Η Δημοκρατία είναι το μέγιστο πολιτειακό επίτευγμα της Αρχαίας Ελλάδος, κατά παγκόσμια παραδοχή και ομολογία. Η γέννησή της, όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο, έλαβε χώρα στην Σπάρτη. «Του μεν δήμου θρασυνομένου…»[1] Όμως, η καταξίωσή της ως πολιτεύματος πραγματώθηκε στην Αθήνα. Εκεί οργανώθηκε και αναπτύχθηκε συστηματικά δημιουργώντας το μεγαλείο των Αθηνών. Είχε προετοιμασθεί βέβαια με την νομοθεσία του Σόλωνος, θεμελιώθηκε από τον Κλεισθένη, δικαιώθηκε με τις νίκες στους Μηδικούς Πολέμους, στερεώθηκε με το πρόγραμμα του Θεμιστοκλή και έφθασε στο απόγειό της υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Περικλή.
Εδώ γεννάται όμως το εξής ερώτημα: Ήταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία μία πραγματική Δημοκρατία, διαχέοντας παράλληλα όλες τις πτυχές της εξουσίας και στον τελευταίο πολίτη ή μία Δημοκρατία κατ΄επίφαση; Αυτό, λοιπόν, ακριβώς επιχειρήται να απαντηθεί με το παρόν πόνημα. Θα επιχειρήσουμε επομένως μια κατάδυση στα ενδότερα της, με σκοπό να ανευρεθούν τα βασικά γνωρίσματα που την χαρακτηρίζουν. Επίσης, θα εξετάσουμε εάν και κατά πόσον εφαρμόσθηκαν οι αρχές της. Ακόμη θα αναζητηθούν τα προτερήματα και τα ελαττώματα του εν λόγω πολιτεύματος, καθώς και η συμβολή της στην ανάδυση της Αθηναϊκής πολιτείας ως ηγέτιδας δύναμης στον Ελληνικό κόσμο του 5ου π.χ αιώνος. Τέλος, με άξονα τους πολιτειακούς θεσμούς, την νομοθεσία και την όλη εν γένει λειτουργία της Δημοκρατίας θα καταδειχθεί η πραγματική διάστασή της, ως μίας άμεσης Δημοκρατίας, με όλες όμως τις υπερβολές της.
Είναι αλήθεια, πως από την εποχή του Σόλωνος είχαν ξεκινήσει τα πρώτα βήματα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των ασθενέστερων πολιτών. Κυριώτερο από αυτά ήταν η σεισάχθεια[2]. Δηλαδή κατήργησε τις υποθήκες κτημάτων και την δουλεία για χρέη, όπως επίσης προχώρησε στο σβήσιμο των εκκρεμών χρεών των μικροαγροτών. Νέα καινοτομία ήταν και ίδρυση της Βουλής των τετρακοσίων, εκατό από κάθε φυλή, η οποία προετοίμαζε ως προβουλεύματα τα σχέδια νόμων για συζήτηση από την Εκκλησία του Δήμου. Κατά συνέπεια αφαιρέθηκε μία σημαντική δικαιοδοσία από το παλαιό αριστοκρατικό δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Ο Σόλων ακόμη έβαλε και την τέταρτη κοινωνική τάξη τους Θήτες στην Εκκλησία του Δήμου. Αλλά και για την προστασία των απλών πολιτών, από τυχόν αυθαίρετες πράξεις των αρχόντων θέσπισε κατά πρώτον την εισαγγελία[3] και κατά δεύτερον την έφεση[4]. Η μεν εισαγγελία έδινε στον καθένα το δικαίωμα να καταφεύγει στο δικαστήριο προς υπεράσπιση οιουδήποτε αδικουμένου. Η έφεση δε, αφορούσε αποφάσεις των δικαστηρίων. Ίδρυσε επίσης και το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας. Όμως ο σπουδαίος αυτός Νομοθέτης προσέδωσε στο πολίτευμα καθαρά τιμοκρατικό[5] χαρακτήρα, διαχωρισμό δηλαδή σε τάξεις ανάλογα με το εισόδημα. Τα αξιώματα δίνονταν ανάλογα προς την τάξη, στην οποία ανήκε ο κάθε πολίτης. Μόνον οι δύο πρώτες τάξεις, των πεντακοσιομέδιμνων και των τριακοσιομέδιμνων (ιππέων) μπορούσαν να εκλέξουν τους δικαστές. Αναμφισβήτητα, λοιπόν, ο Σόλων αναμόρφωσε τους πολιτειακούς θεσμούς των Αθηνών και προώθησε, μέχρι ενός ορισμένου σημείου, τα δημοκρατικά ιδεώδη με την συμμετοχή όλων των Αθηναϊκών τάξεων στις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου.
