Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Ψευδώνυμη γλώσσα, ψευδεπίγραφου κράτους



Σχόλιο istorias-alitheia: Ένα άρθρο από το "μακρυνό" 1992 για την ψευδομακεδονική των ψευδομακεδόνων απατεώνων και ιστορικών παραχαρακτών.

Του Γ. Μπαμπινιώτη

Da vi go pretstavam sina mi Blazeta… Mu ja dador na Petrata knigata… Go razdivali peracot…

Καταλαβαίνετε τίποτε; Ούτε λέξη; Μα δεν ξέρετε «Μακεδονικά»; Αίσχος Έλληνες, ιδίως εσείς  Έλληνες της Μακεδονίας, να μη γνωρίζετε τη «μακεδονική» γλώσσα των «αδελφών» σας των Σκοπίων, να μη γνωρίζετε τη γλώσσα σας! Ντροπή! Τέτοιοι που είστε, καλά πάθατε και μείνατε αλύτρωτοι από τους Έλληνες! Ενώ οι «Μακεδόνες» των Σκοπίων τα κατάφεραν να είναι από καιρό λυτρωμένοι… Σε μια ολόφρεσκη «Μακεδονία», με μια ιστορία 48 ολόκληρων ετών (από το 1944!), που η μόνη της σχέση με τη δική σας την παμπάλαια των 3.000 χρόνων είναι το όνομα τού κράτους (Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας!) και το όνομα τη ς γλώσσας τους (Μακεδονική γλώσσα!). Εάν θέλετε να λέγεστε κι εσείς Μακεδόνες, εσείς Έλληνες τής Θεσσαλονίκης, των Σερρών, της Φλώρινας, της Καστοριάς και κάθε άλλης περιοχής της Βόρειας Ελλάδας, δεν έχετε παρά να αποδείξετε ότι είστε Σλάβοι ! Είναι απλό!

Τέτοιοι παρανοϊκοί διάλογοι και ερωτήσεις μπορούν να προκύψουν, όταν επικρατούν η Ιστορική παράνοια και η κουτοπόνηρη εθνικιστική βουλιμία, αυτές που γέννησαν το 1944 ένα κράτος με τον ψευδεπίγραφο τίτλο της «Μακεδονίας», παρμένο από την ελληνική Μακεδονία, και μια ψευδώνυμη γλώσσα, τη «Μακεδονική», που το όνομά της σκόπιμα και παραπλανητικά επελέγη για να χαρακτηρίσει ως γλώσσα ένα ανάμεικτο βουλγαροσερβικό, στην πραγματικότητα, ιδίωμα της Σλαβικής, το σλαβικό ιδίωμα του Κράτους των Σκοπίων, όπως είναι η σωστή ονομασία της γλώσσας που μιλιέται σήμερα στη Λαϊκή Δημοκρατία των Σκοπίων.

Δύο από τις σύγχρονες φυσικές (ομιλούμενες) γλώσσες αποτελούν διεθνή γλωσσολογικά παραδείγματα, διαφορετικά μεταξύ τους, για το πώς μπορεί να αποκτήσει ένα νέο κράτος μια επίσημη εθνική γλώσσα. Το ένα είναι το παράδειγμα της σύγχρονης εβραϊκής γλώσσας (Νεοεβραϊκής), που ανασυντέθηκε με την ίδρυση τού κράτους τού Ισραήλ (Το 1948) με βάση την αρχαία Εβραϊκή της Γραφής (Π. Διαθήκης κ.ά.) κι έναν γενναίο γλωσσικό σχεδιασμό (εκσυγχρονισμό στο λεξιλόγιο, συστηματοποίηση της γραμματικής και συντακτικής δομής κ.λπ.) από μεγάλους εβραίους επιστήμονες με επικεφαλής τον Eliezer Ben – Yehouda. Το άλλο είναι η τεχνητή αναγωγή σε γλώσσα ενός σλαβικού ιδιώματος, βουλγαρικού κυρίως και δευτερευόντως σερβικού, που μιλούσαν οι κάτοικοι των περιοχών Prilep, Bitolja, Kicevo και Veles, αυτοί που βρέθηκαν να κατοικούν στο κεντρικό τμήμα του νεοϊδρυθέντος ομόσπονδου κράτους των Σκοπίων. Η ανάδειξη του βουλγαροσερβικού σλαβικού ιδιώματος σε γλώσσα, αυτή που για πολιτικούς λόγους ονόμασαν αυθαίρετα «μακεδονική γλώσσα», στηρίχτηκε στην επιστημονική, απόλυτα ρυθμιστική, γλωσσολογική εργασία μερικών επιστημόνων όπως οι Bl. Koneski, K. Kepeski, B. Vidojevski και R. Ugrinova. Η τακτική στον ρυθμιστικό μεταπλασμό των κεντρικών ιδιωμάτων τού κράτους των Σκοπίων σε ενιαία γλώσσα υπαγορευόταν, όπως και η ονομασία, από πολιτικά κριτήρια:

Να απαλειφθούν, κατά το δυνατόν, τα βουλγαρικά-σλαβικά στοιχεία και να ενισχυθούν τα σερβικά-σλαβικά. Με την τεχνητή αυτή αλλοίωση τού ιδιώματος περιοριζόταν σιγά-σιγά και η εξάρτηση από τη βουλγαρική σλαβική γλώσσα, από τη βουλγαρική πολιτιστική επίδραση και από τη βουλγαρική πολιτική σύνδεση γενικότερα με την ιστορία τού Μακεδονικού ζητήματος και την ουσία του.

Αξίζει να υπογραμμισθεί εδώ ένα γεγονός που δεν έχει, νομίζω, προσεχθεί ιδιαίτερα. Αρχικά και για πολλά χρόνια το θέμα τού ψευδεπίγραφου κράτους των Σκοπίων και της ψευδώνυμης γλώσσας του ήταν προϊόν διαμάχης ανάμεσα στη Βουλγαρία και τα Σκόπια. Η Ελλάδα δεν ασχολείτο με το θέμα, γιατί το θεωρούσε γελοίο και άνευ αντικειμένου. Αντίθετα η Βουλγαρία βρισκόταν σε ανοιχτή διένεξη με τα Σκόπια, θεωρώντας ότι ο πληθυσμός των Σκοπίων είναι, κυρίως, βουλγαρικής καταγωγής και ότι επικρατούσα γλώσσα είναι η βουλγαρική και όχι η σερβική. Γι’ αυτές τις βλέψεις των Βουλγάρων στα Σκόπια γράφει χαρακτηριστικά ο Ανδριώτης το 1960: «Όπως είναι φυσικό, οι Βούλγαροι, οι οποίοι και υπό κομμουνιστικό καθεστώς δεν έπαψαν να είναι σωβινιστές και να βαυκαλίζονται με το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας, διαμαρτύρονται με πάθος βλέποντας ότι η Γιουγκοσλαβική πολιτική στο κράτος των Σκοπίων πάει να αποξενώσει  την περιοχή αυτή από τη Βουλγαρία γλωσσικά και πνευματικά. Διακηρύττουν ότι η μόνη κοινή γλώσσα της περιοχής αυτής είναι η Βουλγαρική, ότι οι τοπικές γλωσσικές μορφές της δεν είναι παρά ιδιώματα της Βουλγαρικής, ότι ιδιαίτερη “μακεδονική γλώσσα” δεν υπάρχει, ότι η φιλολογική γλώσσα, που καλλιεργούν και προβάλλουν ως κοινή για όλους τους σλαβόφωνους της σερβικής Μακεδονίας, ανάμεικτη με σερβισμούς, δεν είναι μακεδονική, παρά “κολισσεφσκική σερβική” γλώσσα (από το όνομα του πρωθυπουργού του κράτους των Σκοπίων Λαζάρου Κολισέφσκι ), ότι αυτό που γίνεται είναι καταστροφή της γλώσσας, ότι αυτοί που το κάνουν δεν είναι Μακεδόνες, παρά Σέρβοι πράκτορες, εχθροί τού λαού, και ότι ο σκοπός που τους έχει ανατεθεί  από τους “φασίστες τού Βελιγραδίου” είναι να απεθνικοποιήσουν τη Μακεδονία τού Βαρδάρη και με τον εκσερβισμό της γλώσσας να επιτύχουν τον εκσερβισμό των Μακεδόνων, όπως επέτυχαν και τον εκσερβισμό των επωνύμων τους αλλάζοντας τις καταλήξεις –ef και -of σε -efski και ofski».

Βεβαίως και οι Βούλγαροι, όντας από τους εμπνευστές της «ενιαίας Μακεδονίας» ως ιδιαίτερου ομόσπονδου κράτους μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας (!), η οποία σχεδιαζόταν να περιλαμβάνει τη «Μακεδονία τού Αιγαίου» (δηλ. την ελληνική Μακεδονία) και μαζί τη «Μακεδονία τού Βαρδάρη» (το κράτος των Σκοπίων) και τη «Μακεδονία τού Πιρίν» (τη «Βουλγαρική Μακεδονία»), χρησιμοποιούν και αυτοί το όνομα Μακεδονία και Μακεδόνες με εθνολογικό περιεχόμενο για να στηρίξουν τις εδαφικές και εθνικιστικές διεκδικήσεις τους, που ήταν ιδιαίτερα έντονες στο διάστημα 1949 (μετά τη ρήξη Τίτο- Στάλιν) ως το 1963. Έτσι και αυτοί όπως και οι κάτοικοι των Σκοπίων ξεχνούν ότι το μόνο και πραγματικό όνομα που είχαν οι Σκοπιανοί μέχρι το 1944, δεν ήταν Μακεδόνες αλλά Bugari (Βούλγαροι). Τα ονόματα, Μακεδονία, Μακεδόνες και μακεδονική γλώσσα, με εθνολογικό περιεχόμενο, επινοούνται μόλις το 1944! Δύο μεγάλοι γλωσσολόγοι, γάλλος σλαβιστής ο ένας, ο Andre Vaillant και ιταλός ινδοευρωπαϊστής ο άλλος, ο Vittore Pisani λένε τα εξής για τα ονόματα. Ο Α. Vaillant, (αναφερόμενος στο φαινόμενο της τροπής τού φωνηεντικού I σε u) γράφει: 

«… εκτός από τη λέξη Bugari που είναι πράγματι η εθνική ονομασία των Σλάβων Μακεδόνων, Πράγμα που δείχνει πως υιοθέτησαν τον τύπο τού ονόματος “Βούλγαροι” που τους έδωσαν οι Σέρβοι». Αυτοαποκαλούνταν δηλ. Βούλγαροι, με το όνομα με το οποίο τους ξεχώριζαν οι άλλοι Σέρβοι. Αλλά και ο Pisani λέει καθαρά: «Πράγματι η μακεδονική γλώσσα είναι προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης». Κι ένας νεότερος γερμανός σλαβολόγος, ο Friendrich Scolz, στο βιβλίο του για την ετυμολογία στις σλαβικές γλώσσες θα πει: «Μακεδονική εθνική συνείδηση και, εξ αυτής, συνειδητή καλλιέργεια τής Μακεδονικής ως γραπτής γλώσσας πρωτοεμφανίζεται μόλις στις αρχές τού αιώνα μας και ενισχύεται ιδίως στα χρόνια ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους».

Και γεννιέται εδώ ένα τεράστιο ηθικό και εθνικό μαζί θέμα: Πώς είναι δυνατόν ένα πανάρχαιο ιστορικό όνομα να χρησιμοποιείται ως προπέτασμα καπνού, για να θολώσει τον ορίζοντα και να καλύψει με παιδαριώδη, υπό άλλες συνθήκες, τρόπο τις εδαφικές και άλλες βλέψεις μιας εθνικιστικής καθαρώς πολιτικής, άλλοτε των Σκοπίων κι άλλοτε της Βουλγαρίας. Και για να μείνουμε στη γλώσσα, τι είδους μακεδονική γλώσσα μπορεί να είναι αυτό το εκ των υστέρων αναχθέν σε εθνική γλώσσα σλαβικό ιδίωμα, που το μόνο σίγουρο είναι πως πρόκειται για σλαβικό ιδίωμα με αμφισβητούμενη την επικράτηση των σερβικών ή των βουλγαρικών γλωσσικών συστατικών; Χωρίς να έχει για τους Έλληνες το θέμα καθεαυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον, η κρατούσα θεωρία για την προέλευση τού σλαβικού ιδιώματος των Σκοπίων είναι ότι συνεχίζει, σε γενικές γραμμές, την αρχαία σλαβική «και τοποθετείται μεταξύ των βουλγαρικών ιδιωμάτων, είτε ως διαλεκτικό τμήμα της βουλγαρικής, είτε ως τμήμα μιας βουλγαρομακεδονικής, ανάλογο προς εκείνο της σερβοκροατικής», έχοντας κατά τον Vaillant υποστεί επιδράσεις από τη Σερβική που ποικίλλουν στα διάφορα ιδιώματά της. Σε σχέση με την οικογένεια των σλαβικών γλωσσών και, ειδικότερα, τη Νοτιοσλαβική όπου ανήκει η «Μακεδονική» των Σκοπίων μαζί με τη Σερβοκροατική, τη Σλοβενική και τη Βουλγαρική, ισχύουν όσα λέει ο Heinz Wendt: «Αν κατατάξει κανείς τις σλαβικές γλώσσες με βάση τη σημερινή τους δομή, πρέπει να θεωρήσει τη Βουλγαρική και τη Μακεδονική, λόγω των εξεχουσών δομικών ιδιαιτεροτήτων τους, ως αυτοτελή ομάδα και να την αντιπαραθέσει προς όλες τις άλλες σλαβικές γλώσσες». Όπως είναι φανερό, μιλώντας κανείς για τη «Μακεδονική» των Σκοπίων, αναφέρεται σε μια σλαβική γλώσσα, περισσότερο βουλγαρική παλιότερα (μέχρι το 1944), λιγότερο βουλγαρική και περισσότερο σερβική σήμερα, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν έχει καμιά σχέση με την Ελληνική της Μακεδονίας, που δηλώνει φυσιολογικά ο όρος Μακεδονική (γλώσσα).

Κι ωστόσο η προπαγάνδα των Σκοπίων —και της Βουλγαρίας από άλλες βλέψεις— επέβαλε βαθμηδόν το όνομα Μακεδονία, Μακεδόνες και Μακεδονική στη διεθνή ορολογία, αφού η Ελλάδα με την επίσημη πολιτική της επέλεξε να μη φέρνει τέτοια θέματα στο προσκήνιο των συζητήσεων ούτε να ενθαρρύνει την επιστημονική ή άλλη στήριξή τους. Αποτέλεσμα: Η παραποιημένη ορολογία, που ιδιοποιήθηκαν τα Σκόπια και η Βουλγαρία, να επιβληθεί διεθνώς και να προσπαθούμε εμείς σήμερα να αποδείξουμε πως δεν είμαστε ελέφαντες!… Πως Μακεδόνες είναι μόνο οι Έλληνες της Μακεδονίας, πως η Μακεδονία είναι Ελλάδα, πως η Μακεδονική γλώσσα δεν είναι άλλη από την Ελληνική τού μακεδονικού χώρου κ.λπ.

Κι ας μη ξεχνάμε πως τα θέματα αυτά είναι ακόμη παλιότερα. Ξεκινούν από αμφισβητήσεις της ελληνικότητας της αρχαίας μακεδονικής γλώσσας και των αρχαίων Μακεδόνων είτε από καθαρώς στρατευμένες θέσεις, όπως τού Weigand και τού βούλγαρου Kazaroff, είτε και από καλόπιστες, λιγότερο ή περισσότερο ακραίες, επιστημονικές θέσεις. Έτσι οι αρχές τού αιώνα μας βρίσκουν τον Γεώργιο Χατζιδάκι να αγωνίζεται στη διεθνή επιστημονική κονίστρα για την ελληνικότητα τής (αρχαίας) Μακεδονικής, με σθεναρό «ξυμμαχητήν» τον γερμανό Otto Hoffmann και άλλους. Μισό αιώνα αργότερα ο ιστορικός και γλωσσολόγος καθηγητής Ιωάννης Καλλέρης με ένα δίτομο «έργο ζωής» που επιγράφεται Les anciens Macedonies. Etude linguistique et historique (α’ τόμ. 1954, β’ τόμ. 1974, έκδοση τού Γαλλικού Ινστιτούτου) θα κλείσει οριστικά το θέμα της ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων, εξετάζοντας και συζητώντας εξαντλητικά —και αποστομωτικά— μία-μία τις μαρτυρίες και τα αντεπιχειρήματα που διατυπώθηκαν από την πρώτη εμφάνιση του ζητήματος  μέχρι της εκδόσεως του μνημειώδους αυτού έργου.

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη «μακεδονικότητα» των Σκοπίων και άλλων γειτόνων μας πρέπει να αντιτάξουμε τον γνήσιο επιστημονικό λόγο. Παντού, και κυρίως στο εξωτερικό, περισσότερο παρά στην Ελλάδα. Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε παραπάνω, από το να πούμε την αλήθεια και να περιγράψουμε τα γεγονότα. Αιώνες, άλλωστε, απολογούμεθα σ’ αυτή τη γωνιά της γης για τα αυτονόητα και αγωνιζόμαστε γι’ αυτά που
μας ανήκουν.

Βήμα , Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 1992

Το είδαμε στο:  http://history-of-macedonia.com



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου