Η πόλις των Αθηνών, ακόμη και τον 4ο μ.Χ αιώνα εξακολουθούσε να είναι κέντρο ανώτερης Παιδείας. Άλλωστε, οι φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών ήταν βασικός λόγος για να επισκεφθεί κάποιος την πόλη εκείνη την εποχή. Σε μία τέτοια σχολή φοίτησαν τον 4ο αιώνα τόσο ο Βασίλειος όσο και ο Ιουλιανός, όπου είχαν ως δάσκαλο τον χριστιανό σοφιστή Προαιρέσιο. Ένεκα αυτής της πνευματικής λάμψης οι Αθηναίοι κλήθηκαν από τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό (361-363) ως οι “κατ’ εξοχήν Έλληνες”.
Όσοι ήθελαν να σπουδάσουν φιλοσοφία, ρητορική, μουσική αλλά και θετικές επιστήμες ερχόντουσαν στην πόλη των Αθηνών. Άμα τηι αφίξει των νεοφερμένων (οι οποίοι δεν ήταν μόνον νέοι, αλλά και προέρχοντο και από μεγαλύτερες ηλικίες) οι διάφορες σχολές συναγωνίζονταν ποια θα τους προσελκύσει. Από την στιγμή που διάλεγαν σχολή περνούσαν κάποια δοκιμασία από τους παλαιότερους μαθητές ενώ ο υπεύθυνος Σοφιστής αποφάσιζε εάν κάποιος υποψήφιος θα γίνονταν δεκτός για να φοιτήσει στην Σχολή. Από τη στιγμή που έδινε την συγκατάθεσή του ο Σοφιστής ο νέος φοιτητής έδιδε τον νενομισμένο όρκο και θυσίαζε στους θεούς (ο λόγος είναι ότι η ανώτερη Παιδεία στην Αθήνα δεν μπορούσε να διαχωριστεί από την παραδοσιακή λατρεία της πόλης). Μετά τον οδηγούσαν στο δημόσιο βαλανείο (δημόσια λουτρά) ώστε να περάσει από καθαρμό. Κατά την διάρκεια της διαδρομής οι παλαιότεροι φοιτητές συνόδευαν τον νεοεισαχθέντα. Έπειτα φορούσε τον Τρίβωνα (ένα είδος Τηβέννου που είχε τα χαρακτηριστικά της σχολής) και πήγαινε στον Ακρωμίτη για να ρυθμίσει την πληρωμή των διδάκτρων (οι σχολές αυτές δεν ήταν δωρεάν, αλλά επί πληρωμή). Ο Ακρωμίτης ήταν ο υπεύθυνος επί των οικονομικών της σχολής. Κάτι σαν τον σημερινό Λογιστή.
Την παραπάνω διαδικασία εξηγεί το κείμενο του Ολυμπιοδώρου, όπως σώζεται από τον Πατριάρχη Φώτιο στην περίφημη “Βιβλιοθήκη”:
“Ότι ο ιστορικός περί του οικείου διαλαμβάνων διάπλου πολλά παθείν και δυστηχήσαί φασι. Λέγει δε και εις τας Αθήνας κατάραι, και τηι αυτού σπουδήι και επιμελείαι εις τον σοφιστικόν θρόνο αναχθήναι Λεόντιον ούπω εθέλοντα. Λέγει δε και περί του τρίβωνος, ως ουκ εξήν κατά τας Αθήνας περιβαλέσθαι αυτόν τινα, και μάλιστα ξένον, ω μη των σοφιστών η γνώμη επέτρεπε και αι κατά τους σοφιστικούς νόμους τελεταί εβεβαίουν το αξίωμα. Ην δε τα τελούμενα τοιαύτα` πρώτον μεν κατήγοντο επί το δημόσιον βαλανείον όσοι νεήλυδες, αν τε μικροί αν τε μεγάλοι. Εξ ων και οι προς τον τρίβωνα επιτήδειοι, ηλικίας ήδη καιρού γεγονότες, ους εις μέσον έβαλλον οι κατάγοντες σχολαστικοί. Είτα των μεν έμπροσθεν τρεχόντων και κωλυόντων, των, των δε ωθούντων και επεχόντων, πάντων δε των κωλυόντων ταύτα βοώντων` «στα, στα, ου λούει», κατακρατείν δήθεν του αγώνος εδόκουν οι αντωθούντες εις τιμήν του καταγομένου σχολαστικού` όστις μετά πολλήν ώραν, στάσεως πολλής επί τοις προαχθείσιν εθίμοις ρήμασι προγενομένης, εισάγεται εις τον θερμόν οίκον και απολούεται, είτα ενδυσάμενος εδέχετο την του τρίβωνος εξουσίαν, και αυτόθεν μετά τρίβωνος εκ του βαλανείου εντίμωι και περιδόξωι δορυφορούμενος πομπήι απήει, δαπάνας επιγνούς φανεράς εις τους των διατριβών προστάτας τους λεγομένους Ακρωμίτας.”