Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Οι επιπτώσεις της συντριβής της Μακεδονίας από τον Αιμίλιο Παύλο το 168 π.Χ στην Πύδνα




Η οριστική ήττα της Μακεδονίας κατά τον Γ’ Μακεδονικό πόλεμο επέφερε σημαντικές αλλαγές και ανακατατάξεις, τόσο στον ελλαδικό όσο και στον ευρύτερο ελληνιστικό κόσμο, ενώ, παράλληλα εδραίωσε τη ρωμαϊκή παρουσία στην Ανατολή.

Κατ’ αρχάς η ίδια η Μακεδονία έπαψε να υφίσταται ως ένα ανεξάρτητο και ενιαίο βασίλειο. Διαχωρίστηκε σε τέσσερα ημιαυτόνομα διαμερίσματα υπό τύπου καντονιών. Μεταξύ αυτών των τεσσάρων επικρατειών είχε απαγορευθεί η επικοινωνία, με αποτέλεσμα να περάσουν σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης. Επιπρόσθετα, οι Ρωμαίοι φρόντισαν να απαγορεύσουν την εξόρυξη χρυσού και αργύρου, ενώ, παράλληλα επέβαλλαν την αποστρατικοποίηση. Είναι φανερό ότι ο σκοπός αυτών των σκληρών μέτρων ήταν η οριστική απαλλαγή της Ρώμης από τη Μακεδονική απειλή.

Έπειτα, μετά την ήττα του Περσέως στην Πύδνα από τον Αιμίλιο Παύλο, η Πέργαμος και η Ρόδος, από τις πλέον πιστές συμμάχους των Ρωμαίων, παύουν να έχουν τη στρατηγική τους χρησιμότητα ως αντίβαρα απέναντι στο Βασίλειο της Μακεδονίας, τη μοναδική, έως τότε, υπολογίσιμη δύναμη στην Ελλάδα. Μάλιστα όταν η Πέργαμος δέχεται επίθεση από τη Βιθυνία οι Ρωμαίοι αδιαφορούν στις εκκλήσεις της. Πρόκειται για μία ακόμη απόδειξη της ρωμαϊκής στρατηγικής, η οποία λειτουργούσε αποτρεπτικά στην υπέρογκη ενίσχυση των συμμάχων της, στη λογική, αφενός μεν της αδιαμφισβήτητης πρωτοκαθεδρίας, αφετέρου δε της μελλοντικής κατίσχυσης επί αυτών. Εξάλλου, ένας ιδιαίτερα ισχυρός σύμμαχος, ενδεχομένως να στραφεί κάποια στιγμή εναντίον της Ρώμης, διεκδικώντας τα σκήπτρα.

Η αλήθεια είναι ότι ήδη, μετά τη νίκη τους επί του Αντιόχου του Γ’ το 190 π.Χ στη μάχη της Μαγνησίας και τη συνακόλουθη συνθήκη της Απάμειας το 188 π.Χ, οι Ρωμαίοι είχαν απαλλαγεί από το βραχνά των Σελευκιδών και είχαν επικεντρωθεί στο να διαλύσουν τη Μακεδονία. Να σημειωθεί εδώ ότι στον πόλεμό τους κατά του Αντιόχου είχαν ως σύμμαχο τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο τον Ε’, τον οποίο είχαν ήδη νικήσει το 197 π.Χ στη θέση Κυνός Κεφαλαί. Ήταν επόμενο, λοιπόν, αφού τα κατάφεραν στην Πύδνα, να σταματήσουν να ενισχύουν τους παλαιούς συμμάχους τους. Άλλωστε ο ρωμαϊκός στρατηγικός σχεδιασμός προέβλεπε τη σταδιακή εξουδετέρωση συμμάχων τε και αντιπάλων της Ρώμης, από έναν κάθε φορά. 

Όμως, οι επιπτώσεις της ρωμαϊκής κατίσχυσης επί των Μακεδόνων το 168 π.Χ δεν σταματούν εδώ. Την ίδια εποχή λάμβανε χώρα ο 6ος Συριακός Πολέμος μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων Αιγύπτου και Συρίας. Οι Σελευκίδες, αν και είχαν καταλάβει την Αίγυπτο, υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν ταπεινωμένοι από αυτήν. Συγκεκριμένα, ο ηγέτης της Συρίας Αντίοχος ο Δ’, ο επονομαζόμενος και «Επιφανής», αναγκάσθηκε να υποκύψει στο ρωμαϊκό αίτημα που υποδείκνυε την εκκένωση της Αιγύπτου από τα στρατεύματά του. Είναι χαρακτηριστικό το εκβιαστικό δίλημμα που του έθεσε ο Γάιος Πόπλιος Λάϊνας όταν χάραξε έναν κύκλο γύρω από εκείνον, ζητώντας του να αποφασίσει τη φιλία ή την έχθρα της Ρώμης` Μιλώντας από θέση ισχύος, φυσικά, από τη στιγμή που οι ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν ήδη κατατροπώσει τη Μακεδονική Φάλαγγα στην Πύδνα.

Επιπλέον, στην κυρίως Ελλάδα, παρατηρείται η ανάπτυξη φιλορωμαϊκών μερίδων σε κάθε πόλη, οι οποίες συγκρούονται με τις αντιρωμαϊκές. Οι πρώτες τίθενται υπέρ της διατήρησης του Status με την υποστήριξη των πλουσίων, ενώ οι δεύτερες είχαν την αμέριστη υποστήριξη των χαμηλοτέρων στρωμάτων, τα οποία δυσανασχετούσαν. Είναι, δε, αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι μετά την τελική ρωμαϊκή νίκη επί των Μακεδόνων, οι νικητές απαίτησαν να αποσταλούν ως εγγύηση στη Ρώμη χίλιοι επιφανείς Αχαιοί (μεταξύ των οποίων ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης που συνέγραψε τις περίφημες «Ιστορίες» του).

Όλα τα παραπάνω δείχνουν την ουσιαστική απώλεια της ελληνικής ανεξαρτησίας. Είναι θέμα χρόνου και η τυπική που θα επέλθει μετ’ ολίγων ετών, δηλαδή το 146 π.Χ.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Οι αλλαγές στη ρωμαϊκή κοινωνία κατά τον 2ο π.Χ αιώνα μετά τη θεμελίωση του Ρωμαϊκού Imperium και η σύγκρισή τους με την κατάσταση της σημερινής κοινωνίας

 
 
Η καταστροφή της Μεσαίας Τάξεως

Οι ρωμαϊκές κατακτήσεις κατά τον 2ο π.Χ αιώνα επέφεραν βαθειά οικονομική, κοινωνική και πολιτική μεταβολή. Η ρωμαϊκή κοινωνία μεταλλάχθη σε μεγάλο βαθμό. Επειδή η Ιστορία κάνει κύκλους, οι ίδιες καταστάσεις, με αυτά που θα εξιστορηθούν, συμβαίνουν τη σημερινή εποχή στις δυτικές κοινωνίες, και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα. Ο θρίαμβος του οικονομικού φιλελευθερισμού σε βάρος του υπαρκτού σοσιαλισμού (αν και προδιαγεγραμμένος εκ των πραγμάτων, λόγωι του αδιεξόδου στο οποίο ωδηγήθηκε το κομμουνιστικό μοντέλο), καίτοι προοιώνιζε μία εποχή ανάπτυξης, εν τούτοις, είκοσι έτη μετά, ωδήγησε στο σημερινό παγκόσμιο οικονομικό ναυάγιο. Η κρίση που ξεκίνησε το 2008 είναι η βαθύτερη που βιώνουν οι αστικές κοινωνίες από την εποχή της βιομηχανικής επαναστάσεως. Έμπροσθεν της τωρινής κρίσης, εκείνη του 1929 φαντάζει παιδικό παραμύθι. Και τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμη.

Αλλά, ας επανέλθουμε στην εξέταση εκείνης της εποχής.

Οι μακροχρόνιοι πόλεμοι της ρωμαϊκής Res Publica είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή της μεσαίας τάξης. Όταν γράφουμε για μεσαία τάξη στη Ρώμη εννοούμε τους ιδιοκτήτες των μικρών κτημάτων εις την ύπαιθρον χώραν. Τους μεγάλους πολέμους διεξήγαγε, κυρίως, η μεσαία τάξις. Πολλοί έπεσαν στα πεδία των μαχών ή πέθαναν από τις κακουχίες και όσοι επανήλθαν, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση. Ο αγρός τους είχε μείνει ακαλλιέργητος, η οικογένειά τους είχε χρεωθεί για να συντηρηθεί, ενώ και οι ίδιοι άρχισαν να δανείζονται. Τότε ήταν που τους κατέστρεψε η τοκογλυφία. Συγχρόνως είχε καταντήσει αδύνατη η καλλιέργεια και η συντήρησις μικρών κτημάτων, από τη στιγμή, μάλιστα, που άνοιξαν οι μεγάλες σιταγορές της Σικελίας, της Σαρδηνίας, και, ιδίως, της Αφρικής. Η εισαγωγή άφθονων σιτηρών από εκείνες τις περιοχές συνετέλεσε στην ελαχιστοποίηση έως την παύση της παραγωγής αυτών στην Ιταλική χερσόνησο, καθόσον η υπερπροσφορά αυτή έριξε τις τιμές. Οι εισαγωγείς σιτέμποροι κυριάρχησαν στη ρωμαϊκή αγορά, εκτοπίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα προϊόντα των γηγενών μικροκαλλιεργητών, οι οποίοι, μετά από αυτή την εξέλιξη, αναγκάσθηκαν να πουλήσουν τα κτήματά τους, να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και να μεταναστεύσουν στη Ρώμη (μήπως σας θυμίζει αυτό το γεγονός τη σημερινή κατάσταση με την εξαθλίωση των αγροτών, την εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου, τον συνωστισμό αυτών στα μεγάλα αστικά κέντρα, με τον παράλληλο κατακλυσμό της ελληνικής αγοράς από πάμφθηνα εισαγόμενα αγροτικά είδη, όπως πατάτες, κρεμμύδια, στάρι, λεμόνια, σκόρδα, κ.ά τα οποία διακινούν επιτήδειοι εισαγωγείς;).

Στη συνέχεια, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αγόρασαν τους αγρούς των μικροϊδιοκτητών, τα ένωσαν και σχημάτισαν τις μεγάλες ιδιοκτησίες, τα λεγόμενα latifundia. Στα κτήματα αυτά εγκατέστησαν δούλους, σταμάτησαν την καλλιέργεια δημητριακών, φύτευσαν αμπέλια και ελιές, επειδή την εποχή εκείνη ήταν περισσότερο προσοδοφόρα και ανέπτυξαν την κτηνοτροφία. Το αποτέλεσμα ήταν, αφενός μεν να ελαττωθεί στο μέγιστο η ιταλική παραγωγή δημητριακών, αφετέρου δε να αλλάξει η δημογραφική σύνθεσις της υπαίθρου (παρόμοια αντιστοίχησις με την εποχή μας όπου η αγροτική παραγωγή έχει συρρικνωθεί, ενώ ταυτόχρονα εργάζονται στα χωράφια, ως επί το πλείστον λαθρομετανάστες), διότι τη θέση των ρωμαίων καλλιεργητών να λάβουν δούλοι από την Ασία. Κατά συνέπεια, είχαν δίκιο εκείνοι που υποστήριζαν ότι τα μεγάλα κτήματα κατέστρεψαν τη Ρώμη (αυτό θα συμβεί, πολλούς αιώνες μετά με τους Δυνατούς στο Βυζάντιο).

Ανάλογη εξέλιξη έλαβε χώρα και στις πόλεις. Ενώ το εμπόριο και η βιομηχανία γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη, ταυτόχρονα οι ελεύθεροι μικροτεχνίτες καταστράφηκαν, γιατί δεν άντεχαν το συναγωνισμό των μεγάλων εργαστηρίων τα οποία χρησιμοποιούσαν, κυρίως, δούλους (το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα, αλλά και στη Δυτική Ευρώπη, όπου χρησιμοποιούνται είτε αφγανοπακιστανοί με φθηνά ή και ανασφάλιστα ημερομίσθια, είτε φθηνοί ανατολικοευρωπαίοι εργάτες, μάλιστα, για να το προχωρήσουμε περισσότερο, οι μεγαλοβιομήχανοι μεταφέρουν τις βιομηχανικές τους μονάδες είτε στην Ανατολική Ευρώπη, είτε στην Ασία για περαιτέρω περιορισμό τόσο των εργατικών, όσο και εν γένει του λειτουργικού κόστους). Τοιουτοτρόπως, αυτοί οι μικροτεχνίτες, όπως και οι μικροκαλλιεργητές πιο πάνω, οι οποίοι συνέθεταν τη μεσαία τάξη, τη ραχοκοκαλιά δηλαδή της ρωμαϊκής κοινωνίας, περιήλθαν σε μεγάλη ένδεια και κατήντησαν πένητες. Αυτό είχε σοβαρότατες συνέπειες.

Η ανάδυσις των νέων κοινωνικών τάξεων

Τα παραπάνω φαινόμενα είχαν ως αποτέλεσμα η κοινωνική ειρήνη και η ισότης, οι οποίες είχαν επιτευχθεί στη Ρώμη μετά από πλείστους όσους αγώνες των Πληβείων, να διαταραχθούν και να δημιουργηθεί ένα τεράστιο κοινωνικό χάσμα που εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους για την ρωμαϊκή κοινωνική συνοχή. Κατά τον 2ο π.Χ αιώνα στη Ρώμη υπήρχαν δύο κοινωνικές τάξεις` Μία μειοψηφία πλουσίων και ένα πλήθος ακτημόνων και νεοπτώχων. Στην πρώτη ανήκουν οι Συγκλητικοί και οι Ιππείς, ενώ στη δεύτερη ο λεγόμενος Αστικός όχλος.

Ι. Οι Συγκλητικοί, της οποίας ο πλούτος συνίστατο, κυρίως, στη μεγάλη γαιοκτησία, έχουν ως αποκλειστικό έργο τη διακυβέρνηση του ρωμαϊκού κράτους. Από εκείνους εκλέγονται οι άρχοντες, οι οποίοι πολλές φορές είναι ανίκανοι ή κάνουν κακή χρήση της δύναμής τους, περιφρονούν τους νόμους, διαφθείρουν τη συνείδηση των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων και δεν κυβερνούν σωστά τις επαρχίες.

ΙΙ. Οι Ιππείς είναι οι πλούσιοι του χρήματος. Στην ουσία πρόκειται για τους νεόπλουτους αστούς, οι οποίοι αντί των πολιτικών αξιωμάτων προτιμούν το εμπόριο, τις τραπεζικές εργασίες και τις προμήθειες στο δημόσιο (σημερινή αντιστοίχισις των νεόπλουτων, αριστερής κοπής, αποκλειστικών δημοσίων εργολάβων οι οποίοι δήθεν κόπτονται για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα). Εμπορεύονται κυρίως τα σιτηρά, τα οποία εισάγουν σε μεγάλες ποσότητες από την Αίγυπτο και τη Σικελία, ενώ συγχρόνως επιδίδονται στην τοκογλυφία. Η βασικότερη, όμως, πηγή του πλούτου τους προέρχεται από τις προμήθειες του δημοσίου (αντιστοιχήστε τους σημερινούς διαγωνισμούς για τα μεγάλα δημόσια έργα και την τροφοδοσία των δημοσίων υπηρεσιών), καθώς και από την ενοικίασιν των φόρων. Είναι δηλαδή Δημοσιώναι (φέρτε στο νου σας την ανάθεσιν των χρονιζόντων φορολογικών υποθέσεων σε διεθνή και σε ελληνικά δικηγορικά γραφεία, σε διεθνείς ή ελληνικές ελεγκτικές και λογιστικές εταιρείες με αμοιβή επί των βεβαιωμένων). Οι ιππείς καταρτίζουν εταιρικά σχήματα, μέσω των οποίων αναλαμβάνουν την κατασκευή δημοσίων έργων. Επιπλέον, προμηθεύουν τον εξοπλισμό του ρωμαϊκού στρατού, και, το κυριώτερο, ενοικιάζουν τους φόρους. Αγοράζουν δηλαδή από την πολιτείαν τους φόρους μεγάλων περιφερειών, προκαταβάλλουν το αντίτιμο εις το δημόσιον και μετά τους πωλούν τμηματικώς στις επαρχίες σε μικρότερους ιδιώτες-επιχειρηματίες, τους λεγόμενους και Τελώνες. Εκείνοι, με τη σειρά τους, επιδίδονται στην είσπραξη αυτών των φόρων χρησιμοποιώντας σκληρά και απάνθρωπα μέσα. 

Συνεπώς, από τη μία μεριά τα μέλη της Συγκλήτου ως κυβερνήτες της Res publica, και από την άλλη οι Ιππείς είτε με την επιχειρηματική ιδιότητα, είτε, προπάντων, με την ιδιότητά τους ως δημοσιώνες, ρήμαξαν τις επαρχίες και κατήντησαν αληθινή πληγή.

ΙΙΙ. Εκτός, όμως, της τάξης των συγκλητικών και των ιππέων, το μεγαλύτερο κομμάτι της ρωμαϊκής κοινωνίας αποτελούσε ο Αστικός όχλος. Η θέσις όλων εκείνων που συγκροτούσαν αυτό το τεράστιο πλήθος είναι τραγική. Αδυνατούν να βρουν εργασία, διότι στα κτήματα και στα μεγάλα εργαστήρια προτιμώνται οι δούλοι (η σημερινή ανεργία των Ελλήνων, εκτός των τραγικών κυβερνητικών επιλογών, οφείλεται, σε μεγάλο ποσοστό, στην παράνομη απασχόληση φθηνών αλλοδαπών εργατικών χεριών). Ο κόσμος αυτός διαβιεί κάτω από δύσκολες συνθήκες σε μικρές και ανθυγιεινές κατοικίες, ενώ παράλληλα εξαρτώνται από τον οίκτο της πολιτείας και των πλουσίων, οι οποίοι, ενίοτε, προβαίνουν σε προσφορά ενδύσεως και τροφίμων, με σκοπό να τους πάρουν με το μέρος τους (όρα τις φιλανθρωπίες των σημερινών μεγιστάνων, οι οποίοι πετούν ορισμένα ψίχουλα με σκοπό να εξωραΐσουν την εικόνα τους στο ευρύ κοινό)

Επιπρόσθετα, και αυτό είναι το μεγάλο δράμα, για ένα πιάτο φαγητό η μάζα των νεοπτώχων προβαίνει στην πώληση της ψήφου των στις εκλογές. Το μόνον που τους έχει απομείνει είναι ο τίτλος του Ρωμαίου Πολίτου, τα μεγάλα θεάματα και οι διάφορες γιορτές (ας αναλογιστούμε τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας με την αγορά ψήφων μέσωι ρουσφετολογικών προσλήψεων στο δημόσιο ή διαφόρων διευκολύνσεων, την αποχαύνωση του φιλοθεάμονος κοινού με άξονα τη ρηχή διασκέδαση, την trash tv, την αποκτήνωση των νέων με το άφθονο αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τον αχαλίνωτο και ανεξέλεγκτο ηδονισμό, απότοκο του οποίου είναι η εμφάνιση ιδιορρύθμων μειοψηφιών με ιδιαίτερους σεξουαλικούς προσανατολισμούς, την ασύδοτη δήθεν ελευθεριακή κουλτούρα και την αποδοχή του δυτικού μαζικού καταναλωτικού προτύπου υποπροϊόντων της δυτικής υποκουλτούρας).

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

 
Η εικονομαχική έριδα προέκυψε κατά τον 8ο αιώνα και έλαβε τέλος στο πρώτο μισό του 9ου. Ταλάνισε το Βυζάντιο πλέον του αιώνα, και απείλησε την ενότητα της αυτοκρατορίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ μέχρι τον 8ο αιώνα οι διάφορες αιρέσεις ξεπήδησαν από διάφορους λαϊκούς, κληρικούς ή θεολόγους, αντιθέτως η Εικονομαχία προκλήθηκε από τον αυτοκράτορα. 

Το εικονομαχικό ζήτημα, θα πρέπει να το εντάξουμε στο γενικότερο πλαίσιο ανακατατάξεων που έλαβαν χώρα κατά τον 8ο και τον 9ο αιώνα. Εκείνα τα χρόνια συνέπεσαν ταυτόχρονα τεράστιες εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις, οι οποίες ασκήθηκαν στην αυτοκρατορία. Οποιαδήποτε άλλο κράτος θα είχε καταρρεύσει, όχι όμως το Βυζάντιο. Τούτο οφείλεται στους τρεις βασικούς πυλώνες, στους οποίους εδράζεται η ίδια η υπόσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: Τη Ρωμαϊκή Διοίκηση και νομοθεσία, την Ελληνική Γλώσσα και Παιδεία και την Χριστιανική Πίστη. Όσοι ταυτίζουν τη βυζαντινή εποχή μόνον με τη θρησκεία αδυνατούν να εξηγήσουν το πως κατάφερε να εξέλθει της δογματικής κρίσης κατά την εικονομαχική περίοδο. Μιλάμε για τη σοβαρότερη κρίση της μέσης βυζαντινής περιόδου, η οποία, όντως, απείλησε να τινάξει το κράτος στον αέρα.

Κατά βάθος η εικονομαχία ήταν έριδα μεταξύ των ανατολικών ανεικονικών δοξασιών και του ελληνικού πνεύματος της θείας απεικονίσεως, δηλαδή αντανακλούσε τη σύγκρουση δύο κόσμων. Επομένως, η έκβαση αυτής της διαπάλης θα έδινε στο κράτος την οριστική του μορφή και θα προσδιόριζε τη θέση του. Εάν επικρατούσαν οι εικονομάχοι, τότε αργά αλλά σταθερά θα οδηγούμασταν σε μία καθεαυτό ανατολικού τύπου αυτοκρατορία, η οποία, ίσως, να εξισλαμιζόταν συν τωι χρόνωι. Εδώ να επισημάνουμε ότι η στρατιωτικοπολιτική στάσις των Ισαύρων απέβη, τελικά, σωτήρια για εκείνη την εποχή. Έριξαν το βάρος τους στην αντιμετώπιση της ισλαμικής πλημμυρίδος στη Μικρά Ασία, καταφέρνοντας έτσι να απομακρύνουν τους Άραβες από το ζωτικό αυτό χώρο για το Βυζάντιο. Η Μικρά Ασία ήταν η πλέον πλούσια επαρχία, ενώ εφοδίαζε τον βυζαντινό στρατό με πλήθος ικανών και αξιόμαχων στρατιωτών. Η απώλειά της κατά τα τέλη του 11ου από τους Σελτζούκους κατέδειξε τη σπουδαιότητά της αυτή.

Τελικά, μετά το πέρας της αντιπαραθέσεως, ευρέθη να ενισχύεται ο ελληνικός χαρακτήρας του χριστιανισμού. Προοδευτικά η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία μετασχηματίζεται σε ελληνορθόδοξη, συντελώντας σε μεγάλο βαθμό, με αυτόν τον τρόπο, στη διαδικασία μετασχηματισμού της ιδιοσυγκρασίας και φυσιογνωμίας του βυζαντινού κράτους. Πρόκειται για μία αργή εξελικτική διαδικασία ελληνοποιήσεως του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους από τα τέλη του 4ου αιώνος όταν χωρίζεται οριστικά το ρωμαϊκό κράτος σε Ανατολικό και Δυτικό.

Εν ολίγοις ο Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717-741) το 727 κατέβασε την εικόνα του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη, δίνοντας το εναρκτήριον λάκτισμα της εικονομαχίας. Ο ικανότατος στρατιωτικός αυτός αυτοκράτωρ παρατήρησε ότι οι Βυζαντινοί υπολείποντο σε θρησκευτικό ενθουσιασμό από τους μουσουλμάνους Άραβες. Οι τελευταίοι κατηγορούσαν τους χριστιανούς ως ειδωλολάτρες επειδή έδειχναν τη λατρεία τους στις εικόνες, στα λείψανα των αγίων και σε διάφορα ιερά κειμήλια. Με τη συμβολική του αυτή κίνηση θέλησε να τονίσει ότι η πίστη δεν χρειάζεται να εικονογραφείται και να επιδεικνύεται. Διατηρείται, μάλιστα, περισσότερο άσβεστη, αν όχι αναζωπυρώνεται στο μέγιστο, όταν ενυπάρχει καθαρή και ανόθευτη από απεικονίσεις, οι οποίες προσβάλλουν τη οντότητα του θείου.

Την ίδια τακτική ακολούθησε ο επίσης ικανός αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Ε’ (741-775), γιος του Λέοντος. Συνεκάλεσε, μάλιστα, στο 754 τη σύνοδο της Ιέρειας για να καταδικάσει τη λατρεία και την προσκύνηση των εικόνων. Στη συνέχεια κατεδίωξε απηνώς εκείνους που συνέχιζαν να προσκυνούν τις εικόνες. Ομολογουμένως, η στάσις αυτών των δύο αυτοκρατόρων ήταν ιδιαιτέρως σκληρή προς τους εικονολάτρες. Το ζήτημα λύθηκε, τελικά, με τη σύγκληση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου το 787 από την Ειρήνη την Αθηναία. Η δογματική λύσις του ζητήματος στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο στηρίχθηκε στα συγγράματα του Ιωάννου Δαμασκηνού. Υποστηρίχθηκε ότι η τιμητική προσκύνησις των εικόνων δεν αποδίδεται στο ξύλο, αλλά μεταβαίνει στο πρόσωπο του αγίου που αναπαρίσταται.

Η διαμάχη επανήλθε επί της βασιλείας του Λέοντος του Ε’ (813-820). Ο ίδιος συνεκάλεσε σύνοδο στη Βλαχέρνα το 815. Η σύνοδος αυτή ακύρωσε τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής. Στην αλλαγή αυτή στάσεως αντιτάχθηκε ο Θεόδωρος Στουδίτης. Εν τέλει, η οριστική αποκατάστασις της εικονικής λατρείας έλαβε χώρα το 843, μετά το θάνατο του Θεοφίλου, από τη σύζυγό του Θεοδώρα.

Πάντως, η αλήθεια είναι ότι παρά το γεγονός πως το ίδιο το κράτος δημιούργησε το πρόβλημα, τελικά ήταν εκείνο έδωσε τη διέξοδο από αυτό. Σε αυτό συνετέλεσε η οριστική ανάσχεσις των αραβικών επιθέσεων και η στερεοποίησις του ελέγχου επί των μικρασιατικών εδαφών. Έτσι, έλαβε τέλος ο ιδιότυπος θρησκευτικός συγκρητισμός, αν και η ανεικονική διάθεσις διατηρήθηκε, σε κάποιο βαθμό, στις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες γειτνίαζαν με το χαλιφάτο.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Η ναυμαχία της Έλλης



Η ναυμαχία της Έλλης στις 3 Δεκεμβρίου 1912, ήταν η πρώτη από τις δύο κορυφαίες μάχες μεταξύ του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και του Οθωμανικού Στόλου κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο και πραγματοποιήθηκε στην έξοδο των στενών των Δαρδανελλίων (ή Ελλησπόντου). Η ναυμαχία έληξε με τη νίκη του ελληνικού στόλου και τον εγκλεισμό του οθωμανικού εντός των στενών.

Πριν την ναυμαχία


Τους πρώτους μήνες του πόλεμου ο τουρκικός στόλος υπό την διοίκηση του ναύαρχου Ραμίζ Μπέη παρέμεινε προστατευμένος στα στενά των Δαρδανελίων (στο ναύσταθμο Ναγαρά), χωρίς να επιχειρήσει έξοδο στο Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά ο ελληνικός στόλος υπό την διοίκηση του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη κράτησε επιθετική στάση απελευθερώνοντας ένα ένα τα νησιά του Αιγαίου και αναμένοντας την έξοδο των τουρκικών πλοίων από τα Στενά. Αρχικά απελευθέρωσε τη Λήμνο και εγκατέστησε στον όρμο του Μούδρου το προκεχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η απελευθέρωση του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Αγ. Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος).
Μετά την απελευθέρωση της Τενέδου στις 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου ο ναύαρχος Κουντουριώτης έστειλε τηλεγράφημα στον Τούρκο αρχηγό του στόλου με το μήνυμα "Σας περιμένομεν".
Η ναυμαχία

Την παραμονή, το βραδυ της 4 Δεκεμβρίου 1912, σύμφωνα με τη διήγηση του παρόντος Τούρκου Πλωτάρχη Χασάν Σαμί Μπέη, οι Τούρκοι αξιωματικοί έγραψαν τις διαθήκες τους και αποσύρθηκαν νωρίς για ύπνο ώστε να είναι ακμαίοι το πρωί. Τα ξημερώματα, ο Μουεζίνης κάλεσε τα πληρώματα γονατιστά να προσευχηθούν. Αμέσως μετά, ο Τουρκικός στόλος απέπλευσε. Το πρωί της 3/16 Δεκεμβρίου στις 8 η ώρα με καλό καιρό και ήσυχη θάλασσα, άρχισε η έξοδος του Τουρκικού στόλου από τα Στενά. Οι καπνοί του εξερχόμενου από τα Δαρδανέλια Τουρκικού στόλου φαίνονταν καθαρά. Τα ελληνικά ελαφρά σκάφη που περιπολούσαν στην περιοχή έστειλαν μήνυμα στην ναυαρχίδα ειδοποιώντας την για την έξοδο. Η αναφορά "ΕΧ ΕΧ ΕΧ" (εχθρός εν όψει) διέτρεξε όλα τα ελληνικά πλοία. Στον τουρκικό στόλο προηγούνταν το καταδρομικό Μετζιτιέ και τρία αντιτορπιλικά και ακολουθούσαν τα θωρηκτά Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (ναυαρχίδα), Τουργούτ Ρεΐς, Μεσουντιέ και Ασάρι-ι-Τεφίκ. Στο τέλος βρίσκονταν 6-8 αντιτορπιλικά και πλωτό νοσοκομείο σε γραμμή παραγωγής. Ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής την ναυαρχίδα θωρηκτό Αβέρωφ, ακολουθούμενη από τα θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσες, αρχηγίδα του Μοιράρχου Πλοιάρχου Πέτρου Γκίνη και Ψαρά, και από πίσω τα αντιτορπιλικά Αετός, Ιέραξ, Λέων και Πάνθηρ (τα αποκαλούμενα Θηρία) έσπευσε να συναντήσει τον αντίπαλο στόλο.

Τα τέσσερα τουρκικά θωρηκτά με την έξοδό τους έστριψαν δεξιά παραπλέοντας το ακρωτήριο της Έλλης (επειδή δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τα φρούρια της ακτής), ενώ τα ελληνικά στράφηκαν προς συνάντησή τους. Οι δύο στόλοι ήρθαν αντιμέτωποι στις 09:00 σε διάταξη μάχης και απόσταση 17 χλμ. Σε αυτό το σημείο ο ναύαρχος Κουντουριώτης σήμανε πολεμική έγερση και εξέπεμψε το παρακάτω ιστορικό σήμα προς τον στόλο:

«Με την βοήθειαν του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ' ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης κατά του εχθρού του Γένους». Ο ελληνικός στόλος δεν έβαλε πρώτος για να κάνει οικονομία πυρομαχικών. Ώρα 09:05 υψώνεται στο Αβέρωφ το προειδοποιητικό σήμα "αρχίσατε πυρ συγχρόνως μετά του Ναυάρχου". Στις 09:22 ο τουρκικός στόλος άνοιξε πρώτος πυρ από απόσταση 12.500 μ., ενώ ο ελληνικός περίμενε 3 λεπτά ανοίγoντας πυρ στις 09:25 από απόσταση 12.000μ. Τα τουρκικά θωρηκτά έβαλλαν κυρίως εναντίον του Αβέρωφ με ταχύ πυρ αλλά χωρίς επιτυχία, ενώ και το Αβέρωφ δεν έκανε ακριβείς βολές.

Στις 09:35 με την απόσταση των δύο στόλων στα 9.500 μ. ο Κουντουριώτης αποδέσμευσε τον στόλο από τις κινήσεις της ναυαρχίδας του υψώνοντας την σημαία "Ζ" (κινούμαι ανεξάρτητα), και εκμεταλλευόμενος την μεγαλύτερη ταχύτητα του Αβέρωφ όρμησε ακάθεκτος με ταχύτητα 21 κόμβων, διαγράφοντας τόξο μπροστά από την γραμμή του τουρκικού στόλου με σκοπό να υπερφαλαγγίσει τα τουρκικά θωρηκτά και να τα βάλει μεταξύ των πυρών του Αβέρωφ και των υπολοίπων ελληνικών θωρηκτών. Αυτός ο ελιγμός λέγεται «Ταύ» και πραγματοποιήθηκε με επιτυχία από τα Ιαπωνικά θωρηκτά εναντίον των Ρώσων στην ναυμαχία της Τσουσίμα. Καθώς η ταχύτητα της θωρηκτής μοίρας τύπου Ύδρα ήταν μικρή (14 κόμβοι), το Αβέρωφ υπερφαλάγγισε τον εχθρό μόνο του και ανάμεσα σε πυκνά πυρά του Τουρκικού στόλου και των απέναντι φρουρίων έφτασε σε απόσταση 2.900 μ. από τον αντίπαλο. Οι Τούρκοι, όταν κατάλαβαν ότι ο ελιγμός θα εκτελούνταν με απόλυτη επιτυχία, έκαναν διαδοχική στροφή 160ο και μπήκαν με φοβερή αταξία ξανά στα Στενά, κάτω από την κάλυψη των επάκτιων πυροβόλων των φρουρίων Σεντούλμπαχιρ και Κουμκαλέ.

Πρώτο έκανε μεταβολή το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα στις 09:50 ακολουθούμενο από τα υπόλοιπα αλλά έτσι τα τουρκικά πλοία βρέθηκαν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα πυροβόλα τους και να μειωθεί η ταχύτητά τους στους 10 κόμβους. Ο σχηματισμός βαλλόταν συνεχώς από το Αβέρωφ και τα άλλα θωρηκτά, που στο μεταξύ πλησίασαν τον Τουρκικό στόλο σε απόσταση 4100 μ. Στις 09:55 το Μπαρμπαρόσα δέχτηκε πλήγμα στο κατάστρωμα της πρύμνης και λίγο αργότερα ένα άλλο βλήμα διαπέρασε τον πυργίσκο της πρύμνης και προκάλεσε ζημιές και στους λέβητες. Τα Τουργκούτ Ρεΐς και Μετζιτιέ είχαν μικρότερες ζημιές. Όμως η ταχύτητα πυρός του Αβέρωφ είχε ελαττωθεί και δεχόταν τα πυρά των θωρηκτών και των φρουρίων που είχε πλησιάσει κατά την εκτέλεση του ελιγμού, κι έτσι εγκατέλειψε την καταδίωξη. Η ναυμαχία έληξε στις 10:17 με τον τουρκικό στόλο να εξακολουθεί να είναι αποκλεισμένος μέσα στα Στενά στα αγκυροβόλια του Τσανάκκαλε και του Σεντούλμπαχιρ.

Σε όλη τη διάρκεια της εμπλοκής το θωρηκτό Αβέρωφ έριξε 127 βλήματα ενώ θα μπορούσε να εκτοξεύσει τετραπλάσια, γιατί κατά τη διάρκεια της ανεξάρτητης δράσης του τα πυροβόλα του έπαθαν προσωρινή εμπλοκή. Επίσης δέχτηκε τέσσερα βλήματα μεγάλου διαμετρήματος και δεκαπέντε μικρού, αλλά οι ζημιές που υπέστη ήταν ελάχιστες. Η πρώτη τουρκική μοίρα που, βγαίνοντας από τα Στενά έστριψε προς την Τένεδο, χωρίς να ακολουθήσει τα θωρηκτά, συνάντησε ομάδα ελληνικών πλοίων και επέστρεψε στον Ελλήσποντο μετά από μια μικρή ανταλλαγή πυρών.

Απώλειες

Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 7 νεκροί και αρκετοί τραυματίες από το Barbarossa το οποίο υπέστη σημαντικές ζημιές στους λέβητες και το πυροβόλο των 180 χιλ. αχρηστεύτηκε εντελώς. Επιπλέον το Torgut Reis μέτρησε 51 νεκρούς και 40 τραυματίες που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομειακό πλοίο Ρεσίτ Πασάς. Οι απώλειες του ελληνικού στόλου ήταν 2 άντρες του πληρώματος νεκροί και 5 τραυματίες, ενώ τραυματίστηκε και ένας ακόμη άντρας από το Σπέτσαι.

Η επόμενη μέρα

Την επόμενη ημέρα ο Κουντουριώτης έστειλε την αναφορά του στο Υπουργείο των Ναυτικών. Ο παράτολμος ελιγμός του θεωρήθηκε ασυλλόγιστος ηρωισμός, και ακόμη και ο βασιλιάς Γεώργιος Α' του τηλεγράφησε συστήνοντας του σύνεση και ψυχραιμία. Το Αβέρωφ ήταν η ισχυρότερη μονάδα του στόλου και πιθανή απώλειά του θα ανέτρεπε τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο στόλων.  
 
Τον ελιγμό του Κουντουριώτη δικαιολόγησε ο αντίπαλός του Ραμίζ Μπέης στο ναυτοδικείο όταν παραπέμφθηκε για την υποχώρηση από την ναυμαχία, όπου απολογούμενος είπε ότι, αν δεν έστρεφε για να απομακρυνθεί, θα βρισκόταν μεταξύ δύο πυρών από τον Ελληνικό στόλο που θα τον εκμηδένιζαν. Ο Τούρκος ναύαρχος αθωώθηκε, καθόσον ο προϊστάμενός του υπουργός τον είχε διατάξει εγγράφως να μην εκθέσει το στόλο σε θανατηφόρα πυρά.
 
on alert.gr
http://www.istorikathemata.com

Οι εξισλαμισμένοι Έλληνες στη σημερινή Τουρκία

 
 
Ένα εκπληκτικό φαινόμενο που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας  

Του Βλάση Αγτζίδη
 
Η οριστική διαμόρφωση των πληθυσμών στην Ελλάδα και την Τουρκία καθορίστηκε από τη συνθήκη της Λωζάννης τον Ιoύλιο του 1923. Η συνθήκη πρόβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών με βασικό κριτήριο κατάταξης τη θρησκευτική πίστη. Έτσι οι χριστιανοί θα έπρεπε να εκδιωχθούν από την Τουρκία και οι μουσουλμάνοι από την Ελλάδα. Η επιλογή με βάση το θρήσκευμα οδήγησε αφένός στην εξαίρεση των ελληνικών πληθυσμών που είχαν εξισλαμιστεί ή βρισκόταν σε κρυπτοχριστιανική κατάσταση στην Τουρκία, ενώ εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα οι ελληνογενείς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι.. Έτσι διαμορφώθηκε στη σημερινή Τουρκία ένας πολύμορφος μουσουλμανικός ελληνικός πληθυσμός που αποτελείται αφ' ενός από τους γηγενείς εξισλαμισμένους και κρυπτοχριστανούς του Πόντου και αφ' ετέρου από αυτούς που εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα.

Εξισλαμισμένοι Κρητικοί, Μακεδόνες και Κύπριοι

Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι μεγάλο μέρος των λεγόμενων τουρκοκρητικών είναι ελληνικής καταγωγής. Εξ άλλου το "κρητικό ζήτημα" στις αρχές του αιώνα μας θύμιζε πάρα πολύ το σημερινό πρόβλημα της Βορείου Ιρλανδίας. Τη διαπίστωση αυτή, εκτός των ιστορικών πηγών, υποστηρίζει η ύπαρξη τέτοιων πληθυσμών στη Συρία (Χαμηδιέ) και στη Λιβύη οι οποίοι διατηρούν την ανάμνηση της ελληνικής τους προέλευσης και εξακολουθούν να δηλώνουν "Ελληνες".

Επίσης και στη κεντρική και νοτιοδυτική Μακεδονία (Αλιάκμωνας και περιοχή Κοζάνης) κατοικούσαν οι εξισλαμισμένοι Ελληνες που έγιναν γνωστοί ως "Βαλαάδες". Οι Βαλαάδες χαρακτηρίζονται σε εθνογραφικούς χάρτες του περασμένου αιών ως "Greek Muslims".


Οι ελληνογενείς μουσουλμάνοι της Κρήτης και της Μακεδονίας εκδιώχθηκαν στην Τουρκία το 1923, με τη συνθήκη της Λωζάννης. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Δυτική και Νότια Μικρά Ασία. Στην πλειοψηφία τους παραμένουν και σήμερα ελληνόφωνοι. Για αυτούς τους πληθυσμούς δημοσίευαν οι τουρκικές εφημερίδες τα προγράμματα της ελληνικής τηλεόρασης.


Στις περιοχές της Κιλικίας (Αττάλεια) κατοικεί επίσης αριθμός ελληνοφώνων Κυπρίων μουσουλμάνων οι οποίοι μετακινήθηκαν εκεί από τα τέλη του περασμένου αιώνα. μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου.

Εξισλαμισμένοι Πόντιοι

Η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη ομάδα Ελλήνογενών εξισλαμισμένων είναι αυτή που κατοικεί στoν ιστορικό Πόντο και ειδικά στην επαρχία Τραπεζούντας. Οι εγκαταστάσεις αυτών που μιλούν τα ποντιακά ελληνικά περιγράφονται ως εξής στην έρευνα "Ethnic Groups in the Republic of Turkey" του γερμανικού παν/μίου του Τybingen:

"...αποτελούνται από μερικές εξάδες χωριών γύρω από την Τόνια και 40-50 εγκαταστάσεις στις κοιλάδες (επάνω μέρος) Σαλακλί και Γκιουρτσάϋ νότια του Οφι, γύρω από την Τσαϊκαρα και το Κιοπρούμπασι. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο κύματα μετανάστευσης στην επαρχία Σακαρυά."

Υπάρχει ήδη μια αξιόλογξ διασπορά των εξισλαμισμένων στην Κωνσταντινούπολη και στα περισσότερα αστικά κέντρα της Τουρκίας. Κοινότητές τους έχουν δημιουργηθεί στην κατεχόμενη Κύπρο, την Ιμβρο καθώς και στο εξωτερικό (Γερμανία). Επίσης τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια μικρή κοινότητα στην Ελλάδα.


Είναι συγκροτημένοι σε κλειστές κοινωνικές ομάδες στις οποίες επικρατεί ενδογαμία. Ξεχωρίζουν τον εαυτό τους από τους καθαρούς Τούρκους και τους διακρίνει φιλελληνισμός. Αυτοδηλώνονται ως "Ρωμαίοι" (Ρωμιοί) και είναι κυρίως ελληνόφωνοι. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι σε όλο τον Πόντο ξεπερνούν τις 300.000 άτομα.. Οι ελληνόφωνοι αυτοί Ρωμιοί περιλαμβάνονται συνήθως στους πληθυσμούς που καταγράφονται ως "Λαζοί". Με την ονομασία αυτή δηλώνονται δύο βασικά εθνοτικές ομάδες: οι παραδοσιακοί Λαζοί, οι οποίοι είναι γεωργιανό φύλο που βρίσκεται πολύ κοντά στους Μιγγρέλους της Γεωργίας και οι "Ρωμαίοι".


Οι ελληνόφωνοι Ρωμιοί μιλούν διάφορα ιδιώματα της τραπεζουντιακής διαλέκτου της ελληνικής γλώσσας. Τη γλώσσα που μιλούν την ονομάζουν "ρωμαϊκά". Οι Οφλήδες μιλούν την αρχαιοπρεπέστερη ελληνική διάλεκτο που βρίσκεται εν ζωή. Είναι οι μόνοι που χρησιμοποιούν ως αρνητικό μόριο το "ου" και "ουκί" ενώ παρατηρείται και το φαινόμενο του τσιτακισμού. Η διάλεκτος ακόμα ακμάζει και διατηρεί την ικανοτητα να αφομοιώνει ξένες λέξεις και να τις διαμορφώνει με βάση τις ανάγκες της γλώσσας. Τον ελληνικό τύπο ακολουθούν και τα μουσουλμανικά ονόματα. Ο Μεμέτης, ο Κεμάλης, ο Τουργκούτης κ.λπ. Η Κωνσταντινούπολη επιβιώνει με την μεσαιωνική λαϊκή της ονομασία: Ισταμπόλη (από το "Εις την Πόλη"), απ' όπου προήλθε και το σημερινό τούρκικο όνομά της: Ισταμπούλ.


Η νεολαία σήμερα ξεπερνά την παλιά θρησκευτική προκατάληψη που αδιαφορούσε για τα εθνικά χαρακτηριστικά. Αρχίζει να αναζητεί την εθνική της προέλευση. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπάρχει ισχυρή παροικία, καθώς και στην Τραπεζούντα έχουν ξεκινήσει προσπάθειες προβολής και υπεράσπισης του ελληνόφωνου πολιτισμού.

Η τραγωδία του Πόντου

Για τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της βόρειας Τουρκίας, δηλαδή του μικρασιατικού Πόντου, έχουμε πλήθος ιστορικών δεδομένων. Το 1914 ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής ανερχόταν σε 929.495 και κατανεμόταν ως εξής:

α) Ορθόδοξοι Ελληνες: 696.495,
β) Μουσουλμάνοι Ελληνες: 190.000,
γ) Κρυπτοχριστιανοί: 43.000

Οπως μας πληροφορεί ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, οι εξισλαμισμοί στον Πόντο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1648- 1687 από τις πιέσεις των φεουδαρχών, των Ντερεμπέηδων. Γράφει:


"Ενεκα των από των Τερε-βέηδων πιέσεων τούτων και των δεινών διωγμών οι από του ποταμού Ακάμψιος (Τσορόχ) μέχρι Τραπεζούντος συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι κατοικούντες τας περιφερείας Ριζαίου, Οφεως, Σουρμένων και Γημωράς εξισλαμίστηκαν αθρόως. Οι χριστιανοί της περιφέρειας Οφεως είχον εξισλαμισθεί κατά την παράδοσιν ομού μετά του επισκόπου αυτών Αλεξάνδρου μετονομασθέντος Ισκεντέρ...".

Το τελευταίο κύμα των εξισλαμισμών συμπίπτει χρονικά με την γενοκτονία (1916-1923) που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι κατά του χριστιανικού ελληνικού πληθυσμού του Πόντου. Οι Νεότουρκοι είχαν αποφασίσει τον βίαιο εξισλαμισμό των χριστιανικών εθνοτήτων και για το σκοπό αυτό δημιούργησαν ορφανοτροφεία για τα παιδιά των χριστιανών που είχαν εξοντώσει. Στα ελληνόπαιδα παρείχαν τουρκική παιδεία και ισλαμική θεολογική μόρφωση. Τις ελληνίδες τις υποχρέωναν σε γάμο με μουσουλμάνους.


Το ότι δεν υπήρχαν αξιόλογοι τουρκικοί πληθυσμοί στο χώρο του Πόντου φαίνεται από το γεγονός ότι και οι ίδιες οι τουρκικές αρχές προτιμούσαν τη χρήση του όρου "μουσουλμάνος" και όχι "Τούρκος". Σε κείμενο συνεννόησης - που αφορούσε τους όρους αυτονομίας του Πόντου και πρόβλεπε την ισοπολιτεία των κατοίκων του - που υπογράφτηκε το Σεπτέμβριο του 1919 στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρυσάνθου και του βαλή Τραπεζούντας Σουλεϊμάν Νετζμή Βέη ανάφερε δύο ομάδες κατοίκων: τους Ελληνες και τους Μουσουλμάνους.


Στην επιχειρηματολογία πάντως των Χριστιανών Ποντίων προς τις συμμαχικές δυνάμεις χρησιμοποιήθηκε η ελληνική καταγωγή των μουσουλμάνων του Πόντου. Στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού στις 30/12/1918 υπεβλήθη υπόμνημα για την δημιουργία της "Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου". Μεταξύ άλλων υπάρχει το εξής επιχείρημα:


"...από τον μουσουλμανικόν πληθυσμό μέγα μέρος είναι ελληνικής καταγωγής και δεν ελησμόνησαν ούτε την καταγωγήν αυτών, ούτε την ελληνικήν γλώσσαν, ην εξακολουθούν να ομιλώσιν."

Η Σημασία αυτών των Πληθυσμών

Οι εξισλαμισμένοι και κρυπτοχριστιανικοί πληθυσμοί μας βοηθούν στο να κατανοήσουμε την φύση της σύγχρονης Τουρκίας. Μας θυμίζουν την παλιά οικουμενικότητα του ελληνισμού. Ένα τμήμα της παλιάς ρωμιοσύνης παραμένει με κρυπτοχριστιανική ή μουσουλμανική μορφή, στους παλιούς ελληνικούς τόπους της Ανατολής.

Το τουρκικό κράτος προσπαθεί με κάθε τρόπο να αφομοιώσει τους πληθυσμούς αυτούς. Επιδιώκει την κοινωνική διάσπαση των συμπαγών πληθυσμών με μεταφορά σε άλλα μέρη της Τουρκίας. Ετσι δόθηκαν οικονομικά κίνητρα για μετανάστευση των ελληνόφωνων στο Κουρδιστάν, την Ιμβρο και την κατεχόμενη Κύπρο. Σήμερα ένα από τα τουρκικά χωριά της Ιμβρου κατοικείται από εξισλαμισμένους ελληνόφωνους ενώ περί τους 3.000 έχουν εγκατασταθεί ως έποικοι στην κατεχόμενη Κύπρο. Οι ελληνόφωνοι έποικοι είναι μία από τις λίγες εθνοτικές ομάδες που μεταφέρθηκαν εκεί και διατηρούν αρμονικές σχέσεις με τους εγκλωβισμένους.


Από την άλλη όμως οι ελληνογενείς μουσουλμάνοι της Τουρκίας προσπαθούν να διασώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα και να αναδειχθούν σε μια γέφυρα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των λαών της Τουρκίας και της Ελλάδας. Αποδεικνύουν επίσης ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις πλην αυτού της αλληλοκατανόησης και της συνύπαρξης. Εμείς ελπίζουμε ότι η βασανιστική περιόδος μετασχηματισμού στην οποία έχει εισέλθει η Τουρκία θα τελειώσει με την δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατικής και πολυπολιτισμικής κοινωνίας.




ΕΝΘΕΤΟ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ

Για τις περιοχές των εξισλαμισμένων Ελλήνων του Πόντου ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος γράφει:
"Οι περί των Ψυχρόν ποταμόν (Μπαλτατζή Ντερέ) οικούντες Οφίται ή Οφλήδες, διετήρησαν την ελληνικήν γλώσσαν και τα ελληνικά ήθη και έθιμα, ενθυμούνται ακόμη την εξ Ελλήνων καταγωγήν αυτών. Είναι ημερώτεροι των Λαζών και κατά την κληροδοτηθείσαν αυτοίς παρά των Ελλήνων προγόνων αυτών παράδοσιν ασχολούνται με τα γράμματα και την θεολογίαν. Αι μουσουλμανικαί ιερατικαί και θεολογικαί σχολαί του Οφεως ήσαν αι τελειότεραι εν των Οθωμανικώ κράτει. Οι άνδρες εν Οφει γιγνώσκουσιν και την τουρκικήν γλώσσαν, αλλ' αι γυναίκες ηγνόουν αυτήν, και δια τούτο μέχρι των ημερών ημών εις την κατ οίκον ομιλία εγίνετο χρήσις του Ελληνικού Ποντικού ιδιώματος του Οφεως. Τα χωρία αυτών μέχρι των ημερών ημών διετήρουν τα Ελληνικά αυτών ονόματα, Παλαιοχώριν, Μεσοχώριν, Υψηλή ή Υψηλάντων, όθεν προήλθεν η οικογένεια των Υψηλαντών, Ξένος, Αληθινός, Φωτεινός, Χαλάεσσα, Γοργορά, Κοντού, Χωλός, Οκελος, σώζονται δε εν αυτοίς πολλοί ναοί και χειρόγραφα ελληνικά... Ελληνόφωνοι, αλλ ουχί ήμεροι ως οι Οφίται παρέμειναν και οι εξισλαμισθέντες χριστιανοί της Θοανίας (Τόνγιας), τα δε χωρία αυτών διετήρησαν κατά το πλείστον ομοίως τα ελληνικά ονόματα, οίον Κατωχώριν, Μεσοπλάγιν, Μεσοπαίδιν."

http://kostasxan.blogspot.com

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Η Ελλάδα στον Β' παγκόσμιο πόλεμο


Του Ανχου (ΤΘ) Λαλούση Χαράλαμπου


Ο ηρωικός αγώνας της Ελλάδος εναντίον του Άξονα, κατά τους επτά συνολικά μήνες του ελληνοϊταλικού και του ελληνογερμανικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940- 31 Μαΐου 1941) αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Έχει όμως και ιστορική σημασία ευρύτερη, γιατί επηρέασε πολλαπλά την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνέβαλε κρίσιμα στην έκβασή του.


Ο πόλεμος αυτός, υπήρξε από άποψη ασφάλειας και προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος, σταθμός μείζονος σημασίας στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων της χώρας. Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος ήταν «παράπλευρος» πόλεμος της μεγάλης ευρωπαϊκής σύγκρουσης, η οποία ακόμα δεν είχε γίνει παγκόσμια· ήταν ένα δευτερεύον μέτωπο αυτής της σύγκρουσης, στο οποίο, η μεν Ιταλία προσπαθούσε να κερδίσει μία εύκολη επιτυχία, και δι’ αυτής να αναδειχθεί σε ρυθμιστική δύναμη της Νότιας Βαλκανικής, η δε Βρετανία επιθυμούσε να καθηλώσει και να φθείρει μία δύναμη που απειλούσε την θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδίως στην Αίγυπτο.

Αφετηρία του ελληνο-ιταλικού πολέμου αποτελεί η άνοιξη του 1939, όταν τα ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αλβανία και διαφάνηκαν ξεκάθαρα τα επεκτατικά σχέδια του Μουσολίνι. Την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η πολιτική και στρατιωτική ισορροπία στα Βαλκάνια διαταράχθηκε. Το Βαλκανικό Σύμφωνο και τα διάφορα σύμφωνα που είχε συνομολογήσει η Ελλάδα δεν τέθηκαν σε ενέργεια, ούτε βέβαια υπήρξε εξαρχής τέτοιο ζήτημα. Τόσο το Βαλκανικό Σύμφωνο, όσο και τα Σύμφωνα με την Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία κάλυπταν το ενδεχόμενο πολέμου με την Βουλγαρία.

Η Ελλάδα βρισκόμενη στο χώρο, στον οποίο απέβλεπε η επεκτατική πολιτική της Ιταλίας και σταθερά αποφασισμένη να παραμείνει ουδέτερη αλλά και ελεύθερη, δε δίστασε να αντιταχθεί σ' αυτή. Σ' ολόκληρο το δεκαοκτάμηνο χρονικό διάστημα κατά το οποίο διάρκεσαν οι απειλές, οι προκλήσεις και οι πράξεις βίας της Ιταλίας εναντίον της, η Ελλάδα κάτω από το προσωπείο φαινομενικής ηρεμίας, κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες ν' αποφύγει τον πόλεμο, αλλά παράλληλα λάμβανε όλα τα απαραίτητα στρατιωτικά μέτρα και σφυρηλατούσε το εθνικό φρόνημα. Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια του Μεταξά για τήρηση ουδετερότητας ώστε να μην προκαλέσει την Ιταλία. Κατά τον τορπιλισμό της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου και ενώ γνώριζε από την πρώτη στιγμή, έδωσε αυστηρές οδηγίες στον τύπο να μην γίνει καμία αναφορά. 

Επιπλέον ο Μεταξάς επιδίωκε μεσολάβηση της Γερμανίας ώστε να ανατρέψει την διαφαινόμενη ενέργεια των Ιταλών έναντι της Ελλάδος. Η επίσημη στάση της ουδετερότητας της Ελλάδας απέναντι στον άξονα και τη Μ. Βρετανία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια επίσημη κάλυψη για την προετοιμασία της Ελλάδας ενόψει της συμμετοχής στο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.

Έτσι κατόρθωσε η Ελλάδα, παρά την αιφνιδιαστική από απόψεως χρόνου εκτόξευση της ιταλικής επιθέσεως, να ισορροπήσει την κατάσταση κατά την πρώτη περίοδο και στη συνέχεια να πάρει την πρωτοβουλία ενέργειας.

Καθοριστικός παράγοντας των επιλογών του Μεταξά στο διπλωματικό επίπεδο ήταν η πρόταξη του γεωπολιτικού παράγοντα. Πίστευε απόλυτα ότι η ικανοποίηση της πρωταρχικής φροντίδας για την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της χώρας δεν ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί ερήμην της σύμπραξης με την Μ. Βρετανία. Εάν και δεν κατόρθωσε μέχρι την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου να εξασφαλίσει μια συμβατικά κατοχυρωμένη εγγύηση για την ασφάλεια της χώρας από τους Βρετανούς, ο Μεταξάς πίστευε ότι η εμμονή του στην πολιτική της συνεργασίας με τους Βρετανούς, θα εξασφάλιζε για την Ελλάδα την συμμετοχή της στο πλευρό των επίδοξων νικητών αυτής της αναμέτρησης.

Οι έντονες προσπάθειες από τον Μεταξά για να εξασφαλίσει την στρατιωτική βοήθεια των Βρετανών πριν την διαφαινόμενη ιταλική επίθεση, συνάντησαν την απροθυμία τους, διότι θεωρούσαν την Τουρκία στους στρατηγικούς τους υπολογισμούς πολύ πιο σημαντική πιθανή σύμμαχο, γι’ αυτό και υπογράφθηκε με την τελευταία το 1939 Σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας. Για την Βρετανία το κρίσιμο θέατρο επιχειρήσεων ήταν η Βόρειος Αφρική και η Ιταλική εμπλοκή στα Βαλκάνια, εφόσον δεν απειλούσε την Τουρκία και τα στενά αποτελούσε ένα αντιπερασπισμό και δεν υπήρχε ανάγκη για μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή στην Ελλάδα.

Με το τελεσίγραφο που επέδωσε στον Μεταξά ο Ιταλός πρεσβευτής απαιτούσε η ιταλική κυβέρνηση να επιτραπεί στον ιταλικό στρατό να καταλάβει διάφορες στρατηγικές θέσεις, χωρίς να κατονομάζονται αυτές. Με το ¨ΟΧΙ¨ που είπε ο Μεταξάς διερμήνευσε τη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, απόφαση που στηρίχθηκε στην ορθολογιστική εκτίμηση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας. Αποκαλυπτική για τις σκέψεις του είναι μυστική ενημέρωση που πραγματοποίησε ο Μεταξάς προς τους συντάκτες του Αθηναϊκού τύπου την 30 Οκτωβρίου 1940. Χαρακτηριστικά ανέφερε τις προσπάθειες που έκανε να κρατήσει την χώρα μακριά από την παγκόσμια σύρραξη και τις συμβουλές του Χίτλερ να εντάξει την Ελλάδα στην «Νέα Τάξη» αφού πρώτα ικανοποιούσε τις εδαφικές βλέψεις της Ιταλίας και της Βουλγαρίας σε βάρος της χώρας. 

Μια τέτοια ενέργεια σύμφωνα με τον Μεταξά θα ανάγκαζε τους Άγγλους να καταλάβουν την Κρήτη και άλλα νησιά με σκοπό να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή της Μεσογείου. Τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε την χώρα σε ένα νέο διχασμό.

Ο Ιωάννης Μεταξάς είπε χαρακτηριστικά:

«Δηλαδή θα έπρεπε δια ν’ αποφύγωμεν τον πόλεμον να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν, και του αριστερού από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπαν, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των, να καταλάβουν την Κρήτην και άλλας νήσους μας τουλάχιστον…»

Η άρνηση της Ελλάδας να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Ιταλίας προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ιταλία. Η αξιοσύνη και η λεβεντιά των Ελλήνων άσκησε τεράστια επίδραση στη ψυχολογία των λαών και είναι από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η σημασία του ελληνο-ιταλικού πολέμου συνίστατο κυρίως στον αντίκτυπο που είχε στον κόσμο γενικά. Ήταν το παράδειγμα μιας φτωχής χώρας που πολέμησε για την τιμή και την αξιοπρέπειά της καθώς και για βασικές αξίες του πολιτισμένου κόσμου, γεγονός που έδινε θάρρος στους χειμαζόμενους λαούς που είχαν χάσει την ελευθερία τους.

Οι απόψεις των Άγγλων στρατιωτικών αρχικά ήταν απαισιόδοξες σχετικά με την δυνατότητα αποτελεσματικής αντίστασης από τον Ελληνικό στρατό. Δόθηκαν έτσι οδηγίες στον τύπο να μην καλλιεργούνται μεγάλες προσδοκίες για την Άμυνα της Ελλάδος, προς αποφυγή απογοήτευσης σε περίπτωση κάμψης της χώρας. Ακόμη και ο Μεταξάς στο προσωπικό του ημερολόγιο στην 29 Οκτωβρίου 1940 γράφει: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξη κοινή γνώμη».

Αξίζει να αναφέρουμε τον ενθουσιασμό και τον πόθο που διακατείχε τους Έλληνες στο κάλεσμα της πατρίδος να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο πεδίο της μάχης παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε η Ελλάδα. Ποτέ πριν οι Έλληνες δεν έσπευσαν στο μέτωπο με τόσο ενθουσιασμό. Χαρακτηριστικές είναι φωτογραφίες της εποχής στις οποίες παρατηρούμε τους Έλληνες με το χαμόγελο στα χείλη και με υψηλό ηθικό να τρέχουν να στρατευθούν για να υπερασπίσουν τα ιδανικά της φυλής μας. Ήταν σαν ένα πανηγύρι…

Οι ανέλπιστες ελληνικές επιτυχίες τον Νοέμβριο του 1940 είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική της Αγγλίας ώστε άρχισε να προσανατολίζεται στην ενίσχυση του ελληνικού μετώπου. Οι Άγγλοι απέβλεπαν στην ενίσχυση της Ελλάδος, με σκοπό την χρησιμοποίησή της ως βάση από όπου θα καταφέρουν σοβαρό πλήγμα κατά της Ιταλίας και μελλοντικά κατά των ρουμανικών πετρελαιοπηγών, που κατείχε και εκμεταλλευόταν η Γερμανία. Έτσι, το μέτωπο της Ελλάδας πρόσφερε την ευκαιρία στην Αγγλία να μεταφέρει το θέατρο επιχειρήσεων κατά της Ιταλίας στην Ελλάδα με απώτερο σκοπό την δημιουργία Βαλκανικού μετώπου κατά τον άξονα.

Στη φάση αυτή του πολέμου υπήρχε συμφωνία απόψεων ελληνικής και αγγλικής κυβερνήσεως στο θέμα αντιμετώπισης των Γερμανών με την διαφορά ότι οι Άγγλοι ενδιαφέρονταν για την διατήρηση του Αλβανικού μετώπου και της Ελλάδος ως εμπόλεμου, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία βαλκανικού μετώπου κατά της Γερμανίας, όταν το επέτρεπε η στρατιωτική κατάσταση στη Μ. Ανατολή, η ελληνική ηγεσία επιθυμούσε την υποστήριξη της Αγγλίας κυρίως για την αντιμετώπιση των Ιταλών και κατά δεύτερο λόγο για το ενδεχόμενο γερμανικής επίθεσης.

Οι ελληνικές νίκες στο μέτωπο της Αλβανίας είχαν σοβαρές επιπτώσεις στο ιταλικό στρατόπεδο με αποτέλεσμα τις παραιτήσεις στρατηγών. Ο Μουσολίνι προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη της αποτυχίας στη στρατιωτική ηγεσία. Οι Ιταλοί πολέμησαν εξίσου γενναία με τους Έλληνες, διεκδικώντας με πείσμα κάθε σπιθαμή του ελληνικού εδάφους, υπέκυψαν όμως γιατί οι αντίπαλοί τους πέραν από την γενικότητα διέθεταν και πίστη στο δίκαιο του αγώνα τους.

Αξίζει να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά στις δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στο μέτωπο της Ηπείρου το 1940. Ο μεγαλύτερος εχθρός δεν ήταν ο αντίπαλος αλλά ο χειμώνας και το υπερβολικό ψύχος που δοκίμαζε την θέληση και την αντοχή των αντιμαχόμενων. Ο Ελληνικός Στρατός λόγω του υψηλού ηθικού του αντιμετώπιζε αυτή τη δοκιμασία με καρτερία και χωρίς γογγυσμό παρά την έλλειψη πολλές φορές σε τρόφιμα και σε άλλα αποθέματα.

Διεξαγωγή Επιχειρήσεων Οκτ-Νοε 1940

Οι Ιταλοί, κατά την επίθεση τους εναντίον της Ελλάδας, άσκησαν ισχυρή πίεση κατά των ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο και στην Πίνδο και τήρησαν αμυντική στάση στην περιοχή της Βορειοδυτικής Μακεδονίας.

Στο μέτωπο της Ηπείρου, η VIII Μεραρχία πέτυχε να συγκρατήσει τον αντίπαλο και να συντρίψει τις επανειλημμένες ισχυρές επιθέσεις του. Εξαίρεση αποτέλεσε ο τομέας Θεσπρωτίας, όπου οι εκεί ολιγάριθμες ελληνικές δυνάμεις εξαναγκάστηκαν μπροστά στη μεγάλη υπεροχή των Ιταλών να συμπτυχθούν νοτιότερα. Αφού όμως ενισχύθηκαν, απεκατέστησαν την τοποθεσία του Καλαμά ποταμού μέχρι την Ηγουμενίτσα.

Στον Τομέα Πίνδου, επίσης οι ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν κάτω από τη συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου, να συμπτυχθούν σε μεγάλο βάθος, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να διεισδύσουν ταχέως σε αρκετό βάθος, απειλώντας να υπερκεράσουν από τα ανατολικά τις δυνάμεις στην Ήπειρο. Με την εσπευσμένη όμως συγκέντρωση των διαθέσιμων δυνάμεων, που βρίσκονταν κοντά στην Πίνδο, φράχτηκε το ρήγμα, εξασφαλίστηκε από τα βορειοανατολικά η τοποθεσία Ελαίας—Καλαμά και επιπλέον κατέστη δυνατό, ύστερα και από τον επιτυχή αμυντικό αγώνα στην Ήπειρο, οι ελληνικές δυνάμεις να αναλάβουν επιθετική ενέργεια για την εξάλειψη του ιταλικού θύλακα.

Η 13η Νοεμβρίου 1940 βρήκε τις ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο και στην Πίνδο, να έχουν ανακαταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού εδάφους. Στη βορειοδυτική Μακεδονία μάλιστα, να έχουν καταλάβει σημαντικά εδαφικά σημεία πέρα από τα σύνορα και έτοιμες να επιτεθούν για την κατάληψη του ορεινού όγκου της Μόροβας και του κόμβου συγκοινωνιών της Κορυτσάς.

Το ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων είχε ήδη ανατραπεί. Η ιταλική διείσδυση στην Πίνδο, δεν υποστηρίχτηκε με επαρκείς δυνάμεις τόσο κατά την έναρξη της εισβολής, όσο και μετά τις πρώτες επιτυχίες της, με αποτέλεσμα να ανακοπεί και τελικά να ματαιωθεί η απειλή της υπερκεράσεως και αποκοπής των δυνάμεων Ηπείρου. Παντού ο Ιταλικός Στρατός μετέπεσε σε άμυνα.

Η δράση της εχθρικής αεροπορίας δεν υπήρξε συγκεντρωτική αλλά γενικά κατά κύματα και ασυντόνιστη προς την ενέργεια του Ιταλικού Πεζικού, το οποίο δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς.

Το Ιταλικό Πυροβολικό έβαλε μεγάλο αριθμό βλημάτων κάθε διαμετρήματος, κατάνεμε τα πυρά του σε όλα τα ορατά αμυντικά έργα και διέσπειρε την βολή του κατά πλάτος και βάθος ώστε σπάνια να επιτυγχάνει πυκνές συγκεντρώσεις επί των φίλιων θέσεων και δεν κατόρθωσε να προσβάλει τις θέσεις των ελληνικών Πυροβολαρχιών.

Η δράση των αρμάτων επί των οποίων ο αντίπαλος βασιζόταν κυρίως ότι θα διασπούσε την ελληνική τοποθεσία αμύνης, υπήρξε χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, διότι συμμετείχαν στην επίθεση χωρίς να προηγηθεί η επιβεβλημένη αναγνώριση για την βατότητα του εδάφους και των υπαρχόντων φυσικών και τεχνητών κωλυμάτων και χωρίς την υποστήριξη του Πυροβολικού.

Οι αγώνες, που διεξήχθησαν κατά την υπόψη περίοδο, παρουσιάζουν τα παρακάτω ουσιώδη χαρακτηριστικά για τους Έλληνες μαχητές:

• Για πρώτη φορά ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπισε Στρατό μεγάλης ευρωπαϊκής δυνάμεως, εφοδιασμένο με σύγχρονα μέσα και ιδιαίτερα με άρματα μάχης και ισχυρή αεροπορία, εναντίον των οποίων η ελληνική άμυνα διέθετε εντελώς περιορισμένα μέσα.
 
• Στους αγώνες αυτούς έλαβαν μέρος, εκτός από τις λίγες Μονάδες του Ελληνικού Στρατού που είχαν επιστρατευτεί πριν από την έναρξη του πολέμου, και πολλές άλλες Μονάδες που επιστρατεύτηκαν μετά την κήρυξη του πολέμου και μεταφέρθηκαν επειγόντως στο μέτωπο, ύστερα από νυχτερινές πορείες, σε αποστάσεις 250 μέχρι 400 χιλιομέτρων. Αντίθετα, οι ιταλικές Μεραρχίες είχαν επιστρατευτεί και συμπληρωθεί σε προσωπικό και υλικό πριν από πολύ χρόνο.

• Τα ελληνικά τμήματα αντιμετώπισαν κατά τους αγώνες τους στο Τομέα Πίνδου εξαιρετικές δυσχέρειες ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά και τρόφιμα. Τα προωθούμενα εσπευσμένα, αμέσως μετά την επιστράτευση τους, τμήματα στερούνταν των προβλεπόμενων κτηνών ή άλλων μέσων μεταφοράς.

Αυτοκίνητα για τον ανεφοδιασμό των τμημάτων μπορούσαν να προωθηθούν μόνο μέχρι ορισμένες περιοχές που και αυτές ήταν μακριά από το μέτωπο. Οι δρόμοι έγιναν άβατοι σε τροχό αμέσως μετά τις πρώτες βροχές του Νοεμβρίου.

Για την αντιμετώπιση των δυσχερειών του ανεφοδιασμού των μαχόμενων τμημάτων, χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ των άλλων και ομάδες από χωρικούς, γυναίκες και παιδιά, που προσέρχονταν αυθόρμητα και μετέφεραν τους φόρτους στους ώμους τους κινούμενοι σε δύσβατα εδάφη κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Έτσι οι κάτοικοι της Πίνδου παρουσίασαν στους μαχητές ένα λαμπρό παράδειγμα πατριωτισμού και υψηλής αντιλήψεως του καθήκοντος.

Η Δεύτερη- Τρίτη Περίοδος Νοε-Μαρ 1941

Οι επιχειρήσεις, που διεξήχθησαν από τις 14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι τις 26 Μαρτίου 1941, αποτελούν τη δεύτερη και την τρίτη περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Κατά τη δεύτερη περίοδο, από τις 14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1941, ο Ελληνικός Στρατός αφού αναχαίτισε την προέλαση των Ιταλών ανέλαβε γενική αντεπίθεση για την πλήρη αποκατάσταση της ακεραιότητας του εθνικού εδάφους. Αντιμετωπίζοντας αντίξοες συνθήκες, που οφείλονταν στην υπεροχή του αντιπάλου σε οπλισμό και αεροπορία, στο δύσβατο του εδάφους, στις μεγάλες δυσχέρειες του ανεφοδιασμού του και στη δριμύτητα του πρόωρου χειμώνα, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες, τα αποτελέσματα των οποίων υπερέβησαν κάθε προσδοκία.

Στο Νότιο Τομέα, το Α' Σώμα Στρατού, αφού κατέλαβε στις 6 Δεκεμβρίου το λιμένα των Αγίων Σαράντα και στις 8 Δεκεμβρίου το Αργυρόκαστρο, συνέχισε τις επιθετικές του επιχειρήσεις και μέχρι τις 6 Ιανουαρίου κατέλαβε τη γραμμή Χειμάρα—Βράνιτσα—Μπολιένα, δημιουργώντας έτσι ευνοϊκές προϋποθέσεις για την πλήρη διάνοιξη της κοιλάδας του Σιουσίτσα ποταμού και τη συνέχιση της προελάσεως προς τον Αυλώνα.

Στον Κεντρικό Τομέα, το Β' Σώμα Στρατού, αφού κατέλαβε στις 5 Δεκεμβρίου την Πρεμετή και εξασφάλισε ευρέως την ελεύθερη χρησιμοποίηση της αμαξιτής οδού Λεσκοβίκι—Κορυτσά, πέτυχε παρά την πείσμονα αντίσταση του εχθρού να φτάσει μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της οδού Κλεισούρα—Χάνι Μπαλαμπάν, έτοιμο να καταλάβει τον κόμβο της Κλεισούρας.

Στο Βόρειο Τομέα, το ΤΣΔΜ (Γ' και Ε' Σώματα Στρατού), αφού κατέλαβε στις 21 Νοεμβρίου τον ορεινό όγκο της Μόροβας—Ιβάν και την επομένη τον κόμβο της Κορυτσάς, προωθήθηκε στα δυτικά αυτής σε βάθος 40 περίπου χιλιομέτρων στη γραμμή Ουγιανικού—Σουχαγκόρα όρος—Γκράμποβα—Καμία όρος—Πόγραδετς, εξασφαλίζοντας από τα δυτικά και βορειοδυτικά το υψίπεδο της Κορυτσάς.

Κατά τις επιχειρήσεις της δεύτερης περιόδου, η Ιταλική Διοίκηση ενέπλεξε οκτώ νέες Μεραρχίες Πεζικού, καθώς και μεγάλο αριθμό διάφορων άλλων μονάδων δυνάμεως συντάγματος ή τάγματος.

Η Ελληνική Διοίκηση, στην ίδια περίοδο, ενέπλεξε επτά νέες Μεραρχίες Πεζικού (II, ΙΙΙ, IV, Χ, XI, XIII και XVII).

Συνολικά οι ιταλικές δυνάμεις στο Αλβανικό θέατρο Επιχειρήσεων ανήλθαν σε 15 Μεραρχίες Πεζικού και μία Μεραρχία Αρμάτων, έναντι 11 Μεραρχιών Πεζικού, μιας Ταξιαρχίας Πεζικού και μιας Μεραρχίας Ιππικού των ελληνικών δυνάμεων. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη η συντριπτική αριθμητική υπεροχή της Ιταλικής Αεροπορίας και η παντελής έλλειψη αρμάτων στον Ελληνικό Στρατό.

Παρόλα αυτά, οι επιθετικές επιχειρήσεις των ελληνικών δυνάμεων στέφθηκαν με επιτυχία. Δεν κατέστη όμως δυνατή η πραγματοποίηση ευρείας εκμεταλλεύσεως των επιθετικών ενεργειών, αν και παρουσιάστηκαν ευκαιρίες, οι οποίες μπορούσαν να αποδώσουν σημαντικά αποτελέσματα και αυτό γιατί ο Ελληνικός Στρατός στερούνταν τεθωρακισμένων και ταχυκίνητων μέσων. Η αδυναμία αυτή ανάγκαζε τις ελληνικές δυνάμεις να αποφεύγουν τις πεδινές ζώνες και να κινούνται και να ελίσσονται κυρίως από ορεινές κατευθύνσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιμήκυνση των φαλαγγών, την επαύξηση της κοπώσεως των αντρών και κτηνών καθώς και τη δημιουργία δυσχερειών στους ανεφοδιασμούς.

Αντίθετα, ο αντίπαλος, χάρη στα μέσα που διέθετε, κατόρθωνε στις πεδινές ζώνες, χρησιμοποιώντας αυτοκίνητα, να αποσύρεται γρήγορα και να εγκαθίσταται οπουδήποτε αλλού με σχετική άνεση, ενώ στις ορεινές περιοχές να επιβραδύνει την ελληνική προχώρηση, με λίγες σχετικά δυνάμεις. Επιπλέον, οι νεοεμπλεκόμενες στον αγώνα ιταλικές μονάδες μεταφέρονταν γρήγορα στο μέτωπο με αυτοκίνητα, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές στερούνταν τέτοιων μεταφορικών μέσων και έφταναν στο μέτωπο ύστερα από μακρινές νυχτερινές πορείες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επέμβουν γρήγορα στον αγώνα.

Τα ελληνικά στρατεύματα με υψηλό φρόνημα και εμπνεόμενα από πνεύμα αυτοθυσίας, αψηφώντας τις κακουχίες και τη μειονεκτική θέση τους έναντι του αντιπάλου, κατόρθωσαν μέσα σε ενάμισι μήνα όχι μόνο να εκδιώξουν τον εισβολέα, αλλά και να τον απωθήσουν μέσα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος, σε βάθος κυμαινόμενο από 30 μέχρι 80 χιλιόμετρα.

Η τρίτη περίοδος, από τις 7 Ιανουαρίου μέχρι τις 26 Μαρτίου 1941, περιλαμβάνει τις επιθετικές επιχειρήσεις του Β' Σώματος Στρατού προς Κλεισούρα—Βεράτι, την τοπική ιταλική επίθεση για την ανακατάληψη της Κλεισούρας και τη μεγάλη «Εαρινή» επίθεση των Ιταλών.

Το Β' Σώμα Στρατού, επιδιώκοντας την κατάληψη του συγκοινωνιακού κόμβου της Κλεισούρας και την προώθηση του προς την κατεύθυνση του Βερατίου κατέλαβε, ύστερα από σκληρούς αγώνες, στις 10 Ιανουαρίου την Κλεισούρα και μέχρι τις 25 Ιανουαρίου προωθήθηκε στη γενική γραμμή ύψ. 1308 (Τρεμπεσίνας)—Μπούμπεσι—Μάλι Σπαντάριτ, όπου και διέκοψε τις παραπέρα επιχειρήσεις του εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών και των δυσχερειών ανεφοδιασμού των μονάδων του.

Οι Ιταλοί, αφού σταθεροποίησαν κάπως τις θέσεις τους, επιχείρησαν στις 26 Ιανουαρίου να ανακαταλάβουν το συγκοινωνιακό κόμβο της Κλεισούρας, στον οποίο απέδιδαν μεγάλη σημασία. Η ιταλική επίθεση εκτοξεύτηκε από τη Μεραρχία «Λενιάνο», ενισχυμένη με ένα τάγμα Αλπινιστών και τμήματα της ημιτεθωρακισμένης Μεραρχίας «Κενταύρων» και υποστηριζόμενη από ισχυρή αεροπορική δύναμη. Η επίθεση σημείωσε μικρές μόνο τοπικές επιτυχίες κατά την πρώτη ημέρα.

Το Β' Σώμα Στρατού αντιλαμβανόμενο το σοβαρό κίνδυνο από τυχόν απώλεια της Κλεισούρας, έσπευσε να προωθήσει ισχυρές δυνάμεις προς την κατεύθυνση αυτή και να απωθήσει τους Ιταλούς με σκληρούς αγώνες, που διάρκεσαν μέχρι τις 30 Ιανουαρίου, οπότε και τερματίστηκε η ιταλική προσπάθεια, η οποία τους στοίχισε σοβαρές απώλειες τόσο σε έμψυχο, όσο και σε άψυχο υλικό.

Το σημαντικότερο όμως γεγονός της περιόδου αυτής του Ελληνοϊταλικου Πολέμου, υπήρξε η τρίτη φάση, η μεγάλη «Εαρινή» επίθεση του Ιταλικού Στρατού. Η Ανώτατη Ιταλική Ηγεσία, μετά τη σταθεροποίηση και την ουσιαστική διακοπή των επιχειρήσεων εξαιτίας του δριμύτατου χειμώνα, επιδίωκε να καταφέρει κάποιο σοβαρό πλήγμα κατά των Ελλήνων, για να εξευμενιστεί απέναντι στον ίδιο το λαό της και στους συμμάχους της Γερμανούς, για τις μέχρι τότε αποτυχίες της.

Ο Μουσολίνι, γνωρίζοντας ότι οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να επέμβουν στην Ελλάδα, αγνοώντας όμως το χρόνο που θα εκδηλωνόταν η ενέργεια αυτή, διακατεχόταν από την αγωνία, μήπως τον προλάβει ο σύμμαχος του και βρεθεί έτσι η Ιταλία στην ιδιαίτερα ταπεινωτική θέση, να οφείλει στους Γερμανούς την απαλλαγή της από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει, εξαιτίας της οικτρής αποτυχίας της στο αλβανικό μέτωπο.

Το πρωί της 9ης Μαρτίου, εκτοξεύτηκε η αναμενόμενη ιταλική επίθεση. Σε μέτωπο έξι περίπου χιλιομέτρων μόνο, διατέθηκαν συνολικά πέντε μεραρχίες και μία λεγεώνα Μελανοχιτώνων σε πρώτο κλιμάκιο και πέντε μεραρχίες ως εφεδρικές.

Ο Μουσολίνι, γεμάτος ελπίδες, εγκαταστάθηκε από το πρωί στο παρατηρητήριο πάνω στο ύψωμα Καμάριτ (Γκλάβα), από όπου μαζί με τον Αρχιστράτηγο και την Ηγεσία των επιτιθέμενων δυνάμεων, παρακολούθησε την εξέλιξη της επιθέσεως. Αυτή, συνεχίστηκε με αμείωτη σφοδρότητα μέχρι τις 14 Μαρτίου, χωρίς όμως να σημειώσει επιτυχία, χάρη στο ακατάβλητο θάρρος και την αυτοθυσία των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι δεν παραχώρησανούτε σπιθαμή εδάφους στους επιτιθέμενους Ιταλούς.

Από τις 15 Μαρτίου, η ιταλική προσπάθεια άρχισε να ατονεί για να εκφυλιστεί τελείως από τις 25 του ίδιου μήνα. Ο Μουσολίνι απογοητευμένος αναχώρησε στις 21 Μαρτίου από τα Τίρανα για την Ιταλία, σχεδιάζοντας να επαναλάβει την επίθεση στο τέλος του μήνα. Η προσχώρηση όμως, στο μεταξύ, της Γιουγκοσλαβίας στους Συμμάχους δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση της νέας αυτής απόπειρας. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας, που επακολούθησε, ματαίωσε πια οριστικά την ελπίδα των Ιταλών να παρουσιάσουν οποιαδήποτε επιτυχία εναντίον της Ελλάδας.

Η Γερμανία αποφασισμένη να εισβάλει στην Σοβιετική Ένωση την άνοιξη του 1941, προσπάθησε να εξουδετερώσει την πολεμική εστία στην Ελλάδα, που μπορούσε να εξελιχθεί σε μέτωπο υπό την αιγίδα της Αγγλίας. Η δημιουργία ενός Βαλκανικού μετώπου όπως το Μακεδονικό κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επηρέασε σοβαρά την γερμανική πολιτική έναντι της Ελλάδας. Η επέμβαση της Γερμανίας στα Βαλκάνια θεωρούνταν πλεονεκτική από την Αγγλία γιατί θα οδηγούσε σε διασπορά των γερμανικών δυνάμεων λόγω της δημιουργίας πολεμικού θεάτρου στα Βαλκάνια με αποτέλεσμα την μείωση της πίεσης των Γερμανών στην μητροπολιτική Αγγλία.

Η στάση της Γερμανίας προς την Ελλάδα είχε περισσότερο σχέση με τις πολεμικές επιδιώξεις της παρά με την επιθυμία της να βοηθήσει την Ιταλία να βγει από το αδιέξοδο του Αλβανικού μετώπου. Η σχεδιαζόμενη επίθεση κατά της Ελλάδας από την Γερμανία αποτελούσε «συμπληρωματική» στρατιωτική ενέργεια στο πλαίσιο της γενικότερης πολεμικής προσπάθειας που αναλάμβανε εναντίον της Ρωσίας. Η εξουδετέρωση της πολεμικής εστίας στο μέτωπο της Αλβανίας, την οποία εκμεταλλευόταν η Αγγλία και που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μέτωπο και να απειλήσει τη προσπάθεια των Γερμανών εναντίον των Ρώσων, αποτελούσε ουσιαστική βοηθητική επιχείρηση ενόψει της μεγαλύτερης επίθεσης που ετοίμαζε ο Χίτλερ.

Αξίζει να αναφέρουμε την μεσολαβητική προσπάθεια των Γερμανών για κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, που στερούσε θεωρητικά τους λόγους της στρατιωτικής παρουσίας της Αγγλίας στην Ελλάδα, κάτι που απέρριψε ο Μεταξάς.

Συμπεράσματα

Η αποτυχία των Ιταλών οφειλόταν στην πεποίθηση του Μουσολίνι ότι η επιχείρηση θα κρινόταν στον πολιτικό παρά στον στρατιωτικό τομέα. Άλλη βασική αιτία της αποτυχίας των Ιταλών ήταν η ελλιπής πολιτική προετοιμασία για την αναμέτρηση με την Ελλάδα, με συνακόλουθη την στρατιωτική ανεπάρκεια καθώς και οι άσχημες κλιματολογικές συνθήκες.

Το βασικό λάθος του Μουσολίνι είναι ότι υπολόγιζε την έκβαση της ιταλικής επίθεσης με καθαρά στρατιωτικά κριτήρια, χωρίς να λάβει υπόψη τον παράγοντα ότι οι Έλληνες θα πολεμούσαν με αποφασιστικότητα και αυτοθυσία λόγω του δίκαιου του αγώνα τους.

Το γενικό σχέδιο των Ιταλών για επίθεση στην Ελλάδα ήταν καλό ως σύλληψη όμως πολύ αισιόδοξο ως προς τη δυνατότητα επιτυχίας του. Το βασικό λάθος των Ιταλών είναι ότι υποτίμησαν σε μεγάλο βαθμό τον αντίπαλό τους. Για την επιτυχή έκβαση μιας μάχης δεν αρκεί μόνον να εκπονηθεί ένα άρτιο και πλήρες σχέδιο επιχειρήσεων, αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη και όλοι οι λοιποί παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την αποτελεσματική διεξαγωγή της.
 
Συνέπειες της εσφαλμένης εκτίμησης της Ιταλικής Ανώτατης Διοίκησης για τις δυνατότητες των Ελλήνων ήταν:

• Εκδήλωσε κατά της Ελλάδος επίθεση την παραμονή της χειμερινής περιόδου με αποτέλεσμα την μειωμένη απόδοση τόσο της αεροπορίας όσο και των αρμάτων μάχης, μέσω των οποίων στήριζε κυρίως την επιτυχία του σχεδίου της.
 
• Δεν προικοδότησε με ανάλογες δυνάμεις την κυρία της προσπάθεια, διαθέτοντας από τις 9 υπάρχουσες Μεραρχίες, 5 μόνο για την επίθεση στην Ήπειρο και διατήρησε 4 από αυτές στην περιοχή έναντι της Β. Δυτικής Μακεδονίας, στην οποία το σχέδιο προέβλεπε την τήρηση αμυντικής στάσεως.
 
• Συνέβαλε στον αιφνιδιασμό των στρατευμάτων της, δεδομένου ότι προετοίμαζε αυτά περισσότερο για στρατιωτικό περίπατο, παρά για αγώνες σκληρούς, πεισματώδεις και αποφασιστικούς. Αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα την διστακτικότητα της εκπλήρωσης των αποστολών τους και την παροχή χρόνου στην ελληνική πλευρά για επιστράτευση και ενίσχυση της άμυνας της.

Ένα άλλο σοβαρό σφάλμα της ιταλικής Ανώτατης Ιταλικής Διοίκησης υπήρξε η εφαρμογή του σχεδίου της κατά τρόπο άκαμπτο, δηλαδή επέμενε και κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες για την ευόδωση της κυρίας προσπάθειας προς Καλπάκι και με τις αρχικές διατεθείσες δυνάμεις και δεν εκμεταλλεύθηκε την επιτυχία της στις δευτερεύουσες κατευθύνσεις, τόσο επί του παραλιακού τομέα όσο και προς Μέτσοβο, με συνέπεια την φθορά και πλήρη αποτυχία.

Η επιμονή του Κατσιμήτρου να αμυνθεί στη τοποθεσία Καλπάκι –Καλαμάς ποταμός (γραμμή ΙΒα) και παρά την δυσμενή εξέλιξη του αγώνα στον τομέα της Πίνδου, τον δικαίωσε απόλυτα, δείχνοντας διορατικότητα και εμμονή στις αποφάσεις του. Η τοποθεσίας ΙΒα, πλην της εξασφάλισης της πόλης των Ιωαννίνων και της ευρύτερης κάλυψης της ζωτικής περιοχής Μετσόβου, διέθετε και ικανοποιητική οργάνωση εδάφους, αλλά και περισσότερο γνώριμη ήταν στο Στρατηγείο της Μεραρχίας και στις Μονάδες της.

Η Ελληνική ηγεσία κατόρθωσε, παρά την αιφνιδιαστική από απόψεως χρόνου εκτόξευση της ιταλικής επιθέσεως, να ισορροπήσει την κατάσταση κατά την πρώτη περίοδο και στη συνέχεια να πάρει την πρωτοβουλία ενέργειας.

Τρεις κυρίως παράγοντες συνέβαλαν στην επιτυχία των ελληνικών όπλων:

• Το υψηλό φρόνημα του Ελληνικού Στρατού και ολόκληρου του Ελληνικού Λαού αμυνόμενου κατά μιας άδικης και τελείως απρόκλητης επιθέσεως.
 
• Η άρτια επιτελική προπαρασκευή, σαφήνεια και απλότητα όλων των πολεμικών σχεδίων της χώρας. Αυτό καταφάνηκε από την πρώτη στιγμή του πολέμου, όταν ολόκληρος ο πολεμικός μηχανισμός τέθηκε αυτόματα σε λειτουργία τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 με ένα απλό και λακωνικότατο σήμα του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
 
• Η υποτίμηση από την Ιταλική Ηγεσία του βαθμού προπαρασκευής, της ετοιμότητας για πόλεμο, του ηθικού των ένοπλων ελληνικών δυνάμεων και της αξίας των στελεχών.

Παρά τις αντιξοότητες καιρού και εδάφους και την ασύγκριτη υπεροχή των αντιπάλων του σε δύναμη και πολεμικά μέσα, ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε, για ένα εξάμηνο περίπου νικηφόρο αγώνα κατά των Ιταλών στη Βόρεια Ήπειρο και προέβαλε ηρωική αντίσταση κατά των Γερμανών στη Μακεδονία και στην Κρήτη, προκαλώντας έτσι τον θαυμασμό τόσο των Συμμάχων, όσο και των ίδιων των αντιπάλων του.

Τα επιτεύγματα του Ελληνικού Στρατού δεν ήταν τυχαία. Ήταν αποτέλεσμα της άρτιας προπαρασκευής και του υψηλού ηθικού του. Όλες οι πιθανές εχθρικές ενέργειες είχαν μελετηθεί και αντιμετωπιστεί υπεύθυνα, ενώ τα σχέδια επιστρατεύσεως και επιχειρήσεων διακρίνονταν για την απλότητα και το ρεαλισμό τους.

Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε την τεράστια συμβολή της Ελλάδας στον αγώνα των Συμμάχων κατά τον Άξονα. Εκτός από τις συνέπειες εναντίον του Άξονα στο διπλωματικό πεδίο, που είχε ο πόλεμος της Ελλάδος ήδη κατά τους δύο πρώτους μήνες, το Νοέμβριο δηλαδή και το Δεκέμβριο 1940, το γεγονός ότι παρατάθηκε άλλους πέντε μήνες και μάλιστα ότι παρασύρθηκε σε ανάμιξη και η Γερμανία, με άμεσο αποτέλεσμα τη δέσμευση ισχυρότατων ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων, που διαφορετικά θα ήταν δυνατό να είχαν διατεθεί σε άλλα μέτωπα, έδωσε τη δυνατότητα στους Βρετανούς να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στην Αφρική και στην Εγγύς Μέση Ανατολή, με επιπτώσεις σπουδαιότατες στην εξέλιξη του όλου πολέμου.

Επιπλέον, σπουδαιότατη υπήρξε η συμβολή του πολέμου της Ελλάδος για την ήττα των Γερμανών στο ανατολικό μέτωπο. Η εμπλοκή ειδικά της Γερμανίας στον πόλεμο αυτό και οι ευρύτερες επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, που υποχρεώθηκε να διενεργήσει, ήταν η κυριότερη αιτία για την αναβολή της ενάρξεως της επιθέσεως εναντίον της Σοβιετικής Ενώσεως κατά πέντε ως έξι εβδομάδες. Οι συνέπειες της αναβολής αυτής υπήρξαν κρισιμότατες για τους Γερμανούς, καθώς επήλθε ο βαρύτατος ρωσικός χειμώνας, πριν προφτάσουν να επιτύχουν αποφασιστικά αποτελέσματα. Έκτοτε ο χρόνος εργαζόταν εις βάρος τους ως την τελική ήττα.

Αξίζει τέλος να αναφερθεί η εθελοντική προσφορά των Κυπρίων αδελφών για τη συμμετοχή τους στον αγώνα των Ελλήνων. Στην Ελλάδα, οι πρώτοι Κύπριοι στρατιώτες έφθασαν στις αρχές του 1941. Μέχρι την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλιο 1941 στην Ελλάδα, είχαν φθάσει 5000 – 6000 άνδρες του Κυπριακού Συντάγματος. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για περίπου 40 φοιτητές που σπούδαζαν στην Ελλάδα που πολέμησαν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στο Αλβανικό μέτωπο.
 
Βιβλιογραφία

1. Η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού(1923-19440), Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ), Αθήνα 19632. Αίτια και Αφορμαί του Ελληνοϊταλικού Πολέμου(1940-1941), ΓΕΣ, Αθήνα 19593. Η Ιταλική Εισβολή, ΓΕΣ, Αθήνα 19594. Η Ελληνική Αντεπίθεσις (1940-1941), ΓΕΣ, Αθήνα 19635. Χειμεριναί Επιχειρήσεις – Ιταλική Επίθεσις, Μάρτιος 1941, ΓΕΣ, Αθήνα 19666. Το Τέλος μιας Εποποιίας, Απρίλιος 1941, ΓΕΣ, Αθήνα 19587. Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, ΓΕΣ, Αθήνα 19848. Κατσιμήτρος, Χ., Η Ήπειρος προμαχούσα, ΓΕΣ, Αθήνα 19549. Koliopoulos, J.S., Greece and the British Connection, 1935 -1941, Oxford 197710. Θ. Βερέμης- Ι. Κολιόπουλος, Ελλάς Η Σύγχρονη Συνέχεια από το 1821 μέχρι Σήμερα, Αθήνα 200611. Α. Ψαρομηλίγκος, Η στρατηγική Όξυνσης, άρθρο από τεύχος 54 Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, 28 Οκτωβρίου 1940 Scripta mament, Αθήνα 200012. Ζ. Ν. Τσιρπανλής, Ιταλικά Αρχεία για τον πόλεμο 1940-41, άρθρο από τεύχος 106 Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, Η 28η Οκτωβρίου από τα ξένα Αρχεία, Αθήνα 200113. Κ. Σβολόπουλος, Η στάση του Μεταξά, άρθρο από τεύχος 106 Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, Η 28η Οκτωβρίου από τα ξένα αρχεία, Αθήνα 200114. Π. Παπαπολυβίου, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Εθνική Αντίσταση, άρθρο από τεύχος 143 Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, Κύπριοι Εθελοντές, Αθήνα 2002

http://www.geetha.mil.gr