Ι. Εισαγωγή
Η ιστορία, συχνά, υπόκειται σε κατάχρηση από το κοινό.
Ενίοτε διαστρεβλώνεται, κατά το δοκούν, για διάφορους σκοπούς. Τελικά, υπάρχουν
κάποια κριτήρια βάσει των οποίων η Ιστορία δύναται να παρουσιαστεί με
αξιοπιστία και αν ναι, ποια είναι αυτά; Αυτή η προβληματική είναι και το θέμα
με το οποίο θα ασχοληθεί το παρόν.
II. Καταχρήσεις & Διαστρεβλώσεις της Ιστορίας
Η Ιστοριογραφία, ως ανθρώπινο δημιούργημα, συχνά
παρουσιάζεται αλλοιωμένη με στρεβλώσεις που έχουν να κάνουν με τα ανθρώπινα
πάθη. Ως αποτέλεσμα μαρτυρίας –εκ του ίστωρος που σημαίνει μάρτυρας- αλλά και
προσπάθεια βαθύτερης γνώσης, όπως σημαίνει το ιστορείν επιχειρεί να συγκεράσει
την αφήγηση με την έρευνα ώστε να προσφέρει στην κοινωνία ένα, όσο το δυνατόν,
αξιόπιστο ιστορικό τεκμήριο. Επομένως, ο κοινωνικός της ρόλος είναι πολύ
μεγάλος καθόσον διαμορφώνει συνειδήσεις. Στην προσπάθειά της αυτή συναντά
διάφορα εμπόδια.
Από την στιγμή που η ιστορία έχει να κάνει με τις εθνικές
και κοινωνικές παραδόσεις, αναπόφευκτα, δημιουργούνται τριβές με βάση τα εθνικά
και κοινωνικά στερεότυπα τα οποία έχουν διαμορφωθεί σε βάθος δεκαετιών ή και
αιώνων. Εκ της σχέσεως αυτής είναι πολύ πιθανόν να κάνουν την εμφάνισή τους
διαστρεβλωμένα ιστορικά αφηγήματα τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να
οδηγήσουν σε καταστροφικούς πολέμους. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η παραποίηση
του ρομαντισμού στην Γερμανία από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.
Αναμφισβήτητα, η Ιστορία έχει χρησιμοποιηθεί, κατά κόρον,
για την εξιδανίκευση του παρελθόντος. Το παραπάνω παράδειγμα των Γερμανών
Εθνικοσοσιαλιστών είναι ενδεικτικό μίας τέτοιας ακραίας εκμετάλλευσης του
ιστορικού παρελθόντος το οποίο παραποιήθηκε με στόχο την εξιδανίκευση. Εντάσσεται,
μάλιστα, στο πλαίσιο της ιστορικής χρήσης για συγκεκριμένους σκοπούς οι οποίοι
εκπορεύονται από πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, ιδεολογικές σκοπιμότητες. Κάτι
αντίστοιχο συνέβη και με τα καθεστώτα του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού στην
Ανατολική Ευρώπη. Κατά συνέπεια, το ιστορικό παρελθόν, σε μεγάλο βαθμό, ερευνάται,
αναμοχλεύεται και αναγιγνώσκεται σύμφωνα με τα εκάστοτε εθνικά, πολιτικοϊδεολογικά αλλά και οικονομικά
προτάγματα. Προκειμένου, δε, να επιτευχθεί ο στόχος χρησιμοποιείται μία εύληπτη
και ελκυστική ιστορική αφήγηση για το παρελθόν.
Στην Ελλάδα έχουμε την “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” τον 19ο
αιώνα από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Το έργο αυτό είχε θέσει ως στόχο την
δημιουργία μίας συνεκτικής αφήγησης ως προς τους Έλληνες, η οποία είχε ως
βασικό στόχο την δημιουργία ενός εδραίου εθνικού αφηγήματος στο νεότευκτο τότε
ελληνικό κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Παπαρρηγόπουλος αφιέρωσε το έργο
του με τα εξής λόγια: “Χάριν των πολλών εξεργασθείσα”. Η ιστορία του
Παπαρρηγοπούλου ενετάχθη στην εκπαίδευση και αποτέλεσε την επίσημη ελληνική
δημόσια ιστορία. Βεβαίως, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι εκείνη την εποχή, στα
πλαίσια της διαμορφώσεως της εθνικής ταυτότητος, ο Παπαρρηγόπουλος αισθάνθηκε
ότι έπρεπε να παρουσιάσει την ελληνική εκδοχή και να απαντήσει στις αιτιάσεις
του Jakob Philipp Fallmerayer
προτάσσοντας την πολιτισμική ισχύ του ελληνισμού. Στο γύρισμα του αιώνος και με
την είσοδο του 20ου θα έρθει ο Μαρξιστής Γιάννης Κορδάτος να
συγγράψει για την κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως, επηρεασμένος
από την μαρξιστική ιστορική οπτική, στοχεύοντας στην ανάδειξη της ταξικής
συνείδησης, παραμερίζοντας την εθνική.
Το παρελθόν, επομένως, αναπόφευκτα, έρχεται στην επιφάνεια,
είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο. Στην προηγούμενη παράγραφο είδαμε την
ανάσυρσή του για συγκεκριμένους λόγους που εξηπηρετούσαν, από την μία την
εθνική ομοιογένεια ενώ, από την άλλη, την ιδεολογική συνέπεια. Η αναπαράστασή
του παρελθόντος, όμως, συντελείται και μέσω της κοινωνικής μνήμης, γεγονός που
συνιστά κοινωνική λειτουργία καθώς διαμορφώνει συλλογικές ταυτότητες. Το ζήτημα
εδώ είναι πως η συλλογική μνήμη δεν συγκροτεί, από μόνη της, ιστορία. Ο λόγος
είναι ότι διέπεται έντονα από τον ανθρώπινο συναισθηματισμό ο οποίος λειτουργεί
ως παραμορφωτικός καθρέφτης των πραγματικών γεγονότων. Ένας από τους επιμέρους
λόγους μπορεί να είναι το συλλογικό τραύμα από ένα έντονο ιστορικό γεγονός,
όπως, για παράδειγμα, ο εμφύλιος. Εδώ η έννοια «τραύμα» διαφοροποιείται από την
αντίστοιχη ιατρική συμπεριλαμβάνοντας την εμπειρία και την μνήμη.
III. Πως μπορεί να θεωρηθεί μία ιστορική
προσέγγιση αξιόπιστη
Όλα τα παραπάνω δημουργούν ένα εύλογο ερώτημα. Πως δύναται
να θεωρήσουμε μία ιστορική προσέγγιση αξιόπιστη; Το βασικότερο κριτήριο είναι η
αμεροληψία, η οποία θα βασιστεί στην τιμιότητα του ιστορικού ερευνητή. Το να
είναι κανείς αμερόληπτος δεν είναι εύκολο πράγμα και αυτό διότι πάντοτε θα
υπεισέρχεται το προσωπικό κριτήριο ανάγνωσης των γεγονότων, το οποίο είναι
φορτισμένο από τον συναισθηματικό και ιδεολογικό κόσμο που έχει πλάσει μέσα
του. Η αμεροληψία σημαίνει να παραμερίσει τα προαναφερθέντα και να αποφασίσει
ανεπηρέαστος. Για τον σκοπό αυτό έχει την ευχέρεια της χρήσης των ιστορικών
ακαδημαϊκών εργαλείων που προσφέρονται προς τούτο. Η έρευνα του ιστορικού
περιλαμβάνει την συνεξέταση όλων των συνθηκών που διαμόρφωσαν το γεγονός. Θα
φέρει σε αντιπαραβολή την εξιστόρηση των προσωπικών βιωμάτων ώστε να μπορέσει
να συνάγει, ει δυνατόν, ένα αξιόπιστο συμπέρασμα. Θα θέσει τα δικά του
ερωτήματα ως προς τις πρωτογενείς πηγές που έχει στα χέρια του:
- Ποια είναι η ιδιότητα του Συντάκτη;
- Ήταν εκεί;
- Τα λένε κι άλλοι όσα αναφέρει;
- Που τοποθετούνται τα γεγονότα;
- Πότε συνετάχθη η πηγή;
·
- Τι είδους πηγή είναι;
- Ποιο άτομο ή ομάδα
δημιούργησε την πηγή;
- Ποιες ήταν οι αντιλήψεις ή
οι προκαταλήψεις των δημιουργών τους;
- Πότε και που
δημιουργήθηκε;
- Ποιες ήταν οι περιστάσεις
και τα αίτια σύνταξης τους;
- Πως και για ποιο σκοπό
δημιουργήθηκε;
- Για ποιον γράφτηκε, σε
ποιους απευθύνεται;
- Η πηγή είναι αυθόρμητη ή
κατόπιν εντολής;
- Τι έγκυρες πληροφορίες
μπορούμε να προσλάβουμε και σε ποιο βαθμό;
- Η μαρτυρία είναι πράγματι
αυτό που υποστηρίζει;
- Έχει συνταχθεί όντως από
το άτομο ή την ομάδα που φέρεται ως δημιουργός της;
- Η μαρτυρία αναπαράγει
πιστά το κείμενο του συγγραφέα;
- Τι ήθελε να πει ο
δημουργός;
- Πως έφτασε στα χέρια του η
πηγή;
Προκειμένου για δευτερογενείς πηγές πρέπει να εξεταστεί:
- Ποιο ιστορικό θέμα
πραγματεύεται;
- Η θέση του δημιουργού της;
- Πως φθάνει σε αυτή την
θέση;
- Ποιες ιστορικές μεθόδους
χρησιμοποιεί;
- Σε ποια ιστορική σχολή
ανήκει;
- Ποιες πηγές αξιοποιεί και
ποιες αγνοεί;
- Που διαφέρει η δική του
άποψη από αυτή των άλλων και γιατί;
IV. Συμπεράσματα
Όπως διαπιστώσαμε οι διαφορετικές ιστορικές ερμηνείες
είναι αναπόφευκτες, ειδικά όταν “ανακατεύονται” στην διαμόρφωση της ιστορίας διάφοροι
παράγοντες, πίσω από τους οποίους κρύβονται συγκεκριμένες στοχεύσεις. Επενδύουν,
άλλοτε στο προσωπικό συναίσθημα και άλλοτε σε συλλογικές μνήμες, ανάλογα του
σκοπού που έχουν θέσει. Ασφαλώς και δεν γνωρίζουμε τα πάντα για το παρελθόν, το
οποίο συνεχώς μας αποκαλύπτεται. Υπό την έννοια αυτή δεν υπάρχει οριστική
ιστορία ή τέλος της ιστορίας, αλλά συνεχής έρευνα και απόδοση ερμηνείας
αμερόληπτα, δίχως τις εθνικές, κοινωνικές, ιδεολογικές ή πολιτικές
παραμορφώσεις.