Ο Βρετανός
αρχαιολόγος Bryan
Ward
Perkins
συνέγραψε
το βιβλίο για την πτώση της Ρώμης με σκοπό να απαντήσει στους ιστορικούς
αναθεωρητές, οι οποίοι τις τελευταίες δεκαετίες ομιλούν για μία, τρόπω τινά,
ειρηνική μετάβαση της δυτικής Ευρώπης (ουσιαστικά των περιοχών του δυτικού
ρωμαϊκού κράτους) από την ρωμαϊκή διοίκηση στην μεταρωμαϊκή εποχή των
γερμανικών βασιλείων των Οστρογότθων, των Βησιγότθων, των Φράγκων, των
Βουργουνδών, των Σαξώνων και των Βανδάλων.
Με βάση αυτές τις
αντιλήψεις η λεγόμενη και Ύστερη Αρχαιότητα αποτελεί μία μακρά περίοδο
πεντακοσίων πενήντα ετών, η οποία ξεκινά από το 250 μ.Χ και τελειώνει το 800
μ.Χ όταν και ο Πάπας Λέων ο Γ’ στέφει τον Καρλομάγνο ως Αυτοκράτορα της Δύσης,
τριακόσια είκοσι τέσσερα έτη από την τυπική λύση της Δυτικής Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ. Παράλληλα, στην ιστορική κοσμοθέαση αυτών των
ιστoρικών, η αξία της Ρώμης και της αυτοκρατορίας της υποβαθμίζεται και το γόητρό
της μειώνεται. Ως απότοκο αυτής της θεώρησης ο Perkins παρουσιάζει
την σταδιακή υποχώρηση των κλασσικών σπουδών, οι οποίες χάνουν το κύρος τους,
γεγονός αδιαμφισβήτητο στις ημέρες μας, κάτι που επεσήμαναν οι Davis Hanson και
Heath
John
στο, εν πολλοίς, γνωστό βιβλίο τους: «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο».
Για τους αναθεωρητές
αυτούς λέξεις όπως: «κρίση», «παρακμή», «πτώση», «κατάκτηση» δεν έχουν θέση
στην περιγραφή των μεταρωμαϊκών αιώνων, ως εκ τούτου εξοβελίζονται και την θέση
τους παίρνουν άλλες όπως: «μετάβαση», «αλλαγή», «μετασχηματισμός».
«πνευματικότητα», σύμφωνες με το πνεύμα του μετανεωτερικού αναθεωρητισμού ο
οποίος σαρώνει τις δυτικές κοινωνίες. Έχουν μία παγιωμένη αντίληψη, βάσει της
οποίας ο πολιτισμός δεν σταμάτησε απλώς πέρασε σε μία διαφορετική πολιτισμική
διάσταση.
Ο Perkins αποδίδει
αυτή τους την στάση στις σύγχρονες κοινωνικές εξελίξεις οι οποίες, εν πολλοίς,
επηρεάζουν και διαμορφώνουν τις επιστημονικές απόψεις. Συγκεκριμένα αναφέρει
ότι: “Αναπόφευκτα, υπάρχει στενή σχέση
ανάμεσα στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο μας και τον τρόπο που ερμηνεύουμε το
παρελθόν”. Με αυτό ως οδηγό εξηγεί την ιστορική τάση “εξαγνισμού” των γερμανικών
φυλών άτινα κατέκλυσαν τα εδάφη του δυτικού ρωμαϊκού κράτους ως αποτέλεσμα της
ολοένα και αυξανόμενης γερμανικής επιρροής στην Ευρώπη από την δεκαετία του
1990 και εντεύθεν. Μετά την γερμανική ενοποίηση δηλαδή. Εδώ, όμως, αναφύεται το
ερώτημα: Τελικά ποιος γράφει την ιστορία; Ο νικητής ή ο ηττημένος, δεδομένου
ότι η Γερμανία ήταν ο ηττημένος του Β’ παγκοσμίου. Όπως φαίνεται η Γερμανία,
μέσω της οικονομικής της ευρωστίας, παίρνει την εκδίκησή της.
Εξετάσαμε, αδρομερώς,
την νέα και κυριαρχούσα αντίληψη για τους αιώνες του πρώιμου μεσαίωνος ή της
υστέρου αρχαιότητος την οποία παρουσιάζει ο Perkins. Δεν αναφερθήκαμε,
όμως, στην παλαιότερη θεώρηση, την οποία έρχεται να ενισχύσει ο ίδιος με το
παρόν πόνημά του. Η κλασική ιστορική άποψη υποστηρίζει ότι η κατάρρευση της
Ρώμης ήταν μεν ένα σύνθετο φαινόμενο στο οποίο, όμως, έπαιξαν καίριο ρόλο οι
επιδρομές των γερμανικών φύλων και των Ούννων κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου
μ.Χ αιώνος και καθ’ ολόκληρο, σχεδόν τον 5ο.
Ο συγγραφεύς, αρχαιολόγος
ων, εξετάζει, συστηματικώς, τις υλικές μαρτυρίες που μας άφησε η ρωμαϊκή εποχή.
Προτού, όμως, περάσει στα αρχαιολογικά ευρήματα εξετάζει τις ιστορικές
μαρτυρίες του 5ου μ.Χ αιώνος. Εκεί ανακαλύπτει πως κάθε άλλο παρά
ρόδινες είναι αναφορικά με την διεύσδυση των γερμανικών φύλων στην ρωμαϊκή
αυτοκρατορία. Οι σχέσεις συμβίωσης των νεοφερμένων Γερμανών με τους ρωμαϊκούς
πληθυσμούς πέρασαν από χίλια κύματα έως ότου εξομαλυνθούν.
Στη συνέχεια ο Perkins εισέρχεται
στην συνεξέταση των υλικών καταλοίπων. Συγκεκριμένα, ερευνά την πορεία της
κεραμικής, της μεταλλουργίας, της οικοδομικής τεχνοτροπίας και των οικοδομικών
υλικών, την κυκλοφορία των νομισμάτων, της κτηνοτροφίας, των διατροφικών
συνηθειών, των πληθυσμιακών μεγεθών και της γραφής. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν
στο γεγονός ότι κατά τους 5ο, 6ο, 7ο και 8ο
παρατηρείται μία συνολική πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική παρακμή
και συνακόλουθα οπισθοδρόμηση σε συνδυασμό με μία δημογραφική κατάρρευση ανά
περιοχές. Η οικονομική πολυπλοκότητα των ρωμαϊκών χρόνων, βάσει της οποίας είχε
επιτευχθεί ένα μέγιστο μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης σε συνδυασμό με την
μεγάλη εξειδίκευση, έχει καταρρεύσει και στην θέση της επανέρχονται προρωμαϊκες
ή ακόμη και προϊστορικές οικονομικές πρακτικές, όπως, λόγου χάρη, η
επανεμφάνιση της ανταλλακτικής οικονομίας.
Ως κύριο αίτιο όλων
αυτών ο ερευνητής θεωρεί την πολιτική κρίση, η οποία, εν συνεχεία, διαχύθηκε
στην οικονομία και προκάλεσε τα διαλυτικά φαινόμενα τα οποία και οδήγησαν στην
κατάλυση της ρωμαϊκής εξουσίας στην Δύση τον 5ο μ.Χ. Αναφέροντας την
λέξη «Δύση» εννοούμε το δυτικό ρωμαϊκό κράτος (μετά τον οριστικό χωρισμό της
αυτοκρατορίας το 395 σε ανατολική και δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία), στο οποίο
και συνέβησαν οι άνωθεν εξελίξεις σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστούν μη
αναστρέψιμες πλέον, παρά τις όποιες προσπάθειες αίτινες, κατά καιρούς,
κατεβλήθησαν. Δέον να επισημάνουμε ότι για πρώτη φορά η πολιτική κρίση έπληξε
την ρωμαϊκή αυτοκρατορία τον 3ο μ.Χ αιώνα, όταν την δολοφονία του
Αλεξάνδρου Σεβήρου το 235 μ.Χ ακολούθησε μία περίοδος πενήντα ετών αναρχίας.
Τότε η διάλυση απεσωβήθη χάρις στον Διοκλητιανό (284-305) και τον Κωνσταντίνο
(306-337), οίτινες προχώρησαν σε διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις
μεγάλης κλίμακος, μέσω των οποίων το ρωμαϊκό κράτος ανέλαβε.
Καλά
όλα αυτά. Γιατί, όμως, η κρίση δεν έπληξε και το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, το
οποίο και επέζησε για περίπου μία χιλιετία; Ο ίδιος ο Perkins το
αποδίδει σε μία σειρά παραγόντων. Ο σπουδαιότερος είναι η στρατηγικής σημασίας
θέση της νεοτεύκτου Κωνσταντινουπόλεως, η οποία την καθιστούσε, στην ουσία,
άπαρτη (ο συγγραφεύς την αποκαλεί ως: «το μεγαλύτερο φρούριο του ρωμαϊκού
κόσμου»). Τόσο οι Γότθοι το 378 μ.Χ μετά την συντριπτική τους νίκη στην
Αδριανούπολη επί του Βάλεντα, όσο και οι Ούννοι τον 5ο αιώνα
απέτυχαν να την εκπορθήσουν. Έπειτα, τα στενά του Βοσπόρου, στον οποίο δέσποζε
η Νέα Ρώμη, αποτελούσαν αδιαπέραστο φράγμα για τους εισβολείς της Βαλκανικής
(Γότθοι, Ούννοι) για την διεκπεραίωσή τους στις πλούσιες επαρχίες της
ακμαζούσης τότε Μικράς Ασίας. Έτσι γλίτωσαν τις φρικτές λεηλασίες που υπέστησαν
οι πληθυσμοί της χερσονήσου του Αίμου. Πέραν τούτων, η ανατολική αυτοκρατορία
ήταν απαλλαγμένη από εμφύλιους πολέμους, οι οποίοι στην δυτική ήταν συνήθεις
και ιδιαιτέρως καταστροφικοί. Ως εκ τούτου δεν υπήρξε πολιτική κρίση.
Επιπρόσθετα, το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος είχε εξασφαλίσει μακρά ειρήνη με την
Σασσανιδική Περσία από τα τέλη του 4ου και για ολόκληρο τον 5ο,
με αποτέλεσμα να μην έχει απώλεια πόρων και ανθρωπίνου δυναμικού από πολεμικές
συρράξεις. Τέλος, το ισχυρό της ναυτικό, αφ’ ενός μεν αποσοβούσε τον κίνδυνο
πλήγματος της Μικράς Ασίας από τους Ούννους, αφ΄ετέρου προστάτευε τις παράκτιες
περιοχές σε μεγάλο βαθμό από τις πειρατικές επιδρομές των Βανδάλων, οι οποίοι
το 439 κατέλαβαν την Καρχηδόνα και ίδρυσαν το Βανδαλικό κράτος της Βορείου
Αφρικής.
Είναι γεγονός ότι οι
Ρωμαίοι της εποχής των Αντωνίνων του 2ου μ.Χ αιώνος δεν πίστευαν ότι
θα έρχονταν η στιγμή που η μισή αυτοκρατορία τους θα έπαυε να υπάρχει. Ο Έλλην
φιλόσοφος Αίλιος Αριστείδης, ευρισκόμενος στη Ρώμη, ανεφώνησε στον περίφημο
λόγο του «Ρώμης Εγκώμιον» το οριστικό τέλος των πολέμων και την απόλυτη
επικράτηση της Pax Romana. Σε λιγότερο από έναν αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
κατακλύζονταν από τις επιδρομές των γερμανικών φύλων από τον Βορρά και τις
αντίστοιχες στην Ανατολή εκ της νεοσυστάτου Σασσανιδικής Περσίας (224 μ.Χ). Κι
όμως, τίποτε δεν κρατά αιώνια σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι και η Ρώμη, μοιραία,
κάποια στιγμή έπεσε. Αυτό, όμως, το οποίο πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι
αυτοκρατορίες, πάντοτε, πέφτουν εκ των έσω. Πρόκειται για ένα ηχηρό καμπανάκι
για τον σημερινό μας πολιτισμό (οι ομοιότητες του οποίου με τον ρωμαϊκό είναι πολλές),
για τον οποίο τρέφουμε την αυταπάτη ότι θα διαρκεί εσσαεί. Οποία ανθρώπινη
ματαιοδοξία…