Σχόλιο ιστολογίου: Το Ιστορίας Αλήθεια εύχεται στους αναγνώστες του και στον υπόλοιπο κόσμο Καλή Χρονιά με Υγεία και Ευτυχία. Είθε το 2012 να κρατά το κλειδί της εξόδου μας από την πολυποίκιλη αυτή κρίση την οποία βιώνουμε.
Τα θρησκευτικά ζητήματα στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία στη συνέχεια μετεξελίχθη σε Βυζαντινή, ήταν βαρύνουσας σημασίας και σημάδεψαν την ιστορία του κράτους. Εξάλλου, οι σπουδαιότερες κοινωνικές συγκρούσεις πήγαζαν από τις θρησκευτικές δογματικές αντιπαραθέσεις. Στα χρόνια του Βυζαντίου ο θεολογικός διάλογος και οι πάσης φύσεως ερμηνευτικές προσεγγίσεις είχαν φθάσει στο σημείο να αποτελούν τις καθημερινές συζητήσεις στην αγορά της Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά ποιες ήταν εκείνες οι δογματικές διαφοροποιήσεις που συνετάραξαν –σε ορισμένες περιπτώσεις συθέμελα- το βυζαντινό κράτος; Θα εξετάσουμε τις σημαντικότερες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι οι αυτοκράτορες μετά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, και μέχρι τον Θεοδόσιο -πλην του Ιουλιανού- είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό υπό τη μορφή της Αρειανικής διδασκαλίας (Κωνστάντιος, Βάλης). Αυτή η εξέλιξη επέδρασε καταλυτικά στον εκχριστιανισμό των Γότθων, οι οποίοι βαφτίστηκαν χριστιανοί του αρειανικού δόγματος από τον επίσκοπο Ουλφίλα στα μέσα του 4ου αιώνος. Ο ίδιος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από τον Αρειανό επίσκοπο Νικομηδείας Ευσέβιο, είχε δε μεταφράσει τη Βίβλο στα Γοτθικά. Τελικά, το δόγμα της Νικαίας του 325, που καταδίκαζε τον Άρειο και τους οπαδούς του, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί, το επανέφερε σε ισχύ ο Θεοδόσιος όταν συνεκάλεσε τη Β' Οικουμενική το 381 στην Κωνσταντινούπολη. Έχουμε λοιπόν τους Ελληνορωμαίους να είναι Ορθόδοξοι και τους Γότθους να είναι Αρειανοί. Έτσι, αυτομάτως, η θρησκευτική διαφορά επεξετάθη σε εθνική.
Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Η πρώτη συνάθροιση του ανωτάτου χριστιανικού κλήρου από όλη την αυτοκρατορία έλαβε χώρα στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, μετά από πρόσκληση του Μεγάλου Κωνσταντίνου (έκτοτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι συγκαλούνται και προεδρεύονται από τον εκάστοτε αυτοκράτορα, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ισχυρή σύνδεση της κοσμικής με τη θρησκευτική εξουσία). Σε αυτή την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, αν και καταδικάστηκε ο Άρειος μετά της διδασκαλίας του, εντούτοις εξακολουθούσε να προσελκύει οπαδούς, ακόμη και μεταξύ των αυτοκρατόρων, όπως είδαμε. Τι δίδασκε όμως ο Άρειος; Κατ’αρχάς να διευκρινίσουμε ότι ο Αρειανισμός συγκεταλέγεται στα λεγόμενα και «χριστολογικά» αιρετικά δόγματα, τα οποία εξέταζαν τις φύσεις του Χριστού. Ο Άρειος, λοιπόν, εν ολίγοις, κήρυττε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι ίσος και όμοιος με τον Πατέρα, αλλά δημιούργημά του, κτίσμα του. Αυτή η παραδοχή, όμως, έθετε αυτομάτως υπό αμφισβήτηση τη θεία φύση του Χριστού. Το ζήτημα λύθηκε με τη διατύπωση των πρώτων άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως, όπου διακηρύχθηκε το «Ομοούσιον» μεταξύ Πατρός και Υιού. Έτσι, ο Κωνσταντίνος κατάφερε –προσωρινά φυσικά- να διασώσει τη θρησκευτική ενότητα της νεοσχηματιζόμενης χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πάνω στην οποία είχε επενδύσει τα πάντα.
Το 381 συνεκλήθη η Β’ Οικουμενική Σύνοδος από τον Μεγάλο Θεοδόσιο, με σκοπό να εξετάσει τις απόψεις ιεραρχών και θεολόγων, οι οποίες προωθούσαν ερμηνευτικές προσεγγίσεις για το Θεό και την πίστη ασυμβίβαστες με το δόγμα της Νικαίας. Η σύνοδος κατεδίκασε, μεταξύ άλλων, ως αιρετικές τις θεωρίες του Αρείου (για δεύτερη φορά) και του Μακεδόνιου. Οι δογματικές διακηρύξεις του δεύτερου αφορούσαν το Άγιο Πνεύμα, το οποίο θεωρούσε ότι ήταν κτίσμα του Πατρός, εγκαινιάζοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο αιρετικών διδασκαλιών που ονομάστηκαν «Τριαδολογικές». Η Σύνοδος , ταυτόχρονα με τις καταδίκες, διεκήρυξε το «ομοούσιον» του Αγίου Πνεύματος και συμπλήρωσε τα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως.
Το 431 είχαμε τη σύγκληση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου από τον Θεοδόσιο τον Β’ στην Έφεσο. Η σύνοδος αυτή καταδίκασε τον Νεστόριο (Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 428) και καθόρισε τη θεϊκή μητρότητα της Παρθένου Μαρίας, την οποία αμφισβητούσε βάσει των θεολογικών του ερμηνειών (την αποκαλούσε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο).
Μετά από είκοσι έτη, το 451 ο Μαρκιανός, σύζυγος της Πουλχερίας και αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, συνεκάλεσε τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα. Σε αυτή καταδικάστηκε ο «Μονοφυσιτισμός» που ξεπήδησε από τις διδασκαλίες του Ευτύχη και του Διοσκούρου Αλεξανδρείας. Ο Μονοφυσιτισμός υποστήριζε την επικράτηση της θείας φύσης του Χριστού σε βάρος της ανθρώπινής του. Στην ίδια σύνοδο κατεδικάσθη –για ακόμη μία φορά- ο Νεστόριος.
Το ζήτημα, όμως, του Μονοφυσιτισμού και της καταδίκης του προκάλεσε σοβαρότατα προβλήματα στο κράτος. Οι ανατολικές επαρχίες της Συροπαλαιστίνης και της Αιγύπτου είχαν ασπασθεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αρχικά τη διδασκαλία του Νεστορίου, αλλά, κυρίως, τον Μονοφυσιτισμό. Κατά συνέπεια, η πρόσφατη απόρριψη και των δύο δοξασιών στη σύνοδο της Χαλκηδόνας, ειδικά όμως της Μονοφυσιτικής, συνετέλεσε στη θρησκευτική απομάκρυνση αυτών των επαρχιών από την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως. Βεβαίως, η ακολουθία αυτών των δογμάτων από τους πληθυσμούς των περιοχών αυτών, στην ουσία υπέκρυπτε τις εθνικές διαφοροποιήσεις Σύρων και Αιγυπτίων, οι οποίοι άρχισαν να αποξενώνονται σταδιακά από τον υπόλοιπο κορμό του κράτους. Επομένως, η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος με τις αποφάσεις της επετάχυνε τις διαδικασίες για τη μελλοντική απόσχιση τους από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Επειδή οι ανατολικές επαρχίες ήταν οι πιο πλούσιες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έγιναν προσπάθειες για τη δογματική και συνακόλουθα πνευματική συμφιλίωση με την Κωνσταντινούπολη από την κεντρική εξουσία, στα πλαίσια της αποκατάστασης της τραυματισμένης εσωτερικής ενότητος (να μη λησμονούμε τον εξ ανατολών εχθρό της Σασανιδικής Περσίας). Σε αυτή τη γραμμή, λοιπόν, εντάσσεται το "Ενωτικόν" από τον Ίσαυρο αυτοκράτορα Ζήνωνα το 481. Το «Ενωτικόν» αφορά μία εγκύκλιο, η οποία αναθεμάτιζε τις δογματικές θέσεις του Νεστορίου, του Ευτύχους και κάθε άλλη διδασκαλία που ήταν αντίθετη με τις αποφάσεις των Συνόδων της Νικαίας και της Εφέσου, οπουδήποτε κι αν διατυπώθηκε. Δόθηκε, έτσι, η ευκαιρία στους μονοφυσίτες να υποστηρίξουν ότι οι αποφάσεις της συνόδου της Χαλκηδόνας, η οποία καταδίκαζε την πίστη τους, ήταν άκυρες.
Η αλήθεια είναι ότι το «Ενωτικόν» επέφερε μία κάποια ηρεμία στα ανατολικά της αυτοκρατορίας, προκάλεσε, όμως, τη σύγκρουση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακακίου (εμπνευστή του «Ενωτικού») με τον Πάπα της Ρώμης Φήλιξ. Στα επόμενα χρόνια και αφού η διά αλληλογραφίας επικοινωνία των δύο Εκκλησιών δεν απέδωσε, ο Πάπας αναθεμάτισε τον Πατριάρχη Ακάκιο το 484, οδηγώντας τον Πατριάρχη με τη σειρά του να πράξει το ίδιο. Έτσι, φθάνουμε στην πρώτη σοβαρή ρήξη μεταξύ των δύο Εκκλησιών, η οποία απετέλεσε το πρώτο σχίσμα, το λεγόμενο και «Ακακιανό». Η άρση του Ακακιανού σχίσματος έγινε το 519 επί του αυτοκράτορος Ιουστίνου του Α’.
Η επόμενη Οικουμενική Σύνοδος, η Ε’, έλαβε χώρα το 553 στην Κωνσταντινούπολη υπό την προεδρία του Ιουστινιανού του Α’. Σε αυτή καταδικάστηκε το δόγμα του Νεστορίου (που είχε οπαδούς κυρίως στη Συρία), μέσωι της «Καταδίκης των Τριών Κεφαλών». Επρόκειτο για τα έργα τριών συγγραφέων, οι οποίοι επρόσκειντο φιλικά στον Νεστοριανισμό, του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρρου και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας.
Το 638, όταν είχε ήδη εκδηλωθεί η Αραβική επίθεση, έρχεται η νέα συναινετική απόπειρα του Ηρακλείου με στόχο την ενδυνάμωση, εκ νέου, των σχέσεων της πρωτεύουσας με τις ανατολικές περιοχές που επέμεναν στην αποδοχή του Μονοφυσιτισμού. Η αγωνιώδης αυτή προσπάθεια του αυτοκράτορος να τα βρει με τους πληθυσμούς αυτούς είχε ως αποτέλεσμα τη δημοσίευση της «Εκθέσεως», στην οποία διακήρυττε τη μία θέληση του Χριστού.
Ήδη, μετά τη νίκη του επί των Περσών, οι μονοφυσιτικές επαρχίες της Ανατολής είχαν επανενταχθεί στο βυζαντινό κράτος (για βραχύ χρονικό διάστημα, αφού εντός ολίγων ετών αυτές οι περιοχές κατελήφθησαν από την πλημμυρίδα των Μουσουλμάνων Αράβων). Για να γεφυρωθεί το χάσμα, λοιπόν, με αυτά τα τμήματα της αυτοκρατορίας ο Ηράκλειος, με εισήγηση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου (είχε πρωτοστατήσει στην άμυνα της Πόλεως κατά την πολιορκία της το 626) εξέδωσε την «Έκθεσιν», διάταγμα το οποίο απαγόρευε οποιαδήποτε συζήτηση για τις δύο φύσεις ή τις ενέργειες του Χριστού. Τόνιζε, μάλιστα, ότι ο Χριστός είχε μία θέληση. Η διατύπωση αυτή δεν ικανοποίησε ούτε τους Μονοφυσίτες, ούτε τους Ορθοδόξους` Ούτε, όμως, διευκόλυνε την επικοινωνία. Αυτό το οποίο πέτυχε, εν τέλει, ήταν να δημιουργήσει μία νέα αίρεση: τον «Μονοθελητισμό».
Δέκα χρόνια μετά, το 648 ο υιός του Ηρακλείου Κώνστας ο Β’ εκδίδει τον «Τύπο», στην προσπάθειά του να κατασιγάσει τις θρησκευτικές έριδες. Έτσι, απέσυρε την «Έκθεση», η οποία είχε αναρτηθεί στον νάρθηκα της Αγίας Σοφίας και δημοσίευσε τον «Τύπο», διάταγμα με το οποίο απαγόρευε κάθε συζήτηση περί των ενεργειών και των βουλήσεων του Χριστού. Όμως, η ρήξη των σχέσεων ήταν μία αναστρέψιμη, έτσι μοιραία, την ίδια εποχή, αυτές οι επαρχίες αποσχίστηκαν τελεσίδικα από το Βυζάντιο, όταν κατέβαλαν μηδαμινή αντίσταση έναντι του αραβικού Ισλάμ.
Η αλήθεια ήταν ότι από τη μία απώλεσε η αυτοκρατορία τα ανατολικά της τμήματα, ενώ από την άλλη οι ενέργειες τόσο του Ηρακλείου με την «Έκθεση» όσο και του Κώνσταντα του Β’ με τα τον «Τύπο» το μόνο που κατάφεραν ήταν να δημιουργήσουν δύο νέες αιρέσεις: τον «Μονοθελητισμό» και τον «Μονοενεργητισμό». Επιπρόσθετα, έδωσαν την αφορμή για μία νέα αντιπαράθεση μεταξύ του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα της Ρώμης. Συγκεκριμένα ο Πάπας Μαρτίνος συνεκάλεσε το 649 στη Ρώμη τη Σύνοδο του Λατερανού ώστε να καταδικάσει τα διατάγματα των Ηρακλείου και Κώνσταντα Β’.
Ήταν ευνόητο, επομένως, να αναγκασθεί ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Δ’ ο Πωγωνάτος να συγκαλέσει το 681 την Στ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να καταδικάσει τις νεοδημιουργηθείσες αιρέσεις. Εκεί η Εκκλησία κήρυξε ως ορθόδοξο το δόγμα των δύο θελήσεων και των δύο ενεργειών του Χριστού. Μάλιστα δεν αρκέσθηκαν στην παραπάνω σύνοδο, αλλά επί Ιουστινιανού του Β’ -του επονομαζομένου και ρινοτμήτου- διηξήχθη το 692 η «Πενθέκτη» ή «Έν Τρούλλω» Οικουμενική Σύνοδος. Σκοπός της ήταν να συμπληρώσει το έργο των δύο προηγουμένων συνόδων (της Ε’ και της Στ’) και να εκδώσει τους κανόνες που ρύθμιζαν ζητήματα εκκλησιαστικού δικαίου και διοικήσεως της Εκκλησίας.
Τέλος, το 787 έλαβε χώρα η Ζ’ και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, την οποία συνεκάλεσε η Ειρήνη η Αθηναία με προεδρεύοντα τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο. Η Σύνοδος αποκατέστησε τη λατρεία των εικόνων υπό την έννοια ότι το προσκύνημα αναφέρεται στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με την καθεαυτό λατρεία, η οποία προορίζεται μόνον για το Θεό. Ταυτόχρονα καταδίκασε την εικονομαχική σύνοδο της Ιέρειας που συνεκλήθη το 754 από τον Κωνσταντίνο τον Ε’, καθώς και τις προεικονομαχικές υπερβολές.
Αυτό το οποίο πρέπει να κρατήσουμε εδώ είναι ότι η ειδοποιός διαφορά της Εικονομαχίας σε σχέση με τα προηγούμενα θεολογικά ζητήματα, τα οποία ταλάνισαν το Βυζάντιο είναι πως ήταν το ίδιο το κράτος, το οποίο δημιούργησε το πρόβλημα. Ευτυχώς για την αυτοκρατορία ήταν, τελικά, εκείνο, με δική του πρωτοβουλία, που έδωσε τη διέξοδο από αυτό. Σε αυτό, φυσικά, συνετέλεσε η οριστική ανάσχεσις των αραβικών επιθέσεων και η στερεοποίησις του ελέγχου επί των μικρασιατικών εδαφών. Έτσι, έλαβε τέλος ο ιδιότυπος θρησκευτικός συγκρητισμός, αν και η ανεικονική διάθεσις διατηρήθηκε, σε κάποιο βαθμό, στις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες γειτνίαζαν με το χαλιφάτο.
Αυτές ήταν οι κυριότερες δογματικές αντιπαραθέσεις που απασχόλησαν το Βυζάντιο. Υπήρξαν και κάποιες άλλες, ήσσονος όμως σημασίας, όπως το θέμα των παυλικιανών ή το κίνημα του ησυχασμού, ενώ το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των δύο Εκκλησιών που οδήγησε στο σχίσμα αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο. Γεγονός πάντως είναι ότι στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες η θρησκευτική και κατ’ επέκτασιν κοινωνική γαλήνη πέρασαν από πολλές αναταράξεις, απειλώντας τη συνοχή, ενίοτε και την ίδια την ύπαρξη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 4ο αιώνα, που αποκαταστάθηκε ο χριστιανισμός, έως τον όγδοο είχαν συγκληθεί επτά οικουμενικές σύνοδοι, ξέχωρα των δεκάδων περιφερειακών.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι οι αυτοκράτορες μετά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, και μέχρι τον Θεοδόσιο -πλην του Ιουλιανού- είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό υπό τη μορφή της Αρειανικής διδασκαλίας (Κωνστάντιος, Βάλης). Αυτή η εξέλιξη επέδρασε καταλυτικά στον εκχριστιανισμό των Γότθων, οι οποίοι βαφτίστηκαν χριστιανοί του αρειανικού δόγματος από τον επίσκοπο Ουλφίλα στα μέσα του 4ου αιώνος. Ο ίδιος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από τον Αρειανό επίσκοπο Νικομηδείας Ευσέβιο, είχε δε μεταφράσει τη Βίβλο στα Γοτθικά. Τελικά, το δόγμα της Νικαίας του 325, που καταδίκαζε τον Άρειο και τους οπαδούς του, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί, το επανέφερε σε ισχύ ο Θεοδόσιος όταν συνεκάλεσε τη Β' Οικουμενική το 381 στην Κωνσταντινούπολη. Έχουμε λοιπόν τους Ελληνορωμαίους να είναι Ορθόδοξοι και τους Γότθους να είναι Αρειανοί. Έτσι, αυτομάτως, η θρησκευτική διαφορά επεξετάθη σε εθνική.
Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Η πρώτη συνάθροιση του ανωτάτου χριστιανικού κλήρου από όλη την αυτοκρατορία έλαβε χώρα στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, μετά από πρόσκληση του Μεγάλου Κωνσταντίνου (έκτοτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι συγκαλούνται και προεδρεύονται από τον εκάστοτε αυτοκράτορα, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ισχυρή σύνδεση της κοσμικής με τη θρησκευτική εξουσία). Σε αυτή την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, αν και καταδικάστηκε ο Άρειος μετά της διδασκαλίας του, εντούτοις εξακολουθούσε να προσελκύει οπαδούς, ακόμη και μεταξύ των αυτοκρατόρων, όπως είδαμε. Τι δίδασκε όμως ο Άρειος; Κατ’αρχάς να διευκρινίσουμε ότι ο Αρειανισμός συγκεταλέγεται στα λεγόμενα και «χριστολογικά» αιρετικά δόγματα, τα οποία εξέταζαν τις φύσεις του Χριστού. Ο Άρειος, λοιπόν, εν ολίγοις, κήρυττε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι ίσος και όμοιος με τον Πατέρα, αλλά δημιούργημά του, κτίσμα του. Αυτή η παραδοχή, όμως, έθετε αυτομάτως υπό αμφισβήτηση τη θεία φύση του Χριστού. Το ζήτημα λύθηκε με τη διατύπωση των πρώτων άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως, όπου διακηρύχθηκε το «Ομοούσιον» μεταξύ Πατρός και Υιού. Έτσι, ο Κωνσταντίνος κατάφερε –προσωρινά φυσικά- να διασώσει τη θρησκευτική ενότητα της νεοσχηματιζόμενης χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πάνω στην οποία είχε επενδύσει τα πάντα.
Το 381 συνεκλήθη η Β’ Οικουμενική Σύνοδος από τον Μεγάλο Θεοδόσιο, με σκοπό να εξετάσει τις απόψεις ιεραρχών και θεολόγων, οι οποίες προωθούσαν ερμηνευτικές προσεγγίσεις για το Θεό και την πίστη ασυμβίβαστες με το δόγμα της Νικαίας. Η σύνοδος κατεδίκασε, μεταξύ άλλων, ως αιρετικές τις θεωρίες του Αρείου (για δεύτερη φορά) και του Μακεδόνιου. Οι δογματικές διακηρύξεις του δεύτερου αφορούσαν το Άγιο Πνεύμα, το οποίο θεωρούσε ότι ήταν κτίσμα του Πατρός, εγκαινιάζοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο αιρετικών διδασκαλιών που ονομάστηκαν «Τριαδολογικές». Η Σύνοδος , ταυτόχρονα με τις καταδίκες, διεκήρυξε το «ομοούσιον» του Αγίου Πνεύματος και συμπλήρωσε τα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως.
Το 431 είχαμε τη σύγκληση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου από τον Θεοδόσιο τον Β’ στην Έφεσο. Η σύνοδος αυτή καταδίκασε τον Νεστόριο (Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 428) και καθόρισε τη θεϊκή μητρότητα της Παρθένου Μαρίας, την οποία αμφισβητούσε βάσει των θεολογικών του ερμηνειών (την αποκαλούσε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο).
Μετά από είκοσι έτη, το 451 ο Μαρκιανός, σύζυγος της Πουλχερίας και αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, συνεκάλεσε τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα. Σε αυτή καταδικάστηκε ο «Μονοφυσιτισμός» που ξεπήδησε από τις διδασκαλίες του Ευτύχη και του Διοσκούρου Αλεξανδρείας. Ο Μονοφυσιτισμός υποστήριζε την επικράτηση της θείας φύσης του Χριστού σε βάρος της ανθρώπινής του. Στην ίδια σύνοδο κατεδικάσθη –για ακόμη μία φορά- ο Νεστόριος.
Το ζήτημα, όμως, του Μονοφυσιτισμού και της καταδίκης του προκάλεσε σοβαρότατα προβλήματα στο κράτος. Οι ανατολικές επαρχίες της Συροπαλαιστίνης και της Αιγύπτου είχαν ασπασθεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αρχικά τη διδασκαλία του Νεστορίου, αλλά, κυρίως, τον Μονοφυσιτισμό. Κατά συνέπεια, η πρόσφατη απόρριψη και των δύο δοξασιών στη σύνοδο της Χαλκηδόνας, ειδικά όμως της Μονοφυσιτικής, συνετέλεσε στη θρησκευτική απομάκρυνση αυτών των επαρχιών από την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως. Βεβαίως, η ακολουθία αυτών των δογμάτων από τους πληθυσμούς των περιοχών αυτών, στην ουσία υπέκρυπτε τις εθνικές διαφοροποιήσεις Σύρων και Αιγυπτίων, οι οποίοι άρχισαν να αποξενώνονται σταδιακά από τον υπόλοιπο κορμό του κράτους. Επομένως, η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος με τις αποφάσεις της επετάχυνε τις διαδικασίες για τη μελλοντική απόσχιση τους από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Επειδή οι ανατολικές επαρχίες ήταν οι πιο πλούσιες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έγιναν προσπάθειες για τη δογματική και συνακόλουθα πνευματική συμφιλίωση με την Κωνσταντινούπολη από την κεντρική εξουσία, στα πλαίσια της αποκατάστασης της τραυματισμένης εσωτερικής ενότητος (να μη λησμονούμε τον εξ ανατολών εχθρό της Σασανιδικής Περσίας). Σε αυτή τη γραμμή, λοιπόν, εντάσσεται το "Ενωτικόν" από τον Ίσαυρο αυτοκράτορα Ζήνωνα το 481. Το «Ενωτικόν» αφορά μία εγκύκλιο, η οποία αναθεμάτιζε τις δογματικές θέσεις του Νεστορίου, του Ευτύχους και κάθε άλλη διδασκαλία που ήταν αντίθετη με τις αποφάσεις των Συνόδων της Νικαίας και της Εφέσου, οπουδήποτε κι αν διατυπώθηκε. Δόθηκε, έτσι, η ευκαιρία στους μονοφυσίτες να υποστηρίξουν ότι οι αποφάσεις της συνόδου της Χαλκηδόνας, η οποία καταδίκαζε την πίστη τους, ήταν άκυρες.
Η αλήθεια είναι ότι το «Ενωτικόν» επέφερε μία κάποια ηρεμία στα ανατολικά της αυτοκρατορίας, προκάλεσε, όμως, τη σύγκρουση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακακίου (εμπνευστή του «Ενωτικού») με τον Πάπα της Ρώμης Φήλιξ. Στα επόμενα χρόνια και αφού η διά αλληλογραφίας επικοινωνία των δύο Εκκλησιών δεν απέδωσε, ο Πάπας αναθεμάτισε τον Πατριάρχη Ακάκιο το 484, οδηγώντας τον Πατριάρχη με τη σειρά του να πράξει το ίδιο. Έτσι, φθάνουμε στην πρώτη σοβαρή ρήξη μεταξύ των δύο Εκκλησιών, η οποία απετέλεσε το πρώτο σχίσμα, το λεγόμενο και «Ακακιανό». Η άρση του Ακακιανού σχίσματος έγινε το 519 επί του αυτοκράτορος Ιουστίνου του Α’.
Η επόμενη Οικουμενική Σύνοδος, η Ε’, έλαβε χώρα το 553 στην Κωνσταντινούπολη υπό την προεδρία του Ιουστινιανού του Α’. Σε αυτή καταδικάστηκε το δόγμα του Νεστορίου (που είχε οπαδούς κυρίως στη Συρία), μέσωι της «Καταδίκης των Τριών Κεφαλών». Επρόκειτο για τα έργα τριών συγγραφέων, οι οποίοι επρόσκειντο φιλικά στον Νεστοριανισμό, του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρρου και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας.
Το 638, όταν είχε ήδη εκδηλωθεί η Αραβική επίθεση, έρχεται η νέα συναινετική απόπειρα του Ηρακλείου με στόχο την ενδυνάμωση, εκ νέου, των σχέσεων της πρωτεύουσας με τις ανατολικές περιοχές που επέμεναν στην αποδοχή του Μονοφυσιτισμού. Η αγωνιώδης αυτή προσπάθεια του αυτοκράτορος να τα βρει με τους πληθυσμούς αυτούς είχε ως αποτέλεσμα τη δημοσίευση της «Εκθέσεως», στην οποία διακήρυττε τη μία θέληση του Χριστού.
Ήδη, μετά τη νίκη του επί των Περσών, οι μονοφυσιτικές επαρχίες της Ανατολής είχαν επανενταχθεί στο βυζαντινό κράτος (για βραχύ χρονικό διάστημα, αφού εντός ολίγων ετών αυτές οι περιοχές κατελήφθησαν από την πλημμυρίδα των Μουσουλμάνων Αράβων). Για να γεφυρωθεί το χάσμα, λοιπόν, με αυτά τα τμήματα της αυτοκρατορίας ο Ηράκλειος, με εισήγηση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου (είχε πρωτοστατήσει στην άμυνα της Πόλεως κατά την πολιορκία της το 626) εξέδωσε την «Έκθεσιν», διάταγμα το οποίο απαγόρευε οποιαδήποτε συζήτηση για τις δύο φύσεις ή τις ενέργειες του Χριστού. Τόνιζε, μάλιστα, ότι ο Χριστός είχε μία θέληση. Η διατύπωση αυτή δεν ικανοποίησε ούτε τους Μονοφυσίτες, ούτε τους Ορθοδόξους` Ούτε, όμως, διευκόλυνε την επικοινωνία. Αυτό το οποίο πέτυχε, εν τέλει, ήταν να δημιουργήσει μία νέα αίρεση: τον «Μονοθελητισμό».
Δέκα χρόνια μετά, το 648 ο υιός του Ηρακλείου Κώνστας ο Β’ εκδίδει τον «Τύπο», στην προσπάθειά του να κατασιγάσει τις θρησκευτικές έριδες. Έτσι, απέσυρε την «Έκθεση», η οποία είχε αναρτηθεί στον νάρθηκα της Αγίας Σοφίας και δημοσίευσε τον «Τύπο», διάταγμα με το οποίο απαγόρευε κάθε συζήτηση περί των ενεργειών και των βουλήσεων του Χριστού. Όμως, η ρήξη των σχέσεων ήταν μία αναστρέψιμη, έτσι μοιραία, την ίδια εποχή, αυτές οι επαρχίες αποσχίστηκαν τελεσίδικα από το Βυζάντιο, όταν κατέβαλαν μηδαμινή αντίσταση έναντι του αραβικού Ισλάμ.
Η αλήθεια ήταν ότι από τη μία απώλεσε η αυτοκρατορία τα ανατολικά της τμήματα, ενώ από την άλλη οι ενέργειες τόσο του Ηρακλείου με την «Έκθεση» όσο και του Κώνσταντα του Β’ με τα τον «Τύπο» το μόνο που κατάφεραν ήταν να δημιουργήσουν δύο νέες αιρέσεις: τον «Μονοθελητισμό» και τον «Μονοενεργητισμό». Επιπρόσθετα, έδωσαν την αφορμή για μία νέα αντιπαράθεση μεταξύ του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα της Ρώμης. Συγκεκριμένα ο Πάπας Μαρτίνος συνεκάλεσε το 649 στη Ρώμη τη Σύνοδο του Λατερανού ώστε να καταδικάσει τα διατάγματα των Ηρακλείου και Κώνσταντα Β’.
Ήταν ευνόητο, επομένως, να αναγκασθεί ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Δ’ ο Πωγωνάτος να συγκαλέσει το 681 την Στ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να καταδικάσει τις νεοδημιουργηθείσες αιρέσεις. Εκεί η Εκκλησία κήρυξε ως ορθόδοξο το δόγμα των δύο θελήσεων και των δύο ενεργειών του Χριστού. Μάλιστα δεν αρκέσθηκαν στην παραπάνω σύνοδο, αλλά επί Ιουστινιανού του Β’ -του επονομαζομένου και ρινοτμήτου- διηξήχθη το 692 η «Πενθέκτη» ή «Έν Τρούλλω» Οικουμενική Σύνοδος. Σκοπός της ήταν να συμπληρώσει το έργο των δύο προηγουμένων συνόδων (της Ε’ και της Στ’) και να εκδώσει τους κανόνες που ρύθμιζαν ζητήματα εκκλησιαστικού δικαίου και διοικήσεως της Εκκλησίας.
Τέλος, το 787 έλαβε χώρα η Ζ’ και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, την οποία συνεκάλεσε η Ειρήνη η Αθηναία με προεδρεύοντα τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο. Η Σύνοδος αποκατέστησε τη λατρεία των εικόνων υπό την έννοια ότι το προσκύνημα αναφέρεται στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με την καθεαυτό λατρεία, η οποία προορίζεται μόνον για το Θεό. Ταυτόχρονα καταδίκασε την εικονομαχική σύνοδο της Ιέρειας που συνεκλήθη το 754 από τον Κωνσταντίνο τον Ε’, καθώς και τις προεικονομαχικές υπερβολές.
Αυτό το οποίο πρέπει να κρατήσουμε εδώ είναι ότι η ειδοποιός διαφορά της Εικονομαχίας σε σχέση με τα προηγούμενα θεολογικά ζητήματα, τα οποία ταλάνισαν το Βυζάντιο είναι πως ήταν το ίδιο το κράτος, το οποίο δημιούργησε το πρόβλημα. Ευτυχώς για την αυτοκρατορία ήταν, τελικά, εκείνο, με δική του πρωτοβουλία, που έδωσε τη διέξοδο από αυτό. Σε αυτό, φυσικά, συνετέλεσε η οριστική ανάσχεσις των αραβικών επιθέσεων και η στερεοποίησις του ελέγχου επί των μικρασιατικών εδαφών. Έτσι, έλαβε τέλος ο ιδιότυπος θρησκευτικός συγκρητισμός, αν και η ανεικονική διάθεσις διατηρήθηκε, σε κάποιο βαθμό, στις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες γειτνίαζαν με το χαλιφάτο.
Αυτές ήταν οι κυριότερες δογματικές αντιπαραθέσεις που απασχόλησαν το Βυζάντιο. Υπήρξαν και κάποιες άλλες, ήσσονος όμως σημασίας, όπως το θέμα των παυλικιανών ή το κίνημα του ησυχασμού, ενώ το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των δύο Εκκλησιών που οδήγησε στο σχίσμα αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο. Γεγονός πάντως είναι ότι στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες η θρησκευτική και κατ’ επέκτασιν κοινωνική γαλήνη πέρασαν από πολλές αναταράξεις, απειλώντας τη συνοχή, ενίοτε και την ίδια την ύπαρξη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 4ο αιώνα, που αποκαταστάθηκε ο χριστιανισμός, έως τον όγδοο είχαν συγκληθεί επτά οικουμενικές σύνοδοι, ξέχωρα των δεκάδων περιφερειακών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου