Την 1η Απριλίου του 1939, ο παγκόσμιος Τύπος
δημοσίευσε την είδηση ότι η Βρετανική Κυβέρνηση του Νέβιλ Τσάμπερλεν,
αντιστρέφοντας την πολιτική του κατευνασμού και της αποδεσμεύσεως, είχε
αναλάβει την υποχρέωση να υπερασπισθεί την Πολωνία εναντίον κάθε απειλής, που
θα προερχόταν από τη Γερμανία με σκοπό τη διασφάλιση ειρήνης στην Ευρώπη.
Την 1η Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ πέρασε τα
πολωνικά σύνορα και δύο ημέρες αργότερα, η Βρετανία και η Γαλλία, αφού μάταια
αξίωσαν να αποσυρθεί εισήλθαν στον πόλεμο. Μόλις είχε αρχίσει ένας Ευρωπαϊκός
Πόλεμος ο οποίος και εξελίχθηκε στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Δυτικοί Σύμμαχοι εισήλθαν στον πόλεμο με
διπλό σκοπό. Ο άμεσος αντικειμενικός τους σκοπός ήταν να εκπληρώσουν την
υπόσχεσή τους για τη διαφύλαξη ανεξαρτησίας της Πολωνίας.
Ο απώτερος
ήταν να απομακρύνουν μια ενδεχόμενη απειλή εναντίον τους κι έτσι να πετύχουν τη
δική τους ασφάλεια. Τελικά, δεν πέτυχαν σε κανένα από τους δύο σκοπούς τους,
διότι όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν την κατάληψη της Πολωνίας και στη
συνέχεια τη διανομή της μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, αλλά και ύστερα από έξι
χρόνια πολέμου ο οποίος τελείωσε με φαινομενική νίκη, αναγκάστηκαν να
συγκατατεθούν στην κυριαρχία της Ρωσίας επί της Πολωνίας (αθετώντας
τις υποσχέσεις τους προς τους Πολωνούς, οι οποίοι είχαν πολεμήσει στο πλευρό
τους).
Τον ίδιο καιρό όλες οι προσπάθειες, που είχαν
καταβληθεί για τη συντριβή της Χιτλερικής Γερμανίας, είχαν ως αποτέλεσμα μια
Ευρώπη τόσο ερημωμένη και εξασθενημένη, ώστε η δύναμη αντιστάσεώς της να έχει
μειωθεί πολύ ιδιαίτερα τώρα που αντιμετώπιζε μια καινούρια και μεγαλύτερη
απειλή, ενώ η Βρετανία μαζί με τους Ευρωπαίους γείτονές της, είχε μεταβληθεί σε
φτωχό συγγενή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αυτά είναι τα γεγονότα μετά τη νίκη που
επιδιώχθηκε με τόσες ελπίδες και επιτεύχθηκε όταν πλέον προσετέθη στην
πλάστιγγα εναντίον της Γερμανίας, το τεράστιο βάρος της Ρωσίας και της
Αμερικής. Η έκβαση του πολέμου διασκόρπισε την εντύπωση ότι «νίκη» σημαίνει
ειρήνη, επιβεβαιώνοντας την προειδοποίηση του παρελθόντος ότι νίκη είναι «ένας
αντικατοπτρισμός στην έρημο………..την οποία έρημο δημιουργεί ένας μακροχρόνιος
πόλεμος, όταν διεξάγεται με σύγχρονα όπλα και απεριόριστες μεθόδους.
Αξίζει όμως να εξετάσουμε τις συνέπειες του
πολέμου πριν ασχοληθούμε με τις αιτίες που τον προκάλεσαν. Μια ξεκάθαρη
αντίληψη για το τι επέφερε ο πόλεμος μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο ρεαλιστική
εξέταση, ως προς τις αιτίες πρόκλησης. Για σκοπούς της δίκης της Νυρεμβέργης
αρκούσε η παραδοχή ότι η έκρηξη του πολέμου και όλες οι προεκτάσεις του
οφείλονταν αποκλειστικά στην επιθετικότητα του Χίτλερ. Όμως αυτή η εξήγηση
είναι πολύ απλή και επιφανειακή.
Το τελευταίο το οποίο ήθελε να προκαλέσει ο
Χίτλερ, ήταν ένας μεγάλος πόλεμος – μία γενικευμένη σύρραξη. Ο λαός και
ιδιαίτερα οι στρατηγοί του, φοβόντουσαν έναν τέτοιο ενδεχόμενο
(εμπειρίες του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου). Τονίζοντας τα βασικά γεγονότα
δεν σημαίνει ότι παραβλέπονται η σύμφυτη επιθετικότητα του Χίτλερ ούτε την
επιθετικότητα πολλών Γερμανών, οι οποίοι τον ακολούθησαν πρόθυμα στο δρόμο που
τους οδηγούσε. Αλλά ο Χίτλερ, άνθρωπος χωρίς κανέναν ενδοιασμό, ήταν πολύ
προσεκτικός στην επιδίωξη των σκοπών του. Οι στρατιωτικοί ηγήτορες ήταν ακόμη
πιο προσεκτικοί και ανήσυχοι για κάθε βήμα που θα μπορούσε να προκαλέσει μια
γενική σύρραξη.
Όταν ένα μεγάλο μέρος των Γερμανικών αρχείων
μετά τον πόλεμο περιήλθε στα χέρια των Συμμάχων, διαπιστώθηκε μεγάλη
διστακτικότητα και βαθιά δυσπιστία ως προς την ικανότητα της Γερμανίας να
διεξάγει έναν μεγάλο πόλεμο.
Το 1936 όταν ο Χίτλερ κινήθηκε να καταλάβει
την αποστρατικοποιημένη ζώνη της Ρηνανίας, οι στρατηγοί του είχαν ανησυχήσει
για την απόφασή του, καθώς και για την αντίδραση που θα μπορούσε να προκαλέσει
στους Γάλλους. Αποτέλεσμα των διαμαρτυριών τους ήταν να σταλούν στην αρχή
μερικές μόνο συμβολικές μονάδες δοκιμαστικά «σαν άχυρα στον άνεμο για
να δουν από πού φυσάει».
Όταν θέλησε να στείλει στρατεύματα για να
βοηθήσουν τον Φράνκο στον Ισπανικό Εμφύλιο πόλεμο, προέβαλαν νέες διαμαρτυρίες
για τους κινδύνους που εγκυμονούσε μια τέτοια ενέργεια και αυτός συμφώνησε να
περιορίσει τη βοήθειά του. Όμως το Μάρτιο του 1938, δεν αποδέχθηκε τις
ανησυχίες τους για την εισβολή στην Αυστρία.
Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Χίτλερ διατύπωσε
την πρόθεσή του να ασκήσει πίεση στην Τσεχοσλοβακία για την επιστροφή της
Σουδητίας, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατηγός Μπέκ, συνέταξε ένα
υπόμνημα, στο οποίο υποστήριζε ότι το επεκτατικό πρόγραμμα του Χίτλερ θα
μπορούσε να προκαλέσει μια σύρραξη παγκόσμιας κλίμακας, η οποία θα είχε ως
αποτέλεσμα τη καταστροφή της Γερμανίας. Αυτό το υπόμνημα αναγνώσθηκε σε σύσκεψη
των ανώτατων ηγετών του Στρατού και με την γενική τους έγκριση, υποβλήθηκε στο
Χίτλερ. Επειδή ο Χίτλερ δεν έδειξε σημεία ότι θα άλλαζε την πολιτική του, ο
Αρχηγός του Επιτελείου υπέβαλλε την παραίτησή του. Ο Χίτλερ διαβεβαίωσε τους
άλλους στρατηγούς ότι η Γαλλία και η Βρετανία δε θα πολεμούσαν για την
Τσεχοσλοβακία, αλλά αυτοί κάβε άλλο παρά καθησύχασαν και σχεδίασαν
στρατιωτική επανάσταση (σύλληψη του Χίτλερ και των άλλων Ναζιστών ηγετών)
προκειμένου να αποτρέψουν τον κίνδυνο του πολέμου.
Ωστόσο το σχέδιο τους εξουδετερώθηκε όταν ο
Τσάμπερλαιν υποχώρησε στις απαιτήσεις του Χίτλερ για τον ακρωτηριασμό της
Τσεχοσλοβακίας και με τη συμφωνία της Γαλλίας δέχτηκε να παραμείνουν απαθείς
θεατές όταν οι Ναζιστές θα αποσπούσαν εδάφη και αμυντικές οχυρώσεις.
Για τον Τσάμπερλαιν η Συμφωνία του Μονάχου
σήμαινε «εποχιακή ειρήνη». Για το Χίτλερ σήμαινε έναν ακόμη θρίαμβο όχι
μόνο εναντίον των ξένων αντιπάλων του, αλλά επίσης και κατά των στρατηγών του,
αφού οι προειδοποιήσεις τους αποδείχτηκαν επανειλημμένα αστήρικτες εξαιτίας των
ανεμπόδιστων και αναίμακτων επιτυχιών του. Επίσης, όπως ήταν φυσικό, ο Χίτλερ απέκτησε
αυτοπεποίθηση χάρις στη συνεχή ροή εύκολων επιτυχιών.
Ακόμα κι όταν έφτασε να
διακρίνει ότι περαιτέρω περιπέτειες μπορούσαν να προκαλέσουν πόλεμο, θεωρούσε
ότι αυτός θα ήταν μικρός και σύντομος και οι στιγμές αμφιβολίας εξέλειπαν,
χάρις στο σωρευμένο αποτέλεσμα των επιτυχιών.
Αν είχε πραγματικά προβλέψει έναν γενικό
πόλεμο, θα είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια να συγκροτήσει Ναυτικό ικανό να
αμφισβητήσει από τη Βρετανία την θαλάσσια κυριαρχία. Στην πραγματικότητα
όμως δεν είχε προωθήσει τη συγκρότηση του Ναυτικού ούτε καν στην περιορισμένη
κλίμακα που προέβλεπε η Αγγλο – Γερμανική Ναυτική Συνθήκη του 1935.
Αντίθετα
διαβεβαίωνε συνεχώς τους ναυάρχους πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος
πολέμου με τη Βρετανία. Μετά το Μόναχο τους είπε ότι δεν προβλεπόταν σύγκρουση
με τη Βρετανία τουλάχιστον για χρονικό διάστημα έξι ετών. Ακόμη και το
καλοκαίρι του 1939 μέχρι τις 22 Αυγούστου επαναλάμβανε αυτές τις διαβεβαιώσεις,
έστω με μειωμένη πεποίθηση.
Πως λοιπόν συνέβη να εμπλακεί στον πόλεμο που
προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποφύγει; Η απάντηση πρέπει ν’ αναζητηθεί όχι μόνο
ή και βασικά στην επιθετικότητα του Χίτλερ, αλλά στην ενθάρρυνση που είχε
επανειλημμένα επιτύχει από την υποχωρητική στάση των Δυτικών δυνάμεων σε
συνδυασμό με την απότομη στροφή τους την Άνοιξη του 1939. Αυτή η αναστροφή
συμπεριφοράς ήταν τόσο απότομη και απροσδόκητη, ώστε κατέστησε τον πόλεμο
αναπόφευκτο.
Αν επιτρέψετε σε κάποιον να θερμάνει
ένα καζάνι ωσότου η πίεση του ατμού ξεπεράσει το επικίνδυνο σημείο, τότε η
πραγματική ευθύνη για μια ενδεχόμενη έκρηξη βαρύνει εσάς. Αυτή η παραδοχή της φυσικής επιστήμης έχει την
εφαρμογή της και στην πολιτική επιστήμη – ειδικότερα στο χειρισμό των διεθνών
υποθέσεων-.
Από την εποχή της ανόδου του Χίτλερ στην
εξουσία το 1933, οι Κυβερνήσεις, της Βρετανίας και της Γαλλίας είχαν υποχωρήσει
σ’ αυτόν τον απολυταρχικό ηγέτη, πολύ περισσότερο από όσο είχαν διάθεση να
ενδώσουν στις προηγούμενες Κυβερνήσεις της Γερμανίας. Σε κάθε περίπτωση
έδειχναν την διάθεση ν’ αποφεύγουν τις διαταραχές και να παραμερίζουν στενόχωρα
προβλήματα προκειμένου να διατηρήσουν την παρούσα «ήρεμη» κατάσταση εις βάρος
του μέλλοντος.
Ο Χίτλερ τουναντίον, μελετούσε τα προβλήματά
του πολύ λογικά. Η πορεία της πολιτικής του έπαιρνε την κατεύθυνσή της από τις
ιδέες που είχαν διατυπωθεί σε μία «διαθήκη» η οποία διατυπώθηκε το Νοέμβριο του
1937 - αντίγραφο της οποίας διασώθηκε στο λεγόμενο «Υπόμνημα Χόσμπαχ».
Βασιζόταν στην πεποίθηση της επιτακτικής ανάγκης της Γερμανίας για περισσότερο
ζωτικό Χώρο (Lebensraum) για τον αυξανόμενο πληθυσμό της, με σκοπό να
διατηρηθεί το βιοτικό του επίπεδο, διότι κατά την άποψή του, η Γερμανία δεν
μπορούσε να ελπίζει να καταστεί αυτάρκης ειδικότερα στην παραγωγή τροφίμων.
Ούτε με το να εισάγει από το εξωτερικό θα μπορούσε να αποκτήσει εκείνα που
χρειαζόταν, επειδή αυτό θα σήμαινε δαπάνη ξένου συναλλάγματος πολύ μεγαλύτερη
από αυτήν που μπορούσε να αντέξει. Οι προοπτικές να πετύχει μεγαλύτερη
συμμετοχή στο διεθνές εμπόριο και τη διεθνή βιομηχανία ήταν πολύ περιορισμένες,
εξαιτίας των φραγμών που έθεταν οι δασμοί των άλλων κρατών και της δικής της
οικονομικής στενότητας. Επιπλέον η μέθοδος του έμμεσου εφοδιασμού θα την έκανε
να έχει εξάρτηση από ξένα έθνη και να κινδυνεύει από λιμό σε περίπτωση πολέμου.
Τα συμπεράσματά του ήταν ότι η Γερμανία
έπρεπε να αποκτήσει περισσότερο «αγροτικά ωφέλιμο χώρο» στις αραιοκατοικημένες
περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης και θα ήταν ματαιοπονία να ελπίζει ότι αυτός ο
χώρος μπορούσε να της παραχωρηθεί εθελοντικά. Η ιστορία όλων των εποχών έχει
αποδείξει ότι κάθε εδαφική επέκταση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την
υπερνίκηση της αντιστάσεως και διακινδυνεύοντας διότι δεν έχει υπάρξει
ποτέ χώρος χωρίς ιδιοκτήτη. Το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί το
αργότερο μέχρι το 1945 – «ύστερα απ’ αυτό μπορούμε να περιμένουμε αλλαγή
μόνο προς το χειρότερο». Πιθανές διέξοδοι θα είχαν κλείσει, ενώ θα
παρουσιαζόταν απειλητική μια κρίση τροφίμων.
Ενώ αυτές οι ιδέες προχωρούσαν πολύ πιο πέρα
απ’ την αρχική επιθυμία του Χίτλερ να ανακτήσει τα εδάφη που είχαν αποσπαστεί
από τη Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν είναι αλήθεια ότι οι
πολιτικοί της Δύσης είχαν άγνοια, όπως προσποιήθηκαν.
Το 1937 – 8 πολλοί απ’
αυτούς υπήρξαν ειλικρινά ρεαλιστές σε ιδιωτικές συζητήσεις, όχι από δημόσιο βήμα
και είχαν προβληθεί πολλά επιχειρήματα σε Βρετανικούς κυβερνητικούς κύκλους, να
επιτραπεί στη Γερμανία να επεκταθεί προς τα ανατολικά κι έτσι να αποτραπεί ο
κίνδυνος από τη Δύση. Έδειχναν πολλή συμπάθεια στην επιθυμία του Χίτλερ για
ζωτικό χώρο και φρόντιζαν να το μάθει. Απέφευγαν όμως να λύσουν το πρόβλημα για
το πώς θα επείθοντο οι «ιδιοκτήτες» να παραχωρήσουν αυτόν το χώρο χωρίς την
απειλή της υπέρτατης δύναμης.
Τα Γερμανικά έγγραφα αποκαλύπτουν ότι ο
Χίτλερ έλαβε ειδική ενθάρρυνση από την επίσκεψη του Λόρδου Χάλιφαξ το Νοέμβριο
του 1937. Ο Χάλιφαξ ήταν τότε Λόρδος Πρόεδρος του Συμβουλίου, το δεύτερο
πρόσωπο στην ιεραρχία της Κυβέρνησης αμέσως μετά τον Πρωθυπουργό. Σύμφωνα με τα
πρακτικά της συνάντησης, έδωσε στο Χίτλερ να καταλάβει ότι η Βρετανία θα του άφηνε
ελευθερία ενέργειας στην Ανατολική Ευρώπη. Είναι πιθανόν ο Χάλιφαξ να μην
εννοούσε τόσα πολλά, αλλά αυτή ήταν η εντύπωση που έδωσε και τελικά αποδείχθηκε
ζωτικής σημασίας.
Κατόπιν το Φεβρουάριο του 1938, ο Άντονυ
Ήντεν αναγκάστηκε να παραιτηθεί από Υπουργός Εξωτερικών ύστερα από
επανειλημμένες διαφωνίες με τον Τσάμπερλαιν – ο οποίος σε μια από τις
διαμαρτυρίες του έδωσε την απάντηση «να πάει στο σπίτι του και να πάρει μια
ασπιρίνη». Ο Χάλιφαξ ορίστηκε διάδοχός του στο Υπουργείο των Εξωτερικών και λίγες
η-μέρες αργότερα, ο Βρετανός Πρεσβευτής στο Βερολίνο, σερ Νέβιλ Χέντερσον,
επισκέφθηκε το Χίτλερ για μια εμπιστευτική συνομιλία, η οποία ήταν συνέχεια της
συνομιλίας που είχε με το Χάλιφαξ το Νοέμβριο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι
η Βρετανική κυβέρνηση έβλεπε με πολλή συμπάθεια την επιθυμία του Χίτλερ, για «αλλαγές
στην Ευρώπη» προς όφελος της Γερμανίας – «η παρούσα Βρετανική
Κυβέρνηση είχε οξεία αίσθηση της πραγματικότητας».
Όπως αναφέρουν τα έγγραφα αυτά τα γεγονότα
επιτάχυναν τις ενέργειες του Χίτλερ, καθότι νόμισε ότι είχε ανάψει το πράσινο
φως, επιτρέποντας του να ενεργήσει προς τα ανατολικά συμπέρασμα πολύ
φυσικό των όσων προηγήθηκαν.
Ο Χίτλερ ενθαρρύνθηκε ακόμη περισσότερο και
από το συμβιβαστικό τρόπο με τον οποίο οι Κυβερνήσεις της Βρετανίας και της
Γαλλίας δέχτηκαν την εισβολή του στην Αυστρία και την ενσωμάτωση της χώρας στο
Γερμανικό Ράϊχ (μόνη δυσχέρεια σε αυτό το εύκολο πραξικόπημα ήταν ο τρόπος με
τον οποίο πολλά από τα άρματά του παρουσίασαν βλάβες στο δρόμο προς τη Βιέννη).
Ακόμα μεγαλύτερη ενθάρρυνση έλαβε, όταν άκουσε ότι ο Τσάμπερλαιν και ο Χάλιφαξ
μετά από αυτό το πραξικόπημα, είχαν απορρίψει Ρωσικές προτάσεις να συναντηθούν
και να συζητήσουν για ένα ομαδικό σχέδιο εξασφάλισης εναντίον της Γερμανικής
επέκτασης.
Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι όταν η απειλή
κατά των Τσέχων έφτασε στο κατακόρυφο, το Σεπτέμβριο του 1938, η Κυβέρνηση της
Ρωσίας γνωστοποίησε και πάλι την πρόθεσή της να συνεργαστεί με τη Γαλλία και τη
Βρετανία για τη λήψη μέτρων προς υπεράσπιση της Τσεχοσλοβακίας. Η προσφορά
αγνοήθηκε. Επιπλέον η Ρωσία αποκλείστηκε επιδεικτικά από τη διάσκεψη του
Μονάχου, όπου «κανονίσθηκε» η τύχη της Τσεχοσλοβακίας. Αυτός ο παραμερισμός
είχε μοιραίες συνέπειες τον επόμενο χρόνο.
Έπειτα από τον τρόπο με τον οποίο η Βρετανική
Κυβέρνηση είχε φανεί ότι συγκατατέθηκε προς την κίνησή του προς τα ανατολικά, ο
Χίτλερ ένιωσε δυσάρεστη έκπληξη από την έντονη αντίδρασή της και τη μερική
επιστράτευση που έκανε όταν «έσφιξε» την Τσεχοσλοβακία το Σεπτέμβριο. Αλλά όταν
ο Τσάμπερλαιν υποχώρησε στις απαιτήσεις του και τον βοήθησε ενεργά να επιβάλει
τους όρους του στην Τσεχοσλοβακία, νόμισε ότι η στιγμιαία απειλή αντίστασης
ήταν προσπάθεια προκειμένου να σωθούν τα προσχήματα απέναντι στο μεγάλο όγκο
της Βρετανικής κοινής γνώμης, η οποία με επικεφαλής τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ήταν
αντίθετη με την κυβερνητική πολιτική της συνδιαλλαγής και των παραχωρήσεων.
Επίσης τον ενθάρρυνε η παθητικότητα των
Γάλλων, οι οποίοι είχαν τόσο εύκολα εγκαταλείψει τους Τσεχοσλοβάκους (είχαν τον
ισχυρότερο στρατό από όλες τις μικρότερες δυνάμεις) συμμάχους τους και πλέον
φάνταζε απίθανο ότι θα συμμετείχαν σε πόλεμο προκειμένου να υπερασπίσουν
οποιονδήποτε από την αλυσίδα των συμμάχων τους στην Ανατολική και Κεντρική
Ευρώπη.
Έτσι, ο Χίτλερ θεώρησε ότι μπορούσε να επισπεύσει την
εξουδετέρωση της Τσεχοσλοβακίας και κατόπιν να συνεχίσει την προώθησή του προς
τα ανατολικά.
Lidell Hart Ιστορία 2ου Παγκοσμίου πολέμου (1979)