλη, ο Συμεών, τού έδωσε άφθονο χρυσάφι που προοριζόταν για τον στρατό της Σικελίας και που είχε φέρει ο κουβικουλάριος Ροδοφύλης.
Αποσπάσματα από την πολιορκία και την άλωση της πόλεως εκ του βιβλίου του Ιωάννου Καμινιάτη:
Η αρχή της πολιορκίας – 1η ημέρα
23. […] Τα ξημερώματα
της Κυριακής στις είκοσι εννέα Ιουλίου του έτους 6412 (η χρονολόγηση είναι από
κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 904) έφθασε κάποιος λέγοντας ότι τα πλοία των
βαρβάρων πλησίασαν κάπου κοντά στον αυχένα του Εκβόλου που αναφέραμε. Καθώς
λοιπόν η φήμη διαδόθηκε αμέσως σ’ ολόκληρη την πόλη, ξεσηκώθηκε παντού θόρυβος
και σύγχυση και ταραχή, επειδή ο καθένας έλεγε και σκεφτόταν κι από κάτι
διαφορετικό για το γεγονός και όλοι οπλίζονταν όπως μπορούσαν και έτρεχαν στο
τείχος. Δεν
είχαν σκορπιστεί ακόμα στις επάλξεις του τείχους και να! φάνηκαν και τα πλοία
των βαρβάρων από τη μύτη που είπαμε, έχοντας ανοιγμένα τα πανιά τους. Έτυχε
μάλιστα από μια σύμπτωση την ώρα εκείνη να φυσάει άνεμος από πίσω τους, ώστε οι
περισσότεροι να φαντάζονται ότι τα πλοία δεν έρχονται πάνω στα νερά αλλά ψηλά
μέσα από τον αέρα. Ήταν όπως αναφέραμε, Ιούλιος μήνας, όταν περισσότερο από τις
άλλες μέρες φυσάει εδώ δια μέσου του κόλπου ο άνεμος, που ξεκινάει από τις
κορυφές του Ολύμπου της Ελλάδας και έρχεται στην πόλη από το πρωί ως την ένατη
ώρα κάθε καλοκαιρινή ημέρα ανανεώνοντας την ατμόσφαιρά της. Βρίσκοντας λοιπόν
εκείνον ως συνεργό οι εχθροί άραξαν κοντά μας την ώρα που άρχιζε η ημέρα.
Αρχικά, φθάνοντας κάπου κοντά στο τείχος, κατέβασαν τα πανιά και παρατηρούσαν με
προσοχή την πόλη, πόσο μεγάλη να ήταν. Γιατί δεν επιτέθηκαν μόλις
αγκυροβόλησαν, αλλά έμειναν για λίγο αδρανείς και για να πάρουν πρώτα μιαν ιδέα
για τη δύναμή μας, ποια είναι η ετοιμασία μας για πολεμικές επιχειρήσεις, και
για να ετοιμαστούν γι' αυτό και οι ίδιοι. Στο μεταξύ όμως έμειναν
καταφοβισμένοι μη μπορώντας να συγκρίνουν εκείνα που έβλεπαν με τίποτε απ’ όσα
είχαν γνωρίσει. Γιατί αντίκριζαν μια πόλη που απλωνόταν σε μεγάλη έκταση και
που ολόγυρα στο τείχος της είχε παραταχθεί πλήθος κόσμου. Το γεγονός αυτό τους
προκάλεσε ακόμη περισσότερη κατάπληξη και δεν άρχισαν αμέσως τη μάχη, με
αποτέλεσμα να πάρουμε κι εμείς λίγο θάρρος και στο διάστημα της απραξίας αυτής
να πάει η ψυχή μας στον τόπο της.
24. Καθώς λοιπόν εμείς
βρισκόμαστε σ’ αυτήν την κατάσταση, ο αρχηγός του
βαρβαρικού στρατού αποφάσισε να περάσει μπροστά από όλο το τείχος, όσο βρέχεται
από τη θάλασσα Ήταν ένας απαίσιος και παμπόνηρος άνθρωπος που οι πράξεις του
ταίριαζαν με το όνομά του, που ήταν όνομα θηρίου, και δεν ήταν καλύτερος από
εκείνο στην αγριάδα των τρόπων του και στην αχαλίνωτη ορμή του. Τον γνώρισες οπωσδήποτε
κι ο ίδιος από τη φήμη του που έκανε περιβόητη την κακία του. Ποτέ ως τώρα
κάποιος από αυτούς που ακούγονται ως ασεβείς δεν έχει φθάσει σε τέτοια μανία,
ώστε να μην χορταίνει να βλέπει να χύνεται ανθρώπινο αίμα και να μην ζητάει
τίποτε άλλο από τον φόνο των χριστιανών. Γιατί αν και υπήρξε κάποτε κι ο ίδιος
χριστιανός και είχε αναγεννηθεί με το σωτήριο βάπτισμα και είχε διδαχτεί τα
σχετικά με τη θρησκεία μας, όταν πιάστηκε από τούς βαρβάρους αντάλλαξε την ευλαβική
πίστη με την ασέβεια εκείνων και τίποτε άλλο δεν φροντίζει πάντοτε να τους
χαρίζει παρά να επιβεβαιώνει το όνομά του με τις πράξεις του και διαπράττοντας
έργα ληστή και παραβάτη να περηφανεύεται γι’ αυτά. Αυτός λοιπόν ο ασυγκράτητος
και παραβάτης Λέων τριγύριζε με το πλοίο το τείχος από τη θάλασσα, εξετάζοντάς
το και μελετώντας με εγκληματική διάθεση από πού να κάνει την έφοδο και να το
χτυπήσει. Τα υπόλοιπα πλοία αγκυροβόλησαν σ’ ένα σημείο στο ανατολικό τμήμα της
παραλίας και ετοιμάζονταν. Οι κάτοικοι της πόλης μας οπλίζονταν κι αυτοί,
μοίραζαν τις επάλξεις και πάσχιζαν να πάρουν θάρρος για τον αγώνα που τους
περίμενε. Και ήταν στ’
αλήθεια ένας αγώνας και από τους σημαντικούς αγώνες ο ξακουστός· δεν ήταν
αγώνας παλαιστή που θα προκαλούσε τον έπαινο των θεατών για την τακτική με την
οποία ένα σώμα αντιστέκεται στον αντίπαλό του, ένας αγώνας που δεν είχε ως
έπαθλο κάποια υλικά βραβεία που δίνουν πρόσκαιρη ευχαρίστηση στον νικητή ούτε
πάλι η ήττα θα βύθιζε το νικημένο μόνο στην ντροπή, αλλά ή θα αναδείκνυε ως
ασύγκριτο βραβείο τη σωτηρία μιας τόσο μεγάλης πόλης ή θα προξενούσε
απαρηγόρητο πόνο αν η πόλη αυτή πάθαινε κάτι από όσα την απειλούσαν.
25. Αλλά όταν το θηρίο εκείνο
επιθεώρησε ολόκληρο το τείχος και την είσοδο ακόμη του λιμανιού και είδε ότι
είναι φραγμένη με μια σιδερένια αλυσίδα και με μερικά βυθισμένα πλοία,
αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να επιτεθεί στο σημείο εκείνο που κατάλαβε ότι
δεν θα εμπόδιζαν την έφοδο των πλοίων ούτε οι παγίδες από τούς μονόλιθους που
είχαμε ποντίσει από πριν έξω από το τείχος, ούτε ακόμη τα πλοία θα
αντιμετώπιζαν κάποια ιδιαίτερη πολεμική ενέργεια από ψηλά, από το τείχος δηλαδή
που είχαμε ανυψώσει. Αλλά, αφού σημάδεψε τα μέρη όπου το νερό της θάλασσας
βαθαίνοντας χτυπάει στο πιο χαμηλό σημείο του τείχους, γύρισε στους συντρόφους
του και ξεκίνησε τις εχθροπραξίες. Αυτοί λοιπόν σκορπίστηκαν γρήγορα με τα
πλοία στα μέρη που τους υπέδειξαν, και βγάζοντας μια βαρβαρική και άγρια κραυγή
όρμησαν πάνω στο τείχος προχωρώντας με τα κουπιά και χτυπώντας, για να μας
πανικοβάλουν, τα δερμάτινα τύμπανα και κατατρομάζοντας εκείνους που βρίσκονταν
στις επάλξεις με πολλά άλλα φόβητρα. Όσοι όμως ήταν στο τείχος έβγαλαν
απαντώντας μια πιο δυνατή φωνή, επικαλούμενοι το σωτήριο όπλο το σταυρού για
βοήθεια εναντίον των εχθρών· φωνή τόσο δυνατή, ώστε ακούγοντας οι βάρβαροι τον
πολυάνθρωπο εκείνο και φοβερότερο από κάθε άκουσμα αλαλαγμό να ταραχτούν για
μια στιγμή και να μην περιμένουν ότι θα κατορθώσουν κάτι, καθώς υπολόγισαν το
πλήθος του λαού από το θόρυβο, ούτε ότι θα επιτύχουν, αντιμετωπίζοντας με
ευχέρεια τόσο πολλούς που ρίχτηκαν στη μάχη, να εκπορθήσουν εύκολα μία τόσο
μεγάλη πόλη που δεν μπορούσαν να την συγκρίνουν με καμιά άλλη. Για να μην φανεί
όμως ότι πτοήθηκαν από την πρώτη προσβολή, όχι χωρίς φόβο ούτε πάλι με τη μανία
που τους έπιασε ύστερα, αλλά με μία λύσσα ανάμεικτη με φόβο, πλησίασαν και
αντιμετώπιζαν τους απέναντί τους με καταιγισμό βελών. Στη συνέχεια ξεθάρρεψαν
κάπως και πάσχιζαν να πλησιάσουν πιο κοντά, σαν σκυλιά που γαβγίζουν για να
πάρουν κουράγιο, και εξαγριώνονταν με τις επιθέσεις εναντίον τους από το
τείχος. Γιατί και οι κάτοικοι της πόλης γνώριζαν καλά τη χρήση του τόξου, ήταν
μάλιστα περισσότερο έμπειροι και επιτήδειοι σ’ αυτήν, αφού τοποθέτησαν στα
σημεία εκείνα όλους τους Σκλαβήνους που
είχαν συρρεύσει από τα κοντινά μέρη· γι’ αυτούς δεν υπήρχε τίποτε πιο εύκολο
από το να ευστοχούν και τίποτε δεν μπορούσε να αντέξει τη δύναμη των βελών
τους.
26. Έτσι όμως καθώς και η μία και
η άλλη πλευρά δεχόταν και έκανε επιθέσεις και η μάχη που διεξαγόταν έμοιαζε
ισόπαλη, κάποιοι βάρβαροι, πιο τολμηροί φυσικά από τους υπόλοιπους και με
περισσότερο θράσος, ξεχώρισαν και αφού ρίχτηκαν από τα πλοία στη θάλασσα κατεβάζοντας
μαζί τους μία ξύλινη σκάλα, την έσπρωχναν κουβαλώντας την στο νερό για ν’
ανέβουν μ’ αυτήν στο τείχος, χωρίς να δίνουν σημασία στα βέλη που τους έριχναν.
Ώσπου να πλησιάσουν, σκέπαζαν κολυμπώντας τα σώματά τους στο νερό και κάλυπταν
τα κεφάλια τους με ασπίδες. Όταν ζύγωσαν, αφού βγήκαν από το νερό, έδειχναν
μεγαλύτερη γενναιότητα αντιμετωπίζοντας τις βολές, έχοντας μόνο τις ασπίδες
τους πάνω από το κεφάλι· ύστερα σηκώνοντας γρήγορα τη σκάλα από το νερό στις
επάλξεις επιχειρούσαν ν’ ανέβουν μ’ αυτήν και να μπουν μέσα. Αλλά ο θάνατος
πρόφτασε το σκοπό τους και πριν να καλοσκεφτούν πώς θα πραγματοποιήσουν το
σχέδιο τους έχαναν τη ζωή τους. Μόνο που έβαλαν το πόδι τους στα σκαλοπάτια,
και οι πέτρες που ρίχτηκαν σαν πυκνό χαλάζι εναντίον τους τούς αναποδογύρισαν
στη θάλασσα και στο χαμό. Την ώρα εκείνη όλα τα πλοία γυρίζουν πίσω μην τολμώντας να επιχειρήσουν
τίποτε άλλο παρόμοιο· χτυπούσαν μόνο από μακριά με πυκνά βέλη που σκίαζαν και
τον ίδιο τον αέρα· κι αυτοί όμως δέχονταν παρόμοια επίθεση και με τα βέλη που
τούς έριχναν εύστοχα και με ελάχιστες αποτυχίες, και με τα βλήματα από τα
πετροβόλα που μόνο το σφύριγμά τους στον αέρα έκανε τούς βαρβάρους να τα
χάνουν.
27. Γιατί και ο Νικήτας που ήδη
αναφέραμε, ο απεσταλμένος του βασιλιά, γύριζε όλο το τείχος δίνοντας θάρρος στο
λαό·
λέγοντας «άνδρες Θεσσαλονικείς, πριν από το γεγονός αυτό είχα διαφορετική γνώμη
για σας και δε σας θεωρούσα τόσο γενναίους και τολμηρούς για τις πολεμικές
επιχειρήσεις, επειδή δε δοκιμάσατε ούτε και αντιμετωπίσατε παλαιότερα κάτι
παρόμοιο. Τώρα όμως η κορύφωση των γεγονότων μου επέτρεψε να τρέφω για σας τις
καλύτερες προσδοκίες. Γιατί βλέπω ότι όλοι έχετε σώματα γεμάτα σφρίγος και ψυχές
γεμάτες θάρρος και είστε όλοι σας έτοιμοι γι’ αυτά που μας περιμένουν,
εμπαίζετε τους αντιπάλους και ανατρέπετε με γενναιότητα τα σχέδιά τους. Και δεν
κάνετε τίποτα που να μην είναι σωστό. Πολεμάτε λοιπόν για σας τους ίδιους που
είστε άντρες ξεχωριστοί και στην όψη και στα ψυχικά σας προτερήματα, και για
την υπόλοιπη πόλη που τίποτε δεν τη συναγωνίζεται σε λαμπρότητα. Αν επομένως
ξεπεράσετε τον παρόντα κίνδυνο, σας οφείλουν όλοι τον έπαινο τους· αν όμως
συμβεί κάτι που δε θέλουμε, κάτι από αυτά που απειλούν οι βάρβαροι, δεν είναι
δυνατόν να φανταστούμε τη συμφορά ή το μέγεθος της ντροπής. Για το λόγο αυτόν
πολεμήστε γενναία φροντίζοντας για τη νίκη και για την πατρίδα και για σας τους
ίδιους, και μην υποχωρήσετε μπροστά στη δύναμη των εχθρών και μην αφήσετε να
διηγούνται για σας το παράδοξο ότι μιας στιγμής αδιαφορία σας κόστισε έναν τόσο
μεγάλο κίνδυνο.» Παρακινώντας το λαό με αυτά τα παρακλητικά λόγια και
γεμίζοντας με πολύ θάρρος τις ψυχές όλων έκανε το γύρο του τείχους. Και ο στρατηγός, σαν να είχε ξεχάσει
το δικό του ατύχημα από την πτώση που αναφέραμε προηγουμένως, παρόλο που ήταν
άσχημο και του προξενούσε πόνο μεγαλύτερο από όσο μπορούσε να αντέξει, όμως
ανέβηκε σ’ ένα μουλάρι, όχι καβαλικευτά αλλά στο ένα πλευρό, και όσο του
επέτρεπαν οι πόνοι από τα τσακισμένα του μέλη, γύριζε κι αυτός, τοποθετώντας
τους πιο πιστούς ταξεώτες (μέλη μόνιμης φρουράς φρουρίου) σε κάποια σημεία του
τείχους όπου χρειάζονταν, έτσι ώστε, όσο μπορούσαν οι ίδιοι και προκαλώντας κι
όσους ήταν κοντά τους να τους μιμηθούν, να παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα για τον
πόλεμο.
28. Οι βάρβαροι λοιπόν αφού μας
επιτέθηκαν όχι μόνο μία αλλά πολλές φορές ολόκληρη εκείνη την ημέρα, υποχώρησαν
καθώς τα πλήγματα που δέχτηκαν ήταν όλο και πιο σφοδρά· με ένα πρόσταγμα
εγκατέλειψαν τη μάχη από την πλευρά της θάλασσας, γύρισαν πίσω με τα πλοία και
αγκυροβόλησαν σε μία παραλία που βρίσκεται ανατολικά της πόλης. Ύστερα βγήκαν
από τα πλοία και χτυπούσαν πάλι με βέλη αυτούς που βρίσκονταν στο ψηλό τείχος,
όπου εξέχει και κάποια πύλη που ονομάζεται Ρώμηκαι γειτονεύει με τη θάλασσα.
Πολέμησαν εκεί ως αργά τη νύχτα, και, σαν να κουράστηκαν από την προσπάθεια,
πήγαν και ησύχασαν στα πλοία κάνοντας ίσως σκέψεις πώς να μας επιτεθούν την
επόμενη μέρα και ετοιμάζοντας διαφορετικά σχέδια. Εμείς πάλι, αφού πήραμε
κάποια ανάσα από τη μάχη, είχαμε άλλη φροντίδα· να επαγρυπνούν αυτοί που
βρίσκονταν στις επάλξεις γύρω - γύρω σ’ ολόκληρη την πόλη και να προσέχουν τους
βαρβάρους, μην τύχει και στήσουν στα κρυφά κάποια νυχτερινή παγίδα ή ενέδρα,
φθάσουν στο τείχος και δώσουν τέλος σ’ όλα. Γιατί είναι πανέξυπνοι σε κάτι
τέτοια και μόλις βάλουν κάτι στο μυαλό τους αμέσως το εφαρμόζουν χωρίς να
λογαριάζουν κανένα κίνδυνο, κι έχουν την προσοχή τους στραμμένη σ’ ένα μόνο, ν’
αρχίσουν δηλαδή αυτό που σκέφτηκαν. Κι αν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους
είναι αντίθετο απ’ ό,τι υπολόγιζαν, πιστεύουν ότι αρκεί η φήμη πως τόλμησαν
πράγματα που ως τότε φάνταζαν αδύνατα να γίνουν. Για το λόγο αυτόν λοιπόν
περάσαμε ολόκληρη εκείνη τη νύχτα επαγρυπνώντας, χωρίς να βρίσκουμε κανένα ψεγάδι
στον τρόπο που πολεμήσαμε μέχρι τότε. Γιατί φθάσαμε να έχουμε τόσο θάρρος, ώστε
κι ο ίδιος ο αρχηγός των βαρβάρων να τα χάσει και να προσπαθεί ύστερα να μάθει
με κάθε τρόπο την αιτία, πώς αντισταθήκαμε σε κάθε επίθεση με τέτοια ανδρεία
και πώς προέκυψαν τα αντίθετα απ’ αυτά που είχε ακούσει για μας κι έσβησαν οι
ελπίδες του.
Δεύτερη ημέρα της πολιορκίας
29. Όταν όμως το ξημέρωμα κήρυξε
τη δεύτερη ημέρα του πολέμου και οι βάρβαροι σχεδίαζαν τώρα εναντίον μας
πράγματα φοβερότερα απ’ αυτά που είχαν ήδη διαπράξει, οι στρατηγοί κατέβαλλαν
πάλι κάθε φροντίδα για να δυναμώσουν το θάρρος καθενός από μας και να δείξουν
και το δικό τους ζήλο. Μόλις λοιπόν οι ακτίνες του ήλιου φώτισαν τον αέρα, οι
βάρβαροι βγαίνοντας από τα πλοία τους όρμησαν και πάλι στο τείχος, σκορπισμένοι
σε διάφορα σημεία και χωρισμένοι σε φάλαγγες οι περισσότεροι μαζεύτηκαν μπροστά
στις πύλες και έβαζαν σε ενέργεια όλη την πολεμική παρασκευή τους. Άλλοι απ’
αυτούς χρησιμοποιούσαν τα τόξα κι άλλοι εκσφενδόνιζαν πέτρες που μπουμπούνιζαν
σχίζοντας τον αέρα· άλλοι καθισμένοι στα πετροβόλα έριχναν από ψηλά πολύ πυκνό
χαλάζι από πέτρες. Ο θάνατος λοιπόν που μας απειλούσε είχε πολλές μορφές και
καθώς μας χτυπούσε απ’ όλες τις μεριές, ήταν μία φοβερή εμπειρία για όσους τους
πετύχαινε. Γιατί μόνο εναντίον της πύλης που αναφέραμε, έστησαν επτά πετροβόλα
σκεπασμένα από παντού που τα έφτιαξαν όταν περνούσαν από τη Θάσο, για μία
παρόμοια περίπτωση. Αφού έφεραν στο τείχος απέναντι από τα πετροβόλα μερικές
ξύλινες σκάλες, προσπαθούσαν να ανεβούν μ’ αυτές, όντας ασφαλείς με τις πέτρες
που εκσφενδόνιζαν τα πετροβόλα· γιατί ρίχνοντας αδιάκοπα δεν άφηναν να προβάλει κανένας
ψηλά από το τείχος χωρίς να πάθει κάτι. Και καθώς είχαν σηκώσει τη σκάλα στις
επάλξεις του προτειχίσματος, θα είχαν πραγματοποιήσει τα σχέδιά τους, αν
κάποια θεϊκή δύναμη δεν έδινε θάρρος σε μερικούς τολμηρούς άντρες να πηδήξουν
κάτω στο μέρος εκείνο· αυτοί χτυπώντας με τα δόρατα τους βαρβάρους τούς
γκρέμισαν μαζί με τη σκάλα προς τα πίσω. Και έτσι όταν είδαν ότι και τούτο το
επινόημά τους δεν έβγαλε πουθενά και το έβαλαν στα πόδια έτσι που να
εγκαταλείψουν και τη σκάλα, πήραμε τόσο πολύ θάρρος ώστε και να γελάμε σε βάρος
τους και να χρησιμοποιούμε τα βέλη και τις πέτρες από τα πετροβόλα με
μεγαλύτερη προθυμία από την προηγούμενη ημέρα και να μην τους αφήνουμε ούτε και
για λίγο να πλησιάσουν στο τείχος, παρόλο που θέριευε η μανία τους και έτριζαν
σαν αγριογούρουνα τα δόντια τους και θα ήθελαν, αν ήταν δυνατό, να μας
κατασπαράξουν ζωντανούς. Πόσο φοβερό ήταν να τους ακούμε να μανιάζουν εναντίον μας!
Πώς έδειχναν την υπερβολική τους οργή και ούρλιαζαν από το βάθος της ψυχής τους
και πώς φανέρωναν την παραφορά τους με τούς αφρούς που έβγαζαν από το στόμα
τους! Όλη εκείνη την ημέρα δε θέλησαν ούτε τροφή να πάρουν, αλλά πολεμούσαν
ασταμάτητα μέσα στην ανυπόφορη ζέστη και χωρίς να νιώθουν ότι έχουν σώματα που
και η κούραση τα καταβάλλει και καίγονται από τον ήλιο πάνω από τα κεφάλια
τους. Τούτο μόνο είχαν για φροντίδα τους, ή να εκπορθήσουν την πόλη και να
χορτάσουν την οργή τους για μας ή, αν αυτό δεν γινόταν, να απαρνηθούν και τη
ζωή τους και να σκοτωθούν με τα όπλα τους. Γιατί όταν η βαρβαρική οργή
φουντώσει μία φορά, η αλόγιστη ορμή που την παρακινεί δε θα σταματήσει
νωρίτερα, παρά την ώρα που θα δει να χύνεται ή το δικό της αίμα ή το αίμα του
εχθρού της.
30. Αλλά επειδή η προσέγγιση στο
τείχος δεν ήταν ακίνδυνη, μας πολεμούσαν μόνο με βέλη και πετροβόλα. Μπήκαν στη
γραμμή και απομακρύνθηκαν τόσο όσο χρειαζόταν ώστε οι βολές τους να χτυπούν την
πόλη χωρίς να χάνουν τη δύναμή τους, καλύφθηκαν με τις ασπίδες τους και
επιδόθηκαν ολοκληρωτικά στον αγώνα· στέκονταν λοιπόν σαν ανδριάντες με σώματα
που ήταν καμωμένα από χαλκό ή από κάποιο άλλο πιο στέρεο υλικό, υπομένοντας μία
φοβερή και ανεκδιήγητη ταλαιπωρία και πασχίζοντας ο ένας να φανεί καλύτερος από
τον άλλο στον πόλεμο. Καθώς ο ήλιος έδειχνε μεσημέρι, τη στιγμή που πυρώνει με
τις ακτίνες του τον αέρα πιο πολύ από τις άλλες ώρες, η μεγάλη κάψα σαν να
άναψε περισσότερο τη λύσσα που ένιωθαν και ερεθίζοντας την παράλογη εκείνη ορμή
τους με τις αποκοτιές τους, έβαλαν σε ενέργεια έναν διαφορετικό τρόπο
πολιορκίας (και δες πώς ήταν τρομερός). Υπήρχαν τέσσερις πύλες στο ανατολικό
μέρος της πόλης· σκέφτηκαν λοιπόν να βάλουν φωτιά στις δύο απ’ αυτές, και στη Ρώμη και σ’
αυτήν που λεγόταν Κασσανδρεωτική έχοντας στο
μυαλό τους ότι αν μπορέσουν, καθώς θα καίγονταν οι εξωτερικές πύλες, να
περάσουν μέσα από το προτείχισμα και να χωθούν κάτω από το ψηλό τείχος, δε θα έχουν
κανένα φόβο για να καταστρέψουν και τις εσωτερικές πύλες και να ορμήσουν στην
πόλη όλοι μεμιάς, αφού τοποθετήσουν στην απέναντι πλευρά εύστοχους και ικανούς
τοξότες, έτσι που τα πυκνά βέλη να μην αφήσουν κανέναν να ξεπροβάλει από μέσα
χωρίς κίνδυνο.
31. Έτσι λοιπόν έβαλαν σε
ενέργεια το σχέδιο τους. Αφού βρήκαν κάποιες άμαξες, τοποθέτησαν πάνω τους
ανάποδα τα πλοιάρια που τα χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες μας για να πιάνουν ψάρια,
και επιπλέον μερικά άλλα ξύλα και σωρό από φρύγανα· αυτά τα ράντισαν με πίσσα
και θειάφι, χώθηκαν κάτω από τις άμαξες και γύριζαν τους άξονες τους και τις
προχωρούσαν με τα χέρια, έως ότου έφθασαν ως τις ίδιες τις πύλες. Ύστερα
βάζοντας φωτιά στο υλικό αυτό και βαδίζοντας προς τα πίσω σκεπασμένοι με τις
ασπίδες υποχώρησαν προς τους τοξότες και κατάφεραν να πραγματοποιήσουν το σκοπό
τους χωρίς να το καταλάβουμε. Γιατί η φωτιά αγκάλιασε το υλικό και φουντώνοντας
περισσότερο από τα προσανάμματα πύρωσε την εξωτερική επιφάνεια των πυλών που
ήταν ολόκληρη επενδυμένη με σίδερο, και μετοχετεύοντας την πύρινη γλώσσα προς
το εσωτερικό κατάφερε να κάψει ολοκληρωτικά τις πύλες, ώστε ύστερα από λίγο να
σωριαστούν κάτω και να μας κάνουν να παραλύσουμε όλοι μας τελείως. Μόνο που
έγινε γνωστό σ’ ολόκληρη την πόλη το κάψιμο των πυλών, ήταν σαν να πέρασε από
τις καρδιές όλων μας κάποιο ξίφος. Έτσι, γεμίσαμε αγωνία και τρόμο, άλλαξε η
όψη μας και χάσαμε μεμιάς κάθε ελπίδα. Τώρα όσοι πριν από λίγο πηδούσαν στα
τείχη και αντιστέκονταν στους εχθρούς και παρακινούσαν ο ένας τον άλλον να
αγωνιστούν πολεμώντας, φαίνονταν στ’ αλήθεια πιο αδύναμοι κι από τους λαγούς.
Το γεγονός τούτο, ότι δηλαδή εκείνο το σχέδιο πέτυχε, έκανε τις ψυχές όλων να
μαντεύουν το τέλος. Μόλις όμως κάηκαν οι εξωτερικές πύλες, εμείς ασφαλίσαμε
γρήγορα τις εσωτερικές μ’ ένα νεόκτιστο τειχίο, προνοήσαμε να μεταφέρουμε νερό στις
επάλξεις σε κάποια σκεύη και παραφυλάγαμε πότε τυχόν θα ορμήσουν και σ’ αυτές
οι εχθροί για να μπορέσουμε να τα βάλουμε με τη φωτιά όταν και πάλι
επιχειρήσουν τα κακούργα σχέδιά τους, και να προστατεύσουμε τις πύλες από την
επιβουλή τους. Πράγμα που εκείνοι το κατάλαβαν και δεν έβαλαν πια σ’ ενέργεια
παρόμοια κακόβουλα σχέδια· επρόκειτο όμως με κάποια άλλα φοβερότερα και
σκληρότερα να επιτύχουν την καταστροφή μας, από την οποία δε θα μπορούσαμε να
ξεφύγουμε με κανέναν τρόπο από ’δω και πέρα, επειδή ήταν πια μπροστά μας και
ξεπερνούσε κάθε σχέδιό μας. Όταν ωστόσο με τον τρόπο αυτόν έσβησε η φωτιά, την
υπόλοιπη μέρα μας χτυπούσαν με τα πετροβόλα και τα τόξα ως την ώρα που το
σκοτάδι της νύχτας διαδέχθηκε το φως και αναγκάστηκαν, παρόλο που δεν το
ήθελαν, να διακόψουν τις προσπάθειες.
Νυχτερινές προετοιμασίες
32 Ύστερα, μόλις σταμάτησαν να πολεμούν,
μπήκαν στα πλοία, ησύχασαν για λίγο και άρχισαν το έργο που είχαν με πανουργία
σκεφθεί από νωρίτερα. Κι αυτό ήταν να κάνουν μια προσπάθεια τέτοια ώστε αν με
αυτή κατόρθωναν να καταλάβουν την πόλη, θα ήταν όλα καλά, επειδή τίποτε άλλο
από εκείνα που βοηθάνε την πολιορκία δεν είχε τις δυνατότητες του συγκεκριμένου
σχεδίου, και μάλιστα όταν η μάχη γίνεται από τη θάλασσα και δεν μεσολαβεί
κάποια ξηρά που να διακόπτει το κακόβουλο σχέδιο. Αν όμως και τούτο όπως και οι
προηγούμενες ενέργειές τους δεν τους βοηθούσε σε τίποτα, θα εκτελούσαν εκείνους
που τους παρακίνησαν για την επιχείρηση αυτή και τους παραπλάνησαν να κάνουν
ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, κι έτσι θα ξαναγύριζαν στα σπίτια τους. Πήραν λοιπόν
αυτήν την απόφαση στην αρχή ακόμη της νύχτας και έβαλαν σε εφαρμογή το
περίπλοκο και πολύμορφο εκείνο σχέδιο τους. Άναψαν παντού φώτα και τοποθέτησαν
τα πλοία τους ανά δύο, το ένα δίπλα στο άλλο, και έδεσαν τις πλευρές του ενός
με του άλλου με κάποια γερά παλαμάρια και σιδερένιες αλυσίδες για να μην
απομακρύνονται εύκολα· έπειτα σήκωσαν με τα ξάρτια που κρέμονται στον αέρα από
την πλώρη τα ξύλα που βρίσκονται στη μέση, αυτά που οι ναυτικοί τα λένε
κατάρτια. Ύστερα κρέμασαν πάνω τους, κάπου στη μέση τους, ψηλά με τα σκοινιά
που είναι κουλουριασμένα στην πλώρη, τα πηδάλια και των δύο πλοίων, έτσι που το
πλατύ μέρος των πηδαλίων να ξεπερνάει στη διάμετρο τα πλοία, και
πραγματοποίησαν με τον τρόπο αυτόν ένα παράξενο και αλλόκοτο τέχνασμα. Γιατί
όταν, καθώς είπα, κρεμάστηκαν στον αέρα τα πηδάλια, έβαλαν πάνω σ’ αυτά, στηρίζοντας
τα, μερικά μακριά ξύλα στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο· και αφού με το
διαβολεμένο αυτό σχέδιο δημιούργησαν στον ενδιάμεσο χώρο ένα δάπεδο και έφραξαν
καλά τα άκρα από παντού με σανίδες και στερέωσαν τις άκρες των τιμονιών που
βρίσκονταν προς το μέρος της πρύμνης με άλλα πιο δυνατά δεσίματα, κατασκεύασαν
λοιπόν με το επινόημα μερικούς πύργους πιο χρήσιμους από εκείνους που υπήρχαν
στη στεριά πάνω στο τείχος. Πάνω σ’ αυτούς ανέβασαν ένοπλους βάρβαρους, όσους
ξεχώριζαν για τη δύναμη των σωμάτων τους και τον τολμηρό τους χαρακτήρα, για να
επιχειρήσουν εναντίον μας την ύστατη, την τελευταία κακόβουλη ενέργειά τους. Τους έδιναν λοιπόν την εντολή άλλοι
απ’ αυτούς να ρίχνουν με τα τόξα εναντίον όσων στέκονταν μέσα από το τείχος, κι
άλλοι να πετούν πέτρες μεγάλες όσο μπορούσαν να κρατήσουν στα χέρια τους· σ’
άλλους, εξοπλισμένους με ένα είδος φωτιάς, κι αυτής τεχνητής, που την είχαν
βάλει από πριν σε μερικά πήλινα σκεύη, έδιναν την εντολή να τη ρίχνουν σ’
εκείνους που έστεκαν απέναντί τους. Και όλα τούτα ήταν γι’ αυτούς χρήσιμα και
αποτελεσματικά, επειδή οι ενέργειές τους δε γίνονταν στο ύψος του εδάφους, αλλά
καθώς, χάρη στο διαβολικό τους τέχνασμα, στέκονταν ψηλότερα από το κτίσμα του
τείχους, κάθε κακόβουλη ενέργειά τους απέβαινε χρήσιμη γιατί την πραγματοποιούσαν
από ψηλά.
Τρίτη ημέρα της πολιορκίας - Η άλωση
33. Καθώς οι ασεβείς
πραγματοποίησαν όλα τα σχέδιά τους εκείνη τη νύχτα, στο μεταξύ όμως καμιά από
τις ενέργειές τους δεν πέρασε απαρατήρητη επειδή, όπως είπαμε, είχαν πολλά φώτα
και η παραλία όπου κουβέντιασαν και πήραν τις αποφάσεις τους ήταν κοντά, μείναμε
κατάπληκτοι και καταφοβισμένοι και δεν ξέραμε με ποιον τρόπο να παραμείνουμε
ασφαλείς στη συνέχεια. Όλος ο κόσμος —μπορούσες να το δεις— ήταν ταραγμένος και
τα είχε χαμένα, καθώς κινδύνευε η ζωή τους και δεν γνώριζαν τι να πράξουν.
Κανένας δεν φρόντιζε πώς να αντιμετωπίσει τον επικείμενο κίνδυνο, αλλά
γυρόφερνε στο μυαλό του πώς και με πόσο πόνο θα πεθάνει. Δεν ήταν πια εύκολο
ούτε ασφαλές να φύγει κάποιος, επειδή οι βάρβαροι βρίσκονταν γύρω - γύρω στο
τείχος και στέκονταν μπροστά στις πύλες. Ο προφανής κίνδυνος πάλι δεν τους
άφηνε περιθώρια να περιμένουν. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας τριγύριζαν
στο τείχος σαν χαμένοι, μη ξέροντας από το μέγεθος της συμφοράς τι να κάνουν.
Μερικοί όμως που δεν είχε σβήσει τελείως μέσα τους το φιτίλι της ανδρείας αποφάσισαν
καθώς περίμεναν τους βαρβάρους, να ετοιμάσουν από πριν στο τείχος κάποια
πράγματα για την απόκρουση του εχθρού. Αυτά ήταν πίσσα, δαδιά και ασβέστης και
μερικά άλλα με τα οποία φουντώνουν γρήγορα οι φλόγες, που τα έβαλαν σε πήλινα
σκεύη για να τα χρησιμοποιήσουν εξακοντίζοντας τα ανάμεσα στους εχθρούς, όταν
τυχόν θα εφορμούσαν τα πλοία, ώστε να μην πετύχουν τίποτε και μ’ αυτήν τους την
επιχείρηση. Καθώς όμως και αυτά ήταν έργα και σκέψεις ανθρώπων που τα είχαν
χαμένα και το φως της ημέρας σκόρπιζε πια το νυχτερινό σκοτάδι, να λοιπόν και
τα πλοία όπως ήταν αρματωμένα, χωρίστηκαν και πλησίασαν σε πολλά σημεία του
τείχους δείχνοντας σ’ όλους ένα πρωτοφανές και παράδοξο θέαμα. Γιατί κάθε τους
ζευγάρι έφερε πάνω του την τεχνητή εκείνη κατασκευή από τους ξυλόχτιστους
πύργους που ξεπερνούσε κατά πολύ το ύψος του τείχους, και πάνω τους βαρβάρους
που χοροπηδούσαν σαν αγριεμένοι ταύροι και μας φοβέριζαν όλους με καταστροφή.
Τότε λοιπόν, τότε κάποιοι από το λαό της πόλης καταφρονώντας το θάνατο που ήταν
αναπόφευκτος και κρεμόταν, για να το πω έτσι, πάνω από τα κεφάλια τους,
ρίχτηκαν στον αγώνα και μεταβάλλοντας την κορύφωση του κινδύνου σε επίδειξη
ανδρείας στάθηκαν πολεμώντας γενναία στη μάχη και καθένας έκανε ό,τι μπορούσε.
Γιατί δεν επέτρεπαν να πλησιάζουν τελείως τα πλοία, αλλά αφενός με τα πυκνά
βέλη και αφετέρου με τα αναμμένα αντικείμενα τα εμπόδιζαν να έρθουν κοντά στο
τείχος και να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους. Όσοι όμως κυριεύτηκαν από δειλία
και δεν άντεχαν ούτε να βλέπουν το κακό που τους περίμενε χωρίς να μπορούν να
αντιδράσουν, αφού αποτραβήχτηκαν σιγά σιγά από το τείχος, έφευγαν προς τις
άκρες της πόλης και έδιναν έτσι κι άλλο θάρρος στους εχθρούς. Κι αυτοί μόλις
είδαν ότι σε κάποιο σημείο το κτίσμα του τείχους ήταν περισσότερο διαλυμένο,
εκεί που είχαμε στήσει από πριν τους ξύλινους πύργους, και κατάλαβαν ότι και το
νερό της θάλασσας σ’ εκείνο το μέρος πήγαινε σε βάθος, έφεραν εκεί ένα ζευγάρι
πλοία απ’ αυτά που είχαν ενώσει και το έσπρωχναν σιγά σιγά με τα κουπιά ως τη
στιγμή που έφθασαν κοντά στις ίδιες τις επάλξεις πλησιάζοντάς τες με την πλώρη
των πλοίων. Ύστερα, καθώς όσοι ήταν πάνω στους ξύλινους πύργους επιχειρούσαν να
τους χτυπήσουν με πέτρες, οι βάρβαροι που στέκονταν πάνω στις κατασκευές που
είπαμε έβγαλαν μιαν άγρια και δυνατή κραυγή κι έριξαν και πέτρες που δεν ήταν
δυνατό από τον όγκο τους να τις κρατούν στα χέρια τους αλλά πάρα πολύ μεγάλες
και που κανένας δεν μπορούσε ν’ αντέξει την ορμή τους, κι έριξαν φωτιά από τον
αέρα με τους σιφώνες και
εξακόντισαν μέσα στο τείχος και κάποια άλλα σκεύη κι αυτά γεμάτα φωτιά·
προκάλεσαν έτσι τέτοια έκπληξη και φόβο σ’ εκείνους που ήταν στους πύργους,
ώστε να πηδήξουν γρήγορα κάτω και να τρέξουν να φύγουν και να εγκαταλείψουν
έρημο ολόκληρο το διάδρομο που περιέτρεχε το τείχος. Όταν είδαν ότι το σχέδιο
τους πραγματοποιήθηκε (γιατί όλοι τους, σαν φύλλα από τον άνεμο, έπεφταν στο
έδαφος, κι όχι από τις σκάλες αλλά όπως τους ανάγκαζε ο φόβος), άφησαν στις
επάλξεις κάποιον τολμηρό βάρβαρο και φυσικά πιο ορμητικό από τους υπόλοιπους,
Αιθίοπα στο χρώμα. Αυτός λοιπόν στριφογυρίζοντας το μαχαίρι που κράταγε στα
χέρια του και πηδώντας πάνω στο τείχος στεκόταν και παρακολουθούσε τη φυγή του
πλήθους, αν ήταν οριστική κι όχι για να τους ξεγελάσει. Γιατί υποπτεύονταν
βέβαια μήπως οι κάτοικοι τής πόλης έχουν στήσει κάποια ενέδρα στους δρόμους με
την οποία, όπως αυτοί θα ήταν χωρισμένοι σε πολλές ομάδες, θα τους εξόντωναν με
δόλιο τρόπο· και στο μεταξύ δίσταζαν να μπουν έτσι ξαφνικά στην πόλη και να
πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Καθώς όμως με τα στριφογυρίσματα του
βαρβαρικού μαχαιριού άστραφτε ο αέρας και φανέρωνε πέρα για πέρα την είσοδο των
εχθρών (ήταν η τρίτη ώρα της ημέρας), τότε όλοι βλέποντας ότι έγινε το κακό
έτρεχαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί, όπως τους οδηγούσε ο θάνατος. Κι εκείνος
στεκόταν μπροστά τους και δεν τους άφηνε πια κανέναν τρόπο για να τον
αποφύγουν. Ύστερα, μόλις οι βάρβαροι είδαν ότι ερήμωσε ολόκληρο το τείχος κι
ότι εξαιτίας της ασυγκράτητης φυγής του κόσμου ήταν ασφαλείς, βγαίνοντας
γρήγορα από τα καράβια και πηδώντας μέσα από τις επάλξεις κι ανοίγοντας τις
πύλες έκαναν γνωστό και στα άλλα πλοία το τέλος των επιχειρήσεων· κι εκείνα
έσπευσαν να αγκυροβολήσουν κοντά στις πύλες, κι έστειλαν στην πόλη τους
βαρβάρους που είχαν γυμνά τα σώματα τους, κάλυπταν μόνο με ένα μικρό πανί την
περιοχή γύρω από τα γεννητικά τους όργανα, κρατώντας στα χέρια τους τα
μαχαίρια. Αυτοί μπήκαν μέσα και σκότωσαν αμέσως όσους βρήκαν να τριγυρνούν
ακόμα στο τείχος, είτε επειδή φοβήθηκαν και δεν μπορούσαν να κινηθούν καθώς από
το φόβο παρέλυσε το σώμα τους, είτε πάλι επειδή είχαν τραυματιστεί πέφτοντας,
όπως αναφέραμε, και δεν μπορούσαν πια να φύγουν· ύστερα σκορπίστηκαν στους
μεγάλους δρόμους. Ο λαός της πόλης χωρισμένος σε πολλές ομάδες ξεφώνιζε και
σπρωχνόταν μη έχοντας πού να σωθεί, πού να ξεφύγει από τη συμφορά. Μπορούσες
τότε να δεις τους ανθρώπους να περιφέρονται σαν ακυβέρνητα πλοία εδώ κι εκεί ελεεινό θέαμα,
άνδρες, γυναίκες, νήπια· να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλον, να κρέμεται ο ένας
από τον άλλον, να δίνει ο ένας στον άλλον τον πιο θλιβερό και τελευταίο
ασπασμό. Αν ανάμεσα τους
βρισκόταν και κάποιος πατέρας ηλικιωμένος, πέφτοντας στο λαιμό του παιδιού του
θρηνούσε γοερά μη αντέχοντας το χωρισμό, αλλά σφίγγοντας το κορμί του γιου του
καθώς, προτού να τρυπηθεί από το ξίφος, τον πλήγωνε ο πατρικός του πόνος,
θρηνούσε τη μοίρα του…
Σημειώσεις:
Πρόκειται για το Λέοντα Τριπολίτη. Καταγόταν από την Αττάλεια και
εξισλαμίστηκε όταν αιχμαλωτίστηκε. Είναι γνωστός ως Τριπολίτης, επειδή είχε
εγκατασταθεί στην Τρίπολη της Συρίας. Το 904 επικεφαλής ναυτικής δύναμης
λεηλατεί τα παράλια τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο δρουγγάριος των πλωίμων Ευστάθιος
δεν τόλμησε να τον αντιμετωπίσει και ο Λέων φθάνει ως τα στενά του Ελλησπόντου.
Ο πρωτοασηκρήτης Ιμέριος που αντικατέστησε τον Ευστάθιο απέφυγε να
αντιμετωπίσει το Λέοντα που ναυλοχούσε στη Θάσο. Έτσι ο Λέων ανενόχλητος
έρχεται, πολιορκεί και καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη. Αργότερα (Οκτώβριος 911),
στη Σάμο, ο λογοθέτης Ιμέριος, ναύαρχος όντας των Ρωμαίων, ηττήθηκε από το
Λέοντα. Τέλος το 921 922, ο τελευταίος βρίσκεται στη Λήμνο. Εκεί του
επιτέθηκε αιφνιδιαστικά ο πατρίκιος και δρουγγάριος των πλωίμων Ιωάννης
Ραδηνός, με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά η δύναμη του εξωμότη
και να σωθεί μόνον αυτός.
Ο
Ιωάννης Καμινιάτης γράφει το βιβλίο Εις την άλωσιν
της Θεσσαλονίκης, κατόπιν "παραγγελίας" κάποιου Γρηγορίου που γνώρισε τον
καιρό που περίμενε στην Τρίπολη της Συρίας για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων.
Με τον
όρο Σκλαβήνοι οι Βυζαντινοί
ονόμαζαν τα διάφορα σλαβικά φύλα που είχαν με άδεια εγκατασταθεί στα εδάφη της
αυτοκρατορίας.
Ο Νικήτας ήταν στρατηγός. Είχε προηγηθεί ο Πετρωνάς, ο οποίος είχε
φέρει και την αγγελία της επικείμενης πολιορκίας και πρώτος οργάνωσε την άμυνα
της πόλης ρίχνοντας στο Θερμαϊκό κόλπο λαξευμένους τάφους, για να εμποδιστούν
τα πλοία να πλησιάσουν στα τείχη. Ακολούθησε ο στρατηγός Λέων Χατζιλάκης που
σταμάτησε το έργο του Πετρωνά και διέταξε να ολοκληρωθεί το χτίσιμο του
παραθαλάσσιου τείχους. Δυστυχώς τραυματίστηκε πέφτοντας από το άλογό του.
Η πύλη Ρώμη ήταν ή
πρώτη πύλη από τη θάλασσα προς τα πάνω στο ανατολικό τείχος, δίπλα στον Λευκό
Πύργο.
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/maxes/Alosi%20Thess..htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου