Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

 
Η εικονομαχική έριδα προέκυψε κατά τον 8ο αιώνα και έλαβε τέλος στο πρώτο μισό του 9ου. Ταλάνισε το Βυζάντιο πλέον του αιώνα, και απείλησε την ενότητα της αυτοκρατορίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ μέχρι τον 8ο αιώνα οι διάφορες αιρέσεις ξεπήδησαν από διάφορους λαϊκούς, κληρικούς ή θεολόγους, αντιθέτως η Εικονομαχία προκλήθηκε από τον αυτοκράτορα. 

Το εικονομαχικό ζήτημα, θα πρέπει να το εντάξουμε στο γενικότερο πλαίσιο ανακατατάξεων που έλαβαν χώρα κατά τον 8ο και τον 9ο αιώνα. Εκείνα τα χρόνια συνέπεσαν ταυτόχρονα τεράστιες εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις, οι οποίες ασκήθηκαν στην αυτοκρατορία. Οποιαδήποτε άλλο κράτος θα είχε καταρρεύσει, όχι όμως το Βυζάντιο. Τούτο οφείλεται στους τρεις βασικούς πυλώνες, στους οποίους εδράζεται η ίδια η υπόσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: Τη Ρωμαϊκή Διοίκηση και νομοθεσία, την Ελληνική Γλώσσα και Παιδεία και την Χριστιανική Πίστη. Όσοι ταυτίζουν τη βυζαντινή εποχή μόνον με τη θρησκεία αδυνατούν να εξηγήσουν το πως κατάφερε να εξέλθει της δογματικής κρίσης κατά την εικονομαχική περίοδο. Μιλάμε για τη σοβαρότερη κρίση της μέσης βυζαντινής περιόδου, η οποία, όντως, απείλησε να τινάξει το κράτος στον αέρα.

Κατά βάθος η εικονομαχία ήταν έριδα μεταξύ των ανατολικών ανεικονικών δοξασιών και του ελληνικού πνεύματος της θείας απεικονίσεως, δηλαδή αντανακλούσε τη σύγκρουση δύο κόσμων. Επομένως, η έκβαση αυτής της διαπάλης θα έδινε στο κράτος την οριστική του μορφή και θα προσδιόριζε τη θέση του. Εάν επικρατούσαν οι εικονομάχοι, τότε αργά αλλά σταθερά θα οδηγούμασταν σε μία καθεαυτό ανατολικού τύπου αυτοκρατορία, η οποία, ίσως, να εξισλαμιζόταν συν τωι χρόνωι. Εδώ να επισημάνουμε ότι η στρατιωτικοπολιτική στάσις των Ισαύρων απέβη, τελικά, σωτήρια για εκείνη την εποχή. Έριξαν το βάρος τους στην αντιμετώπιση της ισλαμικής πλημμυρίδος στη Μικρά Ασία, καταφέρνοντας έτσι να απομακρύνουν τους Άραβες από το ζωτικό αυτό χώρο για το Βυζάντιο. Η Μικρά Ασία ήταν η πλέον πλούσια επαρχία, ενώ εφοδίαζε τον βυζαντινό στρατό με πλήθος ικανών και αξιόμαχων στρατιωτών. Η απώλειά της κατά τα τέλη του 11ου από τους Σελτζούκους κατέδειξε τη σπουδαιότητά της αυτή.

Τελικά, μετά το πέρας της αντιπαραθέσεως, ευρέθη να ενισχύεται ο ελληνικός χαρακτήρας του χριστιανισμού. Προοδευτικά η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία μετασχηματίζεται σε ελληνορθόδοξη, συντελώντας σε μεγάλο βαθμό, με αυτόν τον τρόπο, στη διαδικασία μετασχηματισμού της ιδιοσυγκρασίας και φυσιογνωμίας του βυζαντινού κράτους. Πρόκειται για μία αργή εξελικτική διαδικασία ελληνοποιήσεως του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους από τα τέλη του 4ου αιώνος όταν χωρίζεται οριστικά το ρωμαϊκό κράτος σε Ανατολικό και Δυτικό.

Εν ολίγοις ο Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717-741) το 727 κατέβασε την εικόνα του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη, δίνοντας το εναρκτήριον λάκτισμα της εικονομαχίας. Ο ικανότατος στρατιωτικός αυτός αυτοκράτωρ παρατήρησε ότι οι Βυζαντινοί υπολείποντο σε θρησκευτικό ενθουσιασμό από τους μουσουλμάνους Άραβες. Οι τελευταίοι κατηγορούσαν τους χριστιανούς ως ειδωλολάτρες επειδή έδειχναν τη λατρεία τους στις εικόνες, στα λείψανα των αγίων και σε διάφορα ιερά κειμήλια. Με τη συμβολική του αυτή κίνηση θέλησε να τονίσει ότι η πίστη δεν χρειάζεται να εικονογραφείται και να επιδεικνύεται. Διατηρείται, μάλιστα, περισσότερο άσβεστη, αν όχι αναζωπυρώνεται στο μέγιστο, όταν ενυπάρχει καθαρή και ανόθευτη από απεικονίσεις, οι οποίες προσβάλλουν τη οντότητα του θείου.

Την ίδια τακτική ακολούθησε ο επίσης ικανός αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Ε’ (741-775), γιος του Λέοντος. Συνεκάλεσε, μάλιστα, στο 754 τη σύνοδο της Ιέρειας για να καταδικάσει τη λατρεία και την προσκύνηση των εικόνων. Στη συνέχεια κατεδίωξε απηνώς εκείνους που συνέχιζαν να προσκυνούν τις εικόνες. Ομολογουμένως, η στάσις αυτών των δύο αυτοκρατόρων ήταν ιδιαιτέρως σκληρή προς τους εικονολάτρες. Το ζήτημα λύθηκε, τελικά, με τη σύγκληση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου το 787 από την Ειρήνη την Αθηναία. Η δογματική λύσις του ζητήματος στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο στηρίχθηκε στα συγγράματα του Ιωάννου Δαμασκηνού. Υποστηρίχθηκε ότι η τιμητική προσκύνησις των εικόνων δεν αποδίδεται στο ξύλο, αλλά μεταβαίνει στο πρόσωπο του αγίου που αναπαρίσταται.

Η διαμάχη επανήλθε επί της βασιλείας του Λέοντος του Ε’ (813-820). Ο ίδιος συνεκάλεσε σύνοδο στη Βλαχέρνα το 815. Η σύνοδος αυτή ακύρωσε τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής. Στην αλλαγή αυτή στάσεως αντιτάχθηκε ο Θεόδωρος Στουδίτης. Εν τέλει, η οριστική αποκατάστασις της εικονικής λατρείας έλαβε χώρα το 843, μετά το θάνατο του Θεοφίλου, από τη σύζυγό του Θεοδώρα.

Πάντως, η αλήθεια είναι ότι παρά το γεγονός πως το ίδιο το κράτος δημιούργησε το πρόβλημα, τελικά ήταν εκείνο έδωσε τη διέξοδο από αυτό. Σε αυτό συνετέλεσε η οριστική ανάσχεσις των αραβικών επιθέσεων και η στερεοποίησις του ελέγχου επί των μικρασιατικών εδαφών. Έτσι, έλαβε τέλος ο ιδιότυπος θρησκευτικός συγκρητισμός, αν και η ανεικονική διάθεσις διατηρήθηκε, σε κάποιο βαθμό, στις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες γειτνίαζαν με το χαλιφάτο.

2 σχόλια:

  1. Πολύ ενδιαφέρον το ιστολόγιό σας. Θα το καταχωρήσω στα ¨Περί Ιστορίας¨ Παρατηρώ όμως ότι χρησιμοποιείται τον όρο ¨Βυζάντιο¨, ενώ ιστορικά είναι αναληθής, αντί του ορθού ¨Ρωμανία¨ (http://e-puzzle.blogspot.com/2011/10/blog-post.html) Καλά Χριστούγεννα και Ευλογημένο το 2012.
    http://e-puzzle.blogspot.com/2011/12/blog-post.html
    Σας περιμένω στα ιστολόγιά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τη λέξη "Βυζάντιο" "Βυζαντινή αυτοκρατορία" και "Βυζαντινός" την επινόησε τον 16ο αιώνα ο Ιερώνυμος Βολφ. Ασφαλώς και ωνομάζονταν Ρωμανία, αν και αρχικά τον τίτλο αυτό τον είχε το Δυτικό ρωμαϊκό κράτος. Οι ίδιοι οι Βυζαντινοί ωνόμαζαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους και την αυτοκρατορία τους Ρωμαϊκή. Υπήρχε, όμως, κατ' εξαίρεσιν η ονομασία "Βυζαντινός" για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, λόγωι της παλαιάς ονομασίας της πόλης ως Βυζάντιο από τον Βύζαντα τον Μεγαρέα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή