Η Βυζαντινή πολιτική στις διεθνείς σχέσεις περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τις επιγαμίες επιφανών βυζαντινών με ξένους οίκους. Εδώ θα εξετάσουμε εν συντομίαι τους λόγους που ώθησαν Βυζαντινούς και Καρολίδες στο να επιζητήσουν σχέσεις επιγαμίας κατά τον 8ο και 9ο αιώνα.
Κατά τον 8ο αιώνα το Βυζάντιο αντιμετώπιζε πρόβλημα τόσο στη Μεσόγειο και την Ανατολή από την εξάπλωση των Αράβων όσο και στη διατήρηση των κτήσεών του στην Ιταλία, ενώ στη Βαλκανική υπήρχαν τριβές με το βουλγαρικό κράτος. Στην Ιταλία οι Λογγοβάρδοι απειλούσαν το εξαρχάτο της Ραβέννας, ώσπου το κατέλυσαν το 751. Ο τότε βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Ε’ έκρινε ότι λόγω των κρίσιμων μετώπων στη Βαλκανική με τους Βούλγαρους και στην Ανατολή με τους Άραβες δεν θα μπορούσε να στείλει στρατεύματα στην Ιταλία. Για τον λόγο αυτό επιχείρησε να προσεγγίσει τον Πεπίνο τον Βραχύ. Μία από τις προτάσεις του ήταν η σύναψη επιγαμίας μεταξύ του γιου του τού Λέοντος Δ’ και της κόρης του Πεπίνου της Γκιζέλας. Τελικά δεν επετεύχθη το συνοικέσιο.
Στη συνέχεια, πάλι κατά τον 8ο αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή συνεχίζει να επιζητεί τη σύναψη επιγαμιών με τους Φράγκους, με την Ειρήνη την Αθηναία, η οποία εμφανίζεται ακόμη πιο διαλλακτική. Έτσι στην πολιτική της συμφωνία με τον Καρλομάγνο περιλαμβάνεται ο αρραβώνας του γιου της Κωνσταντίνου του Στ’ με την κόρη του Καρλομάγνου τη Ροτρούδη. Εν τέλει δεν θα καρποφορήσει ούτε αυτή η απόπειρα.
Στην αυγή του 9ου αιώνα τα δεδομένα αλλάζουν. Οι Καρολίδες, μετά τη στέψη του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων το 800, επιζητούν διακαώς την αναγνώρισή τους από το Βυζάντιο. Εκμεταλλευόμενοι τη χηρεία του βυζαντινού θρόνου έρχονται εκ νέου σε διαπραγματεύσεις με την Ειρήνη την Αθηναία το 802. Προετοιμάζεται ο γάμος του Καρλομάγνου με την ίδια την Ειρήνη ως επισφράγιση της συμφωνίας. Όμως, οι ανώτατοι βυζαντινοί αξιωματούχοι, συναισθανόμενοι ότι με αυτό τον τρόπο θα καταλυόταν η βυζαντινή αρχή, ανέτρεψαν την Ειρήνη την Αθηναία και ματαίωσαν τα σχέδια του Καρλομάγνου.
Οι προσπάθειες από μέρους των Καρολιδών δεν εγκαταλείπονται και το 812 νέα αντιπροσωπεία τους έρχεται στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις με τον Μιχαήλ τον Α’ όπου του πρότειναν σχέση επιγαμίας με τον μεγαλύτερο γιο του.
Μετά το θάνατο του Καρλομάγνου το 814, οι διάδοχοί του δεν καταφέρνουν να κρατήσουν ενωμένο το κράτος του. Τα δεδομένα αλλάζουν και η αυξανόμενη αραβική απειλή ξαναφέρνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τους Καρολίδες με το Βυζάντιο. Οι βυζαντινοί διπλωμάτες επιζητούν μία κοινή στάση μεταξύ Βυζαντίου και Φράγκων. Προκειμένου να επιτευχθεί χρειάζεται η ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ του Βυζαντινού οίκου και των Καρολιδών. Έτσι χρησιμοποιείται, για ακόμη μία φορά, το όπλο των επιγαμιών. Στα πλαίσια αυτά ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεόφιλος πρότεινε μία από τις κόρες του να νυμφευθεί Φράγκο ηγεμόνα.
Οι λόγοι, λοιπόν, που οδήγησαν τους Βυζαντινούς και τους Καρολίδες σε απόπειρες σύναψης σχέσεων επιγαμίας, κατά τους παραπάνω αιώνες, ποικίλλουν αναλόγως της καταστάσεως στην οποία βρίσκονταν η κάθε πλευρά. Έτσι, υπήρχαν εποχές που το Βυζάντιο επιθυμούσε διακαώς τη σύναψη τέτοιων σχέσεων, και εποχές που οι ηγέτες του Φραγκικού βασιλείου τις ζητούσαν επιτακτικά.
Κατά τον 8ο αιώνα το Βυζάντιο αντιμετώπιζε πρόβλημα τόσο στη Μεσόγειο και την Ανατολή από την εξάπλωση των Αράβων όσο και στη διατήρηση των κτήσεών του στην Ιταλία, ενώ στη Βαλκανική υπήρχαν τριβές με το βουλγαρικό κράτος. Στην Ιταλία οι Λογγοβάρδοι απειλούσαν το εξαρχάτο της Ραβέννας, ώσπου το κατέλυσαν το 751. Ο τότε βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Ε’ έκρινε ότι λόγω των κρίσιμων μετώπων στη Βαλκανική με τους Βούλγαρους και στην Ανατολή με τους Άραβες δεν θα μπορούσε να στείλει στρατεύματα στην Ιταλία. Για τον λόγο αυτό επιχείρησε να προσεγγίσει τον Πεπίνο τον Βραχύ. Μία από τις προτάσεις του ήταν η σύναψη επιγαμίας μεταξύ του γιου του τού Λέοντος Δ’ και της κόρης του Πεπίνου της Γκιζέλας. Τελικά δεν επετεύχθη το συνοικέσιο.
Στη συνέχεια, πάλι κατά τον 8ο αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή συνεχίζει να επιζητεί τη σύναψη επιγαμιών με τους Φράγκους, με την Ειρήνη την Αθηναία, η οποία εμφανίζεται ακόμη πιο διαλλακτική. Έτσι στην πολιτική της συμφωνία με τον Καρλομάγνο περιλαμβάνεται ο αρραβώνας του γιου της Κωνσταντίνου του Στ’ με την κόρη του Καρλομάγνου τη Ροτρούδη. Εν τέλει δεν θα καρποφορήσει ούτε αυτή η απόπειρα.
Στην αυγή του 9ου αιώνα τα δεδομένα αλλάζουν. Οι Καρολίδες, μετά τη στέψη του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων το 800, επιζητούν διακαώς την αναγνώρισή τους από το Βυζάντιο. Εκμεταλλευόμενοι τη χηρεία του βυζαντινού θρόνου έρχονται εκ νέου σε διαπραγματεύσεις με την Ειρήνη την Αθηναία το 802. Προετοιμάζεται ο γάμος του Καρλομάγνου με την ίδια την Ειρήνη ως επισφράγιση της συμφωνίας. Όμως, οι ανώτατοι βυζαντινοί αξιωματούχοι, συναισθανόμενοι ότι με αυτό τον τρόπο θα καταλυόταν η βυζαντινή αρχή, ανέτρεψαν την Ειρήνη την Αθηναία και ματαίωσαν τα σχέδια του Καρλομάγνου.
Οι προσπάθειες από μέρους των Καρολιδών δεν εγκαταλείπονται και το 812 νέα αντιπροσωπεία τους έρχεται στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις με τον Μιχαήλ τον Α’ όπου του πρότειναν σχέση επιγαμίας με τον μεγαλύτερο γιο του.
Μετά το θάνατο του Καρλομάγνου το 814, οι διάδοχοί του δεν καταφέρνουν να κρατήσουν ενωμένο το κράτος του. Τα δεδομένα αλλάζουν και η αυξανόμενη αραβική απειλή ξαναφέρνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τους Καρολίδες με το Βυζάντιο. Οι βυζαντινοί διπλωμάτες επιζητούν μία κοινή στάση μεταξύ Βυζαντίου και Φράγκων. Προκειμένου να επιτευχθεί χρειάζεται η ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ του Βυζαντινού οίκου και των Καρολιδών. Έτσι χρησιμοποιείται, για ακόμη μία φορά, το όπλο των επιγαμιών. Στα πλαίσια αυτά ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεόφιλος πρότεινε μία από τις κόρες του να νυμφευθεί Φράγκο ηγεμόνα.