Καινοτομίες και πλεονεκτήματα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας
Εκείνος όμως, που θεμελίωσε το Δημοκρατικό Πολίτευμα στην Αθήνα ήταν ο Κλεισθένης. Γιος του Μεγακλέους και της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνος Κλεισθένη, καταγόνταν από το γένος των Αλκμεωνιδών. Η νομοθεσία του έδωσε περισσότερη ώθηση στις δημοκρατικές αρχές από την αντίστοιχη του Σόλωνα, ξεπερνώντας την μετριοπάθεια που τη χαρακτήριζε. Για να εξουδετερώσει τη δύναμη των ευγενών, που στηρίζονταν στην διαίρεση της Αττικής σε τέσσερις φυλές, καινοτόμησε αφού προέβη σε νέα διαίρεση των Αθηναίων πολιτών σε δέκα νέες φυλές, με ονόματα τοπικών ηρώων. Οι ίδιες υποδιαιρέθηκαν σε τριάντα τριττύες[6] και σε εκατό δήμους. Οι τριττύες είχαν χωρισθεί ανά δέκα, για κάθε μία από τις τρεις ζώνες που αποτελούσαν γεωγραφικά την Αττική, δηλαδή, το Άστυ, η Μεσογαία και η Παραλία. Κάθε μία από αυτές τις φυλές απαρτίζονταν από τρεις τριττύες, μία του Άστεως, μία της Παραλίας και μία της Μεσογαίας, καθώς και από δέκα Δήμους. Εκτός όμως αυτού του μέτρου, έδωσε το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη, και κατ΄ επέκταση τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τους υπολοίπους Αθηναίους, σε πολλούς μετοίκους και απελευθέρους (δούλοι που είχαν αποκτήσει την ελευθερία τους). Η ένταξη λοιπόν αυτών που ονομάσθηκαν Νεοπολίτες[7], κατά τον Αριστοτέλη, στο πολιτικό σώμα των Αθηνών αποτέλεσε αναμφισβήτητα μία άκρως ριζοσπαστική κίνηση, αδιανόητη έως τότε. Με αυτόν τον τρόπο διασπάστηκε η συνοχή των τοπικών και ταξικών συμφερόντων, ιδίως των παραδοσιακών αριστοκρατικών φρατριών[8], προς όφελος του κοινού συμφέροντος και της δημοκρατικής ισοπολιτείας, η οποία επρόκειτο να αποτελέσει την μεγαλύτερη πολιτική επίτευξη της Αθηναϊκής πολιτείας.
Ακόμη από τις δέκα φυλές όρισε να εκλέγονται οι Δέκα στρατηγοί (Αρχή ιδρυθείσα επί των ημερών του), οι Εννέα άρχοντες, οι πεντακόσιοι Βουλευτές αντί των τετρακοσίων της Σολώνειας Βουλής (πενήντα από κάθε φυλή), και τα ορκωτά δικαστήρια της Ηλιαίας. Κάθε φυλή, αντιπροσωπευομένη από τους πενήντα βουλευτές της, ασκούσε την εξουσία επί ένα δέκατο του έτους ως πρυτανεύουσα. Επιπροσθέτως άλλαξε τον τρόπο ανάδειξης των Βουλευτών και των περισσοτέρων αρχόντων, όχι δια της εκλογής, αλλά με κλήρωση, για ενιαύσιο θητεία και μη ανανεώσιμη. Επίσης καθόρισε την ονομασία των Αθηναίων με ενιαίο τρόπο, έτσι ώστε να μην ξεχωρίζουν οι ευγενείς από εκείνους με μη αριστοκρατική καταγωγή. Για να στηρίξει τέλος τις μεταρρυθμίσεις του και να εξασφαλίσει την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του νεότευκτου πολιτεύματος, εισήγαγε τον οστρακισμό[9].Βάσει αυτού, ο λαός ως Εκκλησία του Δήμου, μπορούσε να εξορίσει από την πόλη οποιονδήποτε ύποπτο για την επιβολή τυραννικού καθεστώτος.
Οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένους προκάλεσαν την αντίδραση των αντιπάλων του. Συγκεκριμένα Σπαρτιατικός στρατός, κατόπιν προσκλήσεως του ηγέτη των ολιγαρχικών Ισαγόρα, εισέβαλλε στην Αττική. Παράλληλα, στη συμμαχία κατά των Αθηναίων προστέθηκαν Βοιωτοί και Χαλκιδείς. Οι Αθηναίοι όμως κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τους εχθρούς τους. Αυτό ήταν το πρώτο δείγμα γραφής του ότι το έργο του ευφυούς αυτού πολιτικού είχε θεμελιωθεί σε στέρεες βάσεις. Το δεύτερο και καταλυτικό, μέσα από το οποίο οικοδομήθηκε η Αθηναϊκή Υπερδύναμη ήταν τα Μηδικά.
Το δημοκρατικό πολίτευμα βέβαια συνέχισε να εξελίσσεται, με νέες αλλαγές οι οποίες προστέθηκαν για να το ισχυροποιήσουν περαιτέρω. Τέτοιες ήταν του Εφιάλτη, ο οποίος αφαίρεσε από τον Άρειο Πάγο την αρμοδιότητα του Φύλακα της Πολιτείας[10] και τη διαμοίρασε μεταξύ της Βουλής, της Εκκλησίας του Δήμου και της Ηλιαίας. Αυτό ήταν και το τελευταίο χτύπημα για το πάλαι ποτέ πανίσχυρο δικαστήριο της Αριστοκρατίας. Εφεξής, ήταν αρμόδιο να δικάζει μόνο υποθέσεις φόνου εκ προμελέτης. Αλλά και ο Περικλής, που ανέλαβε την ηγεσία των Δημοκρατικών προχώρησε παραπέρα με την καθιέρωση της μισθοφορίας, του λεγομένου και Ηλιαστικού Μισθού[11], για τα μέλη της Ηλιαίας. Το ίδιο έκανε και για τους Βουλευτές, όπως και για άλλα αξιώματα που καταλάμβαναν οι πολίτες. Έτσι και οι πιο φτωχοί μπορούσαν να ασκήσουν απρόσκοπτα και ανεπηρέαστα τα καθήκοντά τους δίχως να ζημιώνονται. Αργότερα, μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και στις αρχές του 4ου π.χ θα θεσπιστεί μισθός και για τα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου. Παράλληλα με όλα αυτά, επεκτάθηκε σταδιακά το δικαίωμα αναδείξεως σε έναν εκ των εννέα αρχόντων και για την τελευταία τάξη Αθηναίων πολιτών, τους Θήτες. Πρέπει να σημειωθεί επίσης, πως ο τρόπος επιλογής των αρχόντων διατήρησε το μεικτό σύστημα, όπου συνυπήρχαν η εκλογή με την κλήρωση, ονομάζονταν δε: «κλήρωση εκ προκρίτων»[12]. Προς τα μέσα όμως του 5ου π.χ αιώνος επεκράτησε οριστικά η επιλογή μέσω κλήρωσης και μάλιστα διπλής μεταξύ κληρωτών[13].
Στην πόλη λοιπόν των Αθηνών έλαβε σάρκα και οστά η Δημοκρατία. Με περισσή υπερηφάνια, εξάλλου, το τονίζει και ο Περικλής στον Επιτάφιό του[14] «Χρώμεθα γαρ πολιτεία ου ζηλούση τους εν των πέλας νόμους, παράδειγμα δε μάλλον αυτοί όντες τισίν ή μιμούμενοι ετέρους. Και όνομα μεν διά το μη ες ολίγους αλλ΄ες πλείονας οικείν Δημοκρατία κέκληται». Τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι η Ελευθερία, η Λαϊκή κυριαρχία (Εκκλησία του Δήμου), η ισότητα των πολιτών και συνακόλουθα η ισονομία, η ισηγορία, η ισοκρατία,[15] η ισοψηφία, η ισοτιμία, η ελεύθερη έκφραση λόγου και το πολυπληθές των Πολιτειακών οργάνων.
Ας ξεκινήσουμε όμως την εξέταση του πρώτου χαρακτηριστικού του δημοκρατικού πολιτεύματος, της Ελευθερίας. Η Ελευθερία είναι η βασική αρχή, πάνω στην οποία στηρίζεται η δημοκρατία. Είναι και ο κύριος σκοπός της όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης[16]. Διαμορφώνει την προσωπικότητα του πολίτη, τονώνοντας σε μέγιστο βαθμό την αυτοπεποίθησή του. Του δίδεται έτσι η ευκαιρία αυτοπροσδιορισμού του ως άτομο ξεχωριστό μέσα στο σύνολο. Συμμετέχει στις συνελεύσεις του Δήμου, έχοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα να εκφράσει υπεύθυνα τις ιδέες του. Έχει, με λίγα λόγια δική του προσωπική ΒΟΥΛΗΣΗ.
Η Εκκλησία του Δήμου είχε καταστεί παντοδύναμη. Είναι το ανώτατο πολιτειακό όργανο, το οποίο δεν αμφισβητείται από κανέναν και καμμία αρχή. Είχε υπό τον έλεγχό της όλους τους εκλεγμένους άρχοντες, καθώς και την Βουλή. Δικαίωμα συμμετοχής σε αυτήν είχαν όλοι οι άνδρες Αθηναίοι, έχοντας συμπληρώσει το 18ο έτος[17]. Ελάμβανε αποφάσεις για την εκλογή των αρχόντων, ψήφιζε νόμους, είχε το δικαίωμα κήρυξης πολέμου, της σύναψης συνθήκης ειρήνης, καθώς και της αποστολής πρέσβεων, είτε σε άλλες Ελληνικές πόλεις κράτη, είτε στους Πέρσες. Πέραν αυτών, όμως, είχε και δικαστικές αρμοδιότητες όπως ο Οστρακισμός. Συνεπώς, τόσο θεωρητικά όσο και στην πράξη ήταν το κέντρο των αποφάσεων.
Όσον αφορά τώρα την ισότητα, εκείνη εκφράζονταν με διάφορες μορφές, όπως η ισονομία, η ισηγορία, η ισοκρατία, η ισοψηφία και η ισοτιμία. Η ισονομία (όπως ονομάσθηκε αρχικά η δημοκρατία από τον Ηρόδοτο), θεωρούσε ίσους όλους τους πολίτες απέναντι στους νόμους. Επιτυγχάνονταν έτσι ο σκοπός της εξισώσεως των ευγενών με εκείνους που δεν ήταν. Το γεγονός άλλωστε, της πανομοιότυπης αναγραφής των ονομάτων όλων των πολιτών, συνιστούσε την κατάργηση των διακρίσεων ανάμεσα σε αριστοκρατικά και ταπεινά γένη. Το φυλοκρινείν[18] εξάλλου απαγορεύθηκε με νόμο και έτσι εξέλιπε ένας ακόμη σημαντικός λόγος που παραβίαζε την γενικότερη ισότητα μεταξύ των Αθηναίων.
Η ισηγορία δε, κατοχύρωνε τη δυνατότητα των πολιτών να αγορεύουν εξίσου στην Εκκλησία του Δήμου, με επιχειρήματα και απόψεις. Θεμελίωνε δηλαδή το δικαίωμα που παρέχονταν στον οποιοδήποτε ελεύθερο πολίτη, να μιλά, επί ίσοις όροις, για τα κοινά ενώπιον των συμπολιτών του. Σε συνδυασμό βέβαια με την ελεύθερη έκφραση γνώμης, την παρρησία. Η παρρησία ήταν πολύ σημαντική, διότι, μέσω αυτής εκφράζεται η θεμελιώδης αρχή της ελευθερίας. Η ίδια άλλωστε συμβάλλει τα μέγιστα στην διαμόρφωσή της κοινής γνώμης. Τρανό παράδειγμα ο ίδιος ο Περικλής, στον οποίο δόθηκε η ευκαιρία να ξεχωρίσει, κυρίως λόγω της απαράμιλλης ρητορικής δεινότητός του.
Η ισοκρατία, μετά, σήμαινε ότι το κράτος ανήκε εξίσου σε όλους τους πολίτες. Είναι απρόσωπο και κυβερνάται από τους νόμους, οι οποίοι ψηφίζονται από την Εκκλησία του Δήμου. Υπάρχει, φυσικά, και μία δεύτερη εξήγηση, η οποία θεωρεί πως ο όρος αυτός ίσχυε και για όλα τα υπόλοιπα πολιτεύματα, πλην ενός: της αρχής ενός μόνο ατόμου στην εξουσία. Μιλάμε βέβαια για την τυρρανία.
Με το θέμα της ισοψηφίας τώρα πραγματώνεται η έννοια και η λειτουργία της λαϊκής κυριαρχίας. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, η ψήφος στις λαϊκές συνελεύσεις έχει την ίδια ισχύ για όλους. Επομένως, δεν βαραίνει κανενός η ψήφος περισσότερο του άλλου. Επιπλέον, σχηματίζεται η αίσθηση στον ψηφίζοντα, η οποία και αποτελεί πραγματικότητα, του ενεργού πολίτη. Ο Αθηναίος, ψηφίζοντας ως ίσος μεταξύ ίσων, νοιώθει ότι συμμετέχει στα κοινά, και μάλιστα στην πρώτη γραμμή, αποφασίζοντας ο ίδιος για τις τύχες της πόλης του.
Ερχόμαστε, τέλος, στην ισοτιμία. Σύμφωνα με αυτήν, όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να αναλάβουν οποιοδήποτε από τα υπάρχοντα κρατικά αξιώματα με μοναδκή εξαίρεση το αξίωμα των στρατηγών που διατηρεί ελιτίστικο χαρακτήρα. Γεγονός πάντως είναι ότι η κοινωνική προβολή στην Αρχαία Αθήνα συνδέεται με την ανάθεση αξιώματος. Βέβαια, μέχρι να γίνει πράξη η ισοτιμία, χρειάσθηκε να περάσουν κάποιες δεκαετίες από την πρώτη μεταρρύθμιση, αυτή του Κλεισθένη. Τελικά στα μέσα του 5ου π.χ αιώνος, απέκτησαν και οι Θήτες το δικαίωμα να συμπεριληφθούν στην κληρωτίδα για τα αξιώματα των αρχόντων.
Η Δημοκρατία όμως, είχε ως στήριγμα και το πολυπληθές των διαφόρων πολιτειακών οργάνων. Για παράδειγμα, η σύνθεση ενός εκ των Ηλιαστικών δικαστηρίων αριθμούσε 501 κανονικά μέλη και 99 αναπληρωματικά[19]. Τα τμήματα αυτά της Ηλιαίας ήταν δέκα, κατά συνέπεια ο συνολικός αριθμός των μελών της αριθμούσε τα 6.000. Αλλά και η ίδια η Βουλή αύξησε τα μέλη της από τα 400 του Σόλωνος στα 500 από τον Κλεισθένη. Το λαμπρότερο παράδειγμα βέβαια ήταν η Εκκλησία του Δήμου που αποτελείτο από όλους άνω των 18 άρρενες πολίτες. Για να αποφευχθούν δε φαινόμενα διαφθοράς του δημοσίου βίου, από τους κατέχοντες διάφορα πολιτειακά αξιώματα, θεσπίστηκαν διάφορα μέτρα, όπως:
- Η θητεία στα περισσότερα των αξιωμάτων ήταν ετήσια. Ουδείς είχε το δικαίωμα να κληρωθεί για 2η φορά ως Άρχων. Το είχε όμως ως Βουλευτής.
- Οι Δέκα Στρατηγοί και οι ταμίες με εκλογή[20] και όχι με κλήρωση, λόγω των ιδιαιτέρων ικανοτήτων και προσόντων που απαιτούντο για αυτά τα αξιώματα.
- Η υποχρέωση, κυρίως των υποψηφίων Αρχόντων, πριν αναλάβουν, της Δοκιμασίας[21]. Μίας προκαταρκτικής εξέτασης για το αν είχε τα τυπικά προσόντα για την θέση.
- Η υποχρέωση, κυρίως των κατεχόντων αξιώματα σε οικονομικές υπηρεσίες του Λόγου[22].
- Η Επιχειροτονία[23], που ήταν έλεγχος των πεπραγμένων της διαχειρίσεώς τους, σε τακτά χρονικά διαστήματα.
- Τα Εύθυνα[24]. Η τελική απολογιστική τους έκθεση για την θητεία τους.
- Η δυνατότητα αλλά και υποχρέωση κάθε πολίτη, να εγείρει αγωγή για φαινόμενα κακοδιαχειρίσεων και ατασθαλιών εκ μέρους των αρχόντων.
Όλα τα παραπάνω, συνεπώς, αφενώς μεν θωράκιζαν ακόμη περισσότερο το πολίτευμα, αφετέρου δε ενίσχυαν την πίστη των Αθηναίων σε αυτό. Πίστευαν ακράδαντα, πλην μερικών ολιγαρχικών εξαιρέσεων, στο ορθό της επιλογής τους και είχαν την πρόθεση να το εξάγουν, σε πρώτη φάση στους συμμάχους τους.
Αδυναμίες του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος
Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, όμως παρουσίαζε και αρκετές αδυναμίες. Θα αναφερθούμε, καταρχάς, στον πλήρη αποκλεισμό από τα κοινά ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, των γυναικών. Εστερούντο παντελώς των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Δικαιοπρακτική δυνατότητα από μέρους τους δεν υπήρχε, καθόσον τους απαγορεύονταν να χειρίζονται οι ίδιες τις υποθέσεις τους. Έπρεπε υποχρεωτικά να εκπροσωπούνται από τον Κύριό τους[25]. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως η θέση τους στην Αθηναϊκή Κοινωνία ήταν καθαρά διακοσμητική.
Αλλά και η θέση των μετοίκων, δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή. Υποχρεούντο σε εισφορά, το ονομαζόμενο και Μετοίκιον[26]. Οι πλέον εύποροι, αναλάμβαναν διάφορες Λειτουργίες[27]. Όσοι δε, ασχολούνταν με εμπορικές δραστηριότητες κατέβαλλαν επιπλέον το Ξενικόν[28]. Επάνδρωναν επιπλέον επικουρικώς τον Αθηναϊκό στρατό. Πάραυτα δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Είναι αλήθεια βέβαια ότι, ο Κλεισθένης ενσωμάτωσε πολλούς μετοίκους στον Αθηναϊκό κορμό, δίδοντας τους τα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη (Νεοπολίτες). Έκτοτε όμως, ελάχιστοι πήραν την Αθηναϊκή υπηκοότητα. Ακόμα και μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας το 403 π.χ, την αρνήθηκαν σε όσους βοήθησαν για την επαναφορά της. Ο ίδιος ο Λυσίας γεύτηκε το πικρό ποτήρι αυτής της άρνησης. Ο ρόλος των μετοίκων συνεπώς περιέκλειε μόνον υποχρεώσεις και καθόλου πολιτικά δικαιώματα.
Ο θεσμός της δουλείας τώρα ήταν αποδεκτός σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, ως η κινητήριος δύναμη της οικονομίας και κατ΄επέκταση της κοινωνίας. Από τον κανόνα αυτό δεν εξαιρείτο ο Ελληνικός κόσμος, το ίδιο και η Δημοκρατική Αθήνα. Βεβαίως, απαγορεύονταν η κακομεταχείρισή τους και είχαν δικαίωμα να ζητήσουν ασυλία σε κάθε τέτοια περίπτωση. Η καταγγελία κάθε πολίτη προς τούτο λεγόνταν Γραφή Ύβρεως[29] και ήταν ποινικά κολάσιμη αν αποδεικνύονταν. Η κάπως πιο ήπια μεταχείρισή τους, δίνει την εξήγηση στο γιατί δεν έγιναν εξεγέρσεις από μέρους τους. Δεν έπαυαν όμως να είναι αυτό που χαρακτηρίζονταν, δούλοι και όχι ελεύθεροι. Ακόμη και όταν κέρδιζαν την ελευθερία τους, ως απελεύθεροι πλέον, μετατρέπονταν σε μετοίκους.
Ωστόσο, ο κύριος φορέας της εξουσίας στην Αθήνα, η Εκκλησία του Δήμου, ήταν κυριολεκτικά ανεξέλεγκτη. Αυτό περιέκλειε κάποιους κινδύνους, όπως το να παρασυρθεί σε λάθος αποφάσεις. Ορισμένοι επιδέξιοι αγορευτές με σκοπό κατά βάση την προσωπική τους ανάδειξη και προβολή, μπορούσαν κάλλιστα να πείσουν το εκστασιασμένο πλήθος. Τέτοια παραδείγματα, όπως του Κλέωνος, καθώς και η καταδίκη των στρατηγών μετά την νικηφόρα ναυμαχία των Αργινουσών, αποδεικνύουν αυτήν την αδυναμία του συστήματος. Τα εξωτερικά θέματα πάλι ο Δήμος τα χειρίζονταν με περισσή επιπολαιότητα. Αποτέλεσμα αυτής ήταν η αλαζονική συμπεριφορά προς τους συμμάχους, την οποία και πλήρωσαν ακριβά τελικά, όπως και η Σικελική εκστρατεία, όπου απεδείχθει πως δίχως την ηγεσία του Αλκιβιάδη, τον οποίο εντελώς ανόητα ανακάλεσαν, ο Αθηναϊκός στρατός και στόλος συνετρίβει.
Εκτός αυτών, όμως, παρατηρείται μία μεγάλη κατάχρηση του θεσμού του οστρακισμού. Μεγάλα ονόματα, θεμελιωτές της Αθηναϊκής ισχύος, όπως ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, ο Κίμων, έπεσαν θύματα των πολιτικών παιχνιδιών μεταξύ των δημοκρατικών από την μία και των ολιγαρχικών από την άλλη. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν ο εξοστρακισμός του Υπερβόλου το 417 π.χ, κατόπιν μυστικής συμφωνίας Αλκιβιάδη και Νικία. Από το έτος αυτό, λοιπόν, παύει να ισχύει. Οι πολιτικές διαμάχες από εδώ και πέρα, θα βρουν πρόσφορο έδαφος στις αίθουσες των δικαστηρίων. Μέσω των κατηγοριών της Εισαγγελίας[30] και της Γραφής Παρανόμων[31] θα επιχειρηθεί η πολιτική εξόντωση των αντιπάλων. Η κατάσταση αυτή, βέβαια, θα ευνοηθεί και από το γεγονός ότι, οι ποινές προς τους ίδιους τους κινήσαντες τους δικαστικούς αγώνες, στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί τους αποδεικνύονταν αστήρικτοι και αβάσιμοι, ήταν πολύ μικρές. Τότε είναι που θα αναδειχθούν οι περίφημοι ρήτορες του 4ου π.χ αιώνος, όπως ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης.
Συμπεράσματα
Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, η Δημοκρατία αποτέλεσε πράγματι ένα μοναδικό φαινόμενο στον αρχαίο κόσμο. Ως προϊόν ανθρώπινης νόησης, ασφαλώς και δεν ήταν τέλειο. Παρουσίαζε διάφορα ελαττώματα, όπως και αρκετά προβλήματα. Η στέρηση της δυνατότητας του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, καθώς και η έλλειψη πολιτικής βούλησης για τις γυναίκες, τους μετοίκους και τους δούλους είναι σίγουρα κατακριτέα. Αξίζει πάντως να επισημανθεί πως, η θέση τους στην Αθηναϊκή κοινωνία ήταν πολύ καλύτερη (επειδή αισθάνονταν ασφάλεια και είχαν νομική κάλυψη), σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες της εποχής, ακόμη και μεταγενέστερες, όπως η Ρωμαϊκή.
Η Δημοκρατία, φυσικά, κινδύνευσε και από την υπερβολική έπαρση του Δήμου, που ευεπηρέαστος καθώς ήταν, έφερε αρκετές φορές με διάφορες καταστροφικές αποφάσεις του (ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική), την Αθήνα σε μειονεκτική θέση. Η υπερβολική εκμετάλλευση, των ίδιων των όπλων που παρείχε το πολίτευμα για την ασφάλειά του, όπως ο οστρακισμός και αργότερα οι δίκες από διάφορους τυχοδιώκτες, συκοφάντες, δημαγωγούς, οδήγησε στα πρόθυρα της εξάντλησης το ίδιο το σύστημα διακυβέρνησης. Τα κινήματα του 411 και 404 δείχνουν ακριβώς μία προσπάθεια της πόλης να ξεφύγει από όλα αυτά, οδηγώντας όμως παράλληλα σε εντελώς αντίθετες ατραπούς.
Το πολίτευμα όμως άντεξε, κι αυτό γιατί είχε γερά θεμέλια. Φάνηκε, βεβαίως, περίτρανα με τη σχεδόν άμεση καταστολή και των δύο αυτών κινημάτων από τον ίδιο το λαό. Ένα βασικό ατού που είχε η Δημοκρατία, ήταν, πως στηρίζονταν σε κυβέρνηση νόμων και όχι προσώπων. Εξάλλου η σύσταση της επιτροπής των Νομοθετών[32] αποσκοπούσε στο να καταγραφούν, να διαχωρισθούν αλλά και να εξετασθεί εάν έρχονταν μεταξύ τους σε σύγκρουση οι νόμοι. Είναι προφανές, πως ο σαφής και δίκαιος νόμος αποτελούσε τον στυλοβάτη της Δημοκρατίας. Μίας Δημοκρατίας άμεσης, πραγματικής, η οποία έδινε κύρος και στον πιο απλό πολίτη, με το να του παρέχει αφειδώς το δικαίωμα να άρχει, αλλά να του δείχνει και πώς να άρχεται.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Claude Mosse Annie Schnapp – Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα
2. Jacqueline De Romilly, Προβλήματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, Εκδόσεις Καρδαμίτσα
3. Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Τα κυριώτερα Πολιτεύματα της Αρχαίας Ελλάδος-Τόμος Β’, Εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις
4. Αριστοτέλης, Πολιτικά Τόμος 3, Εκδόσεις Κάκτος
5. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία Τόμος 5, Εκδόσεις Κάκτος
6. Θουκυδίδης, Ιστοριών Β’Τόμος 2, Εκδόσεις Κάκτος
7. Μ.Β Σακελλαρίου, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Εκδόσεις Π.Ε.Κ
[1] Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Τα κυριώτερα Πολιτεύματα της Αρχαίας Ελλάδος-Τόμος Β΄, Εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 2004, Σελ.209
[2] MOSSE-SCHNAP-GOURBEILLON, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 2004, Σελ.217
[3] Μ.Β Σακελλαρίου, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Π.Ε.Κ, Ηράκλειο, 1999, Σελ.92
[4] Στο ίδιο: 92
[5] Στο ίδιο: 21
[8] Μ.Β Σακελλαρίου, ό.π: 104
[9] Στο ίδιο: 104
[11] Στο ίδιο: 253
[12] Μ.Β Σακελλαρίου, ό.π: 189
[13] Στο ίδιο: 189
[14] Θουκυδίδης, Ιστοριών Β΄ Τόμος 2, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1994, Εδαφ.37, Σελ.78,80
[15] Μ.Β Σακελλαρίου, ό.π: 324-325
[16] Αριστοτέλης, Πολιτικά Τόμος 3, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1993, 1317α, Στ.40-41, Σελ.16
[17] Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία Τόμος 5, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1993, 42.1.1, Σελ.142
[18] Μ.Β Σακελλαρίου, ό.π: 324
[19] Μ.Β Σακελλαρίου , ό.π: 309
[20] Jacqueline De Romilly, Προβλήματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, Εκδ.Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1998, Σελ. 35
[21] Μ.Β Σακελλαρίου, ό.π: 190
[22] Στο ίδιο: 192
[23] Στο ίδιο: 192
[24] Στο ίδιο: 192
[25] Στο ίδιο: 137
[26] Στο ίδιο: 139
[27] Στο ίδιο: 139
[28] Στο ίδιο: 140
[29] Μ.Β Σακελλαρίου, ό.π: 143
[31] Στο ίδιο: 307
[32] Στο ίδιο: 306
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου