Εισαγωγή
Οι σχέσεις θεών και ανθρώπων
αποτελούν προσφιλές θέμα στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Ωστόσο,
αντιμετωπίζονται ποικιλοτρόπως, ανάλογα
με τα εξελικτικά στάδια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Για
παράδειγμα, οι προσευχές των θνητών στην Ιλιάδα διαφέρουν σε ύφος, περιεχόμενο
και σε προσέγγιση του θέματος από τις αντίστοιχες επικλήσεις της Σαπφούς προς
την Κύπριδα Αφροδίτη. Είναι γραμμένες σε διαφορετικές εποχές, επομένως είναι
ευνόητο να απηχούν τις αντίστοιχες ιδέες και αντιλήψεις που διακρίνουν εκείνες
τις συγκεκριμένες εποχές. Από ποιητική άποψη η Ιλιάδα ανήκει στην Επική[1]
ποίηση και καθρεφτίζει την εποχή των ηρώων, ενώ οι μεταγενέστερες συνθέσεις της
Σαπφούς εντάσσονται στη Λυρική ποίηση, και ειδικότερα στη Μελική[2],
και αντιπροσωπεύουν άλλα ιδανικά. Αυτήν ακριβώς τη διάκριση θα επιχειρήσουμε να
αναδείξουμε μέσα από τρεις προσευχές σε τρεις ξεχωριστούς θεούς. Πρόκειται για
την προσευχή του Χρύση στον Απόλλωνα που περιλαμβάνεται στους στίχους 34 έως 43
της ραψωδίας Α από την Ιλιάδα, την προσευχή του Αίαντα στους στίχους 645 έως
650 της ραψωδίας Ρ, και την προσευχή της Σαπφούς στην Αφροδίτη από το απόσπασμα
1.
Επιπρόσθετα δε, σε σχέση με την
ποίηση της μεγάλης Λέσβιας ποιήτριας, σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα σχολιάσουμε,
αφενός μεν την εμφάνιση της ίδιας της θεάς, αφετέρου δε θα αποπειραθούμε να
ερμηνεύσουμε το ρόλο της Αφροδίτης στα ποιήματα της Σαπφούς. Για το λόγο αυτό
θα μελετήσουμε δύο αποσπάσματα επικλήσεων προς τη θεά. Το παραπάνω απόσπασμα 1
και το απόσπασμα 2.
I. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τη λυρική ποίηση από το
έπος μέσα από τις προσευχές σε Απόλλωνα, Δία και Αφροδίτη
Η
ομηρική Ιλιάδα είναι το ηρωικό έπος που εξάρει την αυτοθυσία, την αυταπάρνηση,
την ανδρεία και τη λατρεία των ηρώων προγόνων, τα οποία αποτελούν ιδανικά μιας
κοινωνίας που ζει με τον πόλεμο. Παράλληλα, ο προσήκων σεβασμός στους θεούς
επιβάλλει την απόδοση τιμών σε αυτούς, καθώς και την αποφυγή της δυσαρέσκειας
αυτών –και κατ’ επέκτασιν του θυμού τους- με πράξεις που θεωρούνται
προσβλητικές προς εκείνους. Σε κάθε περίπτωση προηγείται η ισχυρή θέληση[3]
των θεών, η οποία θα πρέπει να ικανοποιηθεί, ακόμη και με το πλέον βαρύ
αντίτιμο από την πλευρά των ανθρώπων.
Η προσευχή του Χρύση Α 34-43 της
Ιλιάδας
Η επίκληση του Χρύση στον Απόλλωνα,
ο οποίος -ειρήσθω εν παρόδω- είναι ιερέας αυτού, έχει ως αφετηρία μία πράξη που
εξελίχθηκε, συν τω χρόνω, σε προσβολή της θεότητας. Συγκεκριμένα οι Αχαιοί
αιχμαλώτισαν, μεταξύ άλλων, την κόρη του Χρύση, την οποία έστειλαν ως αιχμάλωτη
να υπηρετήσει τον Αγαμέμνονα. Ο πατέρας της επισκέφθηκε τον αρχιστράτηγο των
Αχαιών ζητώντας του να απελευθερώσει την κόρη του Χρυσηίδα με αντάλλαγμα την
εύνοια του Απόλλωνος. Ο Αγαμέμνων, όμως, αρνείται, φερόμενος ταυτόχρονα
σκαιότατα στον αντιπρόσωπο ενός θεού.
Αυτή
του η ενέργεια, είχε ως αποτέλεσμα τη δρομολόγηση της έναρξης του θυμού του
θεού, έπειτα από την παράκληση-προσευχή του Χρύση που εξετάζουμε. Ο Χρύσης, ως
δέκτης της απαράδεκτης συμπεριφοράς του Αγαμέμνονος, θεωρεί ότι η προσβολή προς
το πρόσωπό του είναι, κατ’ επέκτασιν, προσβολή στο πρόσωπο του θεού που
υπηρετεί. Κατά συνέπεια, με παρακλητικό ύφος προσεύχεται στο θεό να τιμωρήσει
τους Αχαιούς για το φέρσιμο του ηγέτη τους. Υπενθυμίζει στο θεό τις υπηρεσίες
που του προσέφερε με τη στέγαση του ναού του και την προσφορά θυσιών στους
στίχους 39 έως 41: αν κάποτε σου στέγασα
ναό χαριτωμένο και αν κάποτε μεριά
παχιά έκαψα προς τιμή σου, ταυρίσια ή και γιδίσια. Τώρα ο Απόλλωνας θα πρέπει
να πράξει με γνώμονα την αντινομία καλοσύνης και σκληρότητας[4]
που παρουσιάζεται στις σχέσεις θεών και ανθρώπων στα ομηρικά έπη. Η καλοσύνη
αντανακλάται στην ικανοποίηση του αιτήματος του ιερέα του, ενώ, παράλληλα,
εξαπολύεται η μήνις του θεού με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά των βλάσφημων Αχαιών.
Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η χρησιμοποίηση
διαφόρων προσωνυμιών στον Απόλλωνα, πράγμα που συνήθιζαν οι Αρχαίοι Έλληνες ως
δηλωτικό σεβασμού. Έτσι τον αποκαλεί αργυρότοξο
στο στίχο 37, καθώς και Σμινθέα στο στίχο
39. Ακόμη, θα πρέπει να επισημάνουμε τη χρήση Προστακτικής στην προσευχή, ως
ένα ιδιαιτέρως έντονο παρακλητικό στοιχείο: Επάκουσε
(στ.37), τέλεσε (στ.41). Τέλος, η
ανταπόκριση του θεού είναι άμεση, δείγμα της εκ του σύνεγγυς παρακολούθησης,
και συνακόλουθα παρουσίας τους στα ανθρώπινα δρώμενα: Ευχήθηκε, κι ο Φοίβος τον άκουσε, ο Απόλλων (στ.43).
Η προσευχή του Αίαντα στο Δία Ρ
645-650 της Ιλιάδας
Πάνω
στο ίδιο πλαίσιο της σεβάσμιας παρακλήσεως κινείται η προσευχή του Αίαντα στο
Δία. Βέβαια, σε αυτή την προσευχή δεν υπάρχει το στοιχείο της εκδικητικότητας,
το οποίο, εν πολλοίς, εμφιλοχωρεί στην προσευχή του Χρύση. Σε εκείνον ήταν η
πίκρα που τον οδήγησε να ζητήσει την αρωγή του θεού. Ο Αίαντας, όμως, ζητεί τη
θεϊκή βοήθεια με ορίζοντα καθαρά πολεμικό. Άλλωστε, ένα από τα χαρακτηριστικά
στοιχεία στην Ιλιάδα είναι η θεϊκή επίκληση για την επικράτηση στα πεδία των μαχών.
Πέραν τούτων, όμως, υπάρχει μία διάκριση ως προς το αίτημα του πολεμιστή
Αίαντα. Συγκεκριμένα δε ζητά ακριβώς την εύνοια του Δία προς τους Αχαιούς για
να κατισχύσουν των αντιπάλων τους. Η επίκληση του προς τον πατέρα των θεών
αφορά ένα είδος διευκόλυνσης με το να καθαρίσει τον ουρανό από το σκοτάδι στους
στίχους 645 και 646: Δία πατέρα, όμως εσύ
γλίτωσε τουλάχιστον από το σκοτάδι τους γιους των Αχαιών, κάνε να καθαρίσει ο
ουρανός και δώσε στα μάτια μας να ιδούνε. Από εκεί και πέρα ότι είναι να
συμβεί στη μάχη ας συμβεί και ας πάνε οι Αχαιοί από το χέρι του θεού: και μέσα στο φως πια σκότωσέ μας (στ.
647).
Να επισημάνουμε και εδώ την εμφάνιση
προσωνυμίου στο Δία ως πατέρα, όπως
επίσης τη χρησιμοποίηση της προστακτικής. Αυτό δίνει έναν ακόμη δραματικό τόνο
στο ύφος της προσευχής, προσθέτοντας, ταυτόχρονα, ένα στοιχείο αγωνίας: γλίτωσε, κάνε, δώσε, σκότωσέ μας.
Σημειώνουμε δε ότι και η επίκληση του Αίαντα εισακούεται σε πρώτο χρόνο από το
θεό στους στίχους 648 έως 650: Έτσι είπε,
ο πατέρας τον λυπήθηκε […] κι έλαμψε ο ήλιος και φάνηκε ολόκληρη η μάχη.
Επιπλέον, η συγκεκριμένη προσευχή θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο του αντιθετικού
ζεύγους: «Πλησίασμα και απόσταση»[5].
Εδώ είναι ο ήρωας που επιχειρεί να πλησιάσει το θεό, προσπαθώντας να καλύψει
την απόσταση που τους χωρίζει.
Η προσευχή της Σαπφούς στην
Αφροδίτη
Η
προσευχή της Σαπφούς εντάσσεται σε μία εποχή όπου η αντιμετώπιση των θεών
προσεγγίζεται διαφορετικά. Βρισκόμαστε στην Αρχαϊκή περίοδο όπου η Λυρική
ποίηση έχει εισάγει νέες θεματικές, ξεπερνώντας το ηρωικό ιδεώδες και την τυφλή
υπακοή στους θεούς. Τους τελευταίους, δίχως να αναιρείται το στοιχείο της ευλάβειας
και της προσήλωσης, τους αντιμετωπίζουν οι ποιητές περισσότερο με αισθήματα
οικειότητας και φιλίας.
Αυτό διαφαίνεται έντονα στην
επίκληση της Σαπφούς. Είναι φανερό ότι η προσέγγιση της θεάς του Έρωτα, από την
κορυφαία ποιήτρια της Λέσβου, πόρρω απέχει από την ολοκληρωτικά ευλαβική στάση
των προσώπων της Ιλιάδας που εξετάσαμε. Θα λέγαμε ότι είναι απαλλαγμένη από τα
φοβικά σύνδρομα και το δέος που διακατέχει τόσο τον Χρύση όσο και τον Αίαντα όταν
ευρίσκονται ενώπιων των θεών. Το ύφος της Σαπφικής παράκλησης κινείται,
περισσότερο, εντός ενός φιλικού και εγκάρδιου κλίματος. Λόγου χάρη, η χρήση της
προστακτικής: έλα προδιαθέτει ένα
κλίμα φιλικής προσκλήσεως σε κάποιο οικείο πρόσωπο. Θα μπορούσαμε, κάλλιστα, να
συμπεράνουμε ότι απευθύνεται στην πλέον στενή της φίλη[6],
στην οποία εμπιστεύθηκε τις μύχιες σκέψεις της: μη βασανίζεις την ψυχή μου, Δέσποινα (στ.3). Αυτό που τη βασανίζει,
σε αντίθεση με εκείνο που απασχολούσε τον Χρύση και τον Αίαντα, εδράζεται σε ένα
καθαρά δικό της προσωπικό ζήτημα. Αφορά κάποιες ανεκπλήρωτες επιθυμίες, κάποιο
σκοτεινό αντικείμενο του πόθου που δεν την αφήνει σε ηρεμία: Έλα θεά, και τώρα, γλίτωσέ με απ’τη βαριά
την έγνοια, κάνε μου τα τά ποθεί η καρδιά να γίνουν (στ.25-27). Αυτό,
φυσικά, δεν σημαίνει, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ότι δεν προσδίδει τον απαραίτητο
σεβασμό στο θεϊκό πρόσωπο: Αφροδίτη
αθάνατη, μακάρια, αθάνατη όψη, διαφέντεψέ με.
Συμπεράσματα
Από
την συνεξέταση των παραπάνω προσευχών είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε τα νέα
τεκταινόμενα που διαδραματίζονται στον ελληνικό κόσμο από τα μέσα του 7ου.
Οι αλλαγές είναι πολλές και μεγάλες. Υπάρχει ρήξη, και μάλιστα κάθετη, με το
παρελθόν. Διαπιστώνεται, βεβαίως, κάποια συνέχεια, όπως στις περιπτώσεις που
διακρίνεται η ευλάβεια και ο σεβασμός προς τους θεούς. Αλλά οι καιροί έχουν
αλλάξει. Ο κόσμος άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι δεν τον εκφράζει πλέον το ηθικό
δίδαγμα του έπους. Νοιώθει απόμακρος και ξεκομμένος από μια μακρινή εποχή που
μιλά για τα επιτεύγματα και τους πολέμους των θεών και των επιφανών πολεμάρχων.
Ο ηρωισμός θεωρούνταν προνόμιο των λίγων, των εκλεκτών αρχόντων και των
βασιλιάδων. Η ατομικότητα των υπολοίπων χάνονταν μπροστά στην υπερπροβολή εκείνων.
Αυτά, όμως, ήταν τα πρότυπα της Μυκηναϊκής εποχής και των σκοτεινών αιώνων που
επακολούθησαν. Στις μέρες του β’ αποικισμού, τον 7ο π.Χ αιώνα, νέα
σύνορα ανοίγονταν στους Έλληνες. Η ναυτιλία, το εμπόριο και η βιοτεχνία έδωσαν
την δυνατότητα σε πολλούς να πλουτίσουν, δίχως να είναι, κατ΄ ανάγκη, απόγονοι
αριστοκρατών. Έχουμε την δημιουργία νέων εύρωστων τάξεων. Οι ίδιοι απαιτούσαν
καλύτερους όρους και συνθήκες διαβίωσης. Σύντομα θα αρχίσουν οι κοινωνικοί
αγώνες των νέων αυτών τάξεων για τον περιορισμό σε πρώτη φάση των αυθαιρεσιών
της άρχουσας αριστοκρατικής τάξης. Σε δεύτερο στάδιο θα επιδιώξουν την
ενεργότερη συμμετοχή τους στα κοινά και θα απαιτήσουν μερίδιο στην εξουσία. Την
εποχή αυτή ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τη συλλογικότητα και αρχίζει να αναπτύσσει
την δική του προσωπικότητα και να εξωτερικεύει αυτό που αισθάνεται, όπως
πράττει η Σαπφώ. Επομένως, ήταν φυσικό να εκφραστούν όλες οι προαναφερθείσες
κοσμογονικές αλλαγές κάποια στιγμή από τις τέχνες. Έτσι έκανε την εμφάνισή της
η Λυρική ποίηση που μετουσίωσε όλα τα παραπάνω, εκκινώντας από εντελώς
διαφορετική βάση από εκείνη της επικής.
II. Ο ρόλος της
Αφροδίτης στην ποίηση της Σαπφούς
Στην
παρούσα ενότητα θα ασχοληθούμε με το πως παρουσιάζεται το πορτραίτο της θεάς
Αφροδίτης μέσα από την ποίηση της Σαπφούς. Προς τούτο θα εξετάσουμε δύο
αποσπάσματα της που αναφέρονται στη θεά. Το 1ο απόσπασμα είναι το
εκτενέστερο και το μοναδικό της ποίημα που διασώζεται πλήρες[7].
Πρόκειται για μία σύνθεση με γλαφυρό και αναπαραστατικό χαρακτήρα. Το αίσθημα
που εκπέμπει είναι πηγαίο: μη βασανίζεις
την ψυχή μου, τι λαχταράει η καρδιά μου η ξέφρενη, να φέρει πάλι την αγάπη σου,
σε λίγο θ’ αγαπήσει, τα ποθεί η καρδιά να γίνουν, το οποίο σε συνδυασμό με
την έντονη εικονοπλαστική δημιουργία: σε
στολισμένο θρόνο, το χρυσό σου το αμάξι, γοργά στρουθιά φτεροκοπώντας σβέλτα
από ψηλά, στη μαύρη γης ολόγυρα, αθάνατη όψη, αποκαλύπτει στην ολότητα της
την ομορφιά και την ευγένεια που εκπέμπουν τα έργα της.
Είναι φανερό ότι η ατμόσφαιρα που
αναδύει το ποίημα είναι ατόφια ερωτική: τι
λαχταράει η καρδιά μου η ξέφρενη τόσο πολύ` ποιαν η Πειθώ γυρεύεις, Ψάπφα να
φέρει πάλι την αγάπη σου, κάνε μου τα τά ποθεί η καρδιά να γίνουν. Στην
ουσία πρόκειται για μία ικεσία προς την Αφροδίτη να έρθει, να σπεύσει μάλιστα: μον’ έλα δω, έλα θεά και τώρα, ως αρωγός
στο ερωτικό δράμα που περνά η Σαπφώ. Η ίδια, μάλιστα, δεν διστάζει να
υπενθυμίσει στη θεά ότι σε ανάλογη περίπτωση που είχε την ανάγκη της εκείνη δεν
κώφευσε και έστερξε κοντά της να προσφέρει την πολύτιμη αρωγή της. Αυτό το
πετυχαίνει εγκιβωτίζοντας στο ποίημα την ανάλογη κατάσταση στην οποία βρέθηκε
στο παρελθόν: όπως ήρθες κι άλλοτε, που
από μακριά το κάλεσμά μου τα’ άκουσες, κι έζεψες να’ρθεις, τότε εσύ, ω μακάρια,
χαμογέλασες και ρώτησες, και εμπλουτίζοντας αυτήν με δυνατές εικόνες, όπως
οι παραπάνω που παρετέθησαν. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι απλή, απέριττη
αλλά και έντονα περιγραφική. Ο λόγος της είναι καθημερινός[8]
και αποσκοπεί στο να πλησιάσει τον αναγνώστη, αφενός μεν με την αμεσότητα και
τη διαύγεια που αποπνέει, αφετέρου δε με την αφύπνιση των αισθήσεων και των
παραισθήσεων που γεννά. Γενικά η παρουσία της Αφροδίτης είναι λαμπερή,
υποβλητική και αναδύει έναν λανθάνοντα ερωτισμό, διαγείροντας υποσυνείδητα τη
λίμπιντο.
Στο 2ο απόσπασμα βλέπουμε
ότι και εδώ η ποιήτρια καλεί τη θεά να την πλαισιώσει σε στιγμές χαράς και
ξεγνοιασιάς: Έλα Αφροδίτη, το νέκταρ να
κεράσεις, για της γιορτής που ετοίμασαν το γλέντι. Αυτή τη φορά δεν
πρόκειται για κάποιο αισθηματικό δίλλημα που την ταλαιπωρεί. Αντιθέτως, το
απόσπασμα διαπνέεται από χαρμόσυνα αισθήματα, και παρουσιάζει τη φυσική
ομορφιά, ενίοτε με διάθεση παιχνιδίσματος. Όλα τα παραπάνω τα δένει με τη
δύναμη της εικόνας, η οποία δίνει την αίσθηση της ζωντάνιας, της σφριγηλότητας
και του κάλλους της φύσης: Χαριτωμένο
άλσος, νερά κατάκρυα μες τα κλώνια κελαηδούν, από τα ρόδα ο τόπος ολόσκιωτος,
οι ανοιξιάτικοι ανθοί, γλυκά ευωδιάζει το άνηθο για της γιορτής, το γλέντι,
χρυσές κούπες.
Δεν παραλείπει, φυσικά, την απότιση
φόρου τιμής στη θεά: εδώ οι βωμοί
καπνίζουν, ενώ παράλληλα αποκρυσταλλώνει στοιχεία της λατρείας της: ανθοστεφανωμένη, το νέχταρ να κεράσεις ένα
γύρο. Επίσης, η έντονη εξωτερική περιγραφή ενδεχομένως να δίνει στοιχεία
για τους τόπους λατρείας της Αφροδίτης. Ο λόγος της, τώρα, ρέει συνδυάζοντας
ταυτόχρονα τη λιτή με την εξόχως παραστατική εκφραστικότητα. Η τεχνική της
είναι άψογη στην απόδοση τόσο πλούσιων εικόνων με ένα καθαρό και λιτό ύφος.
Συμπεράσματα
Όπως
είδαμε, ο ρόλος της Αφροδίτης στην σαπφική ποίηση, όπως φαίνεται από τα 2 σωζόμενα
αποσπάσματα που εξετάσαμε, είναι κομβικής σημασίας. Η ποιήτρια αντιλαμβάνεται
με συγκεκριμένη οπτική τη μορφή και τη λατρεία της θεάς. Ακριβώς λόγω του ότι η
ποίηση της Σαπφούς εδράζεται πάνω σε προσωπικά συναισθήματα, τα οποία
απελευθερώνονται με αυτόν τον τρόπο, η ίδια θεωρεί ότι ο πλέον κατάλληλος
αποδέκτης αυτών είναι η θεά του Έρωτα, η Αφροδίτη. Οι περιλάλητοι έρωτες της
μεγάλης Λέσβιας ποιήτριας αποτελούν μοναδικό δείγμα προσωπικής λυρικής ποίησης.
Μέσα από το πρόσωπο της θεάς προσδιορίζεται τόσο η προσωπικότητα όσο και το
ποιόν των αισθημάτων της Σαπφούς. Το πάθος το οποίο εκπορεύεται από τα έργα της
δεν θα μπορούσε να βρει καταλληλότερο εκφραστή παρά τη μορφή της θεάς που
ενσαρκώνει την ομορφιά και την αιώνια νεότητα. Η λατρεία της αποτελεί έναν ύμνο
στην ομορφιά της δημιουργίας και των ανθρωπίνων αισθημάτων. Η Αφροδίτη
προσφέρει σιγουριά και γαλήνη στην καρδιά της ποιήτριας που λαχταράει ξέφρενα
να συναντήσει αυτό που ποθεί, αλλά που δεν μπορεί να αποκτήσει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
2. Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Μετάφραση Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2003.
[1] Ε.
Αλεξίου, Ι Αναστασίου, Β. Βερτουδάκης, Μ.Ι Γιόση, Δ. Λυπουρλής, Θ.Κ
Στεφανόπουλος, Α. Τσακμάκης, Μ. Χριστόπουλος, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Τόμος Α’ Αρχαϊκή
και Κλασική περίοδος, Ε.Α.Π ΠΑΤΡΑ 2001, σελ. 61.
[2] Στο ίδιο, σελ.133.
[3] Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Μετάφραση Αγαπητού Γ.
Τσοπανάκη, Αδελφοί Κυριακίδη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2003, σελ. 116.
[4] Στο ίδιο, σελ.118.
[6] Ε. Αλεξίου,
ό.π., σελ.137.
[8] Ε. Αλεξίου,
ό.π., σελ.139